Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (61)

Συνέχεια από: Τρίτη, 29 Δεκεμβρίου 2015
 Puer aeternus- Τρίτο μέρος.

«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
8 Σύγκρουση και παράνοια ε

Ο Μελχιόρ λοιπόν περιβάλλεται τώρα από λύκους και δεν μπορεί να κινηθεί, γιατί μόλις ταραχθεί λίγο, αυτοί αρχίζουν αμέσως να γρυλίζουν. Ο ήλιος επιτέλους ανατέλλει. Απλώνει τα χέρια προς το φως που γίνεται όλο και πιο λαμπερό, και περνάει μέσα από τον κύκλο των λύκων χωρίς να το συνειδητοποιεί. Οι λύκοι εξαφανίζονται σαν να ήταν σύννεφα. Γύρω στο μεσημέρι ο αέρας γεμίζει υγρασία, και ο άνεμος φέρνει μια μυρωδιά σάπιου από κάπου μακριά. Ο Μελχιόρ φτάνει εν τέλει ένα ψηλό σανιδένιο φράχτη, μπαίνει στην αυλή, στην μέση της οποίας βρισκόταν μια πέτρινη καλύβα, χωρίς παράθυρα, μόνο τα ανοίγματα για τα παράθυρα ήταν εκεί. Η καλύβα ήταν γεμάτη ψηλόλιγνους ανθρώπους, με ψηλούς γούνινους σκούφους, τους οποίους φορούσαν πάνω από πρόσωπα αρπακτικών πουλιών. Οι άνθρωποι αυτοί στέκονται δίπλα σε μακρείς πάγκους, και πωλούν φωνάζοντας μεγάλα κίτρινα μανιτάρια με πράσινες κηλίδες. Από τα μανιτάρια αυτά ανεβαίνουν κίτρινοι ατμοί. «Αγοράστε μανιτάρια! Είναι τα τελευταία! Η γη εξατμίζεται! Ο ήλιος σαπίζει! Αγοράστε μανιτάρια όσο ακόμα έχουμε! Το δάσος πεθαίνει! Ο κόσμος σκάει! Ξεπουλήθηκαν!...» Ο Μελχιόρ τρικλίζει μέσα στον χαλαρό αέρα. Οι πληγές πάνω στους ώμους του, πάνω στους οποίους κρέμεται το μαύρο παλτό, προκαλούν ανατριχίλα στην ράχη του. Τα μανιτάρια πάνω στους πάγκους φουσκώνουν και σκάνε παράγοντας νέα μανιτάρια. Σύννεφα υδρατμών που κινούνται κυκλικά σχηματίζουν κινούμενες μορφές, διαλύονται, ανεβαίνουν, πέφτουν στο έδαφος, όπου αναμιγνύονται με την μαλακή γη και σχηματίζουν κοχλάζουσα λάσπη.
Ένα ακράτητο γέλιο αναδύεται από το παρασκήνιο. Η γριά που καθόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό έρχεται προς το μέρος του Μελχιόρ, και χορεύει γύρω από αυτόν, με αναίσχυντα πηδήματα, γυμνή, με λυτά τα μαλλιά, τα οποία κρέμονται πάνω στο παρηκμασμένο της σώμα. Και αυτή φωνάζει μαζί με τους εμπόρους. Ξαφνικά, κρατάει από το χέρι μια νεαρή γυναίκα, η οποία κουνάει χαλαρά τους γοφούς της. Τα μανιτάρια πέφτουν από τον πάγκο, βυθίζονται στην λασπωμένη γη, και φυτρώνει ένα δάσος από σαρκώδη δέντρα. Ο Μελχιόρ ψάχνει μια διέξοδο, και βγάζει τον σουγιά του, με το οποίο χτυπά την γριά και την νεαρή αναίσχυντη συνοδό της. Το αίμα τους μετατρέπεται σε κόκκινο ατμό, οι πληγές κλείνουν αμέσως. Η γριά το πιάνει γελώντας. Ο Μελχιόρ κλείνει τα μάτια και «βλέπει μέσα σε ένα μπλε φως το οποίο βγήκε ξαφνικά από το εσωτερικό του, να δημιουργείται ένα τεράστιο σώμα, πάνω σε ένα κρύο ουρανό από άστρα που στριφογυρίζουν». Ελευθερώνεται από την γριά, και αρχίζει να τραγουδά με μια φωνή που αντηχεί. Μια ηχώ που χίλιες φορές επιστρέφει, αποδίδει το τραγούδι του. Μια νέα μέρα ξημερώνει. Φαίνονται πράσινοι παγετώνες, πάνω από τους οποίους υψώνεται ένα κρυστάλλινο κτίριο. Ο von Spät στέκεται μπρος στον Μελχιόρ και του λέει: «Βρήκες τον δρόμο. Τώρα είσαι δικός μας. Διέλυσες το δικαστήριο των ανθρώπων, ημέρωσες την λαιμαργία των ζώων, απέτρεψες την εκδίκηση της γης που σαπίζει. Υπηρέτης μόνο των άστρων, είσαι κύριος πάνω στους ανθρώπους, τα ζώα και την γη. Πέρασε μέσα. Θα σε στέψουμε αδελφό μας».
Μέσα στον Μελχιόρ εξαπλώνεται ένα θανατηφόρο ψύχος, ενώ ο von Spät τον οδηγεί προς το κρυστάλλινο παλάτι. Εκεί ο ύπνος δεν έχει καμιά εξουσία και επικρατεί πάντα το φως της ημέρας, όπως λέει στον Μελχιόρ. Όλα μέσα στο παλάτι είναι από πάγο. Ο Μελχιόρ παίρνει ένα ραβδί, ακουμπισμένο πάνω σε ένα τραπέζι. Εκείνη την  ώρα πέφτουν κάτω όλα τα ρούχα που φορεί, και οι πληγές που προκάλεσαν τα καρφιά επουλώνονται. Ενώ ακούγεται μια καμπάνα ανοίγεται μια πόρτα, και μπροστά του βλέπει ένα χώρο γεμάτο μορφές που λαμπυρίζουν. Τα σώματα τους είναι από γυαλί, τα μάτια είναι μπλε πέτρες, και από κάτω τους βρίσκεται ο von Spät, ο οποίος δείχνει ένα γυάλινο σεντούκι στην μέση τού τόπου εκείνου. Πάνω σε αυτό το σεντούκι είναι τοποθετημένη μια αστραφτερή κορώνα. Παραδίπλα στέκονται ακίνητα, νεκρά αγόρια, που έχουν τα μάτια στραμμένα προς το έδαφος. Καθώς ο Μελχιόρ κατεβαίνει τις σκάλες για να πάει προς τον τόπο εκείνο, γίνεται όλο και πιο δυσκίνητος, και το βλέμμα του πετρώνει. Φτάνει στην μέση, και εκεί τον κοιτάζουν δυο που φορούν στέμμα. Ο Μελχιόρ συσπάται, καθώς έχουν τα μάτια του Φο αυτοί οι δυο. Με τρόμο διαπιστώνει πως πρόδωσε την παρέα του Φο, την οποία με όλη του την ψυχή επιθυμούσε. Τον πιάνει φρίκη, όταν βλέπει τα παραλυμένα παιδιά και τα βασανισμένα πρόσωπα των δυο που φορούν στέμμα, και οι οποίοι ματαίως προσπαθούν να θυμηθούν κάτι. Γονατίζουν εμπρός του. Ενώ τα χέρια του δεν έχουν ακόμα αγγίξει το στέμμα, ακούει μια σιγανή φωνή, που έρχεται από πάνω του, από πολύ κοντά σε αυτόν: «Δεν θες να φύγεις από εδώ;» Η νεκρική παράλυση φεύγει από τον Μελχιόρ, καθώς είναι  η φωνή του Φο που του απευθύνεται. Ο von Spät τον κοιτάζει απειλητικά, αλλά ο Μελχιόρ ανοίγει τα χέρια του και ουρλιάζοντας λέει: «Θέλω να φύγω!» Την ίδια στιγμή τον σηκώνουν, κρύα χείλη φιλούν το μέτωπο του και ένας απαλός άνεμος τον παίρνει. Όλα βυθίζονται σε μια μπλε ομίχλη. Μετά από ένα απαλό γλίστρημα προς τα κάτω, ο Μελχιόρ βρίσκεται και πάλι στο λιβάδι, φωτισμένο από το φεγγάρι. Ο Φο σκύβει το πρόσωπο του προς το μέρος του Μελχιόρ, και αυτός βυθίζεται σε βαθύ ύπνο.
Αφού περιέπεσε σε εν μέρει αληθινά και εν μέρει ψεύτικα αισθήματα ενοχής, και απομακρύνθηκε από από αυτά με ένα είδος ψεύτικης πνευματικότητας, τον περιβάλλει μια αγέλη λύκων. Πως μπορεί να ερμηνευθεί ψυχολογικά αυτό; Σε ορισμένες παραλλαγές του παραμυθιού «Frau Holle», η γυναίκα αυτή έχει κεφάλι λύκου. Οι μητέρες θεές και οι μάγισσες έχουν συχνά ένα σιδερένιο κεφάλι λύκου. Το κεφάλι λύκου χαρακτηρίζει μερικές φορές την μητέρα που κατατρώει το παιδί της. Ο Μελχιόρ βρίσκεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα της αρνητικής μητέρας. Όταν ένας άνδρας δραπετεύει από το πρόβλημα της σχέσης, μέσω μιας ψεύτικης πνευματικότητας, αυτό σημαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, πως βρίσκεται ακόμα στα νύχια της καταβροχθίζουσας μητέρας. Το χειρότερο είναι πως κάνει και όλες τις γυναίκες που τον περιβάλλουν καταβροχθίζουσες μητέρες. Αν δεν μπει σε μια σχέση, οι γυναίκες θα τον φάνε! Αυτό βέβαια είναι λάθος, αλλά είναι μια αυτόματη αντίδραση της γυναίκας. Όσο ο άνδρας αρνείται την συσχέτιση, τόσο αυξάνει στην γυναίκα η αίσθηση πως πρέπει να τον φυλακίσει, να τον φάει και να του απαγορέψει κάθε κίνηση. Σε κάθε γυναίκα λοιπόν ανακαλεί την καταβροχθίζουσα μητέρα. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Είναι απογοητευμένος γιατί κάθε γυναίκα τού εμφανίζεται ως καταβροχθίζουσα λύκαινα. Τότε λέει: «Έτσι είναι. Αυτό έλεγα πάντα», και φεύγει από την γυναίκα. Η «πτητικότητά» του πράγματι οδήγησε την καταβροχθίζουσα πλευρά της να εκδηλωθεί. Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος. Αφού δεν την αγαπάει, προκαλεί το σύμπλεγμα εξουσίας της γυναίκας, τον λύκο.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: