Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (20)

Συνέχεια από Τρίτη, 15 Σεπτεμβρίου 2015
                 
 PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )

                                    ΚΕΦΑΛΑΙΟ  VII   /   EIΡΩΝΙΑ  (συνέχεια)
    
   Απωθεί και έλκει ταυτόχρονα η ειρωνία. Μάχονται δε με τον πιο οδυνηρό τρόπο αυτές οι αντίθετες δυνάμεις στον Αλκιβιάδη τού «Συμποσίου». Όσο πλησιάζει όμως κάποιος τη σωκρατική ύπαρξη και ουσία κι όσο ‘προσεγγίζει’ στη σωκρατική διαπαιδαγώγηση, τόσο αντιλαμβάνεται και η έλξη μόνο σαν ένα ‘αγκάθι’ το αντίθετό της. Απωθεί δε αποκλειστικά η ειρωνία, μόνον εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά κατ’ ουσίαν διαπαιδαγώγηση, γιατί έχει ‘παγιωθή’ με τον τρόπο του ήδη ο άλλος: στη συναναστροφή προπάντων με τους ‘συντεχνιακούς’ διδασκάλους σοφίας όπως ο Θρασύμαχος, εκείνους που έχουν τυραννική τη φύση όπως ο Καλλικλής, και με ανθρώπους με ‘παπαδίστικη’ συμπεριφορά όπως ο Ευθύφρων. - Περιγράφει στην «Απολογία» του το πώς ελέγχει και εξετάζει, ‘κεκλημένος’ απ’ τον Θεό, τις διάφορες ‘καταστάσεις’ ο Σωκράτης. Πηγαίνει στους πολιτικούς, τους ποιητές και τους τεχνίτες και ελέγχει τη «γνώση» τους    (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο σημαντικά φαίνονται αυτά, και για σήμερα και για πάντα… )) . Κι αποδεικνύεται, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η απαίτηση (για γνώση…), τόσο λιγότερο επιβεβαιώνεται, και μπορεί καν να επιβεβαιωθή, καθώς δεν είναι δεδομένη η γνώση στους ανθρώπους, που δεν ‘γνωρίζουν’ όμως και την άγνοιά τους. Η πιο οξεία σύγκρουση πρέπει να υπήρξε εκείνη με τους ‘συντεχνιακούς’ διδασκάλους σοφίας, που δεν ονομάζονται ωστόσο στην «Απολογία». Γιατί υπάρχει ακόμα και στους πολιτικούς μια ορμή για πράξη, που μπορεί και κάτι να επιτύχη – όπως το διδάσκει ο «Μένων». Εκείνος που απαιτεί όμως να κατέχη τη σοφία και τη διδασκαλία της, δεν μπορεί ούτε να γνωρίζη ούτε και να ‘δύναται’ το παραμικρό.
Ο διάλογος περί «δικαιοσύνης», που αναπτύσσεται στην «Πολιτεία», φτάνει στο σημείο τής «άγνοιας». Παρεμβαίνει τότε ο Θρασύμαχος, που είναι ως σωστός ‘δοξόσοφος’ (Doxosoph – νομίζει πως είναι σοφός…), ο ‘ακριβής’ αντίπαλος του φιλοσόφου. Και λέει πως όλα αυτά δεν είναι παρά καθαρή φλυαρία. Δεν έπρεπε μόνο να ρωτά, αλλά και να απαντά ο Σωκράτης! Και θά ’πρεπε να φυλάγεται απ’ το να περιλαμβάνη αυτό κι εκείνο στην απάντησή του! Μια απίστευτη απαίτηση, που απαιτεί μιαν απάντηση, και μιαν προσδιορισμένη μάλιστα εκ των προτέρων απάντηση από κάποιον, για τον οποίον δεν υπάρχει παρά μόνον η αναζήτηση. Θα ήταν πράγματι ένας δογματικός (Dogmatiker) κι ένας σοφιστής (Sophist), κι όχι ένας ερωτευμένος με τη σοφία, αν υποτάσσονταν σ’ αυτό ο Σωκράτης. Ενώ δεν μπορεί απ’ την άλλη να διακρίνη πόσο αδύνατο είναι αυτό που του ζητά ο Θρασύμαχος. Ο οποίος και τα θεωρεί ως ηθελημένη υποκρισία, και ως «ειρωνία» με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης όλα αυτά. «Το ήξευρα πως δεν θά ’θελες να απαντήσης, αλλά να παίξης το κρυφτό (ειρωνεύσοιο)» (337 Α). Θα έβγαινε έξω απ’ τον εαυτό του αν μπορούσε να αντιληφθή, πως δεν ήταν ηθελημένη, αλλά ‘αναγκαία’ αυτή η ειρωνία.
Υπάρχει σίγουρα ένα παιχνίδι στη συμπεριφορά τού Σωκράτη. Όπως όταν περιγράφη π.χ. τον τρόμο του για την παρέμβαση του Θρασύμαχου, και παρακαλεί, καλύτερα να τον συμπονέσουν παρά να θυμώνουν μαζί του. Αυτό όμως ακριβώς το οποίο εκλαμβάνουν ως υποκρισία οι άλλοι, το «δεν μπορώ» (ου δυνάμεθα – 336 Ε), αυτό είναι και εντελώς γνήσιο, ή περιέχει κάτι το εντελώς γνήσιο τουλάχιστον. Και το «εσύ είσαι ο πιο δυνατός» (υπό υμών τών δεινών), που λέει ο Σωκράτης στον Θρασύμαχο, αυτό δεν ισχύει βέβαια για τον Πλάτωνα. Υπερέχει όμως στην κοινή αντίληψη ο Θρασύμαχος που ‘γνωρίζει’ απέναντι στον Σωκράτη που ‘αγνοεί’. Και ξεκινάει τώρα το ιδιόμορφο παιχνίδι, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως ειρωνική αυτο-εμπλοκή. «Πιστεύει» δηλ. αυτός που ‘γνωρίζει’, «ότι διαθέτει μιαν πολύ ωραίαν απάντηση» (ηγούμενος έχειν απόκρισιν παγκάλην – 338 Α), που θα την παρουσιάση τώρα στον συνομιλητή του (τον Σωκράτη…). Κι είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη αυτογνωσίας, που είναι ταυτόχρονα και μια έλλειψη ειρωνίας (προς τον ίδιον μας τον ‘εαυτό’…), που οδηγεί στην πτώση τού «δυνατού». Γιατί μόλις ακουσθή αυτή η απάντηση, είναι πανεύκολο να αποδείξη τη μηδαμινότητά της ο Σωκράτης. Και καθίσταται ο φαινομενικά υποδεέστερος, ανώτερος στ’ αλήθεια. Κι όπως κρυβόταν μια ‘ανώτερη’ ωραιότητα πίσω απ’ την ‘ασχήμια’ τού Σωκράτη, κι ένας πιο γνήσιος έρωτας πίσω απ’ την ‘ερωτοληψία’ του, έτσι καθίσταται και πίσω απ’ την άγνοια μια βαθύτερη γνώση ορατή. Μόλις όμως εμφανίζεται αυτό το ‘καινούργιο’, ανταλλάσσουν η γνώση τού σοφιστή και η άγνοια του φιλοσόφου τη (μεταξύ τους…) τάξη και σειρά, και ‘ζουν’ οι ακροατές τού διαλόγου εκείνην την ιδιαίτερη και αιφνίδια «μεταβολή» και την εσωτερική έκπληξη που αυτή διεγείρει.
Αναγνώρισε (λοιπόν…) ως τη μια πλευρά τής σωκρατικής «μεθόδου» (Methode) τη σωκρατική ειρωνία ο Χέγκελ (με τη μαιευτική – Mӓeutik – ως την άλλη). «Εκείνο που ήθελε να ‘επιτύχη’ μ’ αυτό ο Σωκράτης, ήταν να εξωτερικεύσουν και να παρουσιάσουν οι άλλοι τις ‘αρχές’ τους». Και περιγράφεται αναμφίβολα κάτι το ουσιαστικό έτσι. Αλλά δεν θα κατανοήσουμε ποτέ αυτό το ‘φαινόμενο’ (Phӓnomen) – και δεν είναι καθόλου σπάνια αυτή η παρανόηση στα φιλοσοφικά κείμενα τα οποία και έχουν προσδιοριστή, όπως φαίνεται, απ’ τον Χέγκελ - , αν θεωρήσουμε ως έναν ηθελημένον παιδαγωγικό κανόνα αυτό το οποίο μπορούσε ωστόσο πράγματι ως ένα αναγκαίο ‘Είναι’ να διαπαιδαγωγήση (δεν μπορεί να φτάση κανένας σε καμμιάν αληθινή γνώση, αν δεν παραδεχτή πρώτα ότι αγνοεί…). Περιέχει λοιπόν στον εαυτό της την ένταση εκείνη η γνήσια ειρωνία, του να κρύβεται ξεγελώντας απ’ τη μια πλευρά, και να μιλά ανεπιφύλακτα για το όν, γι’ αυτό που πράγματι υπάρχει, απ’ την άλλη. Όσο λίγο όριζε τη συνύπαρξη της μορφής τού Σειληνού με την εσωτερική ωραιότητα, εξίσου λίγο ήταν ‘ελεύθερος’ και να κρύβη εθελούσια τη γνώση του πίσω από μιαν άγνοια ο Σωκράτης. Αλλά ήταν αμφότερα σε μιαν αιώνια περιστροφή ή ταλάντευση συνδεδεμένα. Γνώριζε προφανώς. Γιατί οδηγούσε να φανερωθούν σύντομα ως αγνοούντες οι άλλοι, κι εκείνοι που πίστευαν πως γνωρίζουν, μπροστά του. Γνώριζε όμως πρώτα απ’ όλα σύμφωνα με τα ίδια του τα επαναλαμβανόμενα πάντοτε λόγια, ότι δεν γνώριζε. Και ‘ταλαντευόταν’ έτσι στο αντίθετό της η γνώση. Και δεν γνώριζε πράγματι να πη, τί είναι το Δίκαιο, και προσδιορίζονταν ο ‘άπειρος’ έλεγχος και τα ερωτήματά του απ’ αυτήν την άγνοια. Να που ‘επιστρέφει’ όμως σε μιαν τελική (έσχατη…) γνώση η άγνοια. Γιατί θεμελιωνόταν στην ανάπτυξη του αγνώστου η άγνοια (μέσα…) στον Λόγο (Logos). Και πού μπορεί να υπάρχη (πράγματι…) μια βαθύτερη γνώση, παρά στο να είναι κανείς στην ζωή και στον θάνατο αυτό ακριβώς, το οποίο δεν έπαυσε ποτέ να ερευνά με τα λόγια ή τούς λόγους του; (Τους λόγους τής ψυχής του…).
Aυτό που λέει σ’ έναν ‘αφορισμό’ (Aphorismus) για τον Καντ ο Γκαίτε, ότι «περιορίζεται» δηλ. «επίτηδες σ’ έναν συγκεκριμένον κύκλο και επεκτείνεται πάντοτε ερμηνευτικά πέρα απ’ αυτόν ο Καντ», αυτό ταιριάζει – αν δεν επιμείνουμε στο «επίτηδες» - και στον Σωκράτη, όπως τον είδαμε στον δημιουργικό ‘καθρέφτη’ τής πλατωνικής τέχνης μέχρι τα τώρα. Και ταιριάζει κατ’ αρχάς σωστά στον Πλάτωνα, στον οποίον και αποτελεί τη δύναμη του ‘μέσου’ ή τής μεσότητας ο Σωκράτης   (( Σημ. τ. μετ.: Η αρετή είναι το μέσον ανάμεσα σε δυό κακίες, την υπερβολή και την έλλειψη, λέει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς… )) . Όπως αποτελούν «το διπλό εκείνο αστέρι, που δεν θα το διαλύσουν ούτε τα ισχυρότερα όργανα και εργαλεία τελείως» (Emerson) ο Σωκράτης κι ο Πλάτων, έτσι δεν υφίσταται κι ένα σαφές όριο ανάμεσα στη σωκρατική και την πλατωνική ειρωνία, κι ό,τι μπορέσαμε να ‘δούμε’ επίσης μέχρι τώρα στον Σωκράτη θα χρειαζόταν, έστω κι αν γινόταν συχνά φανερό στην ίδια την ζωή τού γυιού τού Σωφρονίσκου, παρ’ όλ’ αυτά τον Πλάτωνα για να καταστή τόσο καθαρά ορατό. Ανερχόμαστε ωστόσο σταδιακά σε μορφές τής ειρωνία, που ‘αναλαμβάνει’ αποκλειστικά ο καλλιτέχνης και ‘μεταφυσικός’ Πλάτων.
Tο πώς συνδυάζει και περιπλέκει με ποικίλους τρόπους και την ειρωνία μέσα στο έργο του ο Πλάτων, μας το δείχνει ‘συμπυκνωμένα’, ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής τής ειρωνικής πολυφωνίας (Polyphonie), ο διάλογος «Ευθύδημος». Τον οποίον και ‘σφραγίζει’ στο μεγαλύτερό του μέρος το ‘παλιατσικολόγημα’ των δυό σοφιστικών ‘ξιφομάχων’ και ‘γελωτοποιών’, με ‘πυροτεχνήματα’ από τα πιο τρελλά εριστικά (eristisch) τεχνάσματα, σοφίσματα (ψευδή συμπεράσματα…) και διφορούμενες ασάφειες. Θα ήταν δε τόσο μάταιο και τόσο ‘αναξιοπρεπές’ να ‘αγωνιστή’ πραγματικά εδώ ο Σωκράτης, ώστε δεν του απομένει παρά η πιο ‘διαζευκτική’ ειρωνική άμυνα. Τους επαινεί λοιπόν αμφότερους, ότι κατέχουν (δήθεν…) την αληθινή επιστήμη, πολύ περισσότερο κι απ’ ό,τι την κατέχει ο Μεγάλος Βασιλιάς προς χάριν τής εξουσίας του (274 Α). «Τα καταφέρνεις πολύ καλύτερα στον φιλοσοφικό διάλογο (κάλλιον επίστασαι διαλέγεσθαι – 295 Ε) από μένα, που δεν κατέχω παρά την τέχνη ενός απλού ανθρώπου», λέει ο δάσκαλος του διαλόγου και της διαλεκτικής σ’ έναν απ’ τους δυό ΄παραχαράκτες’. Και τους παροτρύνει, επειδή έχουν αστειευτή προφανώς μέχρι τώρα, να το πάρουν από ’δώ και πέρα στα σοβαρά(278 C). Κι όταν θα το έχουν επιχειρήσει τελικά και στα σοβαρά, τότε θα προκύψη κατ’ αρχάς και κάτι το Ωραίο (288 C). Και θα φανερώσουν και τη γνώση, με την οποίαν και θα διεξέλθη κανείς σωστά τη μελλοντική του ζωή (293 Α). ‘Συστήνεται’ δε εντελώς ως ένας σκλάβος (Sklave) τής σοφίας τους ο ίδιος  («Σκλάβος σας, κύριε…). Υπεισέρχονται ωστόσο και ‘τμήματα’ ενός σοβαρού, παιδαγωγικού διαλόγου ανάμεσα στον Σωκράτη και τον νεαρό Κλεινία σ’ αυτό το ‘παλιατσικολόγημα’. Κι ενώ κυριαρχεί μια ‘μοχθηρή’ και ‘άγρια’, σχεδόν απωθητική ειρωνία σε κείνες τις (κύριες…) σκηνές, ακούγεται εντελώς σιγανός και περιστασιακός ο ήχος μιας ‘επιεικούς’ και ελκυστικής ειρωνίας στην παιδαγωγία. Όπως όταν προσφωνή ως «ωραιότατο και σοφώτατο Κλεινία» τον μαθητή του (290 C), ή όταν θέτη με τον γνωστό τρόπο δίπλα και μαζί με τους άλλους τον εαυτό του: «Γίναμε ήδη σχεδόν γελοίοι μπροστά στους ξένους εγώ και συ, γυιέ τού Αξίοχου» (279 C). Θα προέκυπτε λοιπόν η «διπλή» εκείνη «ειρωνία» τού Friedrich Schlegel απ’ τη συνένωση των ‘δυό’ ειρωνιών, «που τρέχουν σαν δυό γραμμές, χωρίς να παρενοχλούν η μια την άλλη, παράλληλα αναμεταξύ τους, η μια για τις θέσεις τής πλατείας κι η άλλη για τα θεωρεία».
Αντιπαρατίθενται ωστόσο εδώ μόνιμα και με ειρωνική αναμεταξύ τους ένταση τα δυό ‘σκηνικά’ τού διαλόγου. Και δείχνει με μιαν παραδειγματική οπωσδήποτε συζήτηση στους δυό σοφιστές, πώς θά ’πρεπε να το κάνουν αυτό ο Σωκράτης. Πρόκειται όμως για μιαν ειρωνία που ‘δαγκώνει’, όταν δέχεται να ‘προϋποθέση’ πως θα το έκαναν πράγματι έτσι, κι ότι θα προέκυπτε κάτι το ιδιαίτερα ωραίο τότε (278 D, 288 C). Ενώ γίνεται αντίθετα ακόμα πιο ΄δραστική’ (drastisch) τώρα η κατάσταση. Το ότι παραδέχεται, πως θα γελοιοποιούνταν αμφότεροι, κι ο Κλεινίας κι ο ίδιος, όχι μόνον απολύτως, αλλά μπροστά στους ξένους (279 D), είναι μια δεινή ήδη ειρωνία. Και καταντά σχεδόν φάρσα, όταν ζητά, φτάνοντας σ’ ένα σημείο που δεν πάει πλέον παραπέρα, βοήθεια απ’ τους σοφιστές! «Όταν βρέθηκα σ’ αυτήν τη δυσκολία, φώναξα μ’ όλη τη δύναμη της φωνής μου και παρακαλούσα τούς ξένους, όπως επικαλούμαστε τους Διόσκουρους, να μας σώσουν, εμένα και το αγόρι, απ’ αυτήν την τρικυμία τού λόγου» (εκ τής τρικυμίας τού λόγου – 293 Α). Γιατί μπορεί να περιμένη κανείς απ’ αυτούς, «ότι θα μας φανερώσουν τη γνώση που πρέπει να διαθέτουμε, ώστε να περάσουμε ωραία την υπόλοιπη ζωή μας»!
Συνεχίζεται όμως και περαιτέρω αυτός ο παραλληλισμός τών ειρωνιών και της ειρωνικής αναμεταξύ τους έντασης. Διηγείται τώρα όλους αυτούς τούς ειρωνικούς διαλόγους στον μαθητή του Κρίτωνα, και τους διηγείται ειρωνικά και πάλι – πώς θα μπορούσε άλλωστε διαφορετικά;- ο Σωκράτης. Κι όπως ‘βαπτίζεται’ ακόμα μια φορά σ’ ένα ειρωνικό ‘μέσο’ το σύνολο, θα μπορούσαμε και να μιλήσουμε για μιαν «ειρωνία τών ειρωνιών» μαζί με τον Schlegel, αν δεν είχε επιτευχθή ταυτόχρονα μια ακόμα υψηλότερη ‘διάσταση’ του όλου πράγματος εδώ. Είναι ένας ‘αέρας’ που τον αναπνέουμε παντού, έστω κι αν δεν τον αντιλαμβανόμαστε πάντοτε. Που καθιστά όμως σ’ ένα σημείο τα πάντα όσα βρίσκουν την αφήγησή τους εδώ, ξαφνικά διαφανή. Αφήνει να πη τόσο έξυπνα πράγματα τον Κλεινία ‘του’ ο Σωκράτης, ώστε να μείνη κατάπληκτος και να διακόψη τον αφηγητή ο Κριτίας. – Κρίτων: Πώς λες πως θα μπορούσε να πη παρόμοια πράγματα εκείνος ο νεαρούλης, Σωκράτη; - Σωκράτης: Δεν το πιστεύεις, Κρίτων; - Κρίτων: Όχι, και μάλιστα καθόλου, μα τον Δία. Γιατί πιστεύω, πως αν το είχε πη αυτό, δεν θα χρειαζόταν πια ούτε τον Ευθύδημο ούτε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο να τον διαπαιδαγωγήση. – Σωκράτης: Αλλά έπρεπε να παρευρίσκεται τότε εκεί κάποιος απ’ τους Υψηλότερους και Ανώτερους (δηλαδή απ’ τους θεούς) και να τό ’χη πη αυτό, παράξενέ μου Κρίτωνα; - Κρίτων: Ναι, κάποιος απ’ τους Ανώτερους πράγματι, κι απ’ τους πολύ μάλιστα Ανώτερους, μα τον Δία Σωκράτη! – Κι αισθάνεται τώρα ο καθένας μέσα απ’ αυτό το ειρωνικό παιχνίδι, ότι δεν είναι (βέβαια…) ο Κλεινίας, αλλά ο ίδιος ο Σωκράτης τον οποίον και ακούμε. Κλονίζεται ασφαλώς η πεποίθηση, ότι είναι ο Σωκράτης που περιγράφει εδώ με (πάσαν…) ακρίβεια, και διασπάται, όπως σε μια ρομαντική κωμωδία, η αυταπάτη τού εσωτερικού διαλόγου. Δεν βρισκόμαστε σ’ έναν ρομαντικό ωστόσο κόσμο· και είναι αδιανόητο, πως θα μπορούσε να αδράξη και τον διάλογο - πλαίσιο αυτή η ειρωνική ‘διάλυση’. Χωρίς και να εξαφανίζεται αυτή η (ειρωνική…) κίνηση που τρεμοσβήνει απ’ την άλλη, καθώς μένουν επικεντρωμένα στη μορφή αυτού που ‘γνωρίζει και αγνοεί’ τα πιο υψηλά ειρωνικά φώτα.
«Περιέχει και ξεσηκώνει», κατά τον Friedrich Schlegel, «την αίσθηση μιας αξεδιάλυτης σύγκρουσης ανάμεσα στο απόλυτο και το εξαρτημένο, του αδύνατου και αναγκαίου (ταυτόχρονα…) μιας πλήρους αναγγελίας η ειρωνία».  Και μπορούμε δύσκολα να αποφύγουμε την υποψία, μήπως έχει αντικατασταθή από έναν κενό χώρο εκείνο ακριβώς το ‘μέσο’, η μεσότης στην οποίαν και στοχεύει πάντοτε ο Πλάτων, στον Friedrich Schlegel. O οποίος διαθέτει βαθειά ωστόσο κρίση, και παρατηρεί μέσα απ’ τα πλατωνικά ακριβώς έργα τη φύση ή την ουσία τής ειρωνίας. Καταφαίνεται έτσι το σημείο σε κείνα τα λόγια, όπου παραπέμπει απευθείας στο μεταφυσικό πεδίο η ειρωνία, και το μέγιστο ύψος στο οποίο και ανυψώνεται με τον ειρωνικό μεταφυσικό Πλάτωνα. Φέρει (πράγματι…) το σωκρατικό μυστικό και τη σωκρατική ειρωνία ο πλατωνικός Σωκράτης, που εκφράζουν και μεγεθύνουν εκείνην την ένταση ανάμεσα στην άγνοια στον λόγο και τη γνώση στη βιωμένη ζωή, αλλά φέρει επίσης, ‘αναπτυσσόμενος’ περαιτέρω με τον Πλάτωνα, και το πλατωνικό μυστικό και την πλατωνική ειρωνία επιπλέον. Δεν είναι πράγματι αξιοθαύμαστο, το πώς περιβάλλει με ειρωνία το ύψιστο που έχει να φανερώση ο Πλάτων; Λέει π.χ., προσεγγίζοντας τα αρχέτυπα στον «Φαίδωνα»: «Αν υπάρχη (βέβαια…) αυτό, για το οποίο και ‘φλυαρούμε’, ένα Ωραίο κι ένα Αγαθό και όλες οι ουσίες αυτού τού είδους», τις οποίες και αποκαλεί «εκείνα για τα οποία πολύ φλυαρήσαμε», σαν να διαλέγη επίτηδες τα ‘υποτιμητικά’ λόγια, σε άλλο σημείο. Οδηγούμαστε δε περαιτέρω στο κέντρο τής «Πολιτείας» με την εξήγησή μας. Δείξαμε προηγουμένως, πώς παρέκλινε επί μακρόν απ’ το Έσχατο και Ύψιστο ο διάλογος, και με πόση έμφαση ΄παραπεμφθήκαμε’ σ’ αυτόν τον ‘παράπλευρο δρόμο’, σαν να πλησιάζουμε τώρα στην «τελειότατη επεξεργασία» (τελεωτάτη απεργασία). Η οποία όμως, και παρ’ όλη την έντονη αυτήν ‘αναμονή’, δεν επιτυγχάνεται (ούτε και τώρα…). Παρουσιάζεται (άλλη μια φορά…) ως αυτός που αγνοεί ο Σωκράτης. «Σου φαίνεται όμως σωστό να μιλά κανείς σαν να γνωρίζη, γι’ αυτό για το οποίο και δεν έχει καμμιάν (απολύτως…) γνώση;» (506 C). Κι όταν μένουν ευχαριστημένοι με μιαν παροδική και μόνον αντίληψη για το Αγαθό, όπως και για όλα τα προηγούμενα, αυτοί που παρακολουθούν, λέει άλλη μια φορά ειρωνικά ο Σωκράτης: «Θα μου είναι και μένα αρκετό, και μάλιστα ΄πολύ’ αρκετό αυτό. Αρκεί μόνο να μη χάσω την κοινωνική μου θέση και να μη γίνω, καθώς δεν ξεύρω, αν και σε ετοιμότητα, να συμπεριφερθώ, γελοίος!» (506 D). Συμβολίζει δε το ‘άρρητο’ της ύψιστης πλατωνικής θεώρησης η ειρωνία τής σωκρατικής άγνοιας εδώ. Και εμφανίζεται τελικά «επέκεινα ακόμα κι απ’ την ουσία, υπέρτερο σε μεγαλείο και δύναμη το Αγαθό» (509 Β). Παρεμβαίνει λοιπόν τότε, με «εντελώς διασκεδαστικό τρόπο» ο Γλαύκων: «Μια εντελώς δαιμονική, μα τον Απόλλωνα, υπερβολή», λέει (καί ο Γλαύκων μάλα γελοίως, Άπολλον, έφη, δαιμονίας υπερβολής – 509 C). Όπου και του απαντά ως εξής ο Σωκράτης: «Είσαι εσύ υπεύθυνος γι’ αυτό, που με εξαναγκάζεις να πω τη γνώμη μου». Υπάρχει εδώ πράγματι, για να μιλήσουμε με ακρίβεια, το αδύνατο όσο και απαραίτητο μιας πλήρους επικοινωνίας. Και δεν εκφράζεται μόνο με τα συνηθισμένα μέσα τής σωκρατικής ειρωνίας και της σωκρατικής άγνοιας, αλλά και με την άμεση αντιπαράθεση μιας ισχυρής κωμικότητας απέναντι στον ‘πανηγυρισμό’ αυτή η ειρωνική ένταση. Δεν είναι έτσι μόνον ο Σωκράτης φορέας τής ειρωνίας εδώ, αλλά συμμετέχουν και οι άλλοι συνομιλητές στην ειρωνία τού «πράγματος», ώστε να συμπεραίνουμε πως δεν πρόκειται μόνο για σωκρατική ειρωνία, αλλά για μιαν ‘κατάσταση ευρύτερης τάξεως΄εδώ. 
Όταν φτάνη η στιγμή, μετά από τόσες πολλές, άλλες εκτιμήσεις, για ν’ ανοίξη τον δρόμο προς το βασίλειο των αιωνίων μορφών ο Σωκράτης στο «Συμπόσιο», συμβαίνει κάτι το παράξενο. Δεν οδηγεί στην πραγματικότητα ο Σωκράτης, αλλά δείχνει πώς τον οδήγησε τον ίδιον η Διοτίμα. Όσο ελάχιστα αμφιβάλλουμε για το ότι είναι ένα δημιούργημα του πλατωνικού Σωκράτη σε όλα τα ουσιαστικά της χαρακτηριστικά η Διοτίμα – η ύψιστη τρόπον τινά μορφή εκείνου τού απροσδιόριστου εν πολλοίς «κάποιου», τον οποίον και ξεχωρίζει ‘παίζοντας’ στον διάλογο και τον ρητορικόν αγώνα απ’ τον εαυτό του, για να κρυφθή ειρωνικά πίσω του -, τόσο και δεν συμφωνούμε για το νόημα και τον σκοπό αυτής τής επινόησης. Παρουσιάζει μήπως εδώ πράγματα, τα οποία δεν ανήκουν στην ‘ιστορική’ του διδασκαλία ο Σωκράτης (στα όσα δηλ. ο ίδιος ο ‘ιστορικός’ Σωκράτης δίδασκε…); Λέει όμως ατελείωτα πολλά στους πλατωνικούς διαλόγους ο Σωκράτης, τα οποία δεν είχε καν ποτέ σκεφτή ο γυιός τού Σωφρονίσκου. Μήπως πρόκειται τότε για μια λεπτή ‘φιλοφρόνηση’ απέναντι στον Αγάθωνα, ώστε να μην ‘υπερνικηθή’ απ’ τον ίδιον τον Σωκράτη; Όσο πολύ κι αν προσδιορίζη όμως η τέλεια ελευθεροφροσύνη μιας διαμορφωμένης και σίγουρης για τον εαυτό της κοινωνίας (της αθηναϊκής…) τη γλώσσα και την έκφραση των πλατωνικών διαλόγων, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμπεράνουμε πλήρως απ’ την κοινωνική σφαίρα αυτό το ύψιστο δημιούργημα του Πλάτωνα. Μήπως δεν επιτρεπόταν τότε να εκφωνήση έναν λόγο ως ο κατ’ εξοχήν διαλεκτικός ο Σωκράτης, κι έπρεπε να αναλύση, προς χάριν μιας ενιαίας σωκρατικής εικόνας, σ’ έναν διάλογο αυτό που θα ήταν κανονικά μια ομιλία ο Πλάτων; Εκφωνεί όμως μακρούς λόγους στον «Φαίδρο» ο Σωκράτης, και δεν απαντά έτσι ούτε κι αυτή η ‘τεχνική’ αναφορά, όπως κι η προηγούμενη ‘κοινωνική’, τελικά στο ερώτημα. Είναι σίγουρα πιο σωστό να πούμε, πως δεν επιτρέπεται να οδηγήση προς την ύψιστη εκπλήρωση του φιλοσοφικού έργου αυτός που αγνοεί. Χρειάζεται να μελετήσουμε ωστόσο περαιτέρω αυτό το ‘σύνολο’.
Καθώς αρχίζει να μιλά, ύστερα από τόσες ‘εξελίξεις’, ο Σωκράτης, γίνεται αμέσως σαφές ότι ‘επετεύχθη’ ένα καινούργιο επίπεδο. «Κατάλαβα, ότι έγινα γελοίος τότε που υποστήριξα, πως ήθελα κι εγώ να επαινέσω μαζί σας τον Έρωτα, βεβαιώνοντας πως έχω κάποιαν ισχύ στα ερωτικά πράγματα, ενώ δεν καταλαβαίνω τίποτα γι’ αυτό το θέμα, πώς θα μπορούσε να επαινέση δηλ. κανείς το οτιδήποτε. Γιατί νόμισα μες στη χοντροκοπιά μου, πως έπρεπε να πη κανείς την αλήθεια» (198 C). Και διαγράφονται έτσι μ’ αυτήν τη μια και τελευταία λέξη όλα τα προηγούμενα μπροστά στο καινούργιο, που πρέπει (πια…) να δικαιολογηθούν μπροστά στην εκπληκτικά απλή σκέψη – της αλήθειας  (ότι υπάρχει και η αλήθεια!...). «Είναι η αλήθεια, πολυαγαπημένε μου Αγάθων, στην οποία και δεν μπορείς να αντιμιλήσης. Γιατί δεν είναι βέβαια δύσκολο να αντιμιλήσης π.χ. στον Σωκράτη» (201 C). Και γίνεται ψηλαφητή αυτή η απόσταση του νέου επιπέδου απ’ το παλιό με τις γνωστές μορφές τής (σωκρατικής…) ειρωνίας. «Δεν γνώριζα λοιπόν τον σωστό τρόπο τού επαίνου, και παραδέχτηκα χωρίς να τον γνωρίζω, πως θα παρουσιάσω κι εγώ απ’ τη μεριά μου έναν επαινετικό λόγο. Ήταν η γλώσσα μου λοιπόν που το υποσχέθηκε, αλλά όχι και το πνεύμα. Ας τ’ αφήσουμε όμως τώρα αυτά! Γιατί δεν επαινώ πια μ’ αυτόν τον τρόπο – και δεν θα το μπορούσα τουλάχιστον. Θέλω να πω ωστόσο, αν συμφωνήτε κι εσείς, την αλήθεια με τον δικό μου τρόπο, κι όχι σε σχέση με τις δικές σας ομιλίες, ώστε να μη γίνω γελοίος». Δείχνει έτσι και κρύβει ταυτόχρονα τον δρόμο για τους πολλούς προς τον Σωκράτη η ειρωνία.
Μόλις αρχίζει να μιλά όμως ο Σωκράτης, και δεν είναι πια αυτός ο ίδιος στην ανώτατη θέση. Υπάρχει κάτι το ανώτερο πάνω απ’ αυτόν. Είναι η Διοτίμα που τον κατηχεί (katechisiert), όπως κατηχούσε αυτός τούς άλλους. Η οποία και τον ειρωνεύεται και τον περιγελά (202 Β). Βρίσκει (μάλιστα…) την απάντηση σ’ ένα απ’ τα ερωτήματά του, «ξεκάθαρη ακόμα και για ένα παιδί» (204 Β) (κι ένα παιδί θα μπορούσε να τη βρη…). Είναι προπάντων όμως διαφωτιστικά τα λόγια εκείνα, με τα οποία και δηλώνει το αποφασιστικό βήμα για την ύψιστη εκπλήρωση: «Μπορεί να προσκληθής κι εσύ ίσως επίσης σ’ αυτήν την ερωτική φύση (και να γνωρίσης τον έρωτα…). Όσον αφορά όμως στην πλήρη αφιέρωση και τους καθαγιασμούς τής ύψιστης θέας, απ’ την οποίαν και προέρχεται κι αυτή εδώ η φύση, αν ακολουθήση κανείς σωστά τον δρόμο, - δεν γνωρίζω αν θα ήσουν (καν…) ικανός γι’ αυτό» (209 Ε). Η μια εκείνη τρόπον τινά δύναμη, που αντιπαρατίθεται μέσα απ’ τον Σωκράτη στους ωραίους λόγους και τις μισές αλήθειες τών πολλών, διασπάται αμέσως ειρωνικά στον Σωκράτη απ’ τη μια, που εκπροσωπεί την αρχή τής αλήθειας, αλλά δεν γνωρίζει (πώς να πορευθή…) παραπέρα, και την προφήτισσα απ’ την άλλη, που μπορεί να οδηγήση προς τα ύψιστα μυστικά. Και είναι σαν να υπερβαίνεται στο κρίσιμο σημείο η ειρωνική ένταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους, από μιαν ειρωνική ένταση ανάμεσα στον αναζητητή τής αλήθειας και μια δύναμη, που είναι, διαφαινόμενη μέσα απ’ αυτόν, πάνω ωστόσο κι απ’ αυτόν. Δεν γνωρίζουμε μάλιστα, αν «μυήθηκε» (καν…) ο Σωκράτης, κι αν είναι, ακόμα περισσότερο, κάποιος ο ίδιος προσδιορισμένος να εποπτεύση (Epopte) το μυστήριο. Και ανυψώνει έτσι αυτή η κλίμακα των ειρωνικών εντάσεων στο να προαισθανθή μιαν ανώτερη ύπαρξη ο αναγνώστης, κληροδοτώντας την ορμή μιας αδιάκοπης έρευνας γι’ αυτό που προαισθανθήκαμε. Διεγείροντας το αίσθημα, για να το πούμε με τα λόγια τού Friedrich Schlegel, μιας αξεδιάλυτης αντίφασης ανάμεσα στο απόλυτο και το εξαρτημένο.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: