Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

Τα χαρισματικά και τα κανονικά όρια της Εκκλησίας ήγουν Πεντηκοστή και θεία Ευχαριστία (9)

Συνέχεια από Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2018

ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ

4. Η θεία Ευχαριστία κατά τους αποστολικούς χρόνους (συνέχεια)

β) Η χαρισματική Εκκλησία της Κορίνθου

Ο Απόστολος Παύλος μετά από την Αθήνα κατέβηκε στην Κόρινθο, η οποία την εποχή εκείνη ήταν από τις πιο μεγάλες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εκεί δημιούργησε την πρώτη Εκκλησία.

Παρέμεινε στην Κόρινθο ένα χρονικό διάστημα για να τους καταρτίση εν Χριστώ και να τους στηρίξη στη χριστιανική ζωή. Όταν έφυγε, επικοινωνούσε μαζί τους για να τους επιλύση διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα που ανέκυπταν και έτσι διασώθηκαν οι δύο επιστολές προς Κορινθίους, αλλά από ό,τι φαίνεται έστειλε και άλλες επιστολές, οι οποίες δεν διασώθηκαν. Πήγε εκ νέου στην Κόρινθο για να παρακολούθηση από κοντά την πνευματική τους πορεία.

Οι δύο αυτές Επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι πολύ σημαντικές, γιατί δείχνουν την πνευματική εμπειρία την οποία είχε, αλλά και τον ποιμαντικό του αγώνα για να τους στερεώση στην κατά Χριστόν ζωή. Επίσης, οι Επιστολές αυτές δείχνουν καθαρά τη ζωή της πρώτης Εκκλησίας.

I. Η τέλεση της θείας Ευχαριστίας και οι προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτήν

Το σημαντικό είναι ότι στην A' προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου διασώζεται η παράδοση του Μυστικού Δείπνου και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας[58]. Είναι η μόνη Επιστολή του Αποστόλου Παύλου στην οποία φαίνεται ότι οι πρώτοι Χριστιανοί τελούσαν τη θεία Ευχαριστία κατά τον τύπο του Μυστικού Δείπνου, αναφέροντας τους ιδρυτικούς λόγους του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όπως τους παρέδωσε ο Χριστός. ’Αν δεν υπήρχε αυτή η επιστολή, τότε θα υπήρχαν πολλοί, ιδίως οι Προτεστάντες, που θα άμφισβητούσαν τα περί της τελέσεως της θείας Ευχαριστίας όπως την παρέδωσε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο κατά την Αποστολική εποχή.

Στο χωρίο αυτό γίνεται λόγος για το ότι παρέλαβε από τον Ίδιο τον Χριστό το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και το παρέδωκε στους Χριστιανούς της Κορίνθου. Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι ενώ ο Απόστολος Παύλος δεν παρευρισκόταν στον Μυστικό Δείπνο, εν τούτοις γράφει αποφασιστικά ότι δεν το παρέλαβε από τους παρόντες τότε Μαθητές, άλλα το παρέλαβε από τον Ίδιο τον Κύριο. Προφανώς αυτό συνδέεται με τη δική του προσωπική εμπειρία θεοπτίας που είχε. Ό Χριστός του απεκάλυψε όλη τη θεολογία και τη ζωή της Εκκλησίας, και μεταξύ αυτών και το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Έτσι, η αποστολική ζωή συνδέεται με την προσωπική εμπειρία της θεοπτίας.

Με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ο Χριστιανός δεν ενθυμείται απλώς στην Κόρινθο τους λόγους του Χριστού στον Μυστικό Δείπνο, αλλά βιώνει και ομολογεί τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του και έχει την προσδοκία της ελεύσεώς Του. Ό Απόστολος Παύλος κηρύττει και λειτουργεί. Δεν νοείται διδαχή χωρίς την θεία Ευχαριστία, ούτε νοείται θεία Ευχαριστία χωρίς τη διδαχή. Και τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Και σε αυτό συνίσταται το αποστολικό έργο.

Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Απόστολος Παύλος καταγράφει και τις προϋποθέσεις μετάληψης του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας δεν γίνεται απροϋποθέτως[59].

Το «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω» συνδέεται με το «διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου». Όποιος δεν «διακρίνει» το Σώμα του Κυρίου «εσθίει και πίνει αναξίως», οπότε «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει» και«ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου». Εάν «ἑαυτοὺς διεκρίνομεν», δεν θα παιδευόμασταν από τον Θεό για τη σωτηρία μας. Αυτή η παιδαγώγηση από τον Θεό συνδέεται και με σωματικές ασθένειες, ακόμη και με θανάτους. Επειδή αδιακρίτως μερικοί κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, γι’ αυτό «ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί».

Το βάρος επομένως στην ερμηνεία αυτού του αποστολικού χωρίου είναι το να «διακρίνη» κανείς το Σώμα του Κυρίου, και αυτή η διάκριση γίνεται με το «να δοκιμάζη» τον εαυτό του. Αυτό όμως δεν συνδέεται με μια ηθικολογική έννοια, αλλά με την όλη πνευματική κατάσταση των Χριστιανών.

Θεωρούμε ότι το ερμηνευτικό κλειδί της κατανοήσεως του αποστολικού αυτού χωρίου είναι το γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με τούς δύο Μαθητές Του, οι oποίοι πορεύονταν προς Εμμαούς. Αυτή η συνάντηση είναι μια πορεία προς την αληθινή θεία Ευχαριστία και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Στην αρχή ο Χριστός, χωρίς να Τον καταλάβουν, τους εξήγησε τις Γραφές για το πάθος Του και η καρδιά τους καιγόταν από ιερό πόθο. Στη συνέχεια τον κράτησαν κοντά τους πηγαίνοντας προς Εμμαούς και κατά τη διάρκεια της κλάσεως του άρτου ανοίχθησαν οι οφθαλμοί και ανεγνώρισαν τον Χριστό (Λουκ. κδ', 13-35).

Η φλεγόμενη από τη θεία Χάρη καρδία διακρίνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού· δεν το θεωρεί ως ένα κοινό ψωμί και κρασί, αλλά αισθάνεται καρδιακά και εμπειρικά ότι είναι το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού.

Το ίδιο βλέπουμε στους Χριστιανούς της πρώτης Εκκλησίας. Είχαν καρδιακή προσευχή, αγάπη για τον Θεό διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, έφεση ομολογίας και μαρτυρίου και κοινωνούσαν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Έτσι, το «διακρίνειν το σώμα του Κυρίου» δεν σημαίνει απλώς το να πιστεύη κανείς θεωρητικά ότι αυτό δεν είναι κοινός άρτος, αλλά το να αισθάνεται καρδιακά ότι είναι το Σώμα του αναστάντος Χριστού, αλλά και να βλέπη την δόξα Του, την ενέργειά Του. Η συμμετοχή των Χριστιανών στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι σε έναν μικρό ή μεγάλο βαθμό συμμετοχή στο όρος του Θαβώρ, όταν οι Μαθητές έβλεπαν ότι από το Σώμα του Χριστού εξέρχονται οι ακτίνες της Θεότητός Του. Όταν κανείς δεν έχη μια τέτοια θεοπτική εμπειρία, τότε εκλαμβάνει το Σώμα του Χριστού «κοινόν» άρτον και οίνον, και επομένως είναι ανάξιος να προσέλθη να κοινωνήση.

Κατ’ επέκταση το «δοκιμαζέτω εαυτόν» σημαίνει το να αισθάνεται κανείς ενεργούσα μέσα στην καρδία του τη Χάρη και την ενέργεια του Θεού. Αυτό εξηγείται από έναν άλλον λόγο τον Αποστόλου Παύλου: «διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν» (Εβρ. ιγ', 9). Ακόμη και οι ξένες διδασκαλίες που είναι αλλότριες από τον αποκαλυπτικό λόγο διακρίνονται και εξακριβώνονται από την καρδία, που είναι το κέντρο του πνευματικού ανθρώπου. Μέσα στην καρδία γίνεται η προσευχή, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Εφ. ε', 18-19).

Έτσι, το να «διακρίνη» κανείς το Σώμα του Χρίστου σημαίνει το να είναι σε μια πνευματική κατάσταση να αναγνωρίζη τον Χριστό μέσα στα ταπεινά στοιχεία του άρτου και του οίνου, όπως το βλέπουμε στη ζωή των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, για παράδειγμα του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κ.ά. Και το να «δοκιμάζη» κανείς τον εαυτό του εάν είναι άξιος να κοινωνήση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι να φλέγεταιη καρδία του από τον πόθο να συνάντηση τον Χριστό, όπως οι Μαθητές που πορεύονταν προς Εμμαούς, αλλά και να ενεργή μέσα στην καρδία του η νοερά προσευχή.

Όσοι δεν έχουν αυτές τις προϋποθέσεις, δεν προσέρχονται αξίως για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Τότε πολλές φορές αρρωσταίνει και το σώμα τους, άλλες φορές πεθαίνει. Η θεία Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ως μέθεξη του τεθεωμένου Σώματος του Χριστού είναι μια μεγάλη εμπειρία, όχι μόνο της ψυχής αλλά και του σώματος. Οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ ενηλλάγησαν και είδαν την εναλλαγή, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά[60]. Αυτό σημαίνει ότι το σώμα ενισχύεται και μπορεί να αντέξη αυτήν τη μεγάλη εμπειρία. Όταν όμως το σώμα δεν έχει μεταμορφωθή από τη Χάρη του Θεού με την άσκηση και την όλη εκκλησιαστική ζωή, τότε δεν μπορεί να αντέξη αυτήν τη μεγάλη θεωρία να κοινωνήση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Χριστός είναι η κάθαρση των καθαιρομένων, ο φωτισμός των φωτιζομένων, η θέωση των θεουμένων, αλλά και η κόλαση των αμετανόητων αμαρτωλών. Αυτό φαίνεται και στις σχετικές διδασκαλίες του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων για τη Δευτέρα έλευση του Χριστού. Για άλλους ο Χριστός θα είναι Φως και για άλλους θα είναι σκότος και πυρ.

Ό Απόστολος Παύλος στη Β' προς Θεσσαλονικείς Επιστολή του γράφει για τη διπλή ενέργεια του Χριστού, κατά την Δευτέρα Του παρουσία. «Καὶ ὑμῖν τοῖς θλιβομένοις ἄνεσιν μεθ' ἡμῶν ἐν τῇ ἀποκαλύψει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἀπ' οὐρανοῦ μετ' ἀγγέλων δυνάμεως αὐτοῦ ἐν πυρὶ φλογός, διδόντος ἐκδίκησιν τοῖς μὴ εἰδόσι Θεὸν καὶ τοῖς μὴ ὑπακούουσι τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β' Θεσ. α', 7-8).

Αυτό που θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αυτό γίνεται και σε κάθε θεία Ευχαριστία και σε κάθε κοινωνία του Σώματος του Χριστού, δηλαδή άλλοι κοινωνούν αναξίως «εις κρίμα και κατάκριμα» και άλλοι αξίως «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις
58. «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ.» (Α' Κορ. ια', 23-26).
59. «Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν.»(Α' Κορ. Ια', 27-32).
60. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Έργα 10, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 374.

Δεν υπάρχουν σχόλια: