Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (19)

Συνέχεια από Παρασκευή, 11 Σεπτεμβρίου 2015
                 
 PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )
                   
                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ  VII   /   EIΡΩΝΙΑ

      «Όποιος μάς ξεκαθάριζε, τί είπαν στα σοβαρά, στ’ αστεία ή στα μισοαστεία, και τί είπαν από πεποίθηση ή μόνο συλλογιζόμενοι άνθρωποι όπως ο Πλάτων, θα μας παρείχε μιαν εξαιρετική υπηρεσία και θα συνέβαλε απεριόριστα στη μόρφωσή μας». Δεν θα μπορούσαμε να εκλάβουμε στα σοβαρά, ως ένα αίτημα έστω και μόνο, αυτά τα λόγια τού Γκαίτε. Είναι όμως σίγουρο, πως δεν μπορεί να ‘προχωρήση’ κανείς στον Πλάτωνα, αν δεν έχη αναλογισθή τί είναι η ειρωνία (Ironie) και τί σημαίνει η ειρωνία στο έργο του.
        Aν δεν ήταν βέβαια τίποτα περισσότερο από «μιαν απλήν ανταλλαγή μεταξύ τού Ναι και του Όχι» - για να το πούμε με τη σκωπτική διάθεση του Jean Paul – η ειρωνία, θα είχαμε ήδη τελειώσει πριν καν αρχίσουμε να την παρατηρούμε. Ξεκινάμε όμως σήμερα κατ’ αρχάς να μαθαίνουμε κάτι για «το πρόβλημα της ειρωνίας, το ασύγκριτα βαθύτερο και πιο ελκυστικό πρόβλημα του κόσμου» - κι από ποιον άλλον παρά απ’ τον Thomas Mann, τον μεγάλο ειρωνικό. Γιατί κατά τα άλλα, σχεδόν μόνον απομειώθηκε εδώ και εκατό χρόνια η γνώση για τέτοια πράγματα. Ενώ γνώριζαν αντίθετα για το μεταφυσικό νόημα της ειρωνίας οι ‘ρομαντικοί’, προπάντων ο Friedrich Schlegel κι ο Solger, και κατόπιν ο Kierkegaard που τους ακολούθησε, οι οποίοι και εμβάθυναν ακριβώς τις απόψεις τους στην εικόνα του πλατωνικού Σωκράτη. «Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μιαν παγκόσμια ειρωνία, όπως υπάρχει κι ένα παγκόσμιο χιούμορ, την ειρωνία τού Σωκράτη», λέει ο Jean Paul, “που αιωρείται όχι απλώς πάνω απ’ τις πλάνες, αλλά πάνω από κάθε γνώση τραγουδώντας και παίζοντας· ελεύθερη όπως μια φλόγα, καταβροχθίζοντας και χαροποιώντας, ευκίνητη και επειγόμενη ωστόσο μόνον προς τον ουρανό».
       Έστω κι αν λείπη πάντα το ‘σημείο’ τής ειρωνίας απ’ τα τυπογραφεία μας, όπως – ειρωνικά – το θέτει δίπλα στο ερωτηματικό και το θαυμαστικό σύμβολο και ‘σημείο’ ο ίδιος εκείνος ο Jean Paul, δεν το χρειαζόμαστε για να γνωρίσουμε ότι εκτός από ένας ‘παθητικός’ (Pathetiker – ίσως με την έννοια ότι ‘πάθαινε’ τα πράγματα…) ήταν κι ένας ‘ειρωνικός’ (Ironiker), και συχνά μάλιστα την ίδια στιγμή ο Πλάτων. Δεν μπορούμε όμως και να αμφιβάλουμε για το ότι δεν ‘δανείζεται’ κατ’ αρχάς την ειρωνία του απ’ τον Πλάτωνα ο Σωκράτης, που ήταν και πολύ πιο ‘αποκλειστικά’ ειρωνικός απ’ τον πλουσιότερον απ’ αυτόν μαθητή του, και για το ότι είναι σε ‘συνεννόηση’ με τον Σωκράτη όταν βάζη τον σοφιστή Θρασύμαχο να λέη χλευαστικά: «Νά που έχουμες εδώ τη συνηθισμένη ειρωνία τού Σωκράτη» (Πολιτεία Ι 337 Α) ο Πλάτων. Όταν μιλά για την έννοια της ειρωνίας ένας δάσκαλος του λόγου και θέλη να επισημάνη ότι δεν έχει μόνο στην τεχνική τής ομιλίας μια συγκεκριμένη θέση η ειρωνία, αλλά ότι «θα μπορούσε να είναι και μια ολόκληρη ζωή ειρωνική», τότε αναφέρει εδώ ως παράδειγμα την ζωή τού Σωκράτη (Quintilian IX 2, 46). Και δεν μας δίνεται καμμιά αφορμή να ξεχωρίσουμε εδώ σαφώς τον ιστορικό απ’ τον πλατωνικό Σωκράτη. Βλέπουμε βέβαια τον ιστορικό μέσα απ’ τον ‘πλατωνικό΄, αλλά δεν μας επιτρέπεται και να αμφιβάλουμε, ότι τον βλέπουμε πράγματι ‘κατά πρόσωπο’. Το ερώτημα που τίθεται είναι λοιπόν απλώς, ποιος είναι ο ‘τόπος’ τής ειρωνίας στη σωκρατική και την πλατωνική ύπαρξη.
Ο είρων (Eiron) είναι κατά την περιγραφή τού Θεόφραστου στους «Χαρακτήρες», ένας άνθρωπος που αυτο-μειώνεται στην πράξη και στους λόγους, και κρύβει τις απόψεις και τις προθέσεις του, τις πράξεις και τις ενέργειές του. (……) Μπορεί ωστόσο να ταλαντεύεται η έννοια της ειρωνίας ανάμεσα σε μιαν ευτελή προσποίηση, που μισείται ή και περιφρονείται, ένα ανάλαφρο ΄κρυφτούλι’, που το ανύψωσε σ’ έναν σχεδόν γενικό τρόπο ομιλίας και συναναστροφής η πνευματώδης όσο και καχύποπτα κριτική κοινωνία τής δημοκρατικής Αθήνας, και μιαν επικίνδυνη συγκάλυψη, που είτε τη φοβάται είτε όμως και τη θαυμάζει κανείς. Μπορούσαν στην πραγματικότητα να μιλούν με πολύ διαφορετικόν τρόπο φίλοι και εχθροί για την ειρωνία τού Σωκράτη. Γιατί ήταν σ’ αυτόν ιδιαιτέρως προφανής η αντίθεση ανάμεσα στην εξωτερική συμπεριφορά και όψη και την εσωτερική του ‘ουσία’. Και κανείς δεν το είπε πιο παραστατικά αυτό απ’ ό,τι ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο», με την εικόνα τού εξωτερικού ‘καλύμματος’ ενός Σειληνού, που περιέχσει όμως πολύτιμες θεϊκές εικόνες στο εσωτερικό του. Άσχημος εξωτερικά, θεϊκός εσωτερικά: και φαίνεται έτσι να μειονεκτή κατ’ αρχάς απέναντι σε κείνους που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ωραίοι, και ισχύει αυτό, καθ’ όσον εκλαμβάνει κανείς ‘έτσι απλά’ την ωραιότητα. Όταν έχη όμως γνωρίσει κανείς την ύπαρξη μιας βαθύτερης και κρυμμένης ωραιότητας σ’ αυτόν, εκείνην την «εσωτερική ωραιότητα», που προσφέρουν στο τέλος τού πλατωνικού «Φαίδρου» ο Παν και οι Νύμφες στον Σωκράτη (δοίητέ μοι καλώ γενέσθαι τάνδοθεν – 279 Β), αλλάζουν τότε μεταξύ τους τα δυό επίπεδα που έβλεπε κανείς μέχρι τότε, όπως μπορούν να μεταβληθούν και στην προοπτική μιας ζωγραφιάς το εμπρός και το πίσω. Και βλέπει κανείς  να υπερέχη ξαφνικά εκείνο που φαινόταν να μειονεκτή, και υπάρχει μάλιστα η μεγάλη έκπληξη του αναπάντεχου που καθίσταται ορατό στο τέλος.
Περιγράφει τον δάσκαλο στη συναναστροφή του κυρίως με τους νέους ο πλατωνικός Αλκιβιάδης (Συμπ. 216 D): «Το ξεύρετε, πως κι αν είναι κάποιος ωραίος, δεν τον ενδιαφέρει καθόλου (αλλά το περιφρονεί όσο δεν θα μπορούσε να το πιστέψη κανείς), ούτε κι αν είναι πλούσιος, ούτε κι αν έχη ένα οποιοδήποτε άλλο ‘προσόν’, που το τιμά το πλήθος. Αλλά τα θεωρεί ένα τίποτα όλα αυτά, κι εμάς για τίποτα. Και συμπεριφέρεται ειρωνικά και παίζοντας σε όλην του την ζωή απέναντι στους ανθρώπους». Μπορεί να είναι λοιπόν κι η ‘ερωτικότητα’ (Erotik) μια μάσκα; Αν γνωρίζη βέβαια μόνον τον πάνδημον Έρωτα (Eros Pandemos) κανείς, δεν μπορεί να δη παρά πως υποκρίνεται εδώ ο Σωκράτης. Ενώ είναι ισχυρό το στοιχείο αυτό στον Αλκιβιάδη, που συμπεριφέρεται τουλάχιστον απολύτως έτσι: Ακούει να παίζη τον αυλό ο Σωκράτης – Μαρσύας, και θέλει να το χρησιμοποιήση μ’ έναν αδίστακτο τρόπο· γιατί παρατηρεί, πως θα μπορούσε να τον βοηθήση τα μέγιστα στο να γίνη κατά το δυνατόν σπουδαίος (άξιος και επιδέξιος…) ο Σωκράτης (συλλήπτορα ουδένα κυριώτερον είναι σού – 218 D). Δεν καταλαβαίνει όμως, πως δεν θα μπορούσε καν να εκπληρώση κάτι τέτοιο, αν ήταν κατειλημμένος από εκείνον τον κατώτερον έρωτα ο Σωκράτης. Ο οποίος και λέει, ‘διαβλέποντάς’ τα όλα, με «δεινή ειρωνία κατά τον δικό του τρόπο και τη συνήθεια»: «Αν ήταν έτσι, θα υπερείχε τότε στην πραγματικότητα κατά πολύ η ομορφιά μου απ’ τη δική σου ωραία εμφάνιση. Και θα αντάλλασσες τότε πραγματικά χρυσάφι με χαλκό. Αλλά δεν είναι έτσι». Aπεικονίζεται η πραγματικότητα μ’ αυτήν τη μορφή τού μη πραγματικού. Μπερδεύονται αναμεταξύ τους μ’ έναν ιδιαίτερον τρόπο το Ναι και το Όχι στα λόγια τού είρωνα. Και μάχονται η απώθηση με την έλξη στα ‘στήθη’ αυτού που ακούει, μ’ έναν τέτοιον όμως τρόπο ώστε να νικά τελικά η ‘συγκατάθεση’, περιέχοντας μόνο σαν ένα αγκάθι το αντίθετο αίσθημα εντός της. Δείχνει όμως, όχι με τα λόγια του, αλλά με την αυτοκυριαρχία του, ότι διαθέτει πράγματι εκείνην την ανώτερη ωραιότητα ο Σωκράτης.
Αποτελούν πολλά βέβαια μια ‘μάσκα’ (ένα ‘προσωπείο΄…) στην ερωτική ύπαρξη του Σωκράτη. Που φαίνεται σαν να υποκύπτη στην ορμή, «ηττημένος απ’ τους Ωραίους» (ήττων τών καλών – Μένων 76 C), μοιάζοντας να συμμετέχη όπως ακριβώς και οι άλλοι στο ερωτικό ‘ένστικτο’, υπερέχοντας μάλιστα σε αισθησιακό πάθος. Είναι όμως ένας ‘μεταμορφωτής’ ο Σωκράτης. Και δείχνει αμέσως καθώς επιθυμεί  φαινομενικά, ότι είναι κύριος και όχι υπηρέτης τής ορμής του. Στον διάλογο με τον Χαρμίδη, και με τον Αλκιβιάδη τού ομώνυμου διαλόγου, ‘λησμόνησε’ ήδη με τα πρώτα λόγια κάθε ‘ερωτισμό’. Και πήρε κι ένα μάθημα πολύ πιο ‘διαπεραστικό’ κι απ’ την πιο οξεία κατήχηση (Katechese) ο Αλκιβιάδης τού «Συμπόσιου»: «Σηκώθηκα αφού είχα κοιμηθή μαζί με τον Σωκράτη, σαν να είχα κοιμηθή ακριβώς με τον πατέρα μου ή τον μεγαλύτερό μου αδελφό». Και καθίσταται έτσι ταιράστια και η επίδραση: «Θαύμασα την ύπαρξη και την αυτοκυριαρχία και την ανδρεία του, συναντώντας έναν άνθρωπο με τέτοια λογική και κυριότητα, που δεν μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως θα είχα συναντήσει». Δεν κατεβαίνει καθόλου στη βαθμίδα τους συναναστρεφόμενος με τους νεανίες ο Σωκράτης, αλλά τούς δίνει ένα πρότυπο για το πώς πρέπει και οφείλουν να είναι: «Έτσι πρέπει να συνομιλή κανείς με τον αγαπημένο του φίλο, αγαπητέ Ιπποθαλή, χαμηλώνοντας την έπαρσή του και κάνοντάς τον πιο ταπεινό, κι όχι καθιστώντας τον υπεροπτικό και φαντασμένο όπως κάνεις εσύ» (Λύσις 210 Ε). Δεν είναι λοιπόν μια ‘μάσκα’ ο Έρωτάς του, ‘μάσκα’ είναι το πολύ η μορφή που αυτός παίρνει, προσαρμοζόμενος στο σύνηθες και ‘κοινωνικό’ τής εποχής του. Ξεχωρίζει όμως από κάθε άλλον, όπως ξεχωρίζει και η άγνοιά του από κάθε άλλην άγνοια, αυτός ο Έρως τού Σωκράτη. Κι όπως είναι μια βαθύτατη γνώση εκείνη η άγνοια, έτσι είναι και μια δύναμη που μετασχηματίζει τον άνθρωπο, συνδυασμένη ισόρροπα με τον λόγο(Logos) ο Έρωτάς του. Για όποιον το αντιλαμβανόταν δε ως κάτι το εντελώς καινούργιο αυτό, ανοιγόταν ένα τέτοιο βάθος μπροστά του, που δεν το είχε καν προαισθανθή.
Kαι συνεχίζεται λοιπόν στην πραγματική συζήτηση και στον παιδαγωγικό διάλογο η ειρωνία. Η δε μορφή αυτής τής ειρωνικής συναναστροφής είναι το ότι τοποθετείται δίπλα στους νεανίες ο Σωκράτης, που έπρεπε (ωστόσο…) να στέκη ως παιδαγωγός κατά τη συνηθισμένη άποψη απέναντί τους, όπως το έκαναν και οι σοφιστές. Διαβάζουμε λοιπόν στην αρχή τής αναζήτησης στον «Χαρμίδη»: «Πρέπει να εξετάσουμε τα πράγματα από κοινού» (κοινή άν είη σκεπτέον – 158D). Κι ακόμα πιο ισχυρά στον «Μεγάλο Αλκιβιάδη» («Αλικιβιάδης Μείζων»…): «Θα συσκεφθούμε μαζί, με ποιον τρόπο μπορούμε να γίνουμε όσο το δυνατόν ακριβέστεροι (εύστοχοι και ‘εξαιρετικοί’…). Γιατί είμαι πολύ μακριά απ’ το να πω, ότι εσύ μεν πρέπει να διαπαιδαγωγηθής, ενώ εγώ δεν το έχω ταυτόχρονα αυτό ανάγκη» (124 C). Κι όταν ρωτάη αργότερα, τί πρέπει να κάνη, παίρνει την εξής απάντηση ο Αλκιβιάδης: «Να απαντάς. Κι αν το κάνης αυτό, τότε θα είναι καλύτερα και για σένα και για μένα» (127 Ε). Kαι στον «Μένωνα»: «Μοιάζουμε να είμαστε εγώ και συ, αγαπητέ μου Μένων, άνθρωποι που δεν αξίζουμε τίποτα, και φαίνεται πως δεν μας διαπαιδαγώγησαν επαρκώς, εσένα ο Γοργίας κι εμέναν ο Πρόδικος. Πρέπει να στρέψουμε λοιπόν περισσότερο από κάθε τι άλλο προς εμάς τους ίδιους τη συνείδησή μας και να ψάξουμε, ποιος θα μας κάνη με οποιονδήποτε τρόπο καλύτερους». Και προς τους πατέρες εκείνους, που τον θέλουν να διδάξη τούς γυιούς τους στον «Λάχη»: «Εγώ λέω πως πρέπει να αναζητήσουμε όλοι μαζί, προπάντων για μας τους ίδιους τον καλύτερο δάσκαλο – γιατί τον χρειαζόμαστε – και μετά και για τα παιδιά. Αλλά το να αφήσουμε τους εαυτούς μας έτσι όπως είναι τώρα, αυτό δεν το συμβουλεύω… Ας φροντίσουμε λοιπόν από κοινού εμάς τούς ίδιους και τα παιδιά» (201 ΑΒ). Και δεν μπορούμε να μιλήσουμε πάλι εδώ για ‘προσωπείο’. Γιατί μπορεί πράγματι να αναζητά μόνο συζητώντας από κοινού ο Σωκράτης, και είναι μια αιώνια εργασία αυτό γι’ αυτόν, που δεν τελειώνει ποτέ για κανέναν, ούτε και για τον ίδιον. Κι όμως: δεν προσβλέπει προς τον Σωκράτη όπως ένας που γίνεται κάτι προς έναν που είναι ήδη τέλειος ο Χαρμίδης; Και δεν είναι πράγματι, όπως κάποιος που γνωρίζει αιώνια πορευόμενος, έτσι και ως κάποιος που υπάρχει και είναι, σε κάθε στιγμή τέλειος ο Σωκράτης; Και πάλι: δεν είναι και ο Χαρμίδης αναγκαίος για τον Σωκράτη; Και δεν είναι και ο νεαρός και φυσικά ευπρεπής Χαρμίδης, με τον δικό του τρόπο ‘τέλειος’; Βρίσκεται λοιπόν σ’ αυτήν ακριβώς την τρυφερή και μυστικά ‘αιωρούμενη’ διαλεκτική (Dialektik) ο ιδιόρρυθμος δελεασμός: είναι το δίχτυ με το οποίο ‘ψαρεύει’ ο μεγάλος παιδαγωγός η ειρωνία   (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο άφθονες είναι οι παράλληλες εικόνες που συναντάμε εδώ, στον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, με τις παραβολές που θα ακολουθήσουν λίγους αιώνες αργότερα από τον ενανθρωπήσαντα Θεό… )) .
Ιδιαίτερα ισχυρή είναι η ειρωνία στο ‘απορητικό’ (aporetisch) τέλος κάποιων απ’ τους Διαλόγους τού Πλάτωνα. Δεν γνωρίζεις ποιος ‘παθαίνει’ κάτι,  ποιος πρέπει ο ίδιος να το παραδεχτή, γιατί τον υποχρεώνει ο Λόγος (Logos), και ποιος είναι που ‘ταπεινώνεται’. O Σωκράτης παίρνει ωστόσο αμέσως κι ο ίδιος μέρος: ούτε κι εγώ γνωρίζω, λέει – και βλέπει έτσι κι ο άλλος πως συμμετέχει σ’ ένα κοινό Εμείς, που μετατρέπει σχεδόν στο αντίθετό της την ήττα. Χωρίζουν λοιπόν με το εξής συμπέρασμα όσοι συμμετείχαν στον Διάλογο: δεν γνωρίσαμε τί είναι η ανδρεία ή η σωφροσύνη (Sophrosyne). Χωρίς να αισθάνεται όμως κανείς πως ειπώθηκαν όλα μ’ αυτήν την ομολογία άγνοιας. «Πώς θά ’πρεπε να ξέρω, αυτό που ούτε σεις οι ίδιοι  δεν μπορείτε να ανακαλύψετε ως προς την πραγματική του φύση - όπως λές (τουλάχιστον) εσύ (ο Σωκράτης…)», λέει ο Χαρμίδης· «χωρίς να σε πιστεύω βέβαια και εντελώς (ως φής σύ· εγώ μέντοι ου πάνυ σοι πείθομαι). Νομίζω μάλιστα πως χρειάζομαι κι εγώ ο ίδιος το μαγικό ρητό (που διαπερνούσε διασκεδαστικά όλον τον Διάλογο), Σωκράτη μου, και όσον με αφορά, δεν μ’ εμποδίζει τίποτα να μαγεύομαι από σένα κάθε μέρα, μέχρι που θα πης, φτάνει πια, αρκετά». Έχει αντιληφθή ο μαθητής, ότι γνωρίζει βέβαια περισσότερο από ‘τίποτα’ ο Σωκράτης, κι ότι είναι (ο ίδιος…) προπάντων περισσότερα απ’ όσα έχει εκφράσει μέχρι τώρα, και περισσότερα ίσως κι απ’ όσα μπορεί να εκφράση. Και βρίσκεται σ’ αυτήν την όχι εσκεμμένα αλλά αναγκαία συγκεκαλυμμένη, και ζευγαρωμένη θαυμαστά με την ερωτική αγάπη  ‘υπεροχή’, η γοητεία εκείνη που αισθάνονται οι νέοι.
Εκφράζει ξανά ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο» σαφέστερα απ’ όλους, και με υπερβολική μάλιστα οξύτητα το «πόσο πολύ με ‘εξαπάτησε’ (ο Σωκράτης…). Κι όχι μόνον εμένα, αλλά και τον Χαρμίδη και τον Ευθύδημο και πολλούς άλλους: τους ξεγελά, σαν να είναι αυτός ερωτευμένος μαζί τους, και φανερώνεται τελικά ως ερώμενος μάλλον παρά ως εραστής». Μας δείχνει δε και πώς γίνεται  αυτή ακριβώς η ‘μεταβολή’ ο «Μεγάλος Αλκιβιάδης», όπου εμφανίζεται αρχικά να ‘καταδιώκη’ ο Σωκράτης τον ‘απρόθυμο’ Αλκιβιάδη, ο οποίος φτάνει όμως να πη ο ίδιος στο τέλος, ότι «θα συμβή, σαν να έχουμε ανταλλάξει μεταξύ μας τις μορφές μας. Γιατί θα είμαι εγώ που θα σε ακολουθώ απ’ αυτήν πλέον την ημέρα, και θα με δέχεσαι εσύ ως ακόλουθό σου»   (( Σημ. τ. μετ.: Ας προσέξουμε και την ‘αποφασιστική’ – και σωτήρια…- διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία, που ‘τελείται’ στο ανθρώπινο οπωσδήποτε ‘επίπεδο’, και την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια δια στόματος του Δαυίδ, που λέει: «Το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας τής ζωής μου»… )) . Και αποδεικνύεται έτσι τελικά ο καθόλου προσχηματικός, αλλά διαποτισμένος βέβαια με ειρωνία ‘ερωτισμός’, και ο ελεγκτικός και επίσης ‘ειρωνικός’ διάλογος, ως η ύψιστη έκφραση της σωκρατικής ύπαρξης: είναι ένας ερωτισμός που μεταμορφώνει, που διαπαιδαγωγεί, που έλκει προς το δικό του ‘ύψος’ και προς τα ύψιστά του έργα.  
 
( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: