Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (23)-Η νέα αίρεση

Συνέχεια από  Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου 2017

                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987

                                       4.   ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
                                  
                                   β)  Νέες εκτιμήσεις
Eίμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο;
          1.  H πιο σημαντική ‘εκτίμηση’ (προσθήκη, τάση…), που συνεχίζει στο πλαίσιο της τριαδικής διδασκαλίας την Πνευματολογία (Pneumatologie), βρίσκεται σε ορισμένες απόψεις τού Περσοναλισμού (Personalismus), για τον οποίον δεν θα μιλήσουμε, όπως είπαμε, εδώ άλλη μια φορά σε εύρος. Κρίσιμο είναι το ότι αυτό που γνωρίζει η τριαδική θεολογία απ’ την εποχή τού Αυγουστίνου, ότι μπορούμε δηλ. μόνον ως σχέσεις να σκεφθούμε τα θεїκά πρόσωπα, καρποφορεί τώρα πλέον και για το ανθρώπινο πρόσωπο. Είναι δε εκπληκτικό το ότι αυτό ‘ξεχάστηκε’ στον Μεσαίωνα. Όπου και είχε τονισθή (απ’ τον Βοήθιο) το Αυτο-ίσταμαι (In-sich-Stehen) του Προσώπου, καθώς και το Απο-προέρχεσθαί του (Von-her-Sein) (απ’ τον Ριχάρδο) – Ενώ το Προς-τα κάπου-Είναι (Auf-hin-Sein) ακολουθήθηκε το πολύ-πολύ ως υπονοούμενο, αναγνωριζόμενο κυρίως στη γενική ‘κατεύθυνση’ τού δημιουργήματος προς τον Δημιουργό, απ’ τον οποίον και υπάρχει. Η ‘μεταφυσική’ προς το άλλο Πρόσωπο προϋποτίθετο ως κάτι το αυτονόητο, αλλά δεν υπήρχε στοχασμός περί αυτού. Κάτι που γίνεται στον Scotus πιο σαφές: η “ultima solitudo” («έσχατη μοναξιά») τού Εγώ το θέτει μπροστά σε μιαν τελευταία ‘διέξοδο’: ή να είναι ένα καθαρό «Για-τον εαυτό του-Είναι» (“Fȕr-sich-Sein”) – αλλά διακρίνει σ΄αυτήν την οντολογική συνέπεια έναν αμαρτωλό εγωισμό (Egoismus) ο Scotus – ή να είναι, σύμφωνα με μιαν “aptitudo oboedientialis” («ικανότητα ‘υπακοής’»…;) και ακολουθώντας τον Χριστό (τού οποίου το ανθρώπινο Εγώ ‘ανελήφθη’ απ’ το θεїκό πρόσωπο) ενταγμένο στον Θεό. Μένει όμως, μέσα απ’ την ατομική διαφορά, ανόμοιος προς κάθε άλλον ο άνθρωπος: δεν υπάρχει αντίληψη μιας διαπροσωπικής σχέσης στο φυσικό επίπεδο. Την οποίαν αντιλαμβάνονται όμως ως ‘αρχή’ (inchoativ) οι Ιδεαλιστές (Φίχτε, Χέγκελ), τη θεματοποιεί σαφώς ο Φόυερμπαχ, και την αναβιβάζουν σε πραγματικόν ορισμό τού Προσώπου (ως Εγώ-Εσύ-Σχέση) κάποιοι περσοναλιστές. Είναι αδιανόητο και αντιφάσκει στον εαυτό του ένα ξεχωριστό πρόσωπο χωρίς ένα Εσύ.
      Μπορούμε να πούμε λοιπόν τώρα, πως δεν είναι ανθρωπομορφικό (anthropomorph) το να μιλάμε για έναν ‘τριπρόσωπο’ Θεό, εφ’ όσον μπορούμε να μιλάμε μόνο θεομορφικά (theomorph) για το ανθρώπινο πρόσωπο. Κι αυτό που ίσχυε για τον Θεό, εκφράζεται τώρα και για τον άνθρωπο: «Παύει (΄θραύεται’…) η μοναδική εξουσία τής ουσιαστικής σκέψης, και ανακαλύπτεται η σχέση ως ένας ισάξιος πρωταρχικός τρόπος τού Πραγματικού» (J. Ratzinger, Einfȕhrung ins Christentum Εισαγωγή στον Χριστιανισμό - Ksel 1968). Είναι δε υπεύθυνος απ’ την αρχή τής Βίβλου για το Εσύ του ο άνθρωπος. H τάση αυτή έφτασε μέχρι την απολυτοποίηση τής σχέσης, έτσι ώστε να υπάρξη και από προτεσταντικής πλευράς μια δίκαιη αντίδραση, όπως στον Gerhard Gloege, που απορρίπτει ως αδύνατον τον «καθαρό περσοναλισμό»: ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά κυρίως στη Νέα («έγινε σάρκα», «εμφανίστηκε» κ.τ.π.) υπάρχει πίσω απ’ το οντολογικό (ontologisch) το οντικό (ontisch)   και δεν θά ’πρεπε να ‘οσφρανθούμε’ εδώ αμέσως «πρώιμο καθολικισμό». Οι μεγάλοι ‘προσωπικοί’ στοχαστές διανοούνταν όλοι από μιαν προϋπάρχουσα θέση ή κατάσταση τού Είναι, όπου οντολογία και προσωπικότητα αναφέρονταν η μία στην άλλη. Το ίδιο, ουσιαστικά, υποστηρίζει και ο Gerhard Stammler: που παραπέμπει στο πρωταρχικά υπάρχον, το οποίο και προσδιορίζει όλες τις δυνατότητες τού Είναι και που η συνάντηση μαζί του περιέχει μια δύναμη «κατανίκησης» (μας «κατανικά»…)· η έννοια αυτή μάλιστα τού Είναι μάς «επιβάλλεται» απ’ την ‘αναγγελία’ τού Χριστού, ως μια ‘κοσμική μεταφυσική’, που στρέφεται από ελεύθερη αγαθότητα προς εμάς   (( Σημ. τ. μετ.: Είναι ‘φοβερή’ η άγνοια, συνειδητή ή ασυνείδητη, της σωτήριας διδασκαλίας τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά περί «ακτίστων ενεργειών»· η Δύση, αν και έχασε τότε θεολογικά τη ‘μάχη’, συνέχισε ωστόσο τη δαιμονική επιθυμία να επιβληθή – η ίδια, όχι η αλήθεια – με όλα τα μέσα… Και τώρα το ‘πληρώνει’ άλλη μια φορά, και μαζί της κι ο ‘κόσμος’, παλεύοντας να συμβιβάση με την ανθρώπινη λογική τα ασυμβίβαστα… Χρέος τών Ορθοδόξων είναι πάντα ένα και μοναδικό: Να μην προδώσουν την πίστη που τους αποκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος… )) . Καθώς προϋποθέτει κάθε «ο Θεός-για-μένα» έναν «Θεό-στον-εαυτό του».    Μας ‘βοήθησε’ βέβαια κατ’ αρχάς η Φανέρωση τού Χριστού στο να μετέλθουμε «αντικειμενικά και δίκαια», ακόμα και ΄περσοναλιστικά’ την οντολογία στη θεολογία.[ Γι' αυτό σταυρώθηκε, είχαμε κολλήσει οντολογικά στό άτομο καί ήλθε γιά παρέα]  Και δημιουργείται έτσι μ’ αυτές τις διορθώσεις μια ‘ισορροπία’: όπως δεν μπορεί να αναχθή, να αναλυθή σε απλές σχέσεις ο Θεός, άλλο τόσο δεν μπορεί και να στερήση η διανθρώπινη ‘αναφορικότητα’ απ’ το να Ίσταται-στον-εαυτό του, το πρόσωπο.
        O πραγματικός ‘τελειωτής’ βέβαια ενός χριστιανικού περσοναλισμού, που υπερέβη με τον πιο στοχαστικό τρόπο τη φαινομενική αντίθεση μεταξύ οντολογίας και προσώπου, είναι ο Maurice Nėdoncelle. Ο οποίος και ξεκίνησε βέβαια, όπως κι ο Laberthoniėre, από έναν αντι-οντικό περσοναλισμό, που ‘πηγάζει’ απ’ το πρωταρχικό φαινόμενο της «αμοιβαίας συνειδητοποίησης»,[ Κάιν πού είναι ο Αβελ;;] και εγκαταλείπει έτσι εκ των προτέρων το μοναχικό υποκείμενο τού Scotus καθώς και τού Descartes. Αναγνώρισε όμως πολύ σύντομα την αναγκαιότητα, να ‘επιθέση’ ήδη στη γνώση τού Εγώ καθώς και σε κείνην τού Εγώ-Εσύ το Είναι ως το υπόβαθρο τού προσωπικού, το οποίο και συνιστά ως προσωπική ύπαρξη την ύψιστη μορφή τού Είναι. Όχι μόνον οφείλεται κάθε Εγώ σ’ ένα συνανθρώπινο Εσύ και στηρίζεται πάλι ουσιωδώς σ’ αυτό, αλλά καθώς αναγνωρίζεται το Εγώ ως κάτι που έχει τεθή (ένα ‘Τεθειμένο’…), και σ’ αυτό ακριβώς ως κάτι που πρέπει-να τεθή-σε ελευθερία, εμπλέκεται κατά δυό τρόπους εδώ: γνωρίζει κατ’ αρχάς τον εαυτό του δυνάμει ανοιχτό προς κάθε Είναι και κάθε Υπάρχον το προσωπικό Εγώ, και τον γνωρίζει κατά δεύτερον (τον ‘εαυτό’ του…) ως ‘τεθειμένο’, να έχη ‘απελευθερωθή’ όχι μόνον από ένα πεπερασμένο αλλά και απ’ το άπειρο Εσύ, απεσταλμένο (το Εγώ…) στην Ύπαρξη (Dasein), που ταυτίζεται με το πρόσωπό του   (( Σημ. τ. μετ.: ‘Απίστευτη’ περιγραφή, τού πώς το Εγώ καθίσταται πρόσωπο! Το ‘πρόσωπο’, που τόσο ‘πονηρά’ και παραπλανεμένα κυριάρχησε σε όλους (!) τούς σύγχρονους ‘Ορθοδόξους’, δεν είναι παρά ένα… διευρυμένο και ‘απεσταλμένο’ στο άπειρο Εσύ Εγώ!!! … )) . Και γίνεται έτσι το αίτημα της προσευχής μια βασική πράξη τής πεπερασμένης ύπαρξης. Και ‘μετατρέπει’ ο Nėdoncelle καθαρά φιλοσοφικά τα Προλεγόμενα (Prolegomena) σε μια θεολογία τής διπλής εντολής τού Χριστού. Aν και δεν μιλούν με σαφήνεια για το τριαδικό Άγιο Πνεύμα οι ‘θρησκευτικοί’ φιλόσοφοι, φωτίζει ωστόσο τη σχέση φύσης (esse) και διαπροσωπικότητας στον Θεό η σκέψη τού Nėdoncelle· δεν θα μπορούσε άλλωστε να ‘διεκπεραιωθή’ αλλιώς η ανάλυσή του (Analyse) για τις διανθρώπινες σχέσεις, παρά μόνο με την ισχύ τής 
ακτινοβολίας τής υπαρκτικής αλήθειας, μέσα απ’ τον ‘εξηγητή’ τής πραγματοποιημένης στον Χριστό αποκάλυψης τού Θεού, δηλ. το Πνεύμα (( Μπράβο!... )) .

       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: