Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Είναι και Χρόνος (1)

Περί του ομώνυμου βιβλίου του Martin Heidegger
Του Gerhard Krüger 
στο περιοδικό Theologische Blätter, 1929, σελιδες 57-64

Εάν η προτεσταντική θεολογία στηρίζεται αποκλειστικά στην Βίβλο και όχι σε υποθέσεις και σκέψεις (Spekulation), τότε μάς φαίνεται πως δεν χρειάζεται την φιλοσοφία σε καμιά από τις επιμέρους πτυχές της. Ακόμα και η δογματική πρέπει να κινείται αποκλειστικά στο έδαφος, το οποίο δημιουργήθηκε για την πίστη κάτω από τις ιδιαίτερες ιστορικές προϋποθέσεις τού Χριστιανισμού, και το οποίο δεν φωτίστηκε από κάποιο „lumen naturale (Σύμφωνα με το φιλοσοφικό λεξικό UTB: φυσικό φως, μεταφορά για την αυθορμητικότητα η οποία φωτίζει την ανθρώπινη σκέψη. Η φιλοσοφία η οποία στηρίζεται πλήρως στο lumen naturale χειραφετείται από την θεολογία και είναι σε θέση να θεμελιώσει ανεξάρτητη κριτική τής Βίβλου, η οποία όμως επιδρά στην θεολογία). Αυτή είναι μια τοποθέτηση, η οποία από την αρχή τής Μεταρρύθμισης έθρεψε την καχυποψία προς την μεταφυσική. Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λούθηρος θέλησε να εγκρίνει μόνο τις τυπικές πτυχές τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλη (λογική, ρητορική, ποιητική). Αυτό είναι το νόημα τής πιετιστικής αντίστασης στην ορθόδοξη ανανέωση τού Σχολατικισμού και στην μεταφυσική τού Διαφωτισμού. Στην νεώτερη εποχή, όπου αυτό το μοτίβο, της καντιανής κριτικής κάθε μεταφυσικής, εξασφάλισε την επίδραση του στην θεολογία, όπου και η συνείδηση ήταν ταυτόχρονα ζωντανή, ο δογματικός πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα σημείο εντός της κοινότητας (στον Ritschl). Και εάν η καθαρή απελευθέρωση τής θεολογίας από την φιλοσοφία δεν επέρχεται, αυτό οφείλεται όχι μόνο στις περιπλανήσεις, αλλά και στο θετικό θεολογικό πρόβλημα τής ερμηνευτικής. Το πως πρέπει να ερμηνευθεί η Γραφή και πώς οι μαρτυρίες τής χριστιανικής ιστορίας, δεν μπορεί να απαντηθεί με την απλή υπόδειξη στην Γραφή και την χριστιανική εμπειρία τού ερμηνευτή. Γιατί η Γραφή δεν είναι σαφής σε όλα τα ουσιαστικά θέματα, όπως υποστηρίζει ο Λούθηρος στρεφόμενος εναντίον τού Έρασμου: αυτό ισχύει ήδη και από καθαρά θεολογικής άποψης, όταν λάβει κανείς σοβαρά υπ’ όψιν τις διαμάχες μεταξύ των ομολογιών, πόσω μάλλον στο πεδίο της μοντέρνας επιστήμης τής ιστορίας. Και η χριστιανική εμπειρία τού καθενός δεν προστατεύεται με μόνη την σχέση της προς την Γραφή, από μια αυθαίρετη ερμηνεία τού περιεχομένου της Γραφής και της έννοιας τής αυθεντίας της. Η παράδοση τής εκκλησίας μπορεί να είναι επαρκής κανόνας για την ερμηνεία, η οποία παράδοση χρήζει επίσης ερμηνείας, μόνο όταν εκπροσωπείται από κάποιο διδασκαλικό αξίωμα, το οποίο στην καθολική εκκλησία είναι αλάθητο. Αν δεν ισχύει αυτό, το πρόβλημα της ερμηνευτικής παραμένει ανοικτό. Οι Barth και Gogarten, συμφωνώντας με το πνεύμα τών Μεταρρυθμιστών, απαιτούν σεβασμό στήν διδασκαλία τής Εκκλησίας με τη μορφή συγκεκριμένης ομολογιακής σχολής. Ο σεβασμός όμως δεν είναι υπακοή. Ο Barth τοποθετεί απέναντι στην «έμμεση, σχετική και τυπική» αυθεντία τής Εκκλησίας την επίσης έμμεση, σχετική και τυπική ελευθερία τής συνείδησης, μέσα στην οποία (συνείδηση) το άτομο φτιάχνει μια εικόνα (άποψη) περί τού λόγου του Θεού.[Ενα είδωλο] Έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα εάν η απόλυτη αυθεντία παραμένει στον Θεό, ο οποίος ως Άγιο Πνεύμα, παρά την αναφαίρετη φιλανθρωπία, εκπροσωπεί την ορθή ερμηνεία τού λόγου Του. Στο σημείο αυτό όμως διακυβεύεται αυτή η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης τής προτεσταντικής θεολογίας. Αν δεν θέλει να είναι φλυαρία, χρειάζεται την διδασκαλία. Αν η διδασκαλία όμως δεν είναι απλώς η διδασκαλία τής Εκκλησίας στην οποία υπακούει ο κάθε θεολόγος, αλλά ουσιαστικά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο θεολόγος, εν τέλει μιά δική του διδασκαλία, τότε η ερμηνευτική καταλήγει ένα θεμελιώδες θεολογικό πρόβλημα αυτής τής σκοτεινής αλλά αποφασιστικής δυνατότητας. Αυτό ισχύει προ πάντων σήμερα, που η παράδοση τής αρχαίας Εκκλησίας, για τους Μεταρρυθμιστές ακόμα ακράδαντη και αδιαπραγμάτευτη, έγινε σκοτεινή και στην αρχική της μορφή σχεδόν απροσπέλαστη. Αυτό προκύπτει από τις προσπάθειες τού Barth και Gogarten, να αφομοιώσουν εκ νέου τις διδασκαλίες τής αρχαίας Εκκλησίας. Αυτή η αφομοίωση έχει την δική της φιλοσοφία.

Αυτή η κατάσταση προσδίδει στο φιλοσοφικό έργο του Martin HeideggerSein und Zeit“, μια ιδιαίτερη σημασία για την θεολογία.

Μετάφραση Πέτρος 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: