Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (12)

Συνεχίζεται από Δευτέρα, 7 Απριλίου 

Του Hans-Georg Gadamer
ΙΙΙ. ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ

Ίσως μπορούμε να απεικονίσουμε αυτό το σημείο προστρέχοντας και στην πλατωνική δήλωση σύμφωνα με την οποία η φιλοσοφία δεν είναι σοφία, αλλα μόνον αγάπη της σοφίας. Δεν ήταν μικρή δήλωση, διότι συγκρουόταν με την κοινή γλώσσα, για την οποία φιλοσοφία εξισούτο με την επιστήμη. Και στον Αριστοτέλη επίσης βρίσκουμε την ιδέα της φιλοσοφίας σαν αγάπη της σοφίας. Στην αρχή ακριβώς της Μεταφυσικής υπάρχει πρώτος-πρώτος ο ορισμός της έννοιας της σοφίας και επομένως και του σοφού. Και εδώ ο Αριστοτέλης κινείται μέσα στο πλαίσιο της κοινής γλώσσας: Σοφία. Είναι η τελειότης της γνώσεως και σοφός είναι αυτός που την διαθέτει. Αλλά όταν αναπτύσσει την διδασκαλία του, μιλά για θεωρητική φιλοσοφία και όχι για θεωρητική σοφία, για πρακτική φιλοσοφία και όχι για πρακτική σοφία. Γιατί; Πιστεύω πως είναι παρούσα και στον Αριστοτέλη, η ιδέα της γνώσεως σαν αναζητήσεως, μιάς γνώσεως που δεν είναι ποτέ απόλυτη αλλά αντιθέτως είναι πάντοτε ένα είναι που πορεύεται πρός την τελειότητα.
Αυτό σημαίνει πως και ο Αριστοτέλης έχει συνείδηση των ορίων του λόγου, και πως αυτή είναι η εξήγηση για την διάκριση που υπάρχει στις κατηργορίες, ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη ουσία. Η πρώτη ουσία δεν λέγεται, είναι δυνατόν μόνον να παρουσιαστεί. Η ουσία δεύτερη είναι το πράγμα που είναι παρόν στην ομιλία, με όλες τις αοριστίες, τις ασάφειες, τις αμφιβολίες που συνεπάγεται η ομιλία. Δεν είναι πολύ πειστικό να δηλώσουμε πως αυτός ο προβληματιμός μπορεί να λυθεί με μια κατάλληλη ερμηνευτική μέθοδο. Είναι ένας βιασμός της λογικής να προϋποθέσουμε πως η αλήθεια καταλήγει στην βεβαιότητα των ξεχωριστών προτάσεων. Όχι,  η ελευθερία αφορά ολόκληρη την ομιλία, όλον τον διάλογο, και όχι μια απομονωμένη πρόταση. Μ’αυτή την έννοια πιστεύω πως και ο Αριστοτέλης εντάσσεται σε εκείνη την προοπτική που ονομάζω ερμηνευτική, σύμφωνα με την οποία κάθε λεχθέν, καθέ σκέψη είναι πάντοτε ενταγμένη, έχει το είναι του και την λειτουργία του σε έναν διάλογο, σε μια κοινωνική και πολιτική συζήτηση ή ηθική, πως στοχεύει στην αμοιβαία επικοινωνία.
Αυτό είναι φιλοσοφία και δεν είναι δυνατόν να μειωθεί σε λογική. Είναι αλήθεια πως η μοντέρνα λογική έκανε φανταστικές προόδους. Μ’αυτή είναι δυνατόν να δώσουμε έναν χαρακτήρα αναγκαίως συμπερασματικό, όχι ρητορικό, σε μια επιχειρηματολογία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η λογική είναι ένα εργαλείο κατάλληλο για τις περιπτώσεις που χρειάζεται να κατανοηθεί η σκέψη στην επικοινωνιακή της λειτουργία, της αρθρώσεως του πρακτικού μας ορίζοντος, του ηθικού, του κοινωνικού, του πολιτικού. Κατά κάποιο τρόπο η λογική έχει μόνον μια λειτουργία ελέγχου. Μάλιστα δε αυτή η ίδια η μοντέρνα επιστήμη είπε πως ο συλλογισμός δεν χρειάζεται στην επιστημονική έρευνα.
Η Φιλοσοφία επομένως δεν στηρίζεται στην προϋπόθεση πως μια πρόταση, για να είναι κατανοητή, πρέπει να είναι σίγουρη και να μην είναι αμφίβολη ή αμφίσημη. Όλα εξαρτώνται από την ερώτηση στην οποία θέλει να απαντήσει αυτή η πρόταση, από τον τρόπο με τον οποίο συντονίζεται και συγχωνεύεται στην συζήτηση. Η φιλοσοφία δεν μπορεί, δεν πρέπει να καθοδηγείται από το Ιδανικό της καρτεσιανής μεθόδου, δηλ. να μην αποδέχεται τίποτε που να μην είναι από πριν βέβαιο. Οι κανόνες (Regulae) του Καρτέσιου είναι το μανιφέστο της σύγχρονης επιστήμης και μ’αυτή, του μοντερνισμού γενικώς: τα πάντα πρέπει να πιστοποιηθούν βήμα πρός βήμα, τίποτε δεν πρέπει να γίνει αποδεκτό εάν από πρίν δεν είναι καθαρό, ξεχωριστό, διακεκριμένο και γι’ αυτόν τον λόγο, ελεγχόμενο.
Θυμάμαι πως ο Χάϊντεγκερ, στο ξεκίνημα της διδασκαλίας του στο Μαρβούργο, σ’ένα μάθημα αφιερωμένο στον Καρτέσιο δήλωνε πως αυτός αντιπροσώπευε την «μέριμνα» τής ακρίβειας τής γνώσεως ή με άλλα λόγια, την μετάλλαξη τής αλήθειας σε βεβαιότητα. Αυτή είναι η ουσία τής μοντέρνας επιστήμης: τα πράγματα πρέπει να είναι βέβαια. Αλλά η βεβαιότης δεν είναι η αλήθεια, και αυτό είναι το όριο της επιστήμης, διότι και αυτή έχει το όριό της, ακριβώς όπως η συζήτηση βρίσκει το όριο τής αδυναμία της, στό να αποδείξει με τις λέξεις πώς, για παράδειγμα, αυτό το ποτήρι είναι εδώ αυτή την στιγμή, ή επίσης στην Νέα Υόρκη ή στην Σαλαμίνα. Επομένως, το όριο του λόγου και εκείνο των μοντέρνων επιστημών συσχετίστηκαν: το ένα είναι το ανυπέρβατο της επικοινωνιακής διαστάσεως στην οποία ζούμε και το άλλο είναι η προϋπόθεση μιας αντικειμενικότητος η οποία δεν έχει καμμια σχέση με την συγκεκριμένη εμπειρία της ζωής. Γι’ αυτό και το λέω πως η ερμηνευτική φαινομενολογία υπήρξε στ’ αλήθεια έναν νέος τρόπος να αντιληφθούμε την φιλοσοφία, μια διαπλάτυνση του ορίζοντά της, πέραν εκείνου των μοντέρνων επιστημών.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως είμαστε εναντίον της επιστήμης, αλλά απλά ενάντια στην παράνομη επέκταση του επιστημονικού ανικειμενισμού, τής εξαντικειμενοποιήσεως των πάντων, τής εποστημονικής μεθοδολογίας στο πεδίο των Ιδεών, των αξιών, των εμπειριών που συνιστούν την προσωπική και την κοινωνική ζωή. Αυτό είναι το θεμέλιο του βιβλίου «Αλήθεια και Μέθοδος» και όχι η απόρριψη της επιστήμης, αλλά η φανέρωση τού αξεπέραστου ορίου που συναντά στην απαίτηση της για βεβαιότητα και αντικειμενικότητα. Φυσικά το αξεπέραστο αυτό τού ορίου ισχύει και για την πρακτική εμπειρία, εκείνη που μπορούμε να ονομάσουμε η πραγματική εμπειρία τής ζωής.
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: