Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Μιλήτου κ. Ἀποστόλου,


Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Μιλήτου κ. Ἀποστόλου, 
Καθηγουμένου της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής 
Μονής Αγίας Αναστασίας Φαρμακολυτρίας 
επί τη εορτή του Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου 
στον Ι.Ν. Προφήτου Ηλιού Πυλαίας Θεσσαλονίκης 
την 20η Ιουλίου 2017.

Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθής ἡμῖν καί προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μή βρέξαι καί οὐκ ἔβρεξεν ἐπί τῆς γῆς ἑνιαυτούς τρεῖς καί μῆνας ἕξ. Ἰακ. 5, 17.

Ἀπό ὅλα τά πρόσωπα τῶν ἁγίων καί δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐκεῖνος πού ἑορτάζεται περισσότερο ἀπό τό χριστιανικό κόσμο, ὡς ὁ πλέον γνωστός καί δημοφιλής, εἶναι ὁ σημερινός ἀπό τήν Ἐκκλησία μας δοξαζόμενος Προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης.
Πολλά, βέβαια, πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μᾶς εἶναι γνωστά, ὅπως ὁ Ἀβραάμ ὁ Πατριάρχης, ὁ Ἰώβ ὁ πολύαθλος, ὁ Δαυΐδ ὁ Ψαλμωδός, ὁ Μωϋσῆς ὁ Θεόπτης καί ἄλλοι Προφῆτες καί Πατριάρχες.
Ὅμως, ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀποδίδουμε ἰδιαίτερη δόξα καί τιμή στόν Προφήτη Ἠλία, γιατί ἡ ἐπίδρασή του στό λαό τοῦ Κυρίου ἦταν ἰσχυρή, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ἔζησε ἐπί τῆς γῆς καί ἀνάλωσε τίς δυνάμεις του ὑπέρ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, μέχρι καί τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε καί θά παρουσιαστεῖ μαζί μέ τόν Κύριο τῆς δόξης.

Ἦταν τόσος ὁ παλμός, ὁ ἐνθουσιασμός του καί τό ψυχικό του σθένος κατά τήν ἐπιτέλεση τῆς ἀποστολῆς καί τῶν ἔργων του, ὥστε καί στήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης τό ὄνομά του ἀναφέρεται ὡς σύμβολο ζηλωτοῦ καί νικηφόρου ἀγωνιστή.
Καί ὄντως, βλέποντας κάποιος τή ζωή τοῦ Προφήτη Ἠλία, διαπιστώνει ὅτι πολλά μπορεῖ νά κατορθώσει ἔστω καί ἕνας μόνο ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ζηλωτής τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας.
Εἶναι γνωστό ὅτι τον σήμερα ἑορταζόμενο Προφήτη ὁ λαός τόν περιμένει νά ἐπανεμφανιστεῖ λίγο πρίν ἀπό τήν ἐλευση τοῦ Μεσσία.
Ἡ ξεχωριστή θέση πού κατέχει, μαζί μέ τόν Μωϋσῆ, δέν βρίσκεται μόνο στή συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀλλά καί στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἀποκαλύφθηκε στό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Κύριος παρουσιάστηκε στό ὄρος Θαβώρ μέ τούς δύο ἀντιπροσωπευτικούς ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία.
Γιά νά δοῦμε καί νά θαυμάσουμε τό μεγαλεῖο καί τή λάμψη τῆς προφητικῆς μορφῆς τοῦ Ἠλία, ἀλλά καί γιά νά κατανοήσουμε τό γιατί στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Ἠλίας ἔχει καταγραφεῖ ὡς ὁ ζηλωτής Προφήτης, θά πρέπει νά ἀνατρέξουμε στήν θρησκευτική κατάσταση τῆς ἐποχῆς του.
Καί αὐτό, διότι ἡ ἐποχή ἐκείνη εἶχε μερικά χαρακτηριστικά, ὅσον ἀφορᾶ τήν πίστη καί τή σχέση μέ τό Θεό, κοινά μέ τή δική μας ἐποχή καί τόν τρόπο πού πιστεύουν κάποιοι ἀδελφοί, κληρικοί καί λαϊκοί, καί ὁριοθετοῦν τή σχέση τους μέ τό Θεό καί τήν Ἁγία Του Ἐκκλησία.
Τήν ἐποχή τοῦ Προφήτη Ἠλία ὑπῆρχε ἕνας θρησκευτικός φιλελευθερισμός. Ἐνῶ ὁ Ἰσραήλ ἦταν ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ λαός πού μόνος αὐτός διέσωσε τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό, ὑπῆρξαν περιπτώσεις στην ἱστορική του διαδρομή, κατά τίς ὁποῖες δέν παρέμενε πιστός στόν Θεό τῶν πατέρων του.
Ἔνοχοι γι᾽ αὐτό τό πνευματικό ἔγκλημα ἦταν κυρίως οἱ μεγάλοι ἡγέτες καί βασιλεῖς ἀλλά καί κάποιοι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔμεναν σταθεροί στήν ἐξ ἀποκαλύψεως πίστη τῶν πατέρων τους, ἀλλά προσέθεταν ἤ ἀφαιροῦσαν στοιχεῖα καί βασικές διδασκαλίες ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τους, «κατά το δοκοῦν».
Τό βασικό, λοιπόν, καί κυρίαρχο πρόβλημα τῆς ἐποχῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία ἦταν πώς ὁ καθένας νόμιζε ὅτι μποροῦσε νά διαχειριστεῖ τό ζήτημα τῆς πίστεως αὐθαιρέτως καί σέ προσωπική βάση.
Την ἐποχή τοῦ Προφήτη Ἠλία βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ ἦταν ὁ Ἀχαάβ, πού εἶχε ὡς σύζυγο τήν Ἰεζάβελ, ἡ ὁποία ἦταν κόρη εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ. Αὐτή ἡ Ἰεζάβελ ἐπιθυμοῦσε νά ἀναμείξει τή δική της εἰδωλολατρική θρησκεία μέ τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Ἰσραήλ.
Ἡ ἐπιμιξία αὐτή δημιούργησε τήν πλασματική θρησκεία τοῦ Βάαλ, τοῦ ψεύτικου θεοῦ τῆς φύσεως. Καί ὁ Ἀχαάβ, γιά νά μή δυσαρεστήσει τή γυναίκα του, ἄρχισε νά διδάσκει τήν πίστη μέ τό δικό του τρόπο.
Ἔφτιαξε βωμούς καί θυσιαστήρια γιά τή λατρεία τοῦ Βάαλ καί ἔγινε, κατά τήν ἄποψή του, κήρυκας ἑνός νέου θεοῦ, ὁ ὁποῖος φυσικά ἦταν ψεύτικος.
Μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ θά μπορούσαμε νά κατανοήσουμε τήν αὐθαιρεσία τοῦ βασιλιᾶ, ἑνός ἀνθρώπου δηλαδή πού δέν ἦταν ὁ ἄμεσος ἐκπρόσωπος και ἐκφραστής τῆς θρησκείας.
Τό πρόβλημα, γιά τό ὁποῖο ἄρχισε ὁ Προφήτης Ἠλίας ζηλωτικά νά ἀμύνεται, δημιουργήθηκε, ὅταν καί κάποιοι ἱερεῖς ἀποφάσισαν νά διαχειριστοῦν τό ζήτημα τῆς πίστεως σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Ἀθέτησαν τίς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, τίς παραποίησαν καί μάλιστα, ἀποτειχιζόμενοι ἀπό τήν ἀληθινή θρησκεία, ἐκήρυτταν μέ τόν δικό τους τρόπο, ἑρμήνευαν μέ τόν δικό τους τρόπο, διαλαλοῦσαν ὅτι ἡ ἀληθινή πίστη μόνο ἀπό αὐτούς μπορεῖ νά διδαχθεῖ καί ὅτι αὐτοί εἶναι οἱ φύλακες καί οἱ ἀμύντορες τῆς θρησκείας.
Βεβαίως, τά πράγματα δέν ἦταν ἔτσι. Στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καί στήν ὑμνολογία ἀλλά καί στά βιβλικά κείμενα, οἱ ἱερεῖς αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὥς «οἱ ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης», δηλαδή «οἱ ἱερεῖς τῆς ντροπῆς».
Αὐτή τή δαιμονική κατάσταση τῆς ἀποτειχίσεως τῶν κληρικῶν καί ἀποκοπῆς τους ἀπό τόν ἐπίσημο κορμό τῆς πίστεως, τή νοσηρά κατάσταση τῆς δημιουργίας μιᾶς νέας ἐκκλησιολογίας, ὅπως θά λέγαμε μέ τά σημερινά δεδομένα, τῆς ἐγωιστικῆς καί προσωπικῆς ἑρμηνείας τῆς πίστεως πολέμησε μέ ζῆλο ὁ Προφήτης Ἠλίας.
Δυστυχῶς, ὅπως τό διαπιστώνουμε ὅλοι μας, καί σήμερα ὑπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες κληρικοί καί λαϊκοί ἀναλαμβάνουν αὐτόκλητα τήν κρίση τῆς ἀληθείας καί τή διαχείριση τῆς πίστεως καί τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μας, ξεχνώντας ὅτι τό ἔργο αὐτό δέν εἶναι δικό τους ἀλλά ἔργο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας καί κυρίως τῆς Συνόδου.
Καθημερινά, ἀγαπητοί μου, πολιορκούμαστε ἀπό δημοσιεύσεις καί κείμενα πού προσπαθοῦν νά «διακηρύξουν» τήν «ἀλήθεια» καί τό «ὀρθό δόγμα», τά ὁποῖα ὅμως παραπλανοῦν κυριολεκτικά ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ.
Τό τραγικό μάλιστα εἶναι ὅτι οἱ πρωτεργάτες αὐτῆς τῆς προσπάθειας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν καί τούς ἑαυτούς τους «ὁμολογητές καί ζηλωτές τῆς πίστεως» σάν τόν Προφήτη Ἠλία, ἀγωνίζονται νά πείσουν ἁπλούς ἀνθρώπους νά μήν ἀκολουθοῦν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά ἐπαναστατοῦν καί νά ἀντιδροῦν, γιατί αὐτό, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά τους, ἐπιβάλλεται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κατάσταση τῆς πνευματικῆς διαστροφῆς καί πλάνης πού ὑπῆρχε τήν ἐποχή τοῦ Προφήτη Ἠλία.
Ὁ καθένας ἔκανε ὅ,τι ἤθελε τότε. Ὁ καθένας ἑρμήνευε τό νόμο ὅπως ἤθελε καί ἡ πίστη ἦταν ὑπόθεση ὄχι ἀποκαλύψεως ἀλλά συγκυριῶν καί προσωπικῶν συμφερόντων.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό τό ὅτι μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες κατάφερε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά συνέλθει ἐπί τό αὐτό καί νά λάβει ἀποφάσεις.
Τό σπουδαῖο δέν εἶναι ἐν προκειμένῳ ἄν οἱ ἀποφάσεις πού ἐλήφθηκαν ἀντέχουν στήν κρίση τῶν αὐστηρῶν ἤ τῶν περισσότερο φιλελεύθερων ἀδελφῶν μας, ἀλλά τό ὅτι ἕνα σημαντικό βῆμα ἐπιτελέστηκε καί ἔγινε μία νέα ἀρχή, πού θά σηματοδοτήσει τό μέλλον καί τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Αὐτοί πού σήμερα αὐτοπαρουσιάζονται ὡς «ζηλωτές» τῆς πίστεως, σίγουρα δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τό ζῆλο καί τήν ἀγωνιστικότητα τοῦ Προφήτη Ἠλία, διότι αὐτός ἀγωνιζόταν νά πείσει τούς ἀνθρώπους νά ἐπιστρέψουν στήν τότε θρησκεία τοῦ Ἰσραήλ, ἐνῶ οἱ σημερινοί «ζηλωτές», ψευτοαγωνιστές καί αὐτόκλητοι ἀμύντορες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγωνίζονται νά πείσουν τούς πιστούς καί τούς κληρικούς νά ἀφήσουν τήν ἐπίσημη Ἐκκλησία καί νά ἀποτειχιστοῦν, νά ἀποκοποῦν, νά ἐπαναστατήσουν, νά ἀντιδράσουν, νά κηρύξουν πόλεμο κατά τῶν ἐπισκόπων, τοῦ ποιμενάρχου τους καί τοῦ Πατριάρχου.
Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ἔργο ἁγίων, δέν εἶναι ἔργο προφητικό καί ἀποστολικό, ἀλλά ἔργο τοῦ διαβόλου, πού παραπέμπει στήν ἐποχή τοῦ Προφήτου Ἠλία, ὅταν ὁ καθένας πίστευε πώς μπορεῖ νά διαχειριστεῖ τήν πίστη κατά τήν κρίση του καί τίς ἐπιθυμίες του.
Οἱ πράξεις αὐτές φέρουν ἐνώπιόν μας τούς «ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης», τούς ὁποίους καί ἡ ἱστορία ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασαν, ὁ δέ Θεός ἔριξε «πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καί κατεύκασεν αὐτούς».
Πολλές φορές, καλοπροαίρετα ἐνδεχομένως, κάποιοι ἀδελφοί μας, ἐπηρεασμένοι εἴτε ἀπό φιλελεύθερο νεοτερισμό εἴτε ἀπό συντηρητικό φανατισμό, κρίνουν καί καταδικάζουν ἀθώους ἤ ἀθωώνουν ἐνόχους, ὅσον ἀφορᾶ τήν πίστη καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Καί στή μέν δεύτερη περίπτωση τῆς ἀθωώσεως τῶν ἐνόχων, δέν δημιουργεῖται κανένα θέμα - ἄλλωστε μέ τήν εὐεργεσία ποτέ δέ δημιουργεῖται ζημιά.
Στήν περίπτωση, ὅμως, τῆς κατακρίσεως καί καταδίκης τῶν ἀθώων εἴμαστε ὑπόλογοι ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Γιά σκεφτεῖτε τί γίνεται μέ ὅλους αὐτούς πού κατηγοροῦν τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, αὐτούς πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὅμως κατηγοροῦν ἐπισήμως καί πανηγυρικῶς τούς Ἐπισκόπους, τούς Πατριάρχες καί τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας;
Ὁ Ξδ´ Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά προβληματίσουν ὅλους αὐτούς πού ἀπερίσκεπτα ὑψώνουν τό ἀνάστημά τους ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας: «Τί σεαυτόν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; Τί γίνῃ κεφαλή, πούς τυγχάνων; Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένος ἐν στρατιώταις;».
Τό βασικό ὑπόβαθρο τῶν σχισμάτων δέν εἶναι συνήθως δογματικό, ὅπως οἱ σύγχρονοι «ζηλωτές» ἱσχυρίζονται καί προβάλλουν, ἀλλά οἱ ὕπουλες καρδιές, ἡ ἔπαρση τῆς ψυχῆς, οἱ προσωπικές ἀντιπάθειες μέ τούς Ἐπισκόπους καί ἡ ἄλογος οἴηση.
Τονίζει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος σέ μιά ἀποστροφή τοῦ λόγου του ὅτι «οὐδέν οὕτως ἀποσχίζει σῶμα Ἐκκλησίας ὡς ἀλαζονεία».
Ἔτσι διαπιστώνουμε ὅτι τά σχίσματα στήν πλειονότητά τους δέν δημιουργοῦνται ἀπό ἁπλούς καί ἀγραμμάτους ἤ καλοπροαίρετους καί πιστούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους καί διαθέτουν μέν θελογικές γνώσεις, ἀλλά δέν διαθέτουν τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, γιά νά μπορέσουν νά διαχειριστοῦν τίς γνώσεις αὐτές.
Φαίνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη τῶν ἱερέων τῆς αἰσχύνης εἶναι ἕνα διαχρονικό φαινόμενο, τό ὁποῖο πάντοτε ἡ Ἐκκλησία θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζει.
Τό δίλημμα, λοιπόν, πού τίθεται, μέ ἀφορμή τη σημερινή ἑορτή τοῦ Προφήτη Ἠλία τοῦ Θεσβίτη καί ζηλωτῆ, εἶναι τό τί θά ἐπιλέξουμε στή ζωή μας.
Τότε τό ἐρώτημα ἦταν: Θεός ἤ Βάαλ; Σήμερα τό ἐρώτημα εἶναι: Ἐκκλησία ἤ Ὀρθοδοξία ἐκτός Ἐκκλησίας; Καλούμαστε νά ἐπιλέξουμε, ἀγαπητοί μου, ἤ Χριστό ἤ κόσμο.
Ἤ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἤ τήν ὑπακοή στή δική μας ἐγωιστική αὐτοπεποίθηση καί στήν προσωπική ἑρμηνεία τῆς πίστεως.
Ἀντιλαμβανόμαστε σίγουρα ὅλοι μας ὅτι αὐτά τά δύο εἶναι ἀσυμβίβαστα. Δέν συνδυάζεται νά εἶσαι ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ζηλωτή καί ἀμύντορα τῆς πίστεως.
Δέν συνδυάζεται νά εἶσαι μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά μήν ἀποδέχεσαι τό θεσμό τῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πιό ἐπίσημη καί αὐθεντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Συνόδου ἐκφράζεται. Ὄχι διά συγκεκριμένων προσώπων. Ὄχι διά μεμονωμένων ἀτόμων. Ὄχι διά ὀργανώσεων καί ὁμάδων.
Ἄς μείνουμε ὅλοι, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί, πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στό ἅρμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστεως. Ἄς ἀφήσουμε τό ἅρμα τοῦ Φαραώ, τό ὁποῖο ἀεροβατεῖ καί κρημνίζει.
Ὁ Προφήτης Ἠλίας μᾶς καλεῖ πρός τά ὕψη, ὅπως αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μας καί ἡ κλήση μας. Ἀλλά ἡ κλήση αὐτή πραγματώνεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μποροῦμε νά ἀκούσομε τήν ἀλήθεια, ὅπως σωστά εἰπώθηκε στόν Προφήτη Ἠλία: «Ἰδού ἔγνωκα, ὅτι σύ ἄνθρωπος Θεοῦ καί ρῆμα Κυρίου ἐν τῷ στόματί σου ἀληθινόν» (Γ´ Βασιλ. 17, 24).


ΣΧΟΛΙΟ: Ας θέσουμε τό ερώτημα πού αφορά έλλογα όντα καί τό οποίο απουσιάζει από τίς ψυχές όλων μας. ΓΙΑΤΙ; Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά καί οι μέν κατηγορούν τούς δέν; Μήπως οι βαρειές εκφράσεις πού ανταλλάσσονται οφείλονται στήν αδυναμία μας μπρός σ' αυτό ακριβώς τό ερώτημα;

Αμέθυστος

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεχτήκαμε την εξουσία μέσα στην Εκκλησία... Όπως το λέει ο π. Αλέξ. Σμέμαν στο (δημοσιευμένο μετά τον θάνατό του) ημερολόγιό του... Κάποιοι κάθησαν στους θώκους και δεν θέλουν με τίποτα να ξεκουνηθούν... Κι όμως, είναι γεμάτη η ιστορία της Εκκλησίας από επισκόπους που αρνήθηκαν την αληθινή πίστη, άρα τον Κύριο... Ο άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει πως ο επίσκοπος είναι ο ανώτατος βαθμός του διακόνου... Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με τα απόλυτα αυτο-είδωλα... Προφανώς χάσαμε κι ο καθένας μας την αληθινή εν Χριστώ ζωή, που δεν είναι τύπος και υπογραμμός... Δεν εκφράζει καμμιά Σύνοδος την Εκκλησία, οι Σύνοδοι πολεμούν τις αιρέσεις... Και ο Προφήτης Ηλίας ήταν ένας, και άλλες 70.000 άγνωστοι πιστοί... Ίσως η απάντηση στο "γιατί" είναι ότι πάψαμε να ζητούμε το θέλημά Του, και όχι το δικό μας ανθρώπινο - απάνθρωπο θέλημα...

amethystos είπε...

Γόνιμο σχόλιο. Εάν ενώσουμε αρχή καί τέλος. Δεχθήκαμε τήν εξουσία επειδή ακούμε τό δικό μας απάνθρωπο θέλημα.