Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (72)

                                      
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ
                                         ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                 ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ – Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
                                     16.   Μ Ε Ν Ε Ξ Ε Ν Ο Σ
                                               ( συνέχεια )

        Eίναι όλα εδώ τεταμένα μεταξύ Ναι και Όχι. Το ευλογημένα ανάμεικτο πολίτευμα: η ύψιστη, στο όψιμο έργο τών «Νόμων» (IV 712 C κ.ε.), ανάμεσα στις εμπειρικές (empirisch) πολιτικές μορφές, πραγματοποιημένη στη Σπάρτη και την Κρήτη. Βασιλεία ή αριστοκρατία (Aristokratie), ανάλογα αν διακρίνονται ένας ή περισσότεροι ως κυβερνήτες· έτσι ονομάζεται στο βασικό πλατωνικό έργο (Πολιτεία IV 445 D) το ‘τέλειο’ πολίτευμα, εκείνο ακριβώς στο οποίο τιμά όλους με την ενότητα η κοινή μητέρα (γη…), αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την υπεροχή τών καλύτερων. Σ’ αυτά τα ιδανικά τού ώριμου και ηλικιωμένου Πλάτωνα σκοπεύει άρα ήδη στον «Μενέξενο» ο Σωκράτης. Που τα βλέπει να μην πραγματοποιούνται στην Αθήνα. Γιατί γνωρίζει βέβαια ο καθένας, που δεν αφήνεται να ‘αποναρκωθή’, το πώς άλλαζε κάθε τόσο το αθηναїκό πολίτευμα. Γνωρίζει ο καθένας τη μικρή σημασία που έχει εκεί ο «βασιλιάς», του οποίου και εξαρτάται απ’ την ‘πανουργία’ η «εκλογή». Και δεν μπορούμε να ‘παραβλέψουμε’, το πόσο εύκολα τίθεται, εκεί που μιλά ακριβώς για την επιλογή τών καλύτερων ο Σωκράτης, στη ‘δόξα’ (Doxa), στο φαίνεσθαι και νομίζειν ο ‘τόνος’ (η έμφαση…) (τοίς δόξασιν αρίστοις είναι, 238 D 5 – ο δόξας σοφός ή αγαθός είναι, D 8 – αρετής δόξη καί φρονήσεως, 239 Α 4). Περιέχει έτσι με μιαν ιδιαίτερην ένταση την κριτική απ’ τη μια μεριά τής Δημοκρατίας, όπως επεκτείνεται αργότερα λεπτομερειακά στο VIII βιβλίο τής «Πολιτείας», ο «Μενέξενος»: ένα ‘παντοπωλείο’ κάθε δυνατού πολιτεύματος – και όχι το ‘ευλογημένα’ μετριασμένο πολίτευμα η Δημοκρατία (παντοπώλιον πολιτειών, VIII 557 D)· η ‘διακυβέρνηση’ εκείνων, που ξεύρουν να γίνονται ‘αρεστοί’ στον λαό – και όχι τών καλύτερων· η ισότητα που προσφέρεται με τον ίδιον τρόπο στους όμοιους και τους ανόμοιους (558 C 5) – και όχι εκείνη η ισότητα μπροστά στον νόμο, που αναγνωρίζει την υπεροχή τής αρετής (Arete) και της φρόνησης (Phronesis). Ενώ περιέχει απ’ την άλλη μεριά σπερματικά και το πλατωνικό ‘ιδανικό’ (αυτό που ‘εύχεται’ ο Πλάτων…) τής Πολιτείας.
       Καθώς στρέφεται τώρα προς τον έπαινο των πράξεων ο Σωκράτης, περιγράφοντας σύντομα τις μυθικές πράξεις και εξυμνώντας διεξοδικώτερα τους Περσικούς πολέμους, συμπεραίνει άλλη μια φορά την ουσία τού αθηναїκού πολιτεύματος: Έχουν μεγαλώσει μέσα σε τέλεια ελευθερία οι Αθηναίοι (εν πάση ελευθερία τεθραμμένοι, 239 Α). Και σ’ αυτό βασίζονται, κοντά στα προτερήματα της γέννησής τους, οι (γενναίες…) πράξεις τους. Δεν  γνώριζε λοιπόν εκείνην την κριτική τής Δημοκρατίας, την οποίαν και θα εξασκήση στο VIII βιβλίο τής «Πολιτείας», όταν έγραφε τον «Μενέξενο» ο Πλάτων; Είναι ακριβώς η άμετρη ελευθερία, που συνιστά και τον όλεθρο του δημοκρατικού πολιτεύματος στην «Πολιτεία». Και λέγεται κατηγορηματικά, όπως σ’ έναν αγώνα ενάντια στη ‘δημοφιλή’ θέση τού «Μενέξενου», στους «Νόμους» (ΙΙΙ 698 Α κ.ε.): Δεν εξασφάλισε η τέλεια απέναντι σε κάθε είδους κυριαρχία ελευθερία (παντελής καί από πασών αρχών ελευθερία) τη νίκη στους Αθηναίους. Κυριαρχούσε μάλλον ο σεβασμός, και ‘υπηρετούσαν’ οι Αθηναίοι τούς Νόμους (698 Β. 699 C). Και προέκυπτε «φιλία» προς τα μέσα και δύναμη προς τα έξω απ’ αυτό. Οδηγήθηκαν δε αργότερα, και προς βλάβην τού συνόλου, στην «τέλεια ελευθερία» (επί πάσαν ελευθερίαν) οι μάζες. Και εννοείται, ότι δεν χρειαζόταν να ‘γεράση’ πρώτα, για να γνωρίση με ακρίβεια την ‘αξία’ τής τόσο άμετρα εγκωμιασμένης «πλήρους ελευθερίας» στην Αθήνα (τής εποχής του…) ο Πλάτων. ‘Πανηγυρίζεται’ ως ύψιστο αγαθό και «πρόξενος της ελευθερίας» η ρητορική (Rhetorik) απ’ τον εκπρόσωπό της στον «Γοργία» (452 D). Κι αυτό που επιδιώκει ο Καλλικλής που τη χρησιμοποιεί, ονομάζεται (492 BC) «εξουσία και τυραννία (Tyrannis) και κυριαρχία», και είναι ταυτόχρονα «τρυφή και ηδυπάθεια, το αχαλιναγώγητο και αδέσμευτο, ‘ελευθερία’», αντίθετη σ’ αυτό που ονομάζουμε «δικαιοσύνη και ευπρέπεια», άρα αρετή, και σε κάθε γενικά «παιδαγωγία και μόρφωση». Απέναντι σ’ αυτήν την ‘έννοια’ της ελευθερίας ‘επιβάλλεται’ (νικά…) η σωκρατική θέση στον «Γοργία»: η ευπρέπεια είναι καλύτερη απ’ την απρέπεια, κι η ζωή τής τάξεως καλύτερη από κείνην τής αταξίας, και κρατά συνδεδεμένους τον ουρανό και τη γη η «γεωμετρική ισότητα», η αναλογία, που δίνει όχι το ίδιο αλλά το δικό του στον καθέναν (507 Ε κ.ε.). Η «ελευθερία» που καταπολεμάται εδώ είναι η ελευθερία να κάνω για μένα ό,τι θέλω, ή η «εξουσία», όπως το ονομάζει η ‘ανερχόμενη’ νεότητα. Και ‘συναντάται’ έτσι η υπερήφανη λέξη ελευθερία (Eleutheria) στον πανηγυρικό λόγο τού Σωκράτη, με τη γνήσια σωκρατική επιφύλαξη που εκφράζεται στα πρώτα ήδη λόγια τού διαλόγου, όταν ρωτάται τί ζήταγε στην Αγορά, κι αν σκόπευε να «διοικήση» και να «εξουσιάση» ο Μενέξενος. Καθώς προϋποτίθεται όμως για όλες τις επόμενες τώρα πράξεις το να ‘μεγαλώση’ κανείς «σε απόλυτη ελευθερία», ‘επιβάλλεται’ και το συμπέρασμα: Δεν προήλθαν από «απόλυτην ελευθερία» οι (όποιες…) καλές πράξεις. Αν υπήρξε όμως απόλυτη ελευθερία, τότε πρέπει να εξεταστή εκ νέου το κριτήριο που ισχύει για τις πράξεις. Υπόκειται πράγματι σ’ αυτήν την αμφιλογία η φημισμένη ιστορία τής Αθήνας.
         Αν μένη έτσι ανεξήγητη ακόμα και για τον Σωκράτη η δόξα τών Περσικών Πολέμων, εγείρεται το ερώτημα: Πώς κερδήθηκαν λοιπόν εκείνοι οι πόλεμοι; Απέδειξε ο Μαραθώνας, ότι υποχωρεί κάθε ανθρώπινη υπεροπλία και κάθε πλούτος μπροστά στην αρετή (240 D). Κι ακούγεται μ’ έναν ιδιαίτερον ‘ήχο’ από τα χείλη τού Σωκράτη η αρετή, και διαισθανόμαστε μιαν αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτήν και την «απόλυτη, την τέλεια ελευθερία». Το ότι έπρεπε να αναζητηθή μια ‘αρχή’ απέναντι ακριβώς στην απεριόριστη ελευθερία, μας το διδάσκουν απηχώντας κατά λέξιν τον «Μενέξενο» οι «Νόμοι», και μας το διδάσκει επίσης εδώ στο δικό μας έργο το μέρος εκείνο που μιλά για τους επακόλουθους πολέμους ανάμεσα στους Έλληνες μέχρι και την πτώση τής Αθήνας. Που η αιτία τους είναι η ζήλεια και ο φθόνος (ζήλος και φθόνος) ανάμεσα στις πόλεις, και δεν υποκύπτει τόσο σε μιαν εξωτερικήν ισχύ όσο σ’ έναν εσωτερικό διχασμό (έρις και διχόνοια…) η Αθήνα   (( «Μάθημα εσαεί», γράφει ο Θουκυδίδης… )) . Το ότι «δεν έδιναν» δε τότε στην κατάρρευση «όχι από διαφθορά ούτε από εχθρότητα αλλά από ‘κακοτυχία’ (δυστυχία, 244 ΑΒ) ο ένας στον άλλον το χέρι», μπορεί να το πιστεύη η Ασπασία ή όποιος άλλος το θέλει. Αν το ‘ακούσουμε’ όμως αυτό απ’ το στόμα τού Σωκράτη, θα σκεφτούμε την απόδειξη στον «Ευθύδημο» (278 Ε κ.ε.), πως δεν υπάρχει καμμιά «καλή τύχη» (ευτυχία) ανεξάρτητη απ’ τη «σοφία». Θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν και ως προς την «ατυχία» αυτήν τη φράση και θα προσέξουμε την καταστροφική θέση τού πλήθους, όπως την εκφράζει ο Αδείμαντος στην «Πολιτεία» (ΙΙ 364 Β), ότι δηλ. «χαρίζουν ατυχία και κακή ζωή σε πολλούς καλούς» και το αντίθετο στους αντίθετους «οι θεοί»! Δεν είναι όμως με την έννοια του Σωκράτη, ούτε ο εμφύλιος πόλεμος μια ‘άδικη’ ατυχία, ούτε κι η σωτηρία απ’ αυτόν μια ‘άδικη’ τύχη. Κι αν δεν καταστράφηκε ολοσχερώς τότε κατά την κατάρρευση και τον εμφύλιο η πολιτεία, το οφείλει στη «φιλία», που εξασκούσε ακόμα η κοινή μητέρα (244 Α). Κι αναγνωρίζουμε έτσι αυτό που λείπει στην εποχή τών εμφυλίων πολέμων, κυριαρχούσε όμως – και το λένε ρητά αυτό οι «Νόμοι» - στην εποχή με τους Πέρσες: η «φιλία». Το πόσο πολύ ‘παρατηρήθηκαν’ (‘προσέχθηκαν’…) αυτοί οι ‘ελληνικοί’ αγώνες σε αντίθεση προς τους Περσικούς Πολέμους, μας το διδάσκει μια φράση (242 D), που συμπεριελήφθη αργότερα κατά λέξιν στην «Πολιτεία» (V 470 C κ.ε.): Ότι επιτρέπεται να αγωνίζεται κανείς μόνο μέχρι τη νίκη ενάντια σε ανθρώπους τού ίδιου γένους, χωρίς να καταστρέφη «την κοινότητα» (τό κοινόν) τών Ελλήνων· ότι είναι δικαιολογημένος όμως μέχρι την εξολόθρευσή τους απέναντι στους «βάρβαρους» (Barbaren) ο αγώνας. Και επεκτείνεται έτσι σε ένα αίτημα για ολόκληρο το έθνος η αρχή τής «κοινότητας», στην οποία και βασίζεται η πόλις (Polis) – μια αρχή που δεν την ακολούθησε ωστόσο, προς δυστυχία του, το έθνος!
       H έλλειψη αυτή ‘κοινότητας’ συνεχίζεται στους πολέμους τού 4ου αιώνα, μέχρι την Ανταλκίδειο Ειρήνη. Και συνεχίζεται και η αντιπαλότητα απέναντι στους Πέρσες, προερχόμενη από κείνην τη ‘φυσική’ «εχθρότητα προς τους βαρβάρους» (μισοβάρβαρον, 245 C 7), που ‘συμπληρώνει’ ακόμα την ελληνική ‘κοινότητα’ στην «Πολιτεία» (470 C). Και είναι γι’ αυτό τόσο πικρότερη η ‘βουβή’ καταδίκη, όταν επαινή στο τέλος ‘ανέκφραστος’, ακόμα και για το ότι βοήθησαν «να απελευθερωθή ο μεγάλος Βασιλιάς», τους πεσόντες ο ομιλητής.
       Για να στραφή τώρα απ’ τον έπαινο των νεκρών στους ζωντανούς ο λόγος. Όπου και ‘αμφισβητείται’ όπως και το εγκώμιο (Enkomion) της Αθήνας η παραίνεση, να μην εγκαταλείπεται η σειρά κι η ‘αλυσίδα’ τών προγόνων – όπως αυτό ακούγεται βέβαια απ’ το στόμα τού Σωκράτη. Και μάλιστα το «όπου και να συναντήσω κάποιον από εσάς, θα τον παροτρύνω να αποφασίση να γίνη στον ύψιστον βαθμό ικανός», το οποίο και απηχεί λόγια τής «Απολογίας» (30 Α), και παίρνει έναν τέτοιον ‘τόνο’, που δεν μπορεί να τον παραγνωρίση κανείς, στο στόμα τού Σωκράτη. Μιλούν δε μετά οι ίδιοι οι πατέρες, παρόμοια όπως οι νόμοι τής Αθήνας στον «Κρίτωνα», μέσα απ’ το ίδιο στόμα. Κι όπως δεν αποσύρεται ούτε εκεί σε μιαν πόλη στα σύννεφα, αλλά αισθάνεται υπεύθυνος γι’ αυτήν ακριβώς την Αθήνα ο Σωκράτης, έτσι δεν ξεφεύγει κι αυτή η χαμηλόφωνη ή ηχηρή κριτική στα υφιστάμενα απ’ την πεποίθηση, ότι πρέπει ν’ ακούη τη φωνή τών πατέρων η νεόητα – όταν είναι μάλιστα ο Σωκράτης φορέας αυτής τής φωνής. Ο οποίος και θα μπορούσε πράγματι, με μεγαλύτερο δίκαιο απ’ τους ανώνυμους νεκρούς να πη, πως «μου είναι προτιμότερο, απ’ το να ζήσω χωρίς αξιοπρέπεια (μή καλώς), να πεθάνω αξιοπρεπώς (καλώς)». Ενώ αποκτά και η παραίνεση για την αρετή, χωρίς την οποία και γίνεται ελάττωμα το κάθε εξωτερικό προτέρημα, και μάλιστα «παλιανθρωπιά αντί για σοφία η γνώση», ένα νέο, πληρέστερο νόημα μαζί του. Και αποδεικνύεται και διπλά αληθής η παραίνεση, να γίνη κανείς καλύτερος απ’ τους προγόνους και να μην αποκτήση απ’ τα δικά τους ‘κέρδη’ την τιμή του, αν έχη διακρίνη τί είναι εκείνο που (δυστυχώς…) έλειπε απ’ αυτούς τούς προγόνους.
       Η παραίνεση προς τους γονείς, να μη λυπούνται πολύ και να σηκώνουν με γενναιότητα τον πόνο τους, στηρίζεται στην εξής φράση: «Να έχης εξαρτήση όλα ή σχεδόν όλα όσα οδηγούν στην ευδαιμονία (Eudämonie) απ’ τον εαυτό σου, και να μην τα αφήνης μεταίωρα πάνω σε άλλους ανθρώπους, ώστε να πρέπη να αμφιταλαντεύονται ανάλογα με τα δικά τους καλά ή κακά συμβάντα και τα δικά σου: αυτό είναι το καλύτερο εφόδιο για την ζωή. Κι όποιος έτσι ζη, έχει υγιές το πνεύμα κι είναι γενναίος και συνετός» (247 Ε κ.ε.). Οι ασυγκράτητες εκρήξεις πόνου τών ομηρικών ηρώων αντιτίθενται στην παιδαγωγία προς γενναιότητα, μας λέει η «Πολιτεία» (387 Ε), ενώ απαγορεύται η περιπαθής και μέχρι δακρύων μουσική στις θυσίες και τα ταφικά έθιμα στους «Νόμους» (800 D). Και μας δείχνει έτσι ήδη η παραίνεση του «Μενέξενου», τον κατά το δυνατόν αυτάρκη (autark) άνθρωπο ως τον σκοπό τής σωκρατικής διαμόρφωσης του ανθρώπου   (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ είναι ίσως ακριβώς οι ‘κατακτήσεις’ αλλά και τα όρια του αρχαίου ανθρώπου… )) . Γιατί μιλά εδώ ο πλατωνικός Σωκράτης, και μπορούμε ίσως να αναφέρουμε και στον ίδιον αυτό, το οποίο και λένε – πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του! – με το δικό του στόμα αυτοί που έχουν πεθάνει: «ότι έχει το πιο ωραίο τέλος η ζωή μας και αξίζει περισσότερο να την κοσμήσουμε παρά να την κλάψουμε, κι ότι είναι καλύτερη απ’ τους θρήνους η φροντίδα για όσους έμειναν πίσω» (248 C).
      Προσθέτει δε στο τέλος και κάποιες εξ ονόματός του φράσεις ο ομιλητής. Θα περιθάλπουμε τους ηλικιωμένους και θα επιμελούμαστε (επιμελησομένων) τους νέους, «όπου και να τους συναντάμε». Κι αν θα μπορούσε να εκφράζεται ο κάθε βέβαια επικήδειος λόγος έτσι, γνωρίζουμε ωστόσο τις ιδιαίτερες «συναντήσεις», καθώς και τις ιδιαίτερες ‘μέριμνες’ του Σωκράτη. Και οδηγεί μετά τη ματιά μας άλλη μια φορά στην πόλη ο ομιλητής, στο πώς παιδαγωγεί και εφοδιάζει τα ορφανά, και πώς διοργανώνει ετήσιους αγώνες για τους νεκρούς. Μπορούμε δε να σκεφτούμε, πως παραμένει εδώ ανεπιφύλακτα στην παράδοση ο Πλάτων, καθώς τελειώνει ήδη εντελώς παρόμοια, με τη διαβεβαίωση πως θα αναλάβη τούς ορφανούς γυιούς η πολιτειακή κοινότητα, ο ‘Επιτάφιος’ του Περικλή. Ενώ προαναγγέλλει ταυτόχρονα στη μέριμνά της την «Πολιτεία» και τους «Νόμους» η πολιτεία αυτή, για την οποία και μιλά εδώ ο Σωκράτης. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ορίζονται στους «Νόμους» (947 Ε) αναμνηστικές γιορτές για τους πιο υψηλούς αξιωματούχους (‘δημοσίους υπαλλήλους’…), με τους εντελώς ίδιους αγώνες όπως εδώ στον «Μενέξενο». Είναι λοιπόν η ιερότητα της Αθήνας που επιβάλλεται παρ’ όλ’ αυτά στο τέλος τού εορταστικού λόγου.
      Δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα τον εναλασσόμενο και ‘αντικατοπτριστικό’ τρόπο τού «Μενέξενου», όπου και εξαφανίζονται κάτω απ’ το ομοιόμορφο κάλυμμα του εγκωμίου (Enkomion) οι οξύτατες αντιθέσεις, και μοιάζει άλλη μια φορά να ‘ισοπεδώνεται’ ειρωνικά, μέσα απ’ την επιφύλαξη για κάθε μορφή τού λόγου εκ μέρους τού Σωκράτη, ο ‘ανοιχτός’ έπαινος με την καλυμμένη επίκριση. Και είναι αυτή ακριβώς η δυσκολία, να συλλάβουμε αυτό που ρέει, που γενίκευσε κάθε φορά την κάθε μεμονωμένη άποψη. Και εξηγούνται έτσι και οι αντιτιθέμενες ερμηνείες. Οι οποίες μοιάζει ωστόσο να συμφωνούν στο ότι δεν αποτελεί ένα φιλοσοφικό έργο ο «Μενέξενος» (!). Kάτι το οποίο είναι όμως τότε μόνο σωστό, όταν ‘μετρά’ κανείς με συγκεκριμένες απαιτήσεις εννοιολόγησης και ‘συστηματικής’ (Systematik) το τί είναι, ή τί θέλει αυτός να είναι η φιλοσοφία. Όσο λιγότερο ξεχνά αντίθετα, ότι φιλοσοφεί με (όλη…) την ύπαρξή του ο φιλόσοφος, τόσο πιο καθαρά φανερώνεται το φιλοσοφικό περιεχόμενο και σ’ αυτό εδώ το κείμενο του Πλάτωνα.
       Πρέπει να διαβαστή ως συμπλήρωμα σε κείνην την ‘προσπάθεια’ ο «Μενέξενος», που εκφράζεται όλο και πιο ριζοσπαστικά απ’ τον «Θρασύμαχο» στον «Γοργία» και από ’κεί στην «Πολιτεία». Στο ίδιο μέτρο που ‘προήλθε’ (εξωθήθηκε…) απ’ τον ιστορικό κύκλο η αληθινή Πολιτεία, πρέπει να γινόταν όλο και πιο σημαντικό, να αναπολήση και να συλλογισθή, προς χάριν ακριβώς τού μέλλοντος, τις ‘αναπτυγμένες’ ρίζες τής πολιτικής του (της πόλεως…), δηλ. της ιστορικής του, δηλ. της ανθρώπινής του ύπαρξης ο Πλάτων   (( Σημ. τ. μετ.: Καταλαβαίνουμε τί ‘βαρύτητα’, και τί ‘απελευθέρωση’ ταυτόχρονα, είχε η φράση τών Αποστόλων: «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν»… )) . Γι’ αυτό και ‘διεισδύει’ ειρωνικά και αναμορφωτικά μέσα απ’ την παραδομένη ιστορική εικόνα ο Σωκράτης του, αποσυνθέτοντας κριτικά την παραδομένη μορφή της, χρησιμοποιώντας την και διαφυλάσσοντας αυτό που είναι άξιο να διαφυλαχθή, και κερδίζοντας έτσι μια γνησιότερη ‘κοινωνία’ με τις ιστορικές – και τις αιώνιες, αν το καταλάβουμε σωστά – δυνάμεις τής Αθήνας. Και θα μπορούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να ‘αναμετρηθή’, το αν έχη ή όχι ένα φιλοσοφικό περιεχόμενο ο «Μενέξενος».


    ( τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, «Αλκιβιάδης μείζων» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: