Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (27)

Συνέχεια από: Tρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
του Enrico Berti.
       
   Όπως γίνεται φανερό από αυτά τα λόγια, το κλειδί για να κατανοήσουμε το διάσημο, αινιγματικό και το τόσο αντιλεγόμενο τελευταίο μέρος του διαλόγου, την συζήτηση δηλαδή των οκτώ (όχι εννέα) υποθέσεων γύρω από το ΕΝΑ, βρίσκεται στο διάλειμμα, στο ιντερμέτζο. Πρόκειται για μία εφαρμογή τής δημιουργικής διαλεκτικής, η οποία περνά διαμέσου όλων των αναιρέσεων, για να φθάσει στην ανυπόθετο αρχή.
          Από την έλλειψη τού υπολογισμού αυτής της στενής συνάφειας ανάμεσα στο intermezzo, στο πρώτο και στο τελευταίο μέρος του διαλόγου, προέρχονται όλες εκείνες οι ερμηνείες οι οποίες ή υπολογίζουν όλες τις υποθέσεις σαν να διαθέτουν θετική ολοκλήρωση, όπως συμβαίνει στους νεοπλατωνικούς, για τους οποίους οι υποθέσεις αυτές εκθέτουν άλλες τόσες υποστάσεις του ΕΝΟΣ του Πλωτίνου, ή τις υπολογίζουν όλες σαν να διαθέτουν αρνητική ολοκλήρωση όπως συμβαίνει στον Χέγκελ, για τον οποίο αυτές είναι η κριτική όλων των προσπαθειών της νοήσεως για να καθορίσει την ολότητα ή τέλος υπολογίζουν ολόκληρη την συζήτηση σαν ένα παιχνίδι ή σαν μία απλή προπόνηση της σκέψης, χωρίς καμμία δογματική αξία.
          Στην πραγματικότητα οι οκτώ υποθέσεις στο Ένα, οι οποίες συζητούνται στο τελευταίο μέρος του διαλόγου, αντικατοπτρίζουν με πιστότητα το σχήμα το οποίο ανεπτύχθη στο ιντερμέτζο, και αντικρύζουν δηλαδή το ενδεχόμενο το Ένα να είναι (οι πρώτες τέσσερις) και το ενδεχόμενο το Ένα να μήν είναι (οι τελευταίες τέσσερις) εξετάζοντας τις συνέπειες οι οποίες προκύπτουν απο το πρώτο ενδεχόμενο για το Ένα υπολογισμένο καθ'αυτό (πρώτη υπόθεση) και με το ένα υπολογισμένο σε σχέση με τα πολλά (δεύτερη υπόθεση), και στην συνέχεια υπολογίζοντας τα πολλά σε σχέση μέ τό Ένα (τρίτη υπόθεση) καί τά πολλά υπολογισμένα καθ'αυτά (τέταρτη υπόθεση) και στην συνέχεια τις συνέπειες που προκύπτουν από το δεύτερο ενδεχόμενο για το Ένα υπολογισμένο σε σχέση με τα πολλά (Πέμπτη υπόθεση) και για το Ένα υπολογισμένο καθ'αυτό (έκτη υπόθεση), συνεχίζοντας με τα πολλά υπολογισμένα σε σχέση με το Ένα (έβδομη υπόθεση) και τα πολλά υπολογισμένα καθαυτά (όγδοη υπόθεση).
          Τα συμπεράσματα που προκύπτουν δέν μπορούν να είναι όλα ισάξια, διότι εάν αποδεχθούμε ότι είναι ισάξιες οι συνέπειες που απορρέουν απο την βεβαίωση και εκείνες που απορρέουν απο την άρνηση, αυτό θα σήμαινε ότι δεχόμαστε το ισοδύναμο της βεβαιώσεως και της αρνήσεως, θα σήμαινε δηλαδή να παραβιάσουμε την αρχή της μή-αντιφάσεως, την αξία της οποίας όπως είδαμε επιβεβαιώνει ο Πλάτων συνεχώς. Εάν πάμε να δούμε τα συμπεράσματα της κάθε μιάς, μπορούμε να εξακριβώσουμε ότι σε κάθε ζεύγος, υπάρχει ένα αστήρικτο συμπέρασμα και ένα συμπέρασμα που μπορεί να υποστηριχθεί. Για παράδειγμα το συμπέρασμα της πρώτης υποθέσεως (Εάν το Ένα είναι, τί απορρέει απο το Ένα θεωρημένο σε σχέση με τον εαυτό του; κάτι που ισούται με την ερώτηση, τί συμπεραίνεται για το Ένα απο την υπόθεση ότι είναι μόνον Ένα;) είναι ότι δέν υπάρχει κάποιο κατηγόρημα για το Ένα, δηλαδή ότι γι'αυτό δέν μπορούμε να πούμε ούτε ότι είναι μέρος, ούτε ότι είναι ολον, ούτε ότι είναι πεπερασμένο, ούτε άπειρο, ούτε ότι είναι ακίνητο, ούτε ότι είναι σε κίνηση, ούτε ότι είναι ταυτόν ούτε ότι είναι διαφορετικό, ούτε ότι είναι όμοιο ούτε ανόμοιο, ούτε ότι είναι ίσο, ούτε άνισο, ούτε ότι είναι σ'έναν τόπο ούτε ότι δέν είναι, ούτε ότι είναι στον χρόνο, ούτε οτι δέν είναι. Και επομένως συμπεραίνεται ότι γι'αυτό το Ένα δέν υπάρχει ούτε όνομα, ούτε συζήτηση ούτε επιστήμη, ούτε αίσθηση, ούτε γνώμη και επομένως είναι αδύνατον αυτή να είναι η κατάσταση του Ενός (Παρμ. 137C - 142A). Αυτό το συμπέρασμα, είναι καθαρά αρνητικό, αντιφατικό, παρανοϊκό και γι'αυτό η εν λόγω υπόθεση πρέπει νά θεωρηθεί αναιρεθείσα.
Δεν ισχύουν όμως τα ίδια για την αντίθετη υπόθεση, την δεύτερη (Εάν το Ένα, είναι, τί συμπεραίνεται για το Ενα, θεωρημένο σε σχέση με τα πολλά; Κάτι που ισούται με την ερώτηση τί πράγμα συμπεραίνεται για το Ένα στην υπόθεση ότι αυτό είναι σε σχέση με τα πολλά;) Το συμπέρασμα του λοιπόν είναι ότι για το Ένα μπορούμε να πούμε τα πάντα, δηλαδή ότι είναι μέρος, όπως και όλον, ότι είναι πεπερασμένο όπως και άπειρο, τόσο ότι είναι ακίνητο όσο και ότι κινείται, τόσο ότι είναι ίσο όσο και άνισο κ.τ.λ. Μπορεί να φανεί ότι αυτό το συμπέρασμα είναι αντιφατικό, αλλά δέν είναι, διότι ο ίδιος ο Πλάτων βεβαιώνει ότι γι'αυτό το Ένα υπάρχει αίσθηση, γνώμη, επιστήμη, όνομα και συζήτηση, και ο,τιδήποτε έχει λεχθεί ισχύει τόσο για το ένα, όσο και για τα πολλά, κάτι που είναι αναμφισβήτητα ένα θετικό συμπέρασμα.
          Για νά κατανοήσουμε πώς μπορεί να είναι θετικό δηλαδή ανεκτό, το συμπέρασμα ότι απο το ένα μπορούμε να διακηρύξουμε τα πάντα επομένως και αντίθετα κατηγορούμενα, χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση, αρκεί να προσέξουμε τί σημαίνει για τον Πλάτωνα η υπόθεση "εάν το Ένα είναι". Όταν ο Παρμενίδης και ο Ζήνων ερωτούσαν "εάν οι πολλοί είναι", εννοούσαν "εάν τα όντα είναι πολλά". Όπως επίσης όταν ο Πλάτων βάζει στο στόμα τού Παρμενίδη την υπόθεση "εάν το Ένα είναι", θέλει να πεί "εάν τα όντα είναι Ένα", δηλαδή εάν μπορούμε να βεβαιώσουμε την ενότητα των όντων, χωρίς όμως να περιοριστούμε να βεβαιώσουμε μόνον αυτό (διαφορετικά θα πέφταμε στην πρώτη υπόθεση) αλλά διατηρώντας και την πολλαπλότητα (αυτή είναι η σημασία της δευτέρας υπόθεσης, η οποία υπολογίζει το Ένα σε σχέση με τα πολλά).
          Δέν πρέπει να ξεχνούμε λοιπόν ότι η διαλεκτική για την οποία μιλά εδώ ο Πλάτων αναφέρεται, όπως το βεβαιώνει ο ίδιος, στις ιδέες και όχι στα αισθητά πράγματα, σε πραγματικότητες δηλαδή οι οποίες απο λογικής απόψεως πρέπει να υπολογισθούν σαν κατηγορήματα ή σαν τάξεις.
          Έτσι λοιπόν να αναρωτώμεθα εάν μία ιδέα, δηλαδή ένα κατηγορούμενο, μία τάξη υπάρχει, είναι σαν να αναρωτώμεθα εάν υπάρχουν πράγματα τα οποία μετέχουν σ'αυτή, ή υποκείμενα λόγω των οποίων αυτή συζητείται ή άτομα τα οποία αποτελούν μέρος αυτής. Και εάν η ενότης δηλώνεται σε σχέση με την πολλαπλότητα, όπως είναι ακριβώς η περίπτωση της δευτέρας υποθέσεως του Παρμενίδη, αυτό σημαίνει ότι σ'αυτή μετέχουν οι πολλοί, ότι δηλαδή αυτή μπορεί να αναφερθεί σε πολλά υποκείμενα, ή ότι αποτελούν μέρος της πολλά άτομα. Αλλά αυτό ισχύει σε σχέση με κάθε πράγμα που υπολογίζεται, ακόμη και σε σχέση με αντίθετα μεταξύ τους πράγματα: και γι'αυτό μπορούμε να πούμε ότι το Ένα είναι μέρος και όλον, πεπερασμένο και άπειρο, ταυτόν και διαφορετικό, κ.τ.λ. με την σημασία ότι μετέχουν του ενός όλα τα πράγματα, ότι δηλαδή τόσο το μέρος όσο και το όλον είναι ενότης, τόσο το πεπερασμένο όσο και το άπειρο είναι ενότης κ.τ.λ.
          Η αντίφαση αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση λόγω του γεγονότος ότι δέν έχουμε να κάνουμε με μία μετοχή ανάμεσα σε αισθητές πραγματικότητες, οι οποίες συνεπάγονται μονοσημαντότητα, όπως στην περίπτωση του Ζήνωνος, αλλά με μία μετοχή ανάμεσα σε ιδέες, οι οποίες συνεπάγονται πολλαπλότητα απόψεων, δηλαδή πολυσημαντότητα. Οπωσδήποτε ο Πλάτων δέν διαθέτει ακόμη την διάκριση ανάμεσα σε μονοσημαντότητα και πολυσημαντότητα με τον ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο θα διατυπωθεί απο τον Αριστοτέλη, όπως δέν διαθέτει ακόμη την έννοια του κατηγορηματικού συλλογισμού και την έννοια της τάξεως. Αυτό δέν σημαίνει βεβαίως ότι δέν εκφράζει με τον τρόπο του αυτή την έννοια, για παράδειγμα όταν στην διάσημη προφορική διδασκαλία των αρχών η οποία του αποδίδεται από την παράδοση, και η οποία συνδέεται οπωσδήποτε με τον Παρμενίδη, θα πεί ότι όλα τα πράγματα έχουν σαν αρχές το Ένα και την αόριστη Δυάδα, δηλαδή το Ένα και τα πολλά. Ο Αριστοτέλης θα κρίνει αρχαϊκό αυτόν τον τρόπο εκφράσεως και θα διακρίνει μία αποτυχημένη προσπάθεια, να εξέλθει από την μονοσημαντότητα των Ελεατών, αλλά δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατεύθυνση στην οποία κινείται ο Πλάτων είναι αυτή ακριβώς, όπως μαρτυρεί και η διάσημη "πατροκτονία" απέναντι στον Παρμενίδη, για την οποία δηλώνεται η αναγκαιότης στον Σοφιστή.
          Η ίδια συζήτηση η οποία έγινε για το Ένα ισχύει και για τα πολλά, για τα οποία φτάνουμε σε απαράδεκτα συμπεράσματα εάν υπολογισθούν αποκλειστικά με τον εαυτό τους, και γίνονται αποδεκτά εάν υπολογισθούν σε σχέση με το Ένα. Και αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση κατά την οποία το Ένα υπάρχει, όσο και στην περίπτωση κατά την οποία δέν υπάρχει. Η αληθινή εναλλακτική λύση, όπως φανερώνει ο Παρμενίδης, δέν είναι ανάμεσα στην ύπαρξη (ή στην κατηγορηματικότητα) και στην μή-ύπαρξη  του Ενός, αλλά ανάμεσα στην σχέση ή στην έλλειψη σχέσης ανάμεσα στο Ένα και στα πολλά. Η σχέση είναι η μοναδική αποδεκτή πιθανότης, και η άρνησή της είναι απαράδεκτη : και νά γιατί οι αρχές είναι δύο, το ένα και τα πολλά.
          Ο Παρμενίδης λοιπόν, είναι ένας οικοδομητικός διάλογος με μία διπλή σημασία: τόσο διότι εγκαθιστά μία θετική θεωρία, το αχώριστο, την συμπληρωματικότητα, την αμοιβαία συμπεριφορά, ανάμεσα στο Ένα και στα πολλά, όσο και διότι φανερώνει την εποικοδομητική χρήση της διαλεκτικής, την δυνατότητα δηλαδή να φτάσει περνώντας μέσω όλων των αναιρέσεων, να καθορίσει την αλήθεια. Ο λόγος για τον οποίο, στο ιντερμέτζο ο Παρμενίδης συμβουλεύει τον Σωκράτη να μήν διατυπώσει μόνο μία υπόθεση αλλά και την αντίθεσή της, είναι γιατί από την αναίρεση της μίας από τις δύο, μέσω της απαγωγής απαράδεκτων συμπερασμάτων, προκύπτει η απόδειξη της αλήθειας της άλλης.     
          Σ'αυτή την ερμηνεία δέν αντιπαρατίθεται το τελικό αινιγματικό χωρίο του διαλόγου : "είτε δεχτούμε ότι το εν υπάρχει, είτε δεχτούμε ότι το εν δέν υπάρχει, αυτό και τα "άλλα", όπως φαίνεται, και σχετικά με τον εαυτό τους και σχετικά με τα άλλα είναι και δέν είναι, φαίνονται να είναι και δέν φαίνονται να είναι επιδεκτικά όλων ανεξαίρετα των προσδιοριστικών χαρακτηρισμών απο κάθε άποψη. Αληθέστατα"  (Παρμ. 166 C).
          Από εδώ δέν σημαίνει ότι από όλες τις υποθέσεις συνάγεται τόσο η δυνατότης να ειπωθεί το όλον του ενός (ή των πολλών), όσο και η αδυναμία να ειπωθεί κάτι, επειδή αυτό δέν αντιστοιχεί, όπως είδαμε στο πραγματικό συμπέρασμα των ξεχωριστών υποθέσεων, που σε μερικές περιπτώσεις είναι του πρώτου τύπου και σε άλλες του δευτέρου. Πρέπει να δεχθούμε λοιπόν ότι στο πρώτο μέρος του χωρίου ανακαλούνται όλες οι οκτώ υποθέσεις που ερευνήθηκαν, και ότι στο δεύτερο μέρος η έκφραση "πάντα πάντως εστί", αναφέρεται στο ένα και στα πολλά υπολογιζόμενα στις τέσσερις υποθέσεις που είχαν θετικό αποτέλεσμα, ενώ η έκφραση (και δέν είναι - τε και ούκ έστι) αναφέρεται στο ένα και στα πολλά τα οποία υπολογίστηκαν στις τέσσερις υποθέσεις που είχαν αρνητικό αποτέλεσμα.
          Μάλιστα δέ η πρώτη αναφέρεται στις πρώτες τρείς υποθέσεις με θετικό αποτέλεσμα και η δεύτερη στις πρώτες τρείς με αρνητικό αποτέλεσμα, διότι οι τελευταίες δύο, δηλαδή η έβδομη και η όγδοη, δέν αφορούν πλέον το Είναι, αλλά το φαίνεσθαι αντιστοίχως με θετικό και αρνητικό αποτέλεσμα, όπως λέγεται και στην τελευταία γραμμή (φαίνεται τε και ού φαίνεται).

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: