Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ (3)

Συνέχεια από: Tρίτη 6 Ιουνίου 2017 

3. Η κλασσική διατύπωση. 

Enrico Berti
Φτάνουμε λοιπόν επιτέλους στο τέταρτο κεφάλαιο, στο οποίο βρίσκεται η κλασσική διατύπωση της συμπτώσεως των αντιθέτων. Εκείνη δηλαδή η οποία συζητήθηκε περισσότερο απο τους ερευνητές, όπου μάλιστα η σύμπτωση του μεγίστου και του ελαχίστου στον Θεό, αποδεικνύεται, ας πούμε.
Εδώ λοιπόν ο Cusano αρχίζει ξεκαθαρίζοντας πώς το μέγιστο αφού είναι άπειρη αλήθεια, γίνεται κατανοητό μ’έναν ακατανόητο τρόπο. Αυτό επιβεβαιώνει την εξίσωση που ήδη θίξαμε λίγο πρίν ανάμεσα στην αλήθεια και στο άπειρο, και ταυτόχρονα την αγνωσία του. Στην συνέχεια εξηγεί πώς τα πράγματα που γνωρίζονται με την αίσθηση, με την νόηση (ratione) και με τον νού, δέχονται το περισσότερο και το λιγότερο, και γι’αυτό δέν είναι ποτέ ίσα το ένα με το άλλο. Ενώ αντιθέτως το μέγιστο μή αποδεχόμενο το περισσότερο και το λιγότερο, είναι ταυτοχρόνως και η μέγιστη ισότης.
Η δρομολόγηση της σκέψεως είναι καθαρά πλατωνική, διότι θυμίζει όχι μόνον τον Φαίδωνα, όπου αποδεικνύεται η ύπαρξη της ιδέας τού ίσου λόγω της ανεπάρκειας των αισθητών πραγματικοτήτων, στην έννοια του ίσου ( Πλάτωνος Φαίδων 73Α-75 D), αλλά θυμίζει επίσης και τα λεγόμενα «άγραφα δόγματα» δηλ. τις θεωρίες οι οποίες δέν βρίσκονται μέσα στους διαλόγους του Πλάτωνος, οι οποίες όμως αποδίδονται σ’αυτόν απο τον Αριστοτέλη, όπου το Ένα ταυτίζεται με το ίσο και αντιτίθεται στο άνισο, υποδεικνυόμενο επίσης και σαν μεγάλο και μικρό, περισσότερο και λιγότερο, υπερβολικό και προβληματικό ( Αριστοτέλους Μεταφυσική ΧΙV I, και τα επόμενα κεφάλαια όπως επίσης και το βιβλίο Icc. 6 και 9 και το βιβλίο XIIΙ, cc 7-9)
Σ’αυτό το σημείο ο Cusano επιβεβαιώνοντας σχεδόν πώς έχει μπροστά του την Μεταφυσική, εισάγει στον λόγο του ένα τυπικό Αριστοτελικό θέμα, το θέμα τού ενεργεία καθαρού, και δηλώνει : «γι’αυτό το μέγιστο στο απόλυτο νόημα του, καθώς είναι όλο όσο μπορεί να είναι, είναι ολοκληρωτικώς ενεργεία. Σ’αυτό το σημείο δέν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν το μέγιστο είναι ολοκληρωτικώς ενεργεία επειδή πραγματοποίησε όλες τις δυνατότητες του, δηλαδή όλο εκείνο που αυτό μπορεί να είναι (κατηγόρημα), ή επειδή πραγματοποίησε όλο εκείνο που (υποκείμενο) μπορεί να είναι, δηλ. όλα τα πράγματα που μπορούν να υπάρξουν. Στην πρώτη περίπτωση θα είχαμε την Αριστοτελική θεωρία σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι καθαρά ενεργεία, διότι δέν έχει είς εαυτόν καμμία δυνατότητα πλέον, δηλ. έχουν πραγματοποιηθεί τα πάντα. Στην δεύτερη όμως περίπτωση θα είχαμε το δόγμα που εκθέσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια. Σύμφωνα με το οποίο ο Θεός είναι η ολότης τού πραγματικού δηλ. περιέχει εις εαυτόν όλα τα πράγματα. Και γι άυτόν τον λόγο είναι πολύ πιθανόν το νόημα του χωρίου να είναι η δεύτερη περίπτωση.
Το καθοριστικό όμως μέρος για την σύμπτωση των αντιθέτων έρχεται αμέσως μετά και ακούγεται ώς εξής: «και όπως ακριβώς δέν μπορεί να είναι μεγαλύτερο, για τον ίδιο λόγο δέν μπορεί να είναι και μικρότερο, καθότι είναι όλο εκείνο που μπορεί να υπάρξει. Απο το άλλο μέρος αυτό απο το οποίο δέν μπορεί να υπάρξει μικρότερο είναι το ελάχιστο. Και επειδή το μέγιστο είναι μ’αυτόν τον ίδιο τρόπο , είναι φανερό πώς το μέγιστο και το ελάχιστο είναι συμπτωματικά». Ακόμη και εδώ εάν ερμηνευθεί η φράση «καθώς είναι όλο εκείνο που μπορεί να υπάρξει» σαν να εκφράζει το γεγονός ότι το μέγιστο πραγματοποίησε όλες του τις δυνατότητες, το χωρίο αυτό σημαίνει πώς αυτό δέν μπορεί να είναι μεγαλύτερο απο αυτό που είναι και για τον ίδιο λόγο δέν μπορεί να είναι ούτε μικρότερο απο αυτό που είναι. Δηλ. δέν έχει πλέον καμμία δυνατότητα ούτε να είναι μεγαλύτερο ούτε μικρότερο. Αυτό λοιπόν θα  ήταν ένα δόγμα τελείως Αριστοτελικό, το οποίο δέν θα έκανε τίποτε άλλο απο το να επιβεβαιώσει πώς ο Θεός είναι καθαρή ενέργεια, αποκλείοντας από αυτόν κάθε δυνατότητα όπως επίσης καί νά είναι μεγαλύτερος καί νά είναι μικρότερος απο αυτό που είναι. Αυτό το δόγμα θα είχε σαν συνέπεια μία σύμπτωση των αντιθέτων μόνον ονομαστική, δηλ. την σύμπτωση του μέγιστου και του ελάχιστου στο ένα, υπολογιζόμενο ώς πρός τον εαυτό του, και δέν θα συνεπάγετο καμμία αντίθεση με την αρχή της μή-αντιφάσεως.
Όμως ο ορισμός του «ελάχιστου» που δίνει ο Cusano αποκλείει μία τέτοια ερμηνεία: διότι εάν πράγματι, ελάχιστο είναι όχι αυτό που (Quod) δέν μπορεί να είναι μικρότερο αλλά αυτό απο το οποίο  (Quo) δέν μπορεί να υπάρξει μικρότερο, όπως δηλώνει ο Cusano, τότε το Ενα είναι ελάχιστο, όχι επειδή πραγματοποίησε όλες του τις δυνατότητες, και δέν διαθέτει πλέον την δυνατότητα να είναι μικρότερο απο αυτό που είναι, αλλά επειδή δέν υπάρχει κανενα πράγμα που να είναι μικρότερο απο αυτό, επειδή δηλ. πραγματοποίησε όλες τις δυνατότητες που τα άλλα πράγματα θα είχαν για να είναι μικρότερα, δηλ. όλες τις δυνατότητες των άλλων πραγμάτων. Σ’αυτή την περίπτωση ο λόγος που υιοθετείται απο τον Cusano για να αποδείξει πώς το μέγιστο είναι επίσης και ελάχιστο, το γεγονός δηλ. πώς αυτό είναι όλα όσα μπορούν να υπάρξουν πρέπει να εννοηθεί με την σημασία πώς αυτό είναι όλα τα πράγματα (κατηγόρημα) που μπορούν να υπάρξουν ή όλα όσα τα άλλα πράγματα μπορούν να είναι.
Το να πούμε όμως πώς το μέγιστο είναι επίσης και ελάχιστο μ’αυτή την σημασία, δέν προσθέτει τίποτε στην σύλληψη του μέγιστου σαν την ολότητα του πραγματικού, και παρότι δέν είναι πλέον στα σίγουρα μία θεωρία αποδεκτή  απο την Αριστοτελική οπτική γωνία, δέν φαίνεται ακόμη η αντίθεσή της με την αρχή της μή-αντιφάσεως. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έρχεται σε αντίθεση, το πολύ-πολύ με μία άλλη παρατήρηση, διατυπωμένη απο τον Κάντ σε αναφορά του στους οπαδούς του Λάϊμπνιτς, δηλ. στους υποστηρικτές της νοησιαρχικής μεταφυσικής: «οι ακόλουθοι του δέν βρίσκουν μόνον δυνατόν, αλλά και φυσικό, αν συναρθροίσουν σε ένα όν όλες τις πραγματικότητες χωρίς να τους απασχολήσει καθόλου η οποιαδήποτε αντίθεση, επειδή αυτοί δέν γνωρίζουν καμμία άλλη εκτός της αντιφάσεως  (λόγω της οποίας αυτή η ίδια η έννοια ενός πράγματος εκμηδενίζεται) αλλά δέν γνωρίζουν εκείνη την άρνηση της αμοιβαίας εκμηδενίσεως, όπου μία πραγματική αρχή εκμηδενίζει το αποτέλεσμα της άλλης» (Κριτική του καθαρού λόγου) Ακόμη και για τον Κάντ λοιπόν μία τέτοια θέση δέν συνεπάγεται μία αντίφαση, δηλ. κάτι που είναι λογικώς αδύνατο, αλλά μόνον μία πραγματική αντίθεση, δηλ. μία εναντίωση.
Συνεχίζεται 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: