Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ (7) (τελευταίο).

HENRI DE LUBAC

Και όμως κάτι απομακρύνει τον άνθρωπο από την λατρεία.Υπάρχει μέσα μας κάτι που επιδιώκει με κάθε τρόπο να αρνηθεί τον μοναδικό αληθινό Θεό. Το πιο ευλογοφανές είδωλο είναι εκείνο το Απόλυτο τόσων μυστικιστών, του οποίου ο Βουδισμός μας παρουσιάζει τον πιο τέλειο τύπο και τον πιο κενό. Προκειμένου να μήν εγκαταλειφθούμε και να μήν ακούσουμε μία κάποια φωνή που μας καλεί. 

Αρχίζουμε να αισθανόμαστε απειλούμενοι σε εκείνο που ονομάζουμε η αυτονομία μας, όταν αντηχεί μέσα μας εκείνη η φωνή που μας καλεί.

Η κλήση όμως δεν μπορεί να έλθει παρά από κάποιον. Να γιατί παίρνουμε τόσες προφυλάξεις για να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε στην Θεότητα την φωνή ενός προσωπικού όντος. Και όμως δεν θέλουμε το κάλεσμα, την ονομαστική κλήση. Δεν θέλουμε να μας προϋπαντήσει κάποιος, δεν θέλουμε να αγαπηθούμε. Δεν θέλουμε να διατρέξουμε τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σ’ένα άγνωστο τέρμα που δεν επιθυμούμε. Πρίν ακόμη απορρίψουμε κάθε πρόσκληση που μπορεί να αντηχήσει στην ιστορία, αρνούμεθα να ενεργοποιηθούμε εσωτερικά από κάποιον. Από αυτό προέρχεται η επιμονή, το πείσμα, να μειώσουμε την προσωπική τάξη σε ανθρωπομορφική, στην κοινωνιολογική ή στην αισθηματική τάξη. Από αυτό προέρχεται η απόρριψη της καθοριστικής προόδου που εξασφαλίστηκε από την Χριστιανική αποκάλυψη, ακόμη και στην ανθρώπινη τάξη. Από αυτό προέρχεται και εκείνο το είδος της αρνητικής θεολογίας που δεν έχει σαν σκοπό της τόν εγκώμιασμό τού αντικειμένου της, αλλά την καταπίεση του. Από αυτό προέρχεται τέλος η γοητεία ενός δόγματος και μίας πνευματικότητος όπως της Βουδιστικής, γοητεία που δεν είναι απλώς περαστική αλλά σταθερή. 

Όταν ομιλούμε έτσι δεν σημαίνει ότι παραβλέπουμε το βάθος ή αν θέλουμε, το ύψος της βουδιστικής σκέψης, απελευθερωμένου από όλα του παραμυθένια πολυτελή στολίδια. Δεν σημαίνει υποτίμηση. Η υποτίμηση είναι πάντοτε εύκολη, πολύ εύκολη. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από το να αφεθούμε, να γλιστρήσουμε κατά μήκος της γραμμής που ασκεί την μικρότερη αντίσταση. Δεν αρκεί όμως ένα πράγμα να είναι εύκολο για να είναι Χριστιανικό. Ούτε αυτό που είναι εύκολο είναι πάντοτε σοφό και σωστό. Αλλά εάν υπάρχει ένα επιχείρημα που να απαιτεί καθαρότητα κρίσεως, είναι ακριβώς εκείνο των μεγάλων πνευματικών επιλογών. Είναι προχειρότης, να παίρνουμε τα πράγματα επιφανειακά και να σκεφτόμαστε: πώς σ’ αυτή την τραγική στροφή τής ιστορίας του κόσμου πρέπει να τονίσουμε τα σημεία στα οποία οι θρησκείες συναντώνται παρά να χανόμαστε σε άγονες συζητήσεις γύρω από τις διαφορές τους. Οπως πολλές συζητήσεις, αυτή η μείωση στον κοινό παρανομαστή είναι άγονη. Είναι η ίδια η ανικανότης, διότι εμποδίζει την κατανόηση κάθε πράγματος. Οι θρησκείες και οι ανθρώπινες σοφίες δεν είναι άλλα τόσα μονοπάτια που σκαρφαλώνουν, από διαφορετικές πλευρές, στις πλαγιές του ίδιου βουνού. Θα μπορούσαμε να τις παρομοιάσουμε καλύτερα με άλλες τόσες διαφορετικές κορυφές, χωρισμένες από αβύσσους - και ο προσκυνητής που’χει χαθεί, μακριά από την μοναδική κατεύθυνση, στην πιο υψηλή κορυφή κινδυνεύει να βρεθεί, περισσότερο από κάθε άλλον, μακριά από την κορυφή. Ας θυμηθούμε πώς ανάμεσα στις κορυφές παράγονται οι λάμψεις των μεγάλων αναμετρήσεων. 

Όμως αυτό που είναι αλήθεια, μιλώντας απολύτως, δεν είναι αλήθεια παρά μόνον στο απόλυτο. Για έναν μαθητή του Χριστού, δηλαδή για την Αλήθεια εν προσώπω, η αντίθεση και η απόρριψη δεν είναι ποτέ, όταν δεν βρισκόμαστε μπροστά στο καθαρό κακό ή το καθαρό λάθος, παρά η πρώτη φάση ενός ρυθμού, του οποίου η δεύτερη είναι η φάση της αποδοχής, της διακρίσεως, του στοχασμού. Γνωρίζει επίσης και την θαυμαστή δύναμη της μεταμορφώσεως που περιέχεται στον Λόγο του Θεού και είναι εξακριβωμένη από μία μακρά εμπειρία. Πόσα πράγματα μέσα στον Βουδισμό δεν θα μπορούσαν να ξανανθίσουν, εάν ήταν Χριστιανικά. Εξάλλου είναι ακόμη η πίστη μας η οποία μάς υποχρεώνει να μην κάνουμε ποτέ μας αφαίρεση από την ιστορία. Η πρώτη έλευσις του Χριστού αποτέλεσε το διαχωριστικό σημείο των χρόνων. Δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν σε όσα προηγήθηκαν, τα ίδια κριτήρια, με όσα ακολούθησαν. Η άγνοια, ακόμη και αν εξηγείται τελικώς, με την εξαπάτηση του δαίμονος, η άγνοια που υπήρξε η καταγωγή κάθε ειδωλολατρίας και όσων απορρέουν εξ’αυτής με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, δεν είναι η αχαριστία, δεν είναι η αποστασία. Πώς να ξεχάσουμε λοιπόν πώς ο Βούδας έζησε στην Ινδία, τόσα χρόνια πριν από τον Χριστό; Όχι μόνο δεν γνώρισε το Ευαγγέλιο αλλά δεν γνώρισε ούτε την αποκάλυψη που έγινε στον Μωυσή. Οι Θεοί που πολλαπλασιάζοντο στην πίστη των συγχρόνων του δεν ήταν ο Θεός. Όταν θέλησε να πληρώσει κάθε δίψα, η δίψα της Δικαιοσύνης δεν είχε ανάψει στην καρδιά του και ο παράδεισος που απαξιούσε δεν είχε τίποτε κοινό με την Βασιλεία των Ουρανών. Ούτε είχαν κάποια σχέση με την Ελπίδα, οι μίζερες ελπίδες που δοκίμασε να εξαφανίσει, εκείνες οι Ελπίδες που αναγεννώνται πάντοτε για να διατηρήσουν την μικρότητα που συνιστά αυτή την ύπαρξη, και να οδηγήσει σε νέους θανάτους. Τίποτε σ’αυτόν δεν προαναγγέλλει ίσως και σαν απλή και μακρυνή διαίσθηση, την συγκεκριμένη εμπειρία που υποχρέωνε τον Παύλο να φωνάξει : «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». (2 Κορ 5,17). 

Στο βάθος του προσωπικού του διαλογισμού, χωρίς να’χει ακούσει το κάλεσμα οποιαδήποτε φωνής, δεν μπορούσε να ανακαλύψει πώς είχε κληθεί. Γι’αυτό η τάξη του προσώπου, που είναι η τάξη της κλήσεως, δεν ελευθερώθηκε στα μάτια του από την τάξη των ατομικών πραγμάτων, από τις αισθητές συνενώσεις, συσσωματώσεις, τις πεπερασμένες. Τι θα είχε κάνει αν είχε βρεθεί, υποθετικά, στην παρουσία του Χριστού; Πώς θα είχε απαντήσει σ’αυτές τις απλές λέξεις; «Θέλεις να με ακολουθήσεις;». Είναι ένα θέμα που φυσικά δεν περιμένει καμία απάντηση. Μπορούμε μόνο να σκεφτούμε πώς η πίστη θα του φαινόταν ιδιαιτέρως δύσκολη, γιατί θα είχε απαιτήσει από αυτόν την εγκατάλειψη όχι μόνον των κοινών ψευδαισθήσεων, αλλά και εκείνου που θεωρούσε την τέλεια απελευθέρωση στην διάλυση και την εξαφάνιση κάθε ψευδαισθήσεως. Το νέο φώς, η αρχή η ίδια του καινοφανούς Χριστιανισμού, δεν έλαμψε γι’αυτόν. Γιατί όμως πρέπει να συμπεράνουμε οπωσδήποτε πώς θα είχε αρνηθεί να ανοίξει τα μάτια και να αναγνωρίσει την απόσταση που χωρίζει τον φωτισμό που έρχεται από ψηλά από εκείνον που αποκτάται από εμάς τους ίδιους; Δεν πρόκειται να κρίνουμε την προσωπική συμπεριφορά ενός πλάσματος της ράτσας  μας, που ονομαζόταν Σακυαμούνι. Μία τέτοια κρίση είναι έξω από τις δυνατότητες μας. Αντιθέτως πρέπει να επιδιώξουμε να κατανοήσουμε το ιστορικό έργο που είχε, όχι μόνον στην ιστορία του πολιτισμού, όπως το επιθυμούν οι ανθρωπιστές, αλλά και στην ιστορία της σωτηρίας. Ο Romano Guardiniπροσπάθησε να το πετύχει: 

Αυτός ο άνθρωπος, γράφει αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο. Ζει σε μία απόλυτη ελευθερία, σχεδόν υπεράνθρωπη και παρ’όλα αυτά, έχει μία καλοσύνη που παρουσιάζεται σαν μία κοσμική δύναμη. Ίσως ο Βούδας να είναι η τελευταία θρησκευτική ιδιοφυία με την οποία ο Χριστιανισμός πρέπει να δικαιωθεί, να εξηγηθεί. Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει εξηγήσει την Χριστιανική του σημασία. Ίσως ο Χριστός να μην είχε μόνον έναν πρόδρομο στην Π.Δ., τον Ιωάννη, τον τελευταίο των προφητών, αλλά έναν άλλον στην καρδιά του αρχαίου πολιτισμού, τον Σωκράτη, και έναν τρίτο που είπε την τελευταία λέξη της φιλοσοφίας και του θρησκευτικού ανατολικού ασκητισμού, τον Βούδα. Είναι ελεύθερος, αλλά η δική του δεν είναι η ελευθερία του Χριστού. Ίσως δεν είναι παρά η τελευταία γνώση, η τρομακτικά απελευθερωτική,τής υπερηφάνειας του έκπτωτου κόσμου. Η ελευθερία τού Χριστού έρχεται αντιθέτως από το γεγονός ότι διατηρείται ολοκληρωτικά στην αγάπη του Θεού, ότι η εσωτερική του διάθεση είναι η θέληση, αποφασισμένη σαν και του Θεού, να σώσει τον κόσμο. 
Εάν είναι νόμιμο, όπως κάνει ο Guardiniνα ψάξουμε κάτι ανάλογο με τον Βουδισμό, στην Π.Δ. τότε πρέπει να σκεφθούμε τον Εκκλησιαστή. Στην εμφάνιση του ο Βουδισμός είναι μάλλον διφορούμενος. Δεν θα πούμε μαζί με τον Μπέρξον πώς είναι ένας ατελής μυστικισμός διότι δεν είδε την ικανότητα της ανθρώπινης δραστηριότητος, και διότι του έλλειψε η θέρμη. Χωρίς αμφιβολία αυτή η κρίση υπογραμμίζει την έλλειψη αγάπης και συμπόνιας, που ακολουθούν την απουσία πίστεως και ελπίδος. Θα τον κατανοήσουμε σαν μία απέραντη, δραστική και λεπτή επιστήμη της κάθαρσης. Μία αρνητική προετοιμασία μέσω του κενού - με τον τρομακτικό κίνδυνο αυτό το κενό να μεταμορφωθεί σε αυτοσκοπός-μέχρις ότου το πασχάλιο μήνυμα δεν αντηχήσει στην Βουδιστική ψυχή με χροιές θριάμβου.

                    ΤΕΛΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: