Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (9)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Pierre Hadot
                                                          ΙIΙ
                                «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»
 6. ΚΑΛΥΨΩ Ή Η «ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΚΡΥΑ ΠΕΠΛΑ».

1. Μειονεξία (κατωτερότητα) τής Φύσεως
     


Η νεοπλατωνική σκέψη πρόσφερε επομένως ένα καινούργιο νόημα στον αφορισμό του Ηράκλειτου. Η ρήση «Η Φύση αγαπά να κρύβεται» εμφανίζεται ως «Η Φύση που αγαπά να καλύπτεται». Και αν επιδιώκει να καλύπτεται για να κρυφτεί, δεν είναι εξ αιτίας τής υπερβατικότητάς της, αλλά αντιθέτως εξ αιτίας τής αδυναμίας της και τής μειονεξίας της. Η Φύση αντιστοιχεί πράγματι στο σύνολο των ασωμάτων δυνάμεων που εμψυχώνουν τον αισθητό κόσμο· είναι αλήθεια ότι πρόκειται για θεότητες και δαίμονες, που έχουν όμως ανάγκη να καλύπτονται από ορατές μορφές. Για τον λόγο αυτό, όπως παρατηρεί ο Πορφύριος, οι κατώτερες θεότητες που εκπροσωπούν τις αόρατες δυνάμεις, οι οποίες θέτουν σε κίνηση το ευρύ πεδίο της Φύσης, είναι αναγκαίο να αναπαρίστανται από αγάλματα. Επιδιώκουν να διατηρήσουν τη μυστικότητά τους, και να γίνονται γνωστές και παρούσες μόνο μέσα από  παραδοσιακές γλυπτές μορφές που έχουν επιλέξει οι ίδιες. Κατά συνέπεια και η ίδια η Φύση, η οποία αποτελεί μια δύναμη κατώτερης τάξεως, είναι αναγκασμένη να καλύπτεται από ενσώματες μορφές. Και η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να διακρίνει μόνο το κάλυμμα αυτής της κατώτερης δύναμης, δηλαδή αφ’ ενός το αισθητό, σωματικό επικάλυμμα, και αφ’ ετέρου την παραδοσιακή μυθική μορφή του, ενώ δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία της παρά μόνον αποκαλύπτοντας δια της αλληγορικής ερμηνείας το νόημα αυτής της μυθικής μορφής, και αναγνωρίζοντάς την επομένως ως ασώματη δύναμη. Αλλά, όπως θα χρειαστεί να το επαναλάβουμε, η αποκάλυψη αυτή προορίζεται μόνο για τους αληθινούς φιλοσόφους, οι οποίοι είναι οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να αντικρύσουν τη Φύση αποκεκαλυμμένη.
     Αυτό το σκέπασμα, το κάλυμμα της Φύσης, εκφράζει την καθοδική κίνηση  προς μια σωματικότητα όλο και πιο υλική, η οποία γίνεται κατανοητή στην προοπτική τής τοποθέτησης της Ψυχής του κόσμου στη νεοπλατωνική αντίληψη του συνόλου τής πραγματικότητας. Αρχικά, η Ψυχή του κόσμου και οι ατομικές ψυχές ανήκουν στον κόσμο των Ιδεών· συνδέονται με την Ιδέα της Ζωής. Οι Ιδέες είναι περιεχόμενο του Θείου Πνεύματος και συνιστούν και οι ίδιες ατομικά Πνεύματα. Αυτές οι Μορφές-Πνεύματα ενσωματώνονται οι μεν στις δε, στοχάζονται τον εαυτό τους και επίσης στοχάζονται το Πνεύμα (Πλωτίνος, Πραγματεία 38 (IV, 7), 8-14, μετ. P. Hadot, Παρίσι, 1988). Οι νεοπλατωνικοί και ο Πορφύριος δεν έδωσαν ποτέ ικανοποιητική εξήγηση στο γεγονός ότι η Ψυχή του κόσμου και οι ατομικές ψυχές είχαν ανάγκη να κρυφτούν μέσα σε σώματα. Ας υποθέσουμε ότι εξ αιτίας τής υποβάθμισης τής νοητικής τους δραστηριότητας, δεν είναι σε θέση πλέον να δημιουργήσουν Μορφές-Πνεύματα, αλλά περιορίζονται στη γέννηση αισθητών και υλικών μορφών. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι η ροπή αυτή προς τη συγκάλυψη συνδέεται με τη σταδιακή υποβάθμιση των όντων σε σχέση προς το Εν. Για παράδειγμα στον Πλωτίνο αυτή η αποδόμηση παρατηρείται ήδη στο επίπεδο αυτού που έρχεται αμέσως μετά την ύψιστη Αρχή, ή το Εν. Από την παρουσία τού Ενός πηγάζει μια δυνατότητα ύπαρξης, ένα είδος νοητής αντίληψης, η οποία, στρεφόμενη προς το Εν, γίνεται Πνεύμα. Η σύσταση του Πνεύματος είναι ένα κατόρθωμα· πρόκειται για μια κατάκτηση της ίδιας της ουσίας του, αλλά ταυτόχρονα και για μιαν αποδυνάμωση σε σχέση με την πρωταρχική ενότητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η Ψυχή του κόσμου και οι ατομικές ψυχές επιθύμησαν την αυθυπαρξία, την κατάκτηση της αυτονομίας τους. Διακρίθηκαν από το Πνεύμα, απομακρύνθηκαν απ’ αυτό, προκειμένου να προβάλουν πάνω στην ύλη τις εικόνες και τις αντανακλάσεις τους, που είναι τα σώματα.

2. Τα καλύμματα της Φύσεως και η φαντασία

     Σύμφωνα λοιπόν με τον Πορφύριο, η ψυχή θα καλυφθεί από ένα σώμα που αντιστοιχεί στις ψυχικές προδιαθέσεις της και το νοητικό της επίπεδο. Πρώτα θα προσθέσει στον εαυτό της ένα πρώτο σώμα που αποτελείται από τον αιθέρα, το περισσότερο λεπτό υλικό στοιχείο, ένα «πνευματικό» σώμα, όπως λέει ο Πορφύριος, το οποίο αποτελείται δηλαδή από πνεύμα, από την πνοή. Αυτό το πρώτο σώμα αντιστοιχεί στο πρώτο στάδιο αποδυνάμωσης της ψυχής σε σχέση με την καθαρή πνευματικότητα. Η φαντασία θα αποτελέσει ένα είδος καθρέφτη, στον οποίον η ψυχή μπορεί να δει την εικόνα της, καθώς επίσης και την εικόνα των αιωνίων Μορφών που στοχαζόταν νοητικά στο παρελθόν. Η φαντασία επισύρει τη δημιουργία του χώρου, του όγκου, της διάστασης, του περιγράμματος που ξεχωρίζει τα μέρη το ένα από το άλλο, και επομένως τη συγκάλυψη της ψυχής.
     Καλυμμένη με αυτό το πρώτο σώμα η ψυχή θα συνεχίσει να κατέρχεται, να προσθέτει δηλαδή σ’ αυτό το φαντασιώδες και φωτεινό σώμα, στον βαθμό που υποβαθμίζεται η νοητική της δεινότητα και κατέρχεται δια μέσου των πλανητών, και άλλα καλύμματα αστρικής ύλης. Τα διάφορα αυτά σκεπάσματα θα γίνονται ολοένα και πιο χονδροειδή, μέχρι να φτάσουμε στο ορατό γήινο σώμα.
     Η κατά τη φύση ζωή της ψυχής, η αρχική της ζωή, ήταν ασώματη και πνευματική. Αλλά καθώς η ψυχή σκεπάζεται με αλλεπάλληλα καλύμματα, η καθαρότητα τής νοητικής δραστηριότητάς της περιορίζεται. Αναγκάζεται να καταφύγει στην εικονικότητα. Γι’ αυτό και στα μάτια του Πορφύριου αυτά τα διαδοχικά περιτυλίγματα της ψυχής κατά την κάθοδό της δια των ουρανίων σφαιρών, αντιπροσωπεύουν αντίστοιχους θανάτους:
    «Όταν εγκαταλείψει την καθαρά ασώματη μορφή της, δεν αποκτά αμέσως το λασπώδες σώμα της, αλλά εξαθλιώνεται σταδιακά και αδιόρατα, καθώς απομακρύνεται από την απλή και απόλυτη καθαρότητά της, και διογκώνεται καθώς δέχεται διαδοχικά επιθέματα στο αστρικό της σώμα. Πράγματι, σε κάθε μια από τις σφαίρες που βρίσκονται κάτω από την ουράνια σφαίρα, δέχεται και από ένα αιθερικό περιτύλιγμα που την προετοιμάζει για την ένωσή της με αυτό το κάλυμμα από άργιλο, και πεθαίνοντας έτσι με τόσους θανάτους όσες είναι και οι σφαίρες που διασχίζει, καταλήγει σε αυτή την κατάσταση που στη γη αποκαλείται ζωή».
     Μέσα από μιαν απρόσμενη παράκαμψη συναντάμε εδώ το νόημα του αρχαίου κρύπτεσθαι του ηρακλείτειου αφορισμού: η επικάλυψη, το σκέπασμα ισοδυναμεί με θάνατο. Το πέπλο της Φύσης ξαναγίνεται πέπλο του θανάτου.
     Ο Ολυμπιόδωρος (6ος αιώνας μ. Χ.) γράφει:
     «Κατά την τάξη τής γνώσης, ο πρώτος χιτώνας της ψυχής είναι η φαντασία. Γι’ αυτό ο Οδυσσέας χρειάστηκε το φυτό μώλυ  [Σημ. τ. μετ.: μώλυ: μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, έχον μαγική δύναμη, αντίδοτο… μεταγεν.: σκόρδο… μώλυς, μώλυος: βραδύς, νωθρός, νωχελής, απαλός, αμβλύς… ], δηλαδή τον Ερμή, και έναν ευθύ λόγο, για να διαφύγει από την Καλυψώ, τη φαντασία, η οποία με τη μορφή τού νέφους εμπόδιζε τον ήλιο, που είναι ο Λόγος. Διότι η φαντασία αποτελεί κάλυμμα· γι’ αυτό και κάποιος έχει πει: “η φαντασία με τα μακρυά πέπλα”».
     Η Καλυψώ – που σημαίνει σκεπάζω, καλύπτω – μορφή θανάτου, γίνεται μορφή τής φαντασίας, και επομένως τελικά, κατά τους νεοπλατωνικούς, μορφή της Φύσεως. Είναι η φαντασία, διότι η φαντασία είναι  κάλυμμα ή  πέπλο.
     Ας σημειώσουμε σχετικά, ότι αυτό το κείμενο μάς προσφέρει ένα δείγμα αλληγορικής ερμηνείας προσαρμοσμένης στη φυσική: ο Οδυσσέας, όμηρος της Καλυψώς, είναι η ψυχή μέσα στο λεπτό περιτύλιγμα της φαντασίας. Χρειάζεται τον Ερμή, που συμβολίζει το φυτό μώλυ, δηλαδή τον λόγο, προκειμένου να απελευθερωθεί.
     Στο κείμενο που αφιερώνει στη Φύση που αγαπά να καλύπτεται, ο Πορφύριος ο ίδιος τοποθετείται εξ άλλου στο επίπεδο της  πεσμένης ψυχής. Η ανθρώπινη ψυχή που έχει κατέβει σε αυτό το επίπεδο, δεν μπορεί να γνωρίσει άμεσα και δια της διαισθήσεως ούτε την ύψιστη Θεότητα, την οποία μπορεί να προσεγγίζει μόνο δια των ευφαντάστων αρνήσεων (αποφάσεων) και  μιμήσεων, ούτε τη Φύση, διότι η ψυχή δεν μπορεί να συλλάβει αυτή την ασώματη οντότητα χωρίς την παράκαμψη του μύθου:
     «Η Φύση απέκρυψε από τις πρωτόγονες αισθήσεις των ανθρώπων τη γνώση τού είναι της, κρυμμένη κάτω από τα ενδύματα και τα καλύμματα των πραγμάτων· κατά τον ίδιον τρόπο επέλεξε, οι σοφοί να μη μπορούν να μεταδώσουν τα μυστικά της παρά μόνον κάτω από το πέπλο των μυθικών αφηγήσεων».
      Όπως χαρακτηριστικά το ανέδειξε ο Robert Klein, αυτή η θεωρία της φαντασίας ως σώμα της ψυχής θα έχει μεγάλη απήχηση κατά τους πρώτους χρόνους της Αναγέννησης, μέσω του Λόγου περί Ενυπνίων του Συνέσιου, στα κείμενα των Μαρσίλιο Φιτσίνο και Τζορντάνο Μπρούνο.

3. Η σεμνότητα τής Φύσης

     Η ερμηνεία των μύθων θα πρέπει λοιπόν να παραμένει έργο μιας ελίτ του πνεύματος, όπως και τα μυστήρια. Ο Πορφύριος διηγείται την ιστορία του φιλοσόφου Νουμήνιου, που απεκάλυψε, ερμηνεύοντας δια της λογικής, τα Ελευσίνια Μυστήρια. Είδε στον ύπνο του τις θεές τής Ελευσίνας, Δήμητρα και Περσεφόνη, ντυμένες με άσεμνα ενδύματα να εκδίδονται μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός πορνείου. Στην ερώτησή του για τους λόγους αυτής της αισχύνης τού απάντησαν, πάντα στο όνειρο, ότι εξ αιτίας του ηρπάγησαν δια της βίας από τον ιερό τους τόπο και παραδόθηκαν αδιάκριτα στους περαστικούς. Η ιστορία αυτή αποκαλύπτει σαφέστατα ότι για τους φιλοσόφους, τα Ελευσίνια Μυστήρια περιείχαν μια μυστική διδασκαλία περί της Φύσεως. Γι’ αυτό μόνον οι σοφοί επιτρέπεται να γνωρίσουν τις ασώματες δυνάμεις που δρούν στη Φύση και ενδεχομένως να τις δαμάσουν. Ενώ θα πρέπει να περιοριστούν στην απλή γνώση του γράμματος του μύθου οι αμαθείς. Οι οποίοι και πιστεύουν ότι παριστάνουν ορατούς θεούς τα αγάλματα, ενώ το γνωρίζουν πως συμβολίζουν αόρατες θείες δυνάμεις οι σοφοί.
     Στην κριτική του στο σχόλιο του Macrobius περί του Ονείρου του Σκιπίωνα, ο Guillaume de Conches, ένας χριστιανός φιλόσοφος του 12ου αιώνα, αναφέρει ότι η ερμηνεία του Νουμήνιου αφορά αποκλειστικά στη φυσική, ότι δηλαδή η Δήμητρα κι η Περσεφόνη, οι θεότητες της Ελευσίνας, αντιπροσωπεύουν απλώς τη γη και τη σελήνη και επομένως δεν αποτελούν θεότητες. Ο Πορφύριος είναι αλήθεια ότι δεν μας αποκαλύπτει την ερμηνεία του Νουμήνιου. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι θεωρούσε πως οι θεότητες της Ελευσίνας ήταν ασώματες δυνάμεις και όχι υλικές παρουσίες.
     Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση της ιστορίας του Νουμήνιου από έναν ανώνυμο συγγραφέα του Μεσαίωνα, περί τα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αιώνα, διότι μας επαναφέρει στη ρήση του Ηράκλειτου περί της Φύσεως που αγαπά να κρύβεται. Διηγείται το όνειρο ενός ποιητή, ο οποίος τόλμησε να διεισδύσει, όπως λέει, στο μυστικό δωμάτιο της Φύσης και να την αποκαλύψει σε κοινή θέα. Περιπλανιόταν σε ένα δάσος, τρομαγμένος από τα ουρλιαχτά των άγριων ζώων, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μιας μοναχικής κατοικίας, μέσα στην οποία διέκρινε τη σιλουέτα μιας γυμνής κόρης, ζητώντας της καταφύγιο. Αλλά η νεαρή κόρη τού απάντησε: «Φύγε μακρυά μου και μην παραβιάζεις τη σεμνότητά μου. Γιατί μού συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι πόρνη;». Ο ποιητής ξύπνησε, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορεί να εκθέτει τα πάντα στους πάντες, και ότι αυτά που η Φύση μάς επιβάλλει να καλύπτουμε, μπορούν να αποκαλυφθούν μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο αριθμό έντιμων ανθρώπων. Αυτό το ποίημα μάς αποκαλύπτει την απήχηση που είχε ακόμη στον Μεσαίωνα η θεωρία του Πορφύριου και του Macrobius για την κάλυψη της Φύσης πίσω από μορφές που την κρύβουν. Για τη Φύση μπορούμε να μιλήσουμε μόνον καλύπτοντάς την, δηλαδή μέσα από μυθικές αφηγήσεις, ενώ ο σοφός δεν επιτρέπεται να αποκαλύψει στους αμαθείς το νόημα του μύθου, να αρπάξει από τη Φύση το ένδυμα και τις μορφές της. Στους αμαθείς προσφέρονται μόνον οι σωματικές και αισθητές μορφές των όντων, ενώ ο σοφός είναι εκείνος που θα γνωρίσει, ερμηνεύοντας τους μύθους, ότι αυτές οι μορφές συνιστούν το κάλυμμα και την εκδήλωση θείων και ασώματων δυνάμεων, δυνάμεων που θα μπορέσει να ατενίσει στη γυμνότητά τους, στην ασώματη δηλαδή υπόστασή τους.
     Το όραμα του Νουμήνιου, και αυτό του ανώνυμου ποιητή, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε εξ άλλου μιαν ψυχολογική, ας πούμε, διάσταση της παράδοσης που ερευνούμε: η ιδέα μιας Φύσης που κρύβεται ανακαλεί την εικόνα μιας θηλυκής μορφής, που θα μπορούσαμε να ξεσκεπάσουμε. Τούτο θα γίνει πιο κατανοητό στα επόμενα κεφάλαια, όταν θα αναφερθούμε στο μεταφορικό νόημα του πέπλου της Ίσιδας.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: