Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (62)

Συνέχεια από: Σάββατο, 9 Ιανουαρίου 2016

Puer aeternus- Τρίτο μέρος.

«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
8 Σύγκρουση και παράνοια στ
Πέραν αυτών όμως, στην μυθολογία ο λύκος δεν έχει μόνο τίς θηλυκές ιδιότητες μιάς μάγισσας. Έχει και άλλες πτυχές. Στους ετρουσκικούς τάφους, ο θεός του θανάτου έχει κεφάλι λύκου ή φοράει κάπα από γούνα λύκου. Ο ελληνικός Άδης παριστανόταν επίσης με μια κάπα που ήταν κεφάλι ενός λύκου. Είναι λοιπόν η άβυσσος του θανάτου, ένα είδους φάρυγγα που καταβροχθίζει ανθρώπους. Ο λύκος συμβολίζει, όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στους άνδρες, την ορμή να θέλουν να έχουν πράγματα χωρίς κάποιο σκοπό. Ο Jung λέει, πως μεταξύ των ισχυρότερων ορμών, τις οποίες αντιμετωπίζει κανείς όταν ανοίξει την πόρτα προς το ασυνείδητο, δεν είναι μόνο η ορμή προς εξουσία και γενετήσια ορμή, αλλά και κάτι σαν πείνα. Η ορμή αυτή ωθεί τον άνθρωπο να θέλει να τα φάει και να τα αφομοιώσει όλα χωρίς κάποιο σκοπό ή κατανόηση. Θέλει όλο και περισσότερα. Εάν καλέσετε τέτοιους ανθρώπους για φαγητό, δεν είναι ευχαριστημένοι. Είναι μάλιστα θυμωμένοι, εάν δεν τους καλέσετε και την άλλη εβδομάδα. Εάν τους δώσετε πουρμπουάρ δεν είναι ευχαριστημένοι, γιατί αν την άλλη φορά δεν τους δώσετε ακόμα περισσότερα, ρωτάνε: «Τι; Μόνο ένα φράγκο;» Οι χειρότεροι είναι αυτοί που στην παιδική ηλικία δεν πήραν αρκετή αγάπη. Τριγυρνάνε χλωμοί και πικραμένοι, με την έκφραση στο πρόσωπο «κανένας δεν με αγαπά», αλλά αν κάποιος τους φερθεί καλά, δεν αναγνωρίζουν την πράξη αυτή. Απλώς έχουν την επιθυμία για περισσότερα, και όταν ο άλλος δεν δίνει περισσότερα εξοργίζονται. Ακόμα και αν έχυνε κανείς τον κόσμο ολόκληρο μέσα στον ανοικτό φάρυγγα τους, δε θα ήταν αρκετό. Αυτή είναι η άβυσσος του θανάτου: το στόμα δεν κλείνει ποτέ, μόνο η απαίτηση για περισσότερα είναι παρούσα. Είναι είδος παθιασμένης ορμής, να φας και να φας. Αυτή η ορμή συνήθως προέρχεται από μια πρώιμη εμπειρία, κατά την οποία το παιδί πεινούσε για αγάπη και υπέφερε, στο ψυχικό ή φυσικό επίπεδο, από έλλειψη αγάπης ή ικανοποίησης κάποιας ζωτικής ανάγκης. Στην λαιμαργία αυτή η μόνη απάντηση είναι το όχι, καθώς δεν γνωρίζει κανένα όριο. Έχει ένα δαιμονικό-θεϊκό χαρακτήρα. Είναι αυτό που λέει: «Περισσότερα! Ακόμα περισσότερα! Ακόμα περισσότερα!»
Στην γερμανική μυθολογία λύκος ανήκει στον Βόταν. Ένα από τα ονόματά του Βόταν είναι Isegrim, που σημαίνει «σιδεροκέφαλος», αλλά στην λαογραφία ερμηνεύθηκε ως «ψυχρή οργή». Για τον λόγο αυτό ο λύκος συμβολίζει ένα είδος ψυχρού, κρυφού μίσους. Οι περισσότεροι άνθρωποι που είχαν μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία, έχουν στα βάθη της ψυχής τους αυτό το αίσθημα. Δεν έρχεται όμως στην επιφάνεια. Είναι κάτι απολύτως ψυχρό, παγωμένο, μια πετρωμένη οργή, και η οποία βρίσκεται επίσης πίσω από την απαίτηση για ακόμα περισσότερα: «Οι άλλοι μου τα χρωστάνε όλα». Όταν έχει κανείς κάποια σχέση με ορφανά ή με παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα ή με παιδιά που δέχθηκαν σωματική βία, μπορεί συχνά να δει το λύκο με μεγάλη σαφήνεια. Και πολλοί άλλοι άνθρωποι όμως φέρουν αυτή την ιδιότητα του λύκου. Ο Μελχιόρ είχε δυσκολίες από την πρώιμη παιδική ηλικία. Η μητέρα του ήταν μια αδύναμη, φιλάσθενη γυναίκα, που δεν νοιαζόταν γι’ αυτόν. Ο Μελχιόρ λοιπόν έπαιζε μόνος του και στην μοναξιά του έβλεπε στο παράθυρο τον σωσία του. Η ατμόσφαιρα στην οποία μεγάλωσε δεν ήταν θερμή  και δεν την διαπότιζε ένα υγιές ένστικτο. Έχουμε λοιπόν την κλασσική κατάσταση που οδήγησε τον Μελχιόρ στην απληστία και στην διαρκή επιθυμία για ακόμα περισσότερα.
Αφού κατάφερε να υπερβεί το εν μέρει αληθινό, εν μέρει ψεύτικο, υστερικό  αίσθημα ενοχής, πέφτει στη νέα παγίδα. Αλλά και πάλι βγαίνει από αυτήν γιατί ποθεί το φως. Όταν απλώνει τα χέρια προς τον ήλιο, οι λύκοι εξαφανίζονται. Στην πραγματικότητα δεν καταπιάνεται με αυτό το πρόβλημα, αλλά πέφτει μέσα και βγαίνει πάλι έξω, μέσω μιας εναντιοδρομίας, όταν η νύχτα γίνεται μέρα. Πέφτει σε αυτή την κατάσταση χωρίς να συνειδητοποιεί τι σημαίνει αυτό. Με την χάρη του Θεού βγαίνει πάλι έξω. Με τον τρόπο αυτό φυσικά δεν γίνεται καμιά επεξεργασία. Το πρόβλημα βυθίζεται πάλι στην νύχτα, και η επόμενη κατάσταση της ζωής το επαναφέρει στην επιφάνεια. Μερικοί άνθρωποι με το πρόβλημα αυτό του λύκου, γνωρίζουν πως η απληστία αυτή είναι παρανοϊκή και χωρίς κανένα νόημα, και δεν την αφήνουν να βγει προς τα έξω. Είναι ευγενείς και δεν ζητούν ποτέ περισσότερα. Πάντα όμως δημιουργούν την υποψία,πως μόνο η σωστή συμπεριφορά τους κρατά τον πεινασμένο λύκο στο κλουβί. Ξαφνικά όμως πέφτουν μέσα στο σύμπλεγμα αυτό του λύκου, και προβάλλουν απαίσιες και απίθανες απαιτήσεις. Αν προσπαθήσει κανείς να το αντιμετωπίσει με την ανάλυση, αντί να πουν τι ακριβώς συμβαίνει, διηγούνται ένα ενδιαφέρον όνειρο, και η πλευρά του λύκου έχει πάλι κρυφτεί. Λέω κάποιες φορές: «Ακούστε, είμαι σίγουρη πως είστε θυμωμένος, επειδή δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για σας, όταν μου τηλεφωνήσατε, και νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε για το θέμα». Η απάντηση όμως που παίρνω, είναι πως όλα είναι εντάξει, και πως κατάλαβαν καλά τι έγινε. Ο λύκος πάλι εξαφανίστηκε στα δάση, και κανένα πρόβλημα δεν λύθηκε. Για ένα τέτοιο άνθρωπο είναι καλύτερο να κάνει μια τρομερή σκηνή, ώστε να ασχοληθεί με αυτή και να μιλήσει περί αυτής. Όλα όμως είναι ετοιμόρροπα. Και όταν αναλύοντας το όνειρο τού πείτε να τα βγάλει αυτά στην φόρα, παίρνετε την απάντηση: «Αλλά ξέρω πόσο παράλογο είναι αυτό. Ξέρω πως δεν έχετε χρόνο. Δεν έπρεπε να σας παρακαλέσω καν για το θέμα αυτό». Ο λύκος λοιπόν εξαφανίστηκε χωρίς να έχει αλλάξει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην ιστορία αυτή. Ο Μελχιόρ βρίσκεται μέσα στο πρόβλημα και βγαίνει πάλι έξω. Και μετά συμβαίνει το ίδιο με τα σάπια μανιτάρια και τις γυναίκες που χορεύουν αναίσχυντα, και φωνάζουν πως η γη θα καταστραφεί. Εδώ απεικονίζεται η εικόνα μιας φρικτής μητέρας φύσης, η οποία βρίσκεται ένα βήμα πριν τον γκρεμό.
Υπάρχει ένα πεδίο του κόσμου μας όπου το μανιτάρι παίζει κάποιο ρόλο. Είναι τα νέα ναρκωτικά, μερικά από τα οποία παρασκευάζονται από μανιτάρια. Τρέφουν επίσης ελπίδες, με τον τρόπο αυτό να βρουν κάποιο χημικό φάρμακο για την σχιζοφρένεια. Και ίσως να έχουν και επιτυχία, γιατί εκείνο το είδος υπερβατικής συναισθηματικής κατάστασης προκαλεί αυτoδηλητηρίαση. Σύμφωνα με τον Jung, και στην περίπτωση της σχιζοφρένειας φαίνεται πως πρόκειται περί τοξικής κατάστασης, η οποία ίσως μπορεί να αντιμετωπισθεί με χημικά μέσα. Το θέμα είναι, πως το ψυχικό πρόβλημα το οποίο προκάλεσε την εκδήλωση της σχιζοφρένειας, δεν απομακρύνεται με τον τρόπο αυτό. Όλες τις αρρωστημένες εκφάνσεις του προβλήματος -την τρέλα και τα ξεσπάσματα των ασθενών, και άλλα συμπτώματα- μπορούν να σταματήσουν με την χρήση ναρκωτικών. Η ανάλυση όμως που γίνεται μετά την θεραπεία με τα ναρκωτικά, δείχνει πως το θεμελιώδες πρόβλημα παραμένει όπως ήταν. Αν ο ασθενής δεν υποβληθεί σε ανάλυση στο σημείο αυτό, οδηγείται σε μια νέα κρίση, και το ναρκωτικό πρέπει να χρησιμοποιηθεί και πάλι. Η διαδικασία αυτή δεν έχει τελειωμό. Μετά από μια τέτοια μερική θεραπεία με φάρμακα, μια σειρά ονείρων υποδεικνύει τους κινδύνους της αντίστροφης πορείας. Προειδοποιούν δηλαδή τον ασθενή, ότι μπορεί να πει: μπορώ να συνεχίσω έτσι, και όταν πάλι τρελαθώ, θα ζητήσω ένα χάπι. Το χειρότερο που κάνουν τα ναρκωτικά, είναι πως σπάνε το ηθικό. Άνθρωποι με αδύναμο χαρακτήρα προτιμούν να συνεχίσουν έτσι, παρά να αλλάξουν στάση. Το αποτέλεσμα είναι οι επαναλαμβανόμενοι υποτροπιασμοί, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίζονται μέ αυξανόμενες δόσεις ναρκωτικών. Μερικές επικίνδυνες καταστάσεις μπορούν να αποφευχθούν με την χρήση φαρμάκων, αλλά αυτή την συντόμευση της θεραπείας την πληρώνεις: καταστρέφει την αυτοπεποίθηση του ασθενούς, ότι μπορεί να βγει με την δική του δύναμη ήθους. Θα είναι για πάντα εξαρτημένος από τον γιατρό, ο οποίος του παρέχει στην κατάλληλη στιγμή τα κατάλληλα φάρμακα. Δεν χάνει βέβαια την ψυχή του ο άρρωστος, εφόσον δεν παίρνει για πολύ καιρό το φάρμακο. Αλλά η πίστη και η εμπιστοσύνη χάνονται, και εδώ έγκειται ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Αν σήμερα απαιτούμε την αποχή από τα ψυχοφάρμακα, αυτό είναι θέμα κοσμοθεωρίας: πρέπει να αποφασίσουμε εάν θέλουμε να αφήσουμε τους άρρωστους στην τρέλα τους, και με τον τρόπο αυτό να διατηρηθεί ένα κομμάτι ψυχικής ζωής, ή εάν θέλουμε να τους επιβάλουμε με τα φάρμακα μια φαινομενική υγεία. Αυτό το είδος ύπαρξης είναι σαν τον «ασβεστωμένο τάφο». Οι άνθρωποι μπορούν να προσαρμοστούν κοινωνικά. Στην κοινωνική τους συμπεριφορά είναι πιο υποφερτοί. Άκουσα την ομολογία ενός τέτοιου ανθρώπου. Τον είχαν κάνει μια τέτοια λευκή περσόνα. Όταν όμως η τρέλα επέστρεψε, και μαζί της το καλύτερο μέρος, μου είπε: «Όλο αυτό τον καιρό ήμουν τρελός. Απλώς ήταν σκεπασμένη η τρέλα. Είχα μια ψεύτικα προσαρμοσμένη συμπεριφορά». Με τα φάρμακα δεν επιτυγχάνεται η θεραπεία. Απλώς εξαναγκάζουν τον άνθρωπο σε μια προσαρμοσμένη συμπεριφορά, ώστε να μην ενοχλεί πολύ, πράγμα πολύ χρήσιμο για τον γιατρό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αυτοπροστασία του γιατρού.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: