Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (60)

                                     
                                    PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                ΠΛΑΤΩΝ

                                                 ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                           Πρώτη περίοδος
    ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΜΑΔΑ  -  Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
      
                                       11.  «Α Π Ο Λ Ο Γ Ι Α»


     Λόγοι απολογητικοί τού Σωκράτη και λόγοι υπέρ ή κατά τού Σωκράτη ξεκίνησαν να γράφονται αμέσως μετά τον θάνατό του· και τον μεγαλύτερο και τελευταίο απ’ αυτούς τον συνέταξε ύστερα από περισσότερα από 700 χρόνια ο Λιβάνιος. Το πώς στάθηκε πράγματι μπροστά στο δικαστήριο και τί είπε πράγματι εκεί ο Σωκράτης, δεν παύει να αναστατώνη τους ανθρώπους, και δύσκολα αρκούμαστε στη διέξοδο, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα περί αυτού. Πράγματι, εντελώς τίποτα; Δεν θα πιστέψη βέβαια κανείς πια σήμερα, ότι αναπαράγει σε όλα του τα ουσιώδη τον πραγματικό λόγο τού Σωκράτη η «Απολογία» τού Πλάτωνα. Θα είχε θελήσει ή και μπορέσει να εκφωνήση ποτέ έναν τόσο τελειοποιημένο (πρέπει να το πούμε) στο ύφος τού 4ου π.Χ. αιώνα λόγο, ένας άνθρωπος του 5ου αιώνα, και ο πιο ‘προφορικός’ προπάντων και διαλογικός όλων τών Ελλήνων; Ο οποίος και δηλώνει συνεχώς μάλιστα, ακριβώς στον Πλάτωνα, ότι δεν τα καταφέρνει στους μακρούς λόγους; Θα μπορούσε ίσως να μοιάζη η αποσπασματική τουλάχιστον και διαλογική εν πολλοίς «Απολογία» τού Ξενοφώντα από απόσταση σε κείνο, που θα είχε ακούσει ένας αντικειμενικός μάρτυς τής διαδικασίας – αν μπορούσε βέβαια να έχη υπάρξει ένας τέτοιος. Και θα αμφισβητήση βέβαια αμέσως εδώ κανείς, αν ήταν καν σε θέση να πραγματοποιήση εκείνο, για το οποίο και είχε σίγουρα την καλύτερη πρόθεση ο Ξενοφών: να καταγράψη δηλ. αυτό που «πράγματι» (τώ όντι) είχε πη ο Σωκράτης.
 
    Μήπως όμως δεν είπε απολύτως τίποτα ή σχεδόν τίποτα μέσα στη θυελλώδη εκείνη δικαστική διαδικασία ο Σωκράτης, και μας δίνει γι’ αυτό μιαν εικόνα ο άνθρωπος της εξουσίας Καλλικλής στον πλατωνικό «Γοργία», όπου και προβλέπει για τον Σωκράτη (486 ΑΒ), πως: «Θα σου έρθη ζάλη όταν θα σε σύρουν στο δικαστήριο, και θ’ ανοίγης τότε το στόμα σου και δεν θα ξεύρης τί θα πρέπη να πης» - μια πρόβλεψη, στην οποίαν δεν αντιλέγει ο Σωκράτης, αλλά φαίνεται να την επιβεβαιώνη μάλιστα στο τέλος: «Δεν θα έχω τίποτα να πω μπροστά στο δικαστήριο» (521 Ε), και στον Καλλικλή κατόπιν: «Όταν εμφανιστής κι εσύ μπροστά στους δικαστές τού Κάτω Κόσμου, θ’ ανοίξης το στόμα σου και θα είσαι ζαλισμένος, καθόλου μάλιστα λιγότερο απ’ ό,τι είμαι τώρα εγώ εδώ» (526 Ε κ.ε.). Μπορούμε όμως πράγματι να πιστέψουμε, ότι θα έμενε σιωπηλός μπροστά στην κατηγορία που του καταλόγισαν ο Σωκράτης; Κι ακόμα και τότε: δεν θα αποδιδόταν μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία σε μια τέτοια σιωπή; Ας μην ξεχνάμε, ότι έχει μιλήσει σχεδόν κατά λέξη ως εξής για τον εαυτό του στους πρώιμους ήδη διαλόγους ο πλατωνικός Σωκράτης: «Σκοτείνιασαν τα μάτια μου και ζάλη με κατέλαβε» (Πρωταγόρας 339 Ε). Και : «Μ’ έπιασε ζάλη, καθώς είναι τόσο αδιέξοδη η συζήτησή μας» (Λύσις 216 C). Μπορούμε να παραβλέψουμε την ειρωνία (Ironie) σ’ όλα αυτά;
 
     Ο ρήτορας Μάξιμος απ’ την Τύρο συνέταξε τον 2ο μ.Χ. αιώνα έναν λόγο υπό τον τίτλο, «Έπραξε σωστά που δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο Σωκράτης;» - ένας λόγος που απευθύνεται σε κείνους, που «ακόμα» επιτίθενται στον Σωκράτη. Εννοεί άραγες ο Μάξιμος, πως δεν μίλησε καθόλου ή σχεδόν καθόλου ο Σωκράτης; Ή μήπως εννοεί, πως δεν υπήρξε ένας υπαρασπιστικός λόγος με την αυστηρήν έννοια της λέξης; Κάποιες στιγμές φαίνεται να πιστεύη, πως εσιώπησε εντελώς ο Σωκράτης. Αλλά ακόμα κι αν το εννοούσε έτσι, θα είχε σαφέστατη αντίρρηση στη σύγχρονη κρίση, πως «παραιτήθηκε μπροστά στο δικαστήριο ο Σωκράτης» (H. Gomperz). Γιατί αυτό ακριβώς καθιστά σαφές ο Μάξιμος: Αν είχε εκφέρει έναν υπερασπιστικό λόγο ο Σωκράτης, αυτό θα σήμαινε: «να γυρίση την πλάτη και να διαφύγη τα χτυπήματα· και θα ήταν μια δειλία αυτό, κρυμμένη πίσω από μιαν ωραίαν εμφάνιση». Έπραξε όμως ακριβώς το αντίθετο ο Σωκράτης: «Έμεινε, ανέλαβε το χτύπημα, και αποδείχθηκε ήρωας» (ΙΙΙ 8 κ.ε.). Μπορεί να είπε πράγματι πολύ λίγα σε κείνην τη θυελλώδη δίκη, που να έμοιαζαν μ’ έναν αντίστοιχο λόγο τού πρώιμου 4ου αιώνα ο Σωκράτης, μπορεί και πράγματι να «ζαλίστηκε» κάποιες στιγμές. Αλλά δεν θα είχε ούτε ακόμα κι ο Πλάτων τη δύναμη, έστω κι αν θα το ήθελε, να μετατρέψη σε νικητή έναν ηττημένο, και να τον θέση κατόπιν για μιαν ολόκληρη ζωή στο κέντρο του ίδιου του δικού του έργου. Παραιτήθηκε μπροστά στο δικακαστήριο της Αθήνας τόσο λίγο, όσο και ο Ιησούς μπροστά στο Συνέδριο (Synhedrion) και μπροστά στον Πιλάτο. Γιατί αν είχε συμβή διαφορετικά, θα είχε πάρει και έναν άλλον δρόμο η παγκόσμια ιστορία. –

     Ο τίτλος τής πλατωνικής «Απολογίας» αποζητά, να μπούμε στην ουσία αυτού που ονομάζεται «απολογητικό». Και δεν χρειάζεται παρά να προσέξουμε την ξενοφώντια «Απολογία», για να βρούμε ένα υπερασπιστικό κείμενο με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Ο Ξενοφών σκοπεύει στο να αποδείξη λανθασμένα τα διάφορα σημεία τής κατηγορίας, κι αν φανερώνεται αναγκαστικά και κάτι απ’ την ύπαρξη αυτού που μιλά εδώ – και κυρίως στην αρχή, όπου λέγεται πως υπήρξε ολόκληρη η ζωή τού Σωκράτη η καλύτερη προετοιμασία για τον υπερασπιστικό του λόγο -, αυτό συμβαίνει μόνο παράπλευρα και δεν πηγαίνει σε βάθος. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, εφ’ όσον δεν φαίνεται παρά να προσπαθή να αποδείξη, πως δεν είναι προπάντων διαφορετικός απ’ όλους τούς άλλους ο Σωκράτης· ότι παίρνει μέρος στις δημόσιες θυσίες και γιορτές· ότι ακούν κι άλλοι «φωνές» όπως κι αυτός· κι ότι ακολουθούν γενικώς, κι όχι μόνο στην περίπτωσή του, τους ειδήμονες παρά τούς γονείς οι νέοι. Είναι όμως και με μια δεύτερην έννοια «απολογητικό» (apologetisch) το κείμενο του Ξενοφώντα: θέλει να απαλλάξη τον Σωκράτη απ’ την κατηγορία, ότι υπήρξε ανόητο το υπερήφανο ύφος τού λόγου του, και νομίζει πως το κατορθώνει αυτό βεβαιώνοντας, πως ήθελε όντως να πεθάνη.

    Δεν είναι όμως κατά κανέναν τρόπο απολογητική στο βάθος η πρόθεση του Πλάτωνα, έστω κι αν τον παρακινούσε ίσως προς αυτό ο ‘λογοτεχνικός’ αγώνας που διεξαγόταν τότε γύρω απ’ τη μνήμη τού φονευθέντος ανάμεσα στους πολιτικούς-λογοτέχνες – τον Πολυκράτη και τον Λυσία. Δεν θέλει να εξαφανίση τρόπον τινά ανάμεσα στους άλλους τον Σωκράτη ο Πλάτων, αλλά να δείξη αντίθετα ότι, και πού ακριβώς διαφέρει απ’ τους άλλους (35 Α 1). Γιατί είναι βέβαια, όπως και κάθε του κείμενο, μια ματιά κι ένα βλέμμα στην ύπαρξη του φιλοσόφου η «Απολογία» του. Και όπως είναι «προκλητική» εκείνη η ύπαρξη, έτσι είναι και η υπεράσπιση μια επίθεση, μια στιγμή σε κείνον τον αιώνιο αγώνα, που διεξάγει ο ‘μόνος’ απέναντι στο πλήθος, η αρετή απέναντι στη χυδαιότητα, και η φιλοσοφία απέναντι στη δοξοσοφία (Doxosophie), και άρα ένα κομμάτι παιδαγωγίας: «Θα ωφεληθήτε, αν με ακούσετε» (30 C). Και: «Δεν μιλώ για μένα, αλλά για εσάς» (D 7). Δεν πρόκειται όμως μόνο για μια σημαντική στιγμή ή για μιαν τυπική συνάντηση αυτήν τη φορά. Πρόκειται για την απόφαση, για την ‘κρίση’. Αυτό που συμβαίνει στον «Κρίτωνα» είναι μια επανάληψη που επιβεβαιώνει, αυτό που συμβαίνει στον «Φαίδωνα», μια τελευταία και εξέχουσα επαλήθευση, αλλά και η έκφραση των πνευματικών πέρα απ’ αυτό και μυθικών οριζόντων. Αφορά στην ίδιαν την ύπαρξη του φιλοσόφου η «Απολογία». Γι’ αυτό και πρέπει να φανερωθή άλλη μια φορά στο νόημά του το έργο τού φιλοσόφου, γιατί κρίνεται η επαλήθευση ή η κατάργησή του εδώ.

    Παρουσιάζεται εύκολα η «διάταξη», η οποία και προϋποτίθεται εδώ: ότι ξεχωρίζει δηλ., ανάλογα με την πορεία τής διαδικασίας, σε τρεις λόγους το όλο κείμενο, ότι στρέφεται ενάντια κατ’ αρχήν στις ‘λαϊκές’ καταγγελίες καθώς και στις καταγγελίες τής Κωμωδίας (18 Ε – 24 Β), και ενάντια κατόπιν στην πραγματική δικαστική κατηγορία ο πρώτος, και κυρίως υπερασπιστικός λόγος, κι ότι επεκτείνεται πέρα κι απ’ τον άμεσό του σκοπό το καθένα απ’ αυτά τα δυό μέρη. Για τα οποία και αναζητούμε την εσωτερική τους πλέον διάρθρωση.

     Πρώτος λόγος (17 Α – 18 Ε).  Υπάρχει μια ειρωνική κατ’ αρχάς κριτική τής μορφής αυτών τών δικαστικών λόγων. Δηλώνει λοιπόν πως τον ‘γοητεύουν’ οι λόγοι αυτοί τών κατηγόρων του ο Σωκράτης, όπως τον ‘γοήτευε’ η επίδειξη (Epideixis) του Πρωταγόρα στον ομώνυμο διάλογο (Πρωτ. 328 D) ή οι έπαινοι γι’ αυτούς που έπεσαν στη μάχη στον «Μενέξενο». Και όπως «θυμήθηκε» εκεί «μόλις την τέταρτη ή πέμπτη μέρα τον εαυτό του» (αναμιμνήσκομαι εμαυτού – Μεν. 235 C 3), έτσι «λησμόνησε» κι εδώ, κάτω απ’ τη δύναμη της πειθούς (πιθανώς έλεγον – 17 Α 3, υπό τού λέγοντος αναπειθόμενοι – Μεν. 235 Β 7), «τον εαυτό του» (εμαυτού επελαθόμην – 17 Α 3). Πρόκειται για την παθολογική (pathologisch) επίδραση της ρητορικής (πεπόνθατε – 17 Α 1), απ’ την οποία βέβαια και εντελώς σοβαρά, ξεφεύγει σίγουρα περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλοι ο Σωκράτης. Σε μια λέξη βρίσκεται η άμυνά του απέναντι σ’ αυτήν την ισχύ: στην αλήθεια. Και μιλά με μιαν τέτοιαν αυτονόητη απλότητα, όπως και σε κείνο το σημείο-καμπή στο «Συμπόσιο», όπου και υπερβαίνει τούς ωραίους λόγους τών άλλων. «Αν ήταν λανθασμένα αυτά τα οποία είπαν, γι’ αυτό δεν ενδιαφέρθηκαν (Συμπ. 198 Ε 2). Εγώ όμως θέλω να πω την αλήθεια με τον δικό μου τρόπο» (Συμπ. 199 Α 7), ακούγεται εκεί, στον κύκλο τής συντροφιάς. Εδώ όμως, και μέσα στη σφοδρότητα του δικαστικού αγώνα, ηχεί πιο σκληρή η ίδια αντίθεση: «Αυτοί είπαν ψέμματα. Από μένα όμως θ’ ακούσετε την αλήθεια» (17 Β 7).

     Δεν είναι συμπτωματικό ούτε τυχαίο, ότι μίλησαν ψευδώς οι κατήγοροι. Δεν σχετίζεται αναγκαστικά με την αλήθεια ο δικαστικός – όπως και ο επιδεικτικός – λόγος. Αυτό που θέλουν είναι να «πείσουν». Ό,τι δεν σκοπεύει όμως στην αλήθεια, περιπίπτει στο ψεύδος (Pseudos). Υποχρεώνει όμως τώρα και τον Σωκράτη για τη μορφή τού δικαστικού λόγου ο νόμος. Γι’ αυτό και θέλει να κάνη κάτι, αντίθετο σε κάθε (δικαστική…) συνήθεια: να μιλήση στους δικαστές, όπως συνηθίζεται στην Αγορά (17 C 7 κ.ε.). Και δεν θα πρόκειται για ένα διαφορετικό μόνον ύφος. Αλλά θέλει να πη – κι ας είναι πάλι αντίθετο σε κάθε συνήθεια – την αλήθεια. Και το αναβιβάζει με οξύ σαρκασμό (Sarkasmus), σε εν γένει «αρετή τού ομιλητή» αυτό (18 Α 5). Του είναι ωστόσο ακόμα κι έτσι, έστω κι αν τον αλλάζη ως προς τη φύση του, ‘απαράδεκτος’ αυτός ο τρόπος τής ομιλίας. Γι’ αυτό και θα συνεχίση να αγωνίζεται μέσα σ’ όλην την «Απολογία» εναντίον του.

    Eίναι  έτσι σφυρηλατημένες οι εναντίον μου κατηγορίες, ώστε δεν θα μπορέσω να σας μεταπείσω «σε λίγον χρόνο» γι’ αυτές, λέει ο Σωκράτης (19 Α – 24 Α). Υπάρχει μια βασική ‘ένσταση’ απέναντι στη ρητορική στον «Γοργία» (455 Α), ότι δεν θα μπορούσε να νουθετήση πράγματι σε «λίγον χρόνο», κι ότι είναι υποχρεωμένος άρα να ‘πείθη’ ανέντιμα ο ρήτορας. Ενώ ισχύει ταυτόχρονα στη δικαστική πράξη, να μη μπορή να εξετάση και να αντικρούση (ελέγχειν) κανείς με τη σωκρατική μορφή ενός διαλόγου, εφ’ όσον δεν απαντάει κανείς, τον αντίδικό του (18 D). Αυτόν τον αντίδικο τον συνιστά κατ’ αρχάς το πλήθος τών ακροατών, που εκδηλώνεται σε άναρθρους γενικώς ήχους. Εξ ού και ακούγεται ιδιαιτέρως συχνά και επίμονα η παράκληση «Μη θορυβήτε!», που δεν σπανίζει άλλωστε ούτε στον Ξενοφώντα και στους άλλους δικαστικούς ρήτορες (17 D 1, 20 E 4, 21 A 5, 27 B 1, 30 C 2). Εκεί που το το επιτρέπει βέβαια ο νόμος, αντικαθιστά αμέσως την υποχρεωτική μορφή λόγου με την οικεία του ‘κατήχηση’ (Katechese) ο Σωκράτης: αποδεικνύοντας με καίριες ερωτήσεις, σε τί άγνοια βρίσκεται ο Μέλετος που τον κατηγορεί (24 C κ.ε.). Είναι εδώ όμως ακριβώς που πρέπει να παρακαλέση τούς δικαστές τώρα να μη θορυβούν, καθώς συμπεριφέρεται με τον γνωστό του διαλογικό τρόπο. Μπορεί να ‘εξουδετερώση’ έτσι, μ’ έναν μη συνηθισμένο στη δικαστική πρακτική τρόπο, τον έναν απ’ τους ‘αντιπάλους’ του, το εχθρικό όμως πλήθος παραμένει. Μόνον αν του επέτρεπε να «διαλεχθή» (διειλέγμεθα, 37 Α 7) περισσότερες μέρες αντί για μιαν και μόνο με τους δικαστές του ο νόμος, θα μπορούσε ίσως και να τους πείση (37 ΑΒ), λέει ειρωνικά ο Σωκράτης, και αναδύεται η εξής σκέψη πίσω απ’ αυτό: μόνον αν είχε το δικαίωμα και τον χρόνο να συμπεριφερθή με καθέναν απ’ τους κατηγόρους του και με τους 500 δικαστές όπως με τον Μέλετο… · καταλαβαίνουμε όμως αμέσως, πόσο παράλογη θα ήταν μια τέτοια σκέψη, και βλέπουμε έτσι να βαδίζη μέσα σ’ αυτόν τον παραλογισμό και ο Σωκράτης προς τον θάνατο. Παρουσιάζεται λοιπόν ήδη κάτι από μια βαθειάν αντίφαση συμβολικά εδώ, και κάτι απ’ το θανατηφόρο τής σύγκρουσης μαζί μ’ αυτό.

     Όμως η παραδοξότητα (Paradoxie), ότι πρέπει να χρησιμοποιήση αυτόν ακριβώς τον λόγο ο εχθρός τού (ρητορικού…) λόγου, δεν εκφράζει παρά μιαν ακόμα βαθύτερη παραδοξότητα: το να κατηγορείται για ασέβεια (Asebie) ο Σωκράτης – η πιο κακοήθης διαστροφή. Γι’ αυτό και στρέφεται πρώτ’ απ’ όλα ενάντια σε όσα τού καταγγέλλει η Κωμωδία (18 Β κ.ε.), ξεχωρίζοντας τον εαυτό του με σφοδρότητα απ’ τους συντεχνιακούς δασκάλους τής σοφίας, τους αστροσκόπους και τους παραπλανητές τής νεότητας, με τους οποίους και συγχέεται εκεί. Δεν ανήκει σ’ αυτούς που πληρώνονται ο Σωκράτης. Και η περιγραφή ενός πολύ αινιγματικού διαλόγου, που πρέπει να διεξήγε με τον πλούσιο φίλο τών σοφιστών Καλλία σχετικά με τους γυιούς του (20 ΑΒ), δείχνει αυτό το ‘δίδυμο’: το πόσο πολύ συμβουλεύει απ’ τη μια προς παιδαγωγία, και το πόσο πολύ ξεχωρίζει επίσης απ’ την άλλη απ’ τους επαγγελματίες παιδαγωγούς, που επαινούν (οι ίδιοι…) τη διδασκαλία τους. Συναντάμε δε μιαν εντελώς παρόμοια ειρωνία στον διάλογο με τους πατεράδες στον «Λάχη», και στον διάλογο με τον νεαρόν Ιπποκράτη στην αρχή τού «Πρωταγόρα». Και συνεχίζεται τώρα αυτός ο αγώνας ενάντια στη σύγχυση. Λέει και για τον ίδιον του τον κατήγορο ο Σωκράτης, πως δεν θα μπορούσε καν να τον ξεχωρίση τον Σωκράτη απ’ τον Αναξαγόρα (26 D). Και προκύπτει έτσι, ότι στηρίζεται τελικά στη σύγχυση, που σημαίνει στην άγνοια, η κατηγορία για την ασέβεια. Προς τα εκεί κορυφώνεται δε η όλη ομιλία.

     Πριν ακόμα διατυπωθή η ίδια η κατηγορία μπροστά στους ακροατές, έχει αρχίσει να αποκαλύπτεται η ουσία τού ομιλητή: Τον ‘κακολόγησε’ «ένα είδος σοφίας και γνώσης» (σοφία τις – 20 D): το έργο του να ελέγχη τους ανθρώπους, που βασίζεται όμως στην υπόδειξη του δελφικού θεού. Η αντίφαση ανάμεσα στον λόγο τού Απόλλωνα, που τον ονόμασε ως αυτόν που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους, και στην ίδια του την πεποίθηση, ότι δεν γνωρίζει τίποτα (21 Β) – η βαθύτατη, με άλλα λόγια, παραδοξότητα της ‘γνωστικής’ αγνωσίας του – κάνει την εξέταση των ανθρώπων έργο τής ζωής του (21 Β – 23 Β), που το αντιλαμβάνεται μάλιστα ως υπηρεσία στον θεό (θεού λατρεία – 23 C 1). Και αντιβαίνει έτσι με οξύτητα η γνήσιά του ευσέβεια (Eusebia) προς την παρανοϊκή κατηγορία για ασέβεια, ενώ ΄ξεκαθαρίζει’ και το τί είναι πράγματι αυτή η «ευσέβεια» κι αυτή η «λατρεία τού θεού». Κανένα συναίσθημα ή εσωτερική στάση – κάτι που είναι παντελώς ξένο για εκείνην την εποχή· ούτε όμως και η εκπλήρωση – που είναι εντελώς στο ‘πνεύμα’ της εποχής – των υποχρεώσεων των πολιτών απέναντι στους θεούς τής κοινότητας· αλλά τη στηριγμένο στην πεποίθησή του για την άγνοια τη δική του και των άλλων αποστολή τής ζωής του. Εκείνο το «να είσαι ευσεβής» είναι λοιπόν  «σοφία και γνώση» απ’ τη μια, κατά τη σωκρατική έννοια, ενώ ‘ακούγεται’ επίσης ήδη κάτι σαν «ανδρεία και γενναιότητα» μέσα σ’ αυτό. «Αντιλήφθηκα με πόνο και φόβο, ότι γινόμουν μισητός. Μου φαινόταν ωστόσο απαραίτητο να υπερασπιστώ τα ‘πράγματα’ του θεού» (21 Ε). Και θα αποδειχθή, πως η ενότητα των «αρετών» στη μιαν «αρετή», το βασικό δηλ. πρόβλημα των πλατωνικών διαλόγων απ’ τον «Πρωταγόρα» μέχρι και την «Πολιτεία», είναι και για την «Απολογία» αποφασιστικό.


      ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: