Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ (9)

Συνέχεια από:Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

ΤΟ ΟΛΟΝ  ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας

2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. 
1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Μεταστροφή και δημιουργία. 
Δέν είναι όμως η μοναδική αναθεώρηση που επιβάλλει η χριστιανική ενvοιολόγηση της δημιουργίας. Εάν για τον Πλωτίνο ο χρόνος είναι καταγωγικά το μέτρο τής αποστάσεως του Ενός από τον εαυτό —αποξένωση και επιστροφή—, για τον Αυγουστίνο η απόσταση τού δημιουργήματος από τον Δημιουργό αποτελεί μέρος της καλής δημιουργίας του Θεού. Σ’αυτό το όραμα τής δημιουργίας ο χρόνος δέν είναι πλέον κάτι κακό, κάτι αμαρτωλό. Εξαρτάται από το ριζικό γεγονός πως δέν είναι Θεός τού δημιουργήματος, δηλ. για τον Αυγουστίνο, βασικώς, απο την (σωματική ή πνευματική) υλικότητα του. Αυτή η υλικότης είναι η αρχή της ολοκληρωτικής διαμορφοποιήσεώς του απο τον Θεό, και όλη η ομοιότης με τον Θεό εξαρτάται απο εκείνη την δύναμη η οποία ανακαλεί το δημιούργημα στον Θεό, εκείνη του Λόγου δηλ., ο οποίος ψαρεύει την μορφή απο την ύλη.[Δέν υπάρχει ήδη η πτώση καί η Κ.Δ.]
Επιπλέον, επειδή η ύλη δέν μπορεί να σταθεί με τίποτα σε μιά αντίθεση με τον Θεό —όπως ισχυρίζεται σταθερά σε όλο του το έργο εναντίον των Μανιχαίων—αλλά είναι αντιθέτως η ατελείωτη βάση όλων των καλών έργων των δημιουργημένων απο τον Θεό, υπάρχει επίσης ένας αγαθός χρόνος για την δημιουργία, ο οποίος καθ’εαυτός δέν είναι έκφραση «αλλοτριώσεως». Γι’αυτό λοιπόν αυτό το δημιούργημα που καλείται στο Είναι απο το όριο του Μηδενός (ύλη) προς τον Θεό, είναι ουσιαστικώς μία ένταση στην πηγή τού Είναι, καθώς είναι υπερβατική (και γι’αυτό  υπερχρονική), δηλ. τείνει προς τον Θεό.
Αυτή η εκστατική μορφή τής υπάρξεως φαίνεται να συρρέει με τον ίδιο τρόπο στον Πλωτίνο και στον Αυγουστίνο στο Χρονικό και πεπερασμένο όν, αλλά το νόημα είναι διαφορετικό. Στον Πλωτίνο η στροφή προς τα πίσω είναι μυστική έκσταση στην ταυτότητα, στον Αυγουστίνο όμως είναι αγαπητική παράδοση στον Θεό: προσευχή σαν Λατρεία, ευχαριστία και αίτημα. Μόνον σαν προσευχή η δημιουργημένη αγάπη ενώνεται με την αιώνια αγάπη του Θεού, υπερβαίνοντας μ’αυτόν τον τρόπο, μέσω της ανυψώσεως πέρα από τον εαυτό —όπως επίσης και πέρα απο την ίδια την ψυχή—, την χρονικότητά της, για να καταλήξει στον Θεό, πέρα από την αστάθεια της, στην απόλυτη αγάπη.
Αυτή η υπέρβαση όμως, όπως ο Αυγουστίνος γνωρίζει και κατανοεί όλο και καλύτερα, είναι έργο εκλογής, της αδιάγνωστης αγαπητικής χάρης του Θεού. Και μόνον από αυτήν έρχεται η δυνατότης απαντήσεως σε εκείνη.
 Έτσι λοιπόν, και πρίν και μετά τις Εξομολογήσεις, βρίσκουμε στον Αυγουστίνο την έννοια του Χρόνου σαν μέσον του καλού και ωραίου έργου του Θεού. Η μουσική είναι ένα Μηδέν που αντηχεί. Μόνον στην καθαρή α-ταυτοποίηση του Χρόνου, που γράφονται τα υπέροχα έργα της, μουσική, αριθμός και τάξη, στο κύλισμα του Χρόνου, οφείλουν την ομορφιά τους. Ακόμη πιο σημαντική είναι η γλώσσα, έκφραση του προσώπου, η οποία όπως και η μουσική αφήνεται σ’αυτό το «μέσον» τού μηδενός και συλλαβή μετά την συλλαβή κυλάει μέχρις ότου το νόημα τής ομιλίας, απεσταγμένο σαν ουσία κάποιου κρυμμένου πράγματος, συγκεντρώνεται από τον ακροατή.
Με την γλώσσα όμως, καθότι ελεύθερη επικοινωνία προσώπων η οποία πραγματοποιείται όταν και όπως αυτά θέλουν, η χρονική στιγμή αποκτά χαρακτήρα ιστορίας. Εκείνη η πραγματικότης η απολύτως πρωτότυπη στον χρόνο που είναι το πρόσωπο, εκφράζεται με τρόπο ολωσδιόλου πρωτότυπο μέσω τής γλώσσας, σαν λέξεις και πράξεις, και γεννά επομένως στον χρόνο κάτι πρωτότυπο. Ο Χρόνος, ακόμη και σαν κενό που δέν υποτάσσεται απο το δημιούργημα , προσφέρει τον απαραίτητο χώρο στον οποίον το πνεύμα μπορεί να ανοίξει με αποφασιστικότητα, να εκφραστεί και να τελειοποιηθεί. Αυτό το ίδιο το αδιαφοροποίητο του κενού χώρου γίνεται η καταγωγή της αυτοβεβαιώσεως, δηλαδή, το απεριόριστο, είναι ένα στοιχείο εκείνου ακριβώς του περιορισμού που συστήνει το «ιστορικό».
Στον Πλωτίνο δέν υπήρχε ιστορία μίας κάποιας φιλοσοφικής αξίας, ούτε γήινη ούτε μυστική. Με τον Αυγουστίνο κάθε γεγονός ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο εγγράφεται στην ιστορική διάσταση. Ιστορική είναι η μεταστροφή του ατόμου, του ίδιου του Αυγουστίνου, ιστορικό θα είναι και το οδοιπορικό της πολιτείας του Θεού μέσα απο το κύλισμα του Χρόνου.
Αλλά η ιστορία δέν είναι μόνον το ξετύλιγμα της σχέσεως ανάμεσα στο αιώνιο πνεύμα και στο χρονικό. Ακόμη και η φυσική πραγματικότης εμπλέκεται στην ιστορικότητα. Η βιβλική παρουσίαση του έργου των έξι ημερών εστιάζει ακριβώς σ’αυτήν την ιστορικότητα τής φύσεως. Και όταν ο Αυγουστίνος, σαν φιλόσοφος της φύσεως, προσπαθεί να ξεκαθαρίσει την σημασία της, δέν έχει ανάγκη να αποδείξει την αναφορά σε ολόκληρη την χρονική διάσταση της μυθικής γλώσσας που χρησιμοποιείται. Οπωσδήποτε μόνον ο Θεός είναι καθ’ εαυτός αιώνιος και ο χρόνος είναι εσωτερικός στον κόσμο (αυτό που ο Πλάτων στον Τίμαιο είχε ήδη καθορίσει). Και έτσι ο Θεός δημιουργεί τα πάντα σε μία φορά. Αυτό όμως δέν σημαίνει απλώς την υπερβατικότητα της πρώτης αρχής απέναντι στον χρόνο, και την «συγχρονότητά» της απέναντι απο κάθε στιγμή του χρόνου του κόσμου, αλλά επίσης και την δυνατότητα εκ μέρους του Θεού να θέσει απο την αρχή της αρχές της υπάρξεως των πραγμάτων, οι οποίες «αοράτως, εν δυνάμει, σύμφωνα με τις αιτίες τους» κείτονται μέσα στην ύλη μέχρις ότου έλθουν στο Φώς σαν ολοκληρωμένη πραματικότης «στην απαραίτητη ακολουθία του χρόνου» (Per temporum muoras). Σχόλιο στην Γεν. 5,45/6η.10.
Η ιστορία της φύσεως προσλαμβάνει τοιουτοτρόπως ένα είδος συμμετοχής στην ιδιαίτερη ιστορία του κόσμου, και παρότι βεβαιώνεται με ξεκάθαρο τρόπο πως και ο άνθρωπος επίσης είναι «κρυμμένος» στις rationes seminales (έμφυτους λόγους), γίνεται βασικώς πλέον δυνατόν να παρουσιάσουμε την ιστορία της φύσεως σαν εμβρυακή ανθρωπολογία. Ο Αυγουστίνος όμως με αυτή του την σύλληψη της επαρκούς πράξεως των δευτέρων αιτιών που τοποθετήθηκαν εν ενεργεία από τον δημιουργό δέν θέλησε σε καμμία περίπτωση να του αφαιρέσει την ελευθερία που διατηρεί σε κάθε στιγμή απέναντι στο έργο του. Η δυναμική πρόοδος του κόσμου, ξεκινώντας απο τις ενυπάρχουσες αρχές του, συστήνει περισσότερο την προϋπόθεση για έναν πραγματικό ιστορικό διάλογο, ελευθέρως διεκπεραιωμένο ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση.
Εάν τα πράγματα λοιπόν έχουν τοιουτοτρόπως, τότε εμπλέκεται και το πεπερασμένο του χρόνου. Αυτό εξαρτάται απο το πεπερασμένο του δημιουργημένου Είναι και μάλιστα ταυτίζεται με αυτό! Το πεπερασμένο δημιούργημα κινείται προς στον Θεό, αλλά δέν μπορεί να ξεκινήσει παρα «από» τον Θεό που το δημιούργησε και γι’αυτό «πρός» τον Θεό που το καθορίζει μέσα στα όριά του και το ανακαλεί κοντά του αποσπώντας το απο το βάθος του Είναι του. Το γεγονός πως το αιώνιο Είναι συστήνει «το μέτρο» της υπάρξεως του πεπερασμένου κτίσματος σημαίνει αμέσως επίσης πως η άχρονη αιωνιότης συστήνει το μέτρο της χρονικής υπάρξεώς της. Με το Είναι προσφέρεται στο κτιστό ένας δρόμος, ένας έμφυτος λόγος αναγκαίως πεπερασμένος, ο οποίος αναπτύσσεται σύμφωνα με μία συγκεκριμένη κατεύθυνση προς μία συγκεκριμένη ολοκλήρωση. Και στο μέτρο αυτής της προόδου ξεδιπλώνει η διάρκεια του σαν χρονικό συμβάν. Απαραίτητη συνθήκη αυτής της διάρκειας είναι η ενεργός παρουσία της αιωνιότητος του Θεού, ο οποίος καθοδηγεί και περιορίζει αυτήν την πρόοδο στον χρόνο και ταυτοχρόνως την διατηρεί στην ελευθερία. Η υπερβατικότης όμως αυτής της ενυπάρχουσας αιωνιότητος απέναντι στον χρόνο επιτρέπει στον τελευταίο σε κάθε στιγμή να την τοποθετεί απέναντι όπως στον Άλλον, στον Αιώνιο, έτσι ώστε να καθιστά δυνατό το άνοιγμα ενός διαλόγου ανάμεσα στον χρόνο και στην αιωνιότητα την ίδια.
Αυτή η μυστηριώδης σχέση υπερβατικότητος και ενύπαρξης απέναντι στον χρόνο εκ μέρους της αιωνιότητος (η οποία όχι μόνον επιτρέπει την πρόοδο της χρονικής πραγματικότητος, αλλά την συνοδεύει στην ανάπτυξή της σύμφωνα με την σημασία που της ανήκει, «προορίζοντας» και «προορώντας») εμφανίζουν τις αντινομίες του πέρατος του χρόνου σοβαρές όσο και εκείνες τις περατότητος του δημιουργημένου Είναι. Πώς μπορεί η αναλογία του Είναι να σημάνει μία αυθεντική ανύψωση πρός τον Θεό, και παρ’όλα αυτά και μία παραμονή απέναντι στον Θεό σαν αιωνίως μετρημένο από ψηλά; Πώς μπορεί να επιστρέψει στον Θεό από τον οποίο προήλθε, χωρίς να γίνει ο Θεός ο ίδιος; Η πρώτη όψη φανερώνει την αυθεντική ελευθερία και ανεξαρτησία του χρόνου της δημιουργίας, που της επιτρέπει να στραφεί προσωπικώς και μέσα στην αγάπη και καταγωγή της σαν τελικό της σκοπό και επομένως να επιστρέψει σ’αυτήν σαν ένα αίσιο και καθοριστικό τέλος του οδοιπορικού της. Το δεύτερο φανερώνει τον χρόνο του κτίσματος σαν χρόνο κάθετο-κυκλικό. Ο πεπερασμένος χρόνος αντιπροσωπεύει λοιπόν στ’αλήθεια, σύμφωνα με τον λόγο του Ειρηναίου : «την ωρίμανση του καρπού της αιωνιότητος» (Ενάντια στις αιρέσεις 4,5,1). Φαίνεται λοιπόν από όλο αυτό, πως ο αρχαίος μύθος του κύκλου (ο οριζόντιος) του χρόνου (του κυκλικού χρόνου) σαν αιώνια επανάληψη κρύβει και συστήνει κατα κάποιον τρόπο μία μορφή εξαντλήσεως του αληθινού περιεχομένου του χρόνου. Υπάρχει σε εκείνη την αρχαία κυκλική σύλληψη μία ιδέα του τέλους του χρόνου. Αλλά στο μόνιμο μέτρο της επαναλήψεώς του. Το οδοιπορικό από τον άπειρο Θεό στον άπειρο Θεό μεταφέρεται από το κάθετο επίπεδο στο οριζόντιο και επομένως σε μία αιωνιότητα κενή, χωρίς ελπίδα.
Όλοι αυτοί οι συλλογισμοί όμως στην δημιουργία και στον χρόνο παραμένουν κατα κάποιον τρόπο φανταστικοί, καθώς γνωρίζουμε αυτές τις δύο πραγματικότητες μόνον στην τροπικότητα τής πτώσεως και της επιστροφής μέσω της χάρης. Ή μήπως δέν είναι έτσι; Και όμως εκείνο το πρώτο δοξασμένο δημιούργημα, που οι Εξομολογήσεις περιέγραψαν σαν την ουράνια πολιτεία του Θεού, μητέρα μας και πατρίδα μας, δεν μειώθηκε ποτέ απο τον εαυτό της. Πρωτογενώς σκοτεινή και έγχρονη, καθώς όπως όλα τα κτιστά όντα αποσπάστηκε απο την ύλη, προοδεύει παρ’όλα αυτά ανυψούμενη προς το αιώνιο Φώς. Αυτό το όραμα είναι αρκετό για να δηλώσουμε μαζί με τον Αυγουστίνο πως και η φυσική τάξη της δημιουργίας επίσης δέν έχει καμμία δυνατότητα αυθεντικής υπάρξεως παρά μόνον σε μία κάθετη σχέση με την αιωνιότητα, η οποία θα τον απελευθερώσει από την ενοχή και την πτώση.
Ακόμη και εδώ ισχύει πως η έγχρονη δημιουργία —ένα μηδέν που αντηχεί και ομιλεί— υπάρχει αυθεντικά μόνον στην αγαπητική του προσκόλληση στην αιώνια θέληση, και πως το φρούτο που της είναι δυνατό να αντλήσει διασχίζοντας την απόσταση του χρόνου, ωριμάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να τοποθετείται σε σίγουρο μέρος, δηλ. σ’αυτήν την ίδια την βασιλεία του Θεού. Ακόμη και εδώ η οριζόντια διάσταση του χρόνου έχει νόημα μόνον στην αναφορά της της σχέσεώς της με την κάθετη.
Συνεχίζεται
ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: