Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (77)

                                      
                                         PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος

           ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ - «ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»

                                           17.  Γ Ο Ρ Γ Ι Α Σ
                                                ( συνέχεια )

       Tο ότι το αίτημα για δύναμη μπορεί να αντικρουσθή με την απόδειξη, πως δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς κρίση γνήσια δύναμη και δυνατότητα, το υπαινίχθηκε ήδη ο «Θρασύμαχος» (351 Α). Και διεκπεραιώνεται τώρα περαιτέρω αυτή η απόδειξη. Είναι φαινομενικά πολύ μεγάλη η δύναμη του πολιτικού ρήτορα. Και έκφραση αυτού είναι το ότι την παρομοιάζει με τη δύναμη του τυράννου ο Πώλος (ώσπερ οι τύραννοι – 466 Β), για να εκφέρη συνεχώς κατόπιν αυτήν τη ‘γειτνίαση’ «λαїκών ρητόρων και κυριάρχων» ο Σωκράτης, ώστε να περιγραφή όσο πιο έντονα γίνεται ο συγκεκριμένος ‘τύπος’ ανθρώπου. Αποδεικνύει ο Σωκράτης ως ένα «Καλόν» το ‘διατί’ (τίνος ένεκεν…) τής κάθε πράξης, κι ότι είναι αυτός πράγματι ο σκοπός που «θέλει» και επιδιώκει κανείς. Κι όταν πράττη κανείς κάτι το βλαβερό, πράττει ίσως αυτό που «μπορεί», ή αυτό που «νομίζει» (ά δοκεί αυτώ) – κι ας προσέξουμε εδώ το «φαίνεσθαι» σε αντίθεση προς το «είναι» - , κι όχι αυτό που «θέλει» (ά βούλεται), και δεν έχει, δεν διαθέτει άρα καμμιάν ισχύ   (( άλλα θέλω, κι άλλα κάνω… )) . Κι ας φαίνεται εδώ ως μια ‘λεπτολογία’, κι ας είναι πράγματι κάτι το παράδοξο (Paradoxon), να βλέπουμε μπροστά μας το Αγαθόν (Agathon) ως τον σκοπό κάθε γνήσιου, συνετού δηλ. και φρόνιμου και έλλογου «θέλειν».
      Το δεύτερο είναι η ‘εξολόθρευση’ του αιτήματος ευδαιμονίας (ευτυχίας…), το οποίο εγείρει με το στόμα τού Πώλου η ‘ελεύθερη’ από δικαιοσύνη ρητορική ή, όπως θα μπορούσαμε συχνά να πούμε, η ίδια τρόπον τινά η αδικία, και το τυραννικό γενικά φρόνημα, με το οποίο και συγχέεται κατά πολύ η ρητορική. Το ότι βρισκόμαστε κοντά στην απόφανση, ότι είναι δηλ. «η γνώση το πιο ωραίο, και η άγνοια το ασχημότερο», αυτό το λέει ο ίδιος ο Σωκράτης (472 C). Με ολοένα και νέες αφορμές οξύνονται η θέση κι η αντίθεση (Τhese Antithese), μέχρι να υπάρξουν κι οι δυό ξεκάθαρες μπροστά μας και να ξεκινήση η πραγματική διαλεκτική ‘καταστροφή’.
       Απεικονίζουν τώρα τον τυραννικό άνθρωπο και ο Σωκράτης και ο Πώλος, ο μεν Σωκράτης στο παράδειγμα ενός οιουδήποτε πολιτικού ρήτορα της δημοκρατικής Αθήνας, ο δε Πώλος με τον Αρχέλαο, τον δυνάστη (δεσπότη…) τής Μακεδονίας. Όπου και φωτίζεται η αναμφισβήτητη για τον Πλάτωνα συνάφεια αυτών τών δυό ανθρώπινων ‘τύπων’, καθώς και το ότι είναι φανερά ο δυνάστης εκείνο, το οποίο δεν μπορεί να είναι συχνά φανερά ο δημοκρατικός πολιτικός. Στη διαμόρφωση της κρίσης τους όμως διαφωνούν με τον πιο δριμύ τρόπο οι δυό ‘αντίπαλοι’. Για τον Σωκράτη είναι το κριτήριο (Kriterium) ακόμα και της ευδαιμονίας το ερώτημα περί «δικαίου και αδίκου». Δεν τον ενδιαφέρει άρα η επιτυχία, αλλά το ουσιώδες τής πράξης και του πράττοντος. Και ενισχύει περαιτέρω αυτήν την τοποθέτηση, χαρακτηρίζοντας ως το πιο μεγάλο κακό την πράξη τής αδικίας, και εκφέροντας την περίφημη εκείνη φράση, πως αν έπρεπε να διαλέξη μέσα απ’ όλο το σύνολο της ευδαιμονίας, θα του ήταν προτιμότερο να αδικηθή παρά να αδικήση. Και ακολούθησε πράγματι – και πρέπει να το συλλογισθή αυτό ο αναγνώστης – στην ζωή και τον θάνατό του αυτήν τη βασικήν ‘αρχή’ ο Σωκράτης. Για τον Πώλο είναι όμως όλα ακατανόητα: διακήρυξε άλλωστε μόλις ότι δεν έχει καμμιά σχέση προς το δίκαιο και το άδικο η ρητορική. Και δεν μπορεί να δη έτσι καμμιά γνήσια διαφορά στο ερώτημα περί δικαίου και αδίκου, ενώ εκπλήσσεται και θεωρεί ως απίστευτα παράδοξη τη βασική αποστροφή τού «τυραννικού ιδεώδους ζωής» εκ μέρους τού Σωκράτη, και ‘οδηγείται’ να αναγνωρίση μόνον την επιτυχία ή την αποτυχία ως κάτι που βρίσκεται έξω απ’ την ίδιαν την πράξη και άρα ως κριτήριο. Στο ότι δεν παραμένει πλέον έτσι αυστηρά στην αρχική του βασική πρόταση, και δεν είναι πλέον η εξάσκηση της ίδιας της δύναμης το Καλόν, κι ότι καθίσταται «κάτι το άσχημο, το κακό, κι ένα περιορισμένο δύνασθαι» το «μεγάλο εκείνο δύνασθαι» (τό μέγα δύνασθαι) αν δεν αντιστοιχή στο ίδιον όφελος η επιτυχία, σ’ αυτά όλα τον υποχρεώνει η διαλεκτική τού Σωκράτη, που θα ήταν ικανή βέβαια να εμβαθύνη γνήσια ‘σωκρατικά’ στο θέμα, βοηθά όμως εδώ απλά να επεκταθούν και να οξυνθούν, περιλαμβάνοντας και τις συνέπειές τους, τα όσα λέει ο Πώλος.
       Mε δυό κινήσεις οδηγεί ο Σωκράτης, με οξεία διαλεκτική, τον αγώνα μέχρι την ήττα τού Πώλου, αφού απέρριψε προηγουμένως την επίκληση στην ομήγυρη και στο πλήθος, ώστε να φανερωθή με όσο γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια ο καθαρός λόγος (Logos). Το κρίσιμο σημείο στην πρώτη ‘κίνηση’ είναι όταν ‘δέχεται’ ο αντίπαλος, πως ναι μεν είναι «πιο άσχημο και πιο ντροπιαστικό» (αίσχιον) το να πράττης άδικα, είναι όμως «χειρότερο» (κάκιον) το να ανέχεσαι την (σε βάρος σου…) αδικία (αδικείσθαι). Αυτός ο διχασμός τών κατηγορουμένων δείχνει ωστόσο, πως λείπει εδώ η συγκεκριμένη ‘άποψη’ (εις ουδέν αποβλέπων – 474 D), εκείνο το Κάτι με το οποίο και θα διακρίνουμε. Η ‘εκτίμηση’ «πιο άσχημο» προέρχεται προφανώς απ’ την κρίση τών πολλών (υπό τών πολλών ανθρώπων καί υπό σού – 475 D), την οποίαν και απέρριψε κατηγορηματικά προηγουμένως ο Σωκράτης, - όπως ταυτίζει π.χ. ο πρώτος σοβαρός ορισμός το ωραίο με το πρέπον στον «Ιππία μείζονα» (293 D κ.ε.). Όμως και η έννοια του «χειρότερου» είναι μια παραδεδομένη και χωρίς περαιτέρω εξήγηση αποτίμηση, που δηλώνει π.χ. την αδυναμία, τη δειλία, κι ό,τι τέλος πάντων βλάπτει τη δύναμη αυτού που το φέρει. Ο ριζοσπαστισμός τού Καλλικλή θα καταστήση αργότερα συνεπές αυτό που είναι ακόμα εδώ θολό και συγκεχυμένο. Αντικρούει ωστόσο τώρα αυτήν τη σύγχυση, διερευνώντας την έννοια του ωραίου και του άσχημου ο Σωκράτης. Ωραίο είναι, αυτό που ωφελεί ή προξενεί χαρά, λέει, και άσχημο το αντίθετό του. Και γίνονται έτσι το καλό με την έννοια του χρήσιμου και το κακό με την έννοια του βλαβερού, επιμέρους έννοιες του ωραίου και του άσχημου, ώστε να ξεπερασθή μ’ αυτό ο διαχωρισμός που επέφερε ανάμεσα στο Καλό και το Ωραίο ο Πώλος. Το ότι δεν είναι όμως και ακίνδυνος, κατά τον Πλάτωνα, ο τρόπος που εξηγεί ο Σωκράτης την έννοια του ωραίου, αυτό το παρατηρούμε απ’ την πρόσχαρη συγκατάθεση του σοφιστή (475 Α). Ο οποίος ‘ακούει’ προφανώς το ηδονιστικό (hedonistisch) και χρησιμοθηρικό στοιχείο σ’ αυτήν την εξήγηση, χωρίς να υποψιάζεται, πόσο βαθειά συμπίπτουν η χαρά και η ωφέλεια με την ωραιότητα, την αγαθότητα και τη φρόνηση για τον Σωκράτη. Δεν μπορούμε όμως και να παραγνωρίσουμε, ότι θα μπορούσε να εκβιαστή, στο σημείο που βρίσκεται τώρα ο διάλογος, με λίγη αποφασιστικότητα και το αντίστροφο συμπέρασμα: αν είναι δηλ. «καλύτερο» ή και «καλό» το να αδικής, και εντάσσεται στο ωραίο το καλό, τότε θα είναι ταυτόχρονα και «ωραία» η αδικία. ‘Αποφασιστικότητα’, που δεν τη διαθέτει βέβαια ο Πώλος, γιατί θα ήταν αλλιώς Καλλικλής. Γι’ αυτό και δεν αγωνίζεται με τα ‘έσχατά’ του όπλα και ο Σωκράτης. Συνενώνονται βέβαια οι έννοιες του Καλού και του Ωραίου, χωρίς να οδηγηθούν όμως και σε κείνο το βάθος, όπου και θα βρεθή πρόσωπο προς πρόσωπο με το Όν ο Σωκράτης.
       Θα κριτικάρη αργότερα (482 DE), και με το δίκιο του, ως εξής αυτόν τον αγώνα ο Καλλικλής: δεν στάθηκε ‘συνεπής’ ο Πώλος, και πήγασε απ’ τον φόβο του αυτή η εννοιολογική ασυνέπεια. Χρησιμοποίησε ωστόσο προς όφελός του αυτήν την αβεβαιότητα, συγχέοντας σκόπιμα την περιοχή τής φύσεως (Physis) με την περιοχή τού νόμου (Nomos) ο Σωκράτης. Ενώ έπρεπε να κρατήση αυστηρά χωρισμένα αναμεταξύ τους τα δυό επίπεδα κρίσεως απ’ τη δική του πλευρά ο Πώλος. Είναι δε απ’ την άλλη λανθασμένο με τη βαθύτερην έννοια αυτό στο οποίο συμφωνεί τρόπον τινά με τον αντίπαλό του ο Σωκράτης, ότι δεν προξενεί δυσαρέσκεια το να διαπράττης την αδικία: γιατί ποια θα ήταν, ειδωμένη ‘σωκρατικά’, η πιο οξεία αντίθεση σε κάθε χαρά, απ’ το να πρέπη να διαπράττης την αδικία! Αυτό είναι λοιπόν και το ιδιαίτερο στοιχείο αυτού τού διαλεκτικού μέρους, ότι δεν διεξάγεται δηλ. ούτε με την έννοια του Πώλου, αλλά ούτε και με κείνην τού Σωκράτη καθαρά ο διάλογος. Κι εδώ βρίσκεται και το «σοφιστικό» (sophistisch), αλλά και παραπλανητικό ταυτόχρονα στοιχείο, αυτό το οποίο και μας ‘προσελκύει’ στα σωκρατικά βάθη: στην υπέρβαση, θα μπορούσαμε να πούμε, της αντίθεσης Νόμου και Φύσης από (με…) το Αγαθό (Agathon).
      Aποδείχτηκε λοιπόν κατά την πρώτη ‘κίνηση’, ότι είναι χειρότερο το να πράττης απ’ το να υφίστασαι το άδικο. Και θ’ αποδειχτή τώρα στη δεύτερη ‘κίνηση’, ότι είναι χειρότερο το να μην τιμωρηθής απ’ την τιμωρία. Πρέπει να προσέξουμε βέβαια δυό πράγματα στην «εξόφληση τιμωρίας» (δίκην διδόναι), τα οποία και δεν τα περιέχει το δικό μας «τιμωρείν»: τη δύναμη (το κίνητρο…) που ενεργεί και την αναφορά στο «δίκαιο». «Ευθές δίκαιο» - και ταυτόχρονα «σωστή τιμωρία» (δίκη ορθή) – «είναι το να επαναφέρης αυτόν που εξετράπη απ’ την οδό ξανά στην οδό», λέγεται στον «Κριτία» (106 Β). Δεν εννοεί λοιπόν μιαν παθητική αποδοχή τής τιμωρίας – αντίθετα απ’ ό,τι ο Πώλος (476 D) – , αλλά το να αποκαθιστάς μέσα απ’ την ίδια σου την πράξη στην αξία του το δίκαιο που προσέβαλες ο Σωκράτης. Χωρίς να παραβλέψουμε ωστόσο την παραδοξότητα, με την οποία βρίσκει εδώ την οξεία της αντίθεση (Antithese) η ‘χυδαία’ θέση τού Πώλου, ότι είναι παρ’ όλ’ αυτά πολύ προτιμότερο το να εκφύγης παρά το να τιμωρηθής. Tο πόσο δε πολύ κινούμαστε στον κόσμο τού παραδόξου (des Paradoxen) μάς το διδάσκει το εξής ‘συμπέρασμα’ (480 C): θα έπρεπε λοιπόν να αυτο-κατηγορείται κανείς, και να κατηγορή κατόπιν τούς συγγενείς και φίλους του, και να φέρνη στο φως τα παραπτώματά τους. Γνωρίζουμε όμως το πώς έκρινε ο συγγραφέας τού «Ευθύφρονα» (ο Πλάτων βέβαια…) την κατηγορία ενός υιού ενάντια στον πατέρα του, όταν αυτή έφτασε μπροστά στην ‘πραγματικότητα’ ενός αθηναїκού δικαστηρίου. Και φτάνει τελικά στο ‘γκροτέσκο’ (το γελοίο, το κωμικό…) η παραδοξότητα: αν θέλη να βλάψη κανείς έναν εγκληματία, θα πρέπη να τον προστατέψη απ’ το να τιμωρηθή, και θα ήταν τότε η αθανασία η πιο σκληρή γι’ αυτόν τιμωρία, κι η μακρά ζωή η αμέσως ελαφρότερη. Είναι παράξενο, αλλά συνεπές αυτό για τον Πώλο. Και ο Χαιρεφών ‘εξηγεί’ έτσι τη γεμάτην έκπληξη ερώτηση του Καλλικλή, για το αν είναι εντελώς σοβαρός ο Σωκράτης  (Είσαι σοβαρός, Σωκράτη, όταν τα λες όλα αυτά;…) . Που είναι, παρ’ όλην την παραδοξότητα, σοβαρός  (ισοβαρής!...). Γιατί παραπέμπει εδώ συγκαλυμμένα στο αντίθετο ακριβώς σύστημα λόγου και ομιλίας απέναντι στην κυρίαρχη σοφιστική ρητορική ο Σωκράτης, η οποία θέλει να οδηγήση την αυθαιρεσία στη νίκη και να την προστατεύση μάλιστα μετά τη νίκη· ενώ υπηρετεί το καλό εκείνο το ‘σύστημα’, που το εξασκεί κι ο ίδιος ο πλατωνικός Σωκράτης, και το οποίο φανερώνεται υπό το ‘εναλλασσόμενο’ όνομα μιας «αληθινής τέχνης τού λόγου» στο τέλος τού «Γοργία» (517 Α), για να ‘ολοκληρωθή’ σε μια φιλοσοφική ρητορική στο δεύτερο μέρος τού «Φαίδρου», και να ονομασθή ως «η συνδεδεμένη με τη βασιλική τέχνη ρητορική» στον «Πολιτικό» (304 Α).
      Eίναι δε ως εξής τα συγκεκριμένα βήματα της ‘απαγωγής’: «Κάθε τι δίκαιο είναι (και…) ωραίο», είναι η πρώτη προϋπόθεση (476 Β). Στην οποίαν και συμφωνεί, παρ’ όλην την προειδοποίηση του Σωκράτη, ο Πώλος. Ο οποίος εννοεί το «ωραίο» όπως και πριν, όπως το εννοούν οι πολλοί (η μάζα…), μέσα απ’ το οποίο δεν θα χαρακτήριζε όμως καθόλου ωραίο το δίκαιο, όταν προκύπτη ως τιμωρία. Δεν το υποψιάζεται, αλλά πρέπει να το αντιληφθούν εδώ οι αναγνώστες, το πόσο σωστή είναι με τη βαθύτερην έννοια η ‘κατανόησή’ του.
       Δεύτερη προϋπόθεση είναι ο δίχως εξαίρεση (καθολικός…)  προσδιορισμός, η ‘ακρίβεια’ της βασάνου (του ‘παθήματος’…) μέσω τής πράξης· προσδιορίζει ακόμα και το Πώς τού παθήματος το Πώς τής πράξης (οίον άν ποιή τό ποιούν, τοιούτον τό πάσχον πάσχειν – 476 D)   (( Σημ. τ. μετ.: Αυτό που ένας άνθρωπος πράττει, αυτό παθαίνει και ο άλλος άνθρωπος που θα βρεθή κοντά του! Είναι απίστευτη η επενέργεια των πράξεών μας, και ΄τρομαχτική’ η προσοχή που χρειάζεται κατά την αλληλεπίδραση… Γιατί και με το ‘γάντι’ ακόμα ‘σφάζουμε’ τους άλλους… Τεράστια η ευθύνη – όταν την αναλαμβάνουμε… )) . Θα μπορούσε ίσως να αντιταχθή κάτι μέσα απ’ την εμπειρία απέναντι σ’ αυτήν τη γενική διατύπωση. Θα ξεχώριζαν όμως ακόμα και τότε εκείνες οι περιπτώσεις, που αφορούν σε υποκειμενικές εντυπώσεις, είναι δικαιολογημένο δηλ. το ερώτημα «Για ποιον (πρόκειται…);». Για το δίκαιο ωστόσο ως μιαν αντικειμενική ‘κατάσταση πραγμάτων’, θα ήταν άτοπη – με την έννοια του Σωκράτη - μια τέτοια ερώτηση. Είναι άρα «ωραία», και επίσης και «καλή», σύμφωνα με τα προηγηθέντα, μια δίκαιη τιμωρία καθώς κι ένα δίκαιο ‘τιμωρείσθαι’ (να τιμωρηθή κάποιος…): όποιος «εξοφλεί τιμωρία», αυτός ‘παθαίνει’ (τού συμβαίνει…) καλό (477 Α).
       Για να αναφερθή τελικά εκείνη εν συντομία η ‘διαβάθμιση’, πουν τη γνωρίζουμε με τη μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ τον «Αλκιβιάδη» (ΙΙΙ 2), ανάμεσα στο Εγώ και την Ψυχή· σε κείνο που είναι δικό μου ή τού σώματος· σε κείνο που ανήκει στα δικά μου ή στα ύπάρχοντά μου. Και διαθέτει τη δική του «κακότητα» (πονηρία) ο καθένας απ’ αυτούς τούς ‘κύκλους’, που είναι τόσο πιο ‘δόλια’, όσο πιο μεγάλη και σημαντική είναι η αξία τού αντίστοιχου ‘πεδίου’, δολιώτατη άρα στην περίπτωση της ψυχής. Ενώ υπάρχει μια ιδιαίτερη τέχνη και ‘δυνατότητα’, για να απελευθερωθή απ’ την ιδιαίτερή του ‘κακία’ ‘η ‘ασθένεια’ ο κάθε κύκλος, κι αυτά είναι το δίκαιο και η δικαιοσύνη στην περίπτωση της ψυχής. Μπορούμε δε να το παραλληλίσουμε αυτό και με μιαν κλίμακα της ευτυχίας, ανάλογα με το αν δεν έχη καθόλου κακότητα κάποιος στην ψυχή, αν απελευθερώνεται απ’ την υπάρχουσα κακότητα, ή αν δεν απελευθερώνεται. Συλλογιζόμαστε τώρα το τέλος τού «Θρασύμαχου», που τη συγγένειά του με το δεύτερο επίπεδο του διαλόγου μας την επισημάναμε προηγουμένως. Αφού παρουσιάζεται εκεί το «συμφυές προτέρημα» (οικεία αρετή – 353 C) του κάθε πράγματος, και μάλιστα της ψυχής, η δικαιοσύνη ως συμφυές προτέρημα και οικεία αρετή τής ψυχής, και η ευδαιμονία (Eudämonie) ως κατάσταση της ψυχής, που διαθέτει αυτό το ‘προτέρημα’. Ο «Γοργίας» διαμορφώνει, με μιαν αρνητικώτερην αποστροφή,  ‘πλουσιώτερα’ ταυτόχρονα τη σκέψη, αφήνοντας να επιστρέψη τελικά στη συζήτηση για τη ρητορική, απ’ όπου και προήλθε, ο ηθικός προβληματισμός. Ενώ βλέπουμε, το πώς συναρτώνται αυτά τα δυό: εφ’ όσον διαφθείρει την ιδιαίτερη αρετή τής ψυχής η συνήθης ρητορική, και απαιτείται μια άλλη τέχνη τού λόγου, με την οποίαν και επιτυγχάνεται μια τέτοια αρετή.


     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: