Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (25)

Συνέχεια από  Τρίτη, 17 Οκτωβρίου 2017

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                              5.  ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ;

Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
        Θέτοντας οριστικά άλλη μια φορά το ερώτημα, είναι βέβαιο εκ των προτέρων, ότι παραμένει ένα απόλυτο μυστήριο (Mysterium) η Αγία Τριάδα, λόγος για τον οποίον δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε παρά με αντίστροφες προτάσεις την αναφερθείσα άποψη. Απ’ την αυγουστίνεια εικόνα τών τριών λειτουργιών στο ένα Πνεύμα λείπει η ‘προσωπικότητα’ αυτών τών λειτουργιών (το να είναι δηλ. προσωπικές…) και άρα η υπέρβαση τής αυτοσυνείδησης προς μιαν προσωπικά θεμελιωμένη επικοινωνία· εκεί όμως όπου κυριαρχεί γνήσια επικοινωνία και άρα καρποφορία ή γονιμότητα διαπροσωπικά, λείπει η ενότητα τής συγκεκριμένης ουσίας, και κινδυνεύει άρα μόνιμα από έναν τριθεїσμό (Tritheismus) η προερχόμενη από μιαν καθαρά οικονομική διάσταση (ὅkonimische Diastase) τριαδική διδασκαλία, ‘τριθεїσμό’ στον οποίον προκύπτει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, απ’ το circuminsessio (αλληλοπεριχώρηση;…) κατ’ αρχάς η ενότητα τής ουσίας.
      H αναγκαιότητα αμφίδρομων προτάσεων παρουσιάζεται δραστικά (drastisch) – όσον αφορά στο αναποκάλυπτο μυστήριο του Πατρός – απ’ την 4η Λατερανή Σύνοδο: «Από αιώνων (από την αιωνιότητα… - και όχι πρό αιώνων…) έχει δώσει ο Πατέρας στον Υιό, γεννώντας Τον, την ουσία του (substantia)… και δεν μπορούμε να πούμε πως Του έδωσε ένα μέρος τής ουσίας του και κράτησε ένα μέρος για τον εαυτό του, εφ’ όσον είναι αδιαίρετη, επειδή και εντελώς απλή, η ουσία τού Πατέρα. Δεν μπορεί όμως και να ειπωθή, πως ‘διεπεραίωσε’ κατά τη γέννηση στον Υιό την ουσία του ο Πατέρας, ώστε (να ισχύη το…) να μην την έχη κατακρατήσει, γιατί θα είχε πάψει τότε να είναι (ο ίδιος, ο Πατήρ δηλ. …) ουσία»   (( !!! )) . Την παρέδωσε λοιπόν, κι ωστόσο δεν την παρέδωσε; Ένας άνθρωπος παραδίδει γεννώντας ένα ελάχιστο μέρος τού εαυτού του, κρατώντας όμως την ανθρωπινότητά του γι’ αυτόν. Ο Θεός, ο Πατήρ, τα παραδίδει όλα – παραδίδοντας, κατά τη δυτική θεολογία, μαζί με όλη τη θεότητα και την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος - , πώς μένει άρα και παρ’ όλ’ αυτά εκείνο το οποίο ήταν;   (( Όταν δεν θεολογούμε, παραληρούμε… )) . Ή πρέπει να προσπαθήσουμε, αν ακούγεται αρειανικό αυτό το «ήταν», να σκεφτούμε επίσης ότι «είναι» από αιώνων Πατήρ, καθώς παραδίδει από αιώνων το « Όλον» του. Εδώ μοιάζει να ταυτίζεται η σχέση (relatio) με την ουσία (substantia), αλλά δεν παραδίδει ωστόσο εντελώς το «Όλον» του ο Πατήρ, γιατί αποκτά μεν ολόκληρη την ουσία «Θεός» και ο Υιός, χωρίς όμως το πατρικό ‘δίδειν’ ή ‘παρέχειν’. Ενώ δεν κατακρατείται παρ’ όλ’ αυτά η (μη παρεχόμενη) πατρικότητα, εφ’ όσον είναι βέβαια η Αρχή τού «Παρέχειν τα Πάντα»   (( Ο μυθικός Δαίδαλος έφτιαξε τον Λαβύρινθο – του μυαλού μας… - και ο Θησέας σκότωσε, με τη βοήθεια της Αριάδνης, τον Μινώταυρο… )) . Φυλαχθήκαμε απ’ το να συναρτήσουμε αυτήν την (αυγουστίνεια) απόλυτη παράδοση με την «αυτογνωσία» τού Θεού, γιατί δεν μπορούμε να πούμε πως ο Πατήρ γεννά απ’ την (ουσιαστική) αυτογνωσία του (ως Verbum mentis) τον Υιό, ουτε όμως και να πούμε πως Τον γεννά, για να φτάση ακριβώς στην αυτογνωσία. Και δεν απομένει άρα, παρά να κατανοήσουμε ως μιαν πράξη ‘προαιώνιας’ (προ αμνημονεύτων χρόνων…) αγάπης την πατρική ‘παράδοση’ ή ‘αυτο-‘εγκατάλειψη’, την οποίαν και δέχεται ως τέτοιαν ο Υιός, και μάλιστα όχι «παθητικά» ως ο Αγαπώμενος, αλλά ταυτόχρονα, και καθώς ‘υποδέχεται’ την ουσία (substantia) τού Πατρός ως την αγάπη του, ως Συναγαπών, Επαναγαπών (επιστρέφων την αγάπη…), Απαντών στο Παν της πατρικής αγάπης, Πρόθυμος στα πάντα μέσα στην αγάπη   (( !!! )) .[ Σαλτάραμε]
       Από εδώ προκύπτει (όπως το περιγράφει η Adrienne von Speyr) η ‘αλληλοπεριχώρηση’ (das Ineinander – ο ένας μέσα στον άλλον…) του αμοιβαίου θαυμασμού, προκύπτει και η προσφορά, η ατελεύτητη αμοιβαία ‘ευγνωμοσύνη’ (τού Πατρός, επειδή ‘επιτρέπει’ το να γεννάται αιώνια απ’ τον Πατέρα ο Υιός, και του Υιού, επειδή ‘παραδίδεται’ αιώνια ο Πατήρ), η αμοιβαία παράκληση (του Πατρός, για να μπορέση να εκπληρώση όλες τις πατρικές επιθυμίες ο Υιός, και του Υιού, για να επιτρέψη ο Πατέρας να εκπληρώση και τις δικές του ‘απώτατες’ επιθυμίες ο Υιός), μια αλληλοπεριχώρηση απόλυτης αγάπης λοιπόν, που θα έπρεπε να επαρκή αιώνια κατά το φαινόμενο, που έχει όμως τέτοιαν πλησμονή ο εσωτερικός της χαρακτήρας, ώστε να παράγη σχεδόν «αδιόρατα» και ακριβώς ως πλησμονή κάτι, που είναι άλλη μια φορά Ένα (και το αυτό…): την απόδειξη, ότι επιτεύχθηκε η αγαπώσα αλληλοπεριχώρηση, όπως είναι και το ανθρώπινο παιδί ταυτόχρονα η απόδειξη της αμοιβαίας αγάπης τών γονιών του αλλά και ο καρπός αυτής τής αγάπης    (( Σημ. τ. μετ.: Καταλαβαίνουμε ότι ‘βάζουμε εδώ τα δυνατά μας’ να φτιάξουμε έναν Θεό όσο καλύτερον εμείς μπορούμε!  Σχεδόν αντιστρέφεται και η σχέση Δημιουργού και δημιουργήματος! … )) . «Ο Τρίτος είναι ο καρπός απ’ τη ρίζα τού καρποφόρου δέντρου», λέει ο Τερτυλλιανός. Προερχόμενος απ’ την αμοιβαιότητα ως το Ακατάληπτο και Ασύλληπτο σ’ αυτήν την ίδια, και ταυτόχρονα ωστόσο εντελώς Απελευθερωμένο: (Αφού…) το Πνεύμα (- η Πνοή – ο Άνεμος – ο Παφλασμός) «πνέει όπου θέλει, … και δεν γνωρίζεις, από πού έρχεται και πού πηγαίνει» (Ιωάν. 3, 8). Είναι (πράγματι λοιπόν…) αυτή η πλησμονή τής αγάπης, ένα φαινόμενο (Phänomen) όχι μόνο τής φύσεως του κόσμου, ούτε μόνο τής ανθρώπινης αγάπης, αλλά τού απολύτου Είναι· και πρέπει να κρατήσουμε μακριά απ’ αυτό, όπως και απ’ την αμοιβαία αγάπη, κάθε σκοπιμότητα, και επομένως και όλους εκείνους τούς λόγους για τριαδική «πνοή» (που την εισήγαγε απ’ ό,τι φαίνεται για πρώτη φορά ο Άνσελμος) ή και για «δύο πνέοντες» (spiratores), που σχηματίζουν μαζί μια και μοναδική «αρχή πνοής» (Σύνοδος Φλωρεντίας, DS 1331). Ενώ είναι αντίστοιχα περιττό, να σπάμε το κεφάλι μας, για το αν αποτελούν μια και μοναδική αρχή τής εκπόρευσης του Πνεύματος ο Πατήρ και ο Υιός ως πρόσωπα, ή αν «καθίσταται» εδώ «ένα προσωπικό χαρακτηριστικό (notionalis), σχετιζόμενη με την ενεργητική πνοή, η ουσιαστική αγάπη». Αν είναι δηλ. απ’ την αρχή ήδη το θαύμα τής αγάπης στον Πατέρα ο Θεός, και στην ‘αυτοπαραίτησή’ του να είναι αυτός ο ίδιος, τελειοποιείται τότε στο Άγιο Πνεύμα αυτό το θαύμα, στο Πνεύμα που είναι ακριβώς η ασύλληπτη και ανυπέρβλητη κορυφή, ως «πλησμονή» της, της απόλυτης αγάπης: δεν είναι δηλ. μόνο για μας, αλλά και για τον ίδιον τον Θεό Deus semper major (πάντοτε μεγαλύτερος ο Θεός…). Χωρίς να πρόκειται όμως για κάποια διονυσιακή ‘μέθη’, αλλά για την sobria ebrietas (νηφάλιο μέθη…) τού Θεού, ο οποίος μετέχει και με τους τρεις τρόπους προσωπικής κατοχής τής μιας θεїκής ουσίας, σε όλες τις θεїκές ιδιότητες: τέλεια γνώση, παντοδυναμία, δικαιοσύνη, αγιότητα, μακαριότητα κ.τ.λ.    (( Έχασαν τον δρόμο… Και τώρα προσπαθούν να πείσουν ότι ΟΛΑ μπορούν να γίνουν αποδεκτά, και τα αληθινά και τα ψεύτικα!... )) .
        Η αναφερθείσα αδυναμία (ότι είναι αδύνατον…), να προσεγγισθή διαφορετικά απ’ ό,τι από δυό πλευρές, ως (υποκειμενική) ολότητα τής αμοιβαίας αγάπης Πατέρα και Υιού, εμφανιζόμενο ως ο σύνδεσμός τους (nexus) κατόπιν, και ως ο (αντικειμενικός), καταγόμενος απ’ αυτήν την αγάπη και βεβαιωτικός της καρπός το Άγιο Πνεύμα, καθίσταται μια τού ενός-προς-τον άλλον, όπως ήδη υποδηλώσαμε, κίνηση των δύο πόλων: αν ‘αφαιρούσαμε’ από την πράξη αγάπης ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα τούς εννέα μήνες εγκυμοσύνης και άρα και τη χρονικότητα, τότε θα ήταν στον γεννώντα και υποδεχόμενον εναγκαλισμό ήδη άμεσα παρόν το παιδί· και θα ήταν τότε αυτό ταυτόχρονα η αμοιβαία επιτελούμενη αγάπη και κάτι περισσότερο απ’ αυτήν, το πέρα κι απ’ αυτήν την αγάπη ‘αποτέλεσμα’ ή ‘γινόμενον’. Και δεν θά ’πρεπε να αντιταχθή εδώ, ότι συναρτάται μόνο με το ανθρώπινο είδος η περιγραφείσα διάσταση (Diastase), κι ότι θα εξέπιπτε σε μιαν ανώτερη μορφή τής αγάπης η δύναμη τής αναπαραγωγής (κι έτσι όχι μόνον η συνηθισμένη σήμερα διάκριση των σκοπών τού γάμου, αλλά και η αντίληψη του Έρωτα στον Πλάτωνα και μέχρι τον Σολόβιεφ), γιατί θα πρέπη τότε (κι εμείς…) να πούμε, πως ανήκει σε κάθε αγάπη, ακόμα και στην υψίστη, αυτή η μορφή τής πλησμονής και άρα και ο καρπός της (που μπορεί να είναι βέβαια πνευματικός), κι ότι αποτελεί άρα μια γνήσια εικόνα τής Τριάδος (imago trinitatis) η τέλεια ακριβώς και δημιουργική αγάπη.


      ( συνεχίζεται )

ΣΧΟΛΙΟ: Μιά παιδαριώδης προσπάθεια νά ξεπεραστεί τό φιλιόκβε. Μέ τήν ταύτιση κτιστής καί άκτιστης αγάπης. Μιά παρατήρηση μόνον στόν συστρεφόμενο μοντανιστή Τερτυλλιανό. 

 «Ο Τρίτος είναι ο καρπός απ’ τη ρίζα τού καρποφόρου δέντρου»,

Τό δένδρο καί κανένα δένδρο δέν φτάνει στόν καρπό. Η ανάπτυξή του ολοκληρώνεται στό άνθος. Γιά νά καρπίσει χρειάζεται τόν άνεμο καί τά πετεινά τού ουρανού. Πώς είναι δυνατόν τό πνεύμα νά είναι καρπός;;

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: