Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (80)

                                      
                                    PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                             19.  Μ Ε Ν Ω Ν

        Εμφανίζεται ως ευγενής γαιοκτήμων με τη μεγάλη του συνοδεία (82 Α) στην τόσο δημοκρατική εξωτερικά Αθήνα, όπου και είναι τόσο ξένη μια τέτοια πομπή, ο Θεσσαλός Μένων. Καταλύοντας, όπως κατοικούν στον οίκο τού Καλλικλή ή τού Καλλία όταν έρχονται στην Αθήνα ο Γοργίας κι ο Πρωταγόρας, στο σπίτι τού Άνυτου (90 Β. 92 D), του Αθηναίου πολιτικού, που τον γνωρίζουμε ως τον κατήγορο του Σωκράτη όλοι. Και τελείται ανάμεσα στον Μένωνα και τον Σωκράτη το μεγαλύτερο μέρος τού διαλόγου. Μόνο μια φορά απαντά ένας νεαρός απ’ τη συνοδεία τού Μένωνα. Και μόνον όταν τίθεται το πολυσυζητημένο ερώτημα, αν «είναι διδακτή η αρετή», και καθώς ‘ωθεί’ τη συζήτηση προς το παράδοξο γεγονός ο Σωκράτης, ότι δεν είναι σε θέση να μορφώσουν σε καλούς πολίτες τούς γυιούς τους οι πολιτικοί τής Αθήνας – σ’ αυτήν την έντονη στιγμή εισέρχεται ξαφνικά στη συζήτηση, καθισμένος από «κάποιαν καλή σύμπτωση» κοντά στους ομιλητές, και ο Άνυτος. Ο οποίος και καλείται να συζητήση, στο παράδειγμα μάλιστα του ίδιου του τού προσώπου, λεπτομερειακά αυτό το ‘ασυμβίβαστο’ μεταξύ πολιτικής και παιδαγωγίας με τον Σωκράτη. Αποχωρώντας όμως αμέσως, μόλις εγκαταλείπει αυτό το ένα και μοναδικό αντικείμενο, απ’ τον διάλογο. Μένοντας ωστόσο μέχρι το τέλος (ωσεί…) παρών, και λέγοντας με μοναδικό μίσος τη μοναδική φορά που ακόμα μιλά (99 Ε 3), πως «Αυτό δεν με αφορά!». Ζωντανεύει πράγματι η εχθρότητα της «Απολογίας» ανάμεσα στον Σωκράτη και τους ‘πολιτικούς’ εδώ. Και δεν μπορούμε να μη δούμε να συνεχίζεται – λίγα χρόνια αργότερα - στην κατηγορία κατά τού Σωκράτη η απειλή εδώ τού Άνυτου. Αντιλαμβάνεται βέβαια ως εντελώς φυσική την ‘τοποθέτηση’ του οικοδεσπότη κοντά στον φιλοξενούμενό του ο κάθε αναγνώστης. Δεν πρέπει όμως και να ξεγελαστούμε, και να παραγνωρίσουμε την ΄καλλιτεχνική θέληση’ του Πλάτωνα, καθώς αισθανόμαστε κάτι το ‘ανησυχητικό’ στην ξαφνικήν αυτήν εμφάνιση και τη σιωπή αμέσως μετά τού παρακαθήμενου Άνυτου.
      Γνώριζε τότε τoν Μένωνα ως έναν απ’ τους πιο ονομαστούς αρχηγούς μισθοφόρων στην υπηρεσία τού Πέρση πρίγκιπα Κύρου, του επαναστάτη και διεκδικητή τού θρόνου, ο κάθε αναγνώστης. Κι αν πιστέψουμε τον Ξενοφώντα (Ανάβ. ΙΙ 6, 21), που τον βλέπει με το μάτι τού μίσους από κοντά, ήταν μια ‘κοινή’ και ‘χυδαία’ φύση ο Μένων, στην οποίαν υπηρετούσε η θέληση για δύναμη τη φιλαργυρία και η φιλοδοξία ξανά τη φιλαργυρία, ένας άνθρωπος χωρίς συνείδηση, χωρίς πίστη, χωρίς την ικανότητα της φιλίας, που σπαταλούσε σε ακολασίες τα σωματικά του προσόντα, χρησιμοποιώντας τα φιλόδοξα, και άρα πάλι φιλάργυρα. Τον βλέπει περισσότερο από απόσταση, και γι’ αυτό ίσως λαμπρότερο και ‘μεγαλοπρεπέστερο’, περισσότερο κατά τον τύπο τού Αλκιβιάδη και του Καλλικλή: με νεανική ομορφιά και φιλήδονο, άπληστο για δύναμη και περήφανο ο Πλάτων. Δεν είναι δε ανεξάρτητη απ’ τα βασικά χαρακτηριστικά τής ύπαρξής του η απόλαυσή του για τον διάλογο, την οποίαν και πρέπει να διαθέτη, για να συμμετάσχη σ’ έναν διάλογο. Είναι μάλιστα μαθητής τού Γοργία κατά τον Πλάτωνα, και υπήρξε ίσως πράγματι τέτοιος μαθητής, όπου μπορούμε να θυμηθούμε κι έναν άλλον εδώ από εκείνους τούς έλληνες μισθοφόρους τού Κύρου, τον Πρόξενο απ’ τη Βοιωτία, για τον οποίον και λέει πως είχε ήδη από μικρήν ηλικία την έφεση να κατακτήση μια μεγάλη θέση ο Ξενοφών (ΙΙ 6, 16)· κι ήταν αυτός ο λόγος που πήγε και μαθήτευσε στον Γοργία. Διαισθανόμαστε και μεις τώρα, γιατί διαλέγει ακριβώς τον Μένωνα ως συνομιλητή ο Πλάτων. Χαίρει ‘υψηλοτέρας εκτιμήσεως’ το «κυριαρχείν» στη Θεσσαλία απ’ ό,τι στη δημοκρατική Αθήνα. Κάτι που το βλέπουμε, καθώς τον ‘εισάγει’ με μεγάλη συνοδεία στον τόπο τού διαλόγου ο Πλάτων. Ακούει όμως και την ‘κουστωδία’ και τον βίαιο θάνατο μαζί ο κάθε (προσεχτικός…) αναγνώστης. Πόθος για δύναμη και κυνική διάρρηξη των κανόνων τής πόλης: αυτό είναι λοιπόν που κρύβεται πίσω απ’ το όνομα της αρετής για τον Μένωνα. Όσο για το ερώτημα «αν είναι διδακτή η αρετή», αυτό το παρέλαβε απ’ τον δάσκαλό του Γοργία   Παινεύεται μάλιστα, ότι «έχει μιλήσει χιλιάδες φορές, διεξοδικά και σε πολλούς και πολύ καλά, όπως σ’ αυτόν τον ίδιον ‘συνέβη’, για την αρετή» (80 Β). Αντιλαμβανόμαστε (βέβαια…), γιατί τον αφήνει να μιλήση γι’ αυτό το ‘πολυσυζητημένο αντικείμενο’, και με ποιον σαρκασμό (Sarkasmus) θέτει στο στόμα του τη λέξη αρετή ο Πλάτων. Ενώ μπορούμε και να υπολογίσουμε, πόσο μακρύς είναι ο δρόμος απ’ την ‘αρετή’ τού Μένωνα μέχρι την (αληθινή…) αρετή τού Σωκράτη.
      Yπάρχει ίσως όμως κι ένας άλλος λόγος, για το γιατί κατέστησε έναν Θεσσαλό ακριβώς σε συνομιλητή ο Πλάτων: «Προέκυψε ένα είδος πνευματικής ξηρασίας εδώ σε μας, και μοιάζει να αποδήμησε απ’ τη δική μας  στη δική σας περιοχή η σοφία», λέει ο Σωκράτης (71 Α). Δεν ‘έσπαγαν το κεφάλι τους’ για το ερώτημα περί «διδασκαλίας τής αρετής», αλλά δεν γνώριζαν και καθόλου τί είναι η αρετή στην Αθήνα. Χρησιμοποιούνται δε δυό σελίδες παρακάτω, τη μια φορά απέναντι στον Άνυτο του διαλόγου μας, τον εκπρόσωπο της τρέχουσας πολιτικής, ο οποίος και πράγματι δεν το γνωρίζει και πράττει μέσα απ’ αυτήν την άγνοια, αυτά τα ειρωνικά λόγια· αλλά και πίσω στον Σωκράτη κατά δεύτερον, ο οποίος και δεν το γνωρίζει κατά έναν εντελώς διαφορετικόν τρόπο, γνωρίζοντας δηλ. την άγνοιά του. Και μοιάζει προορισμένη τρόπον τινά, να εξωθήση στα άκρα αυτήν την αντίθεση, όπως θα φανή βέβαια στη θανατηφόρα συνάντηση της δίκης τού Σωκράτη, η Αθήνα. Αποκτά έτσι ένα ειρωνικό ‘αντίτυπο’ η ‘αχαλίνωτη’ πόλη: τη Θεσσαλία – όπως αποτελούν και η Θράκη στον «Χαρμίδη», και η περσική αυλή στον «Αλκιβιάδη» ειρωνικά ‘αντίτυπα’. Και μπορούμε εδώ να θυμηθούμε, ότι απειλούν οι νόμοι τον Σωκράτη, πως θα έπρεπε να πάη στη Θεσσαλία δραπετεύοντας απ’ την Αθήνα στον «Κρίτωνα» (53 D), κι ότι βασιλεύουν η μέγιστη αταξία και ‘απειθαρχία’ εκεί! Ή ότι γνωρίζουν προπάντων πώς να εκτρέφουν τα άλογα στη Θεσσαλία σύμφωνα με τον «Ιππία μείζονα» (284 Α), κι ότι εξέπεσε στην εκτροφή τών ίππων απ’ τη φιλοσοφία, όπως λέγεται στην αρχή τού «Παρμενίδη» (126 C), ο Αντιφών. Καταλαβαίνοντας κι εμείς τί σημαίνει το ότι ΄αποδήμησε’ απ’ την Αθήνα στη Θεσσαλία η γνώση.
       O διάλογος εντείνεται ανάμεσα στο πρώτο ερώτημα, για το οποίο και παίρνει θέση ο Μένων – γιατί το έχει προφανώς πάντοτε στην άκρη τής γλώσσας του, αλλά και γιατί δεν βλέπει σήμερα για πρώτη φορά τον Σωκράτη (76 Ε) - : το ερώτημα αν είναι διδακτή η αρετή, και στον τελευταίο λόγο τού Σωκράτη: ότι θα γνώριζε τότε κανείς αυτό που είναι ακριβές, αν είχε ερευνήσει προηγουμένως το «τί είναι καθεαυτή η αρετή» (αυτό καθ’ αυτό ζητείν τί ποτ’ εστίν αρετή). Μια πολικότητα, που την ανέδειξε ήδη εντελώς παρόμοια ο «Πρωταγόρας». Όπου και προέκυψε αμέσως μόλις ξεκίνησε ο διάλογος ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Πρωταγόρα το πρόβλημα της διδακτότητας (319 Α), ενώ λέγεται, εντελώς αντίστοιχα, στο τέλος, πως αν είχε γίνει σαφές «τί είναι πάντως καθεαυτή η αρετή» (τί ποτ’ εστίν αυτό η αρετή), θα είχε ξεκαθαρίσει και το πρόβλημα, για το οποίο και δεν θα χρειαζόταν πια κάποια ‘συμφωνία’. Δεν τέθηκε βέβαια τόσο κατηγορηματικά ανάμεσα σ’ αυτούς τούς δυό πόλους το ερώτημα για το Είναι στον «Πρωταγόρα», τέθηκε όμως έμμεσα, καθώς κατέστη η πολλαπλότητα ή η ενότητα πρόβλημα (329 C). Ο «Λάχης» ανήγαγε ήδη καθαρά στο ερώτημα για την ουσία τής αρετής το πρόβλημα της εκπαίδευσης (ό τι ποτ’ εστίν αρετή – 190 Β), προσπαθώντας ωστόσο να περιοριστή στη μιαν αρετή. Και το ίδιο ρωτούσαν και οι άλλοι απορητικοί, ορισμικοί διάλογοι για μια μεμονωμένην «αρετή», με τα γνωστά αποτελέσματα. Αναλαμβάνεται λοιπόν τώρα με τη γενική μορφή τού «Πρωταγόρα» για άλλη μια φορά στον «Μένωνα» το συγκεκριμένο ερώτημα. Ενώ προβάλλει η προσπάθεια ενός ορισμού απ’ τη σειρά τών διαλόγων τού «Χαρμίδη», προσπάθεια που καταλήγει στην παραδοχή τής άγνοιας: δεν γνωρίζουμε. Μόνον που αποδεικνύεται, ακόμα κι απέναντι σ’ αυτό το πλαίσιο, το ωριμώτερο και πλουσιώτερο πλατωνικό έργο ο «Μένων». Η σειρά τών ορισμών δεν καλύπτει όλον τον διάλογο, αλλά μόνον το πρώτο απ’ τα τρία μέρη του. Η παραδοχή τής απορίας δεν βρίσκεται στο τέλος τού συνόλου, αλλά εξελίσσεται στο μεσαίο μέρος σε μια συστηματική έννοια και ‘προάγει’ τη βασική άποψη αυτού τού διαλόγου, που χαρακτηρίζεται προσωρινά με τη λέξη «ανάμνηση» (Anamnese). Για να ακολουθήση ο πραγματικός κατόπιν αγώνας τών παιδαγωγικών αρχών στο τρίτο μέρος, ο αγώνας ανάμεσα στον Σωκράτη και τους σοφιστές και πολιτικούς, που θα καταλήξη σ’ έναν καινούργιον αναβαθμό.
       Τέσσερα είναι τα βήματα του πρώτου, και ορισμικού μέρους. Είχε ξεκινήσει με την εξής διαπίστωση ο «Λάχης»: θα έπρεπε να πούμε τί είναι κατ’ αρχάς η ανδρεία· και να προσέξουμε με ποιον τρόπο μπορεί να μεθέξη σ’ αυτήν ο νέος άνθρωπος μετά. Εκφέρει ωστόσο κι έναν λόγο αυτοπεποίθησης πριν απ’ τον ορισμό του ο «Λάχης»: «δεν είναι δύσκολο» να απαντηθή αυτό το ερώτημα, λέει. Αντίστοιχα οδηγείται και στον «Μένωνα» στον προσδιορισμό τής ουσίας τής αρετής το ερώτημα για τις δυνατότητες της παιδαγωγίας, και θεωρεί πως «δεν είναι δύσκολη» η απάντηση και ο Μένων, για να πεισθή όμως σχεδόν αμέσως, πως υποτίμησε στην πραγματικότητα τη δυσκολία. Στον «Λάχη», τον «Θρασύμαχο» και τον «Ευθύφρονα» επιλέγεται με τέτοιον τρόπο ο πρώτος ορισμός, ώστε να συγχέη το πρώτο και καλύτερο χαρακτηριστικό τής ίδιας της δικής του εμπειρίας με την ουσία τού ζητουμένου ‘πράγματος’ ο κάθε ορίζων. Διεύρυνε δε αυτήν τη ‘μορφή’ στον «Μεγάλον Ιππία» ο Πλάτων, αφήνοντας να προσθέση, μετά από δυό αληθινά ανόητες προσπάθειες του παραπάνω τρόπου, μια μακράν απαρίθμηση αυτού που είναι «ωραίο» ως τρίτη προσπάθεια τον Ιππία. Απαριθμεί δε ευθύς εξαρχής, αντί να αντιληφθή την έννοια της «αρετής», διάφορες «αρετές», τόσο διαφορετικές όσο και οι φορείς τους, και ο Μένων. Αυτό που είναι όμως τυπικά άστοχο, το ‘επικρίνει’ αναφερόμενος στη «μια και ταυτόσημη μορφή» (έν τι είδος ταυτόν), στην οποίαν και θα έπρεπε «να προσβλέπη αυτός που απαντά», ο Σωκράτης. Εντελώς παρόμοια είχε ‘απαιτήσει’ κι απ’ τον Ευθύφρονα (6 DE), κρίνοντας τον πρώτο και αποτυχημένον τότε ορισμό, «εκείνην ακριβώς τη μορφή (είδος), με την οποία και είναι κάθε τι το ευσεβές ευσεβές, την «ιδέα», προς την οποίαν και θα έπρεπε να προσβλέπη και να την έχη ως πρότυπο κανείς, έτσι ώστε να φαίνεται άλλη μια φορά και η δομική συγγένεια του διαλόγου μας προς εκείνην την ομάδα διαλόγων.
      Είναι δε σχεδόν αναμφισβήτητο, ότι αναφέρεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο τού «Μένωνα», εκεί όπου αντιπαραθέτει, στο πρώτο βιβλίο τής «Πολιτικής», δύο απόψεις για τις «αρετές και τις ικανότητες» και ο Αριστοτέλης. Συντασσόμενος μάλιστα με κείνους που «απαριθμούν, όπως κι ο Γοργίας, τις αρετές», και ‘αντιτασσόμενος’ στον «Σωκράτη», ο οποίος και αναγνωρίζει μια και μόνη σωφροσύνη, ανδρεία και δικαιοσύνη. Μήπως όμως τα απλοποιεί πάρα πολύ εδώ ο Αριστοτέλης; Γιατί αποσκοπεί όντως στην «ιδιαίτερη ικανότητα» του καθενός, στον οποίον και έχει ανατεθή ένα συγκεκριμένο έργο, στην «Πολιτεία» (Ι 353 Α κ.ε.) ο Σωκράτης. Γίνεται μάλιστα λόγος για την ικανότητα των ματιών, των αυτιών, των αλόγων και των σκύλων σ’ αυτήν τη συζήτηση της «Πολιτείας», ενώ μιλά για την «υγεία και τις άλλες ικανότητες του σώματος» και στον «Γοργία» (479 Β. 504 C) και στην «Πολιτεία» (ΙΙΙ 403 D) ο ‘φιλόσοφος’. Δεν ήταν πράγματι λιγότερο σύνηθες απ’ ό,τι στους συμπατριώτες του, το να αντιπαραθέτη, από νέος μέχρι και που γέρασε, τις κακίες και τις αρετές τής χώρας ή τού εδάφους τη μιαν απέναντι στην άλλη ο Πλάτων. Μήπως δεν είναι άρα τόσο απόλυτη (‘άκαμπτη’…) εκείνη η αντίθεση ανάμεσα στον «Γοργία» και τον «Σωκράτη» (ή τον Πλάτωνα), όπως την αφήνει να φανή σε κείνο το σημείο τής «Πολιτικής» ο Αριστοτέλης; Είχε αναγνωρίσει, όπως ήταν άλλωστε και το μόνο φυσικό, τις πιο διαφορετκές «ικανότητες» ο Πλάτων· και αναφαίνεται πάνω και μέσα απ’ αυτήν ακριβώς την ποικιλία το σύστημα των πέντε ή τεσσάρων «αρετών», και η μια πάνω απ’ αυτές «αρετή», στην οποίαν και όλες συγκλίνουν. Δημιουργείται δε μέσα απ’ τη σύγκλιση των διαφόρων ‘ικανοτήτων’ και η δομή τής πλατωνικής πολιτείας. ‘Στέκεται’ αντίθετα, ως μαθητής τών σοφιστών, στην ποικιλία ως ένα ‘έσχατο’ ο Μένων. Κάτι το οποίο δεν πράττει κατά κανέναν βέβαια τρόπο ο Αριστοτέλης, και δεν πρέπει ασφαλώς να ανησυχούμε, πως θα μπορούσε να συμφωνή με τον Μένωνα, παρατηρώντας μάλιστα απ’ την πλευρά τού περιεχομένου, το τί σημαίνει για τον Μένωνα ανδρική αρετή.
      Είναι λοιπόν η ικανότητα να φροντίζης τις υποθέσεις τής πόλης, να κάνης καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς, και να προσέχης τον εαυτό σου να μη σου συμβή και σένα τέτοιο κακό η ανδρική αρετή: κι είναι τόσο αναμφίβολο αυτό για τον Μένωνα, ώστε να προσθέτη αμέσως μετά, πως είναι η φροντίδα τού σπιτιού και η υπακοή στον άντρα (της…) η (αντίστοιχη…) γυναικεία αρετή. Συμφωνεί δε μέχρι και στις λέξεις με κείνο που ονομάζει «δικαιοσύνη» ο Πολέμαρχος στην «Πολιτεία» (Ι 334 BC) η ‘αντρική αρετή’ τού Μένωνα. Υπήρξε το τυπικό λοιπόν ‘ισοδύναμο’, στη θέση τής σύνοψης κι ενός ενοποιητικού ορισμού, για την έλλειψη εκείνου τού «κοινού πνεύματος», το οποίο και πρέπει να υφίσταται, ώστε να μην προκληθή διάσπαση μέσα απ’ τη φυσική διαφορά κατά τη διδασκαλία τής «Πολιτείας», η απαρίθμηση των πολλών «αρετών».
       Αφού κατηύθυνε σαφώς προς τη μιαν αρετή την ‘αναζήτηση’, ρωτά τώρα και για την ουσία της ο Σωκράτης. Οπότε και ‘διαλέγει’ απ’ την ποικιλία εκείνο που είχε ονομάσει προηγουμένως ανδρική αρετή, αυτό που ο ίδιος δηλ. μπορεί και θέλει, και το συμπυκνώνει στην «ικανότητα να εξουσιάζης τούς ανθρώπους» ο Μένων. Παραιτούμενος έτσι απ’ την πολλαπλότητα, και επιτυγχάνοντας εις βάρος κάθε ‘εγκυρότητας’, και με τον κίνδυνο να μετατραπή σε ελάττωμα η αρετή, την ενότητα. Ταυτίζει μάλιστα, με την ίδιαν απλοїκότητα, με το καθολικό Είναι την ίδιαν του την άποψη ο Μένων, όπως έπραξε εξάλλου ορίζοντας κατ’ αρχάς τί ο ίδιος κατανοεί ως «ευσέβεια» ο Ευθύφρων. Εδράζεται δε αυτούσια στην ιστορική του ύπαρξη, όπως τη γνωρίζουμε απ’ την «Ανάβαση» του Ξενοφώντα (ΙΙ 6, 21), η επιτακτική φύση τής τοποθέτησης του Μένωνα (76 ΑΒ). Ταιριάζοντας κι αυτή με τις ‘φύσεις’ τού Θεάγη, του Αλκιβιάδη και του Καλλικλή, που δεν διστάζουν να ομολογήσουν τη θέλησή τους για εξουσία ως τον πιο βαθύ τους (πρωταρχικό!...) πόθο. Κι όπως είναι οπαδός τού Γοργία ο Καλλικλής, έτσι καταλογίζει και στον Μένωνα ότι συμφωνεί με τον σοφιστή ο Σωκράτης: πάνε μαζί η ρητορική κι ο πόθος τής εξουσίας!
      (( Σημ. τ. μετ.: Το μεγάλο ανθρώπινο πάθος, ενάντια στο οποίο πολέμησε με όλες της τις δυνάμεις, αναγνωρίζοντας το επέκεινα της ουσίας Αγαθό, η ελληνική φιλοσοφία… Μάθημα εσαεί… ))


       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: