Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Αναλογία και Χριστιανισμός (4)

Συνέχεια από: Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Ubaldo Pellegrino
              
  Η μεταφορά τής επιστήμης δεν μου δίνει την σχέση στο απόλυτο (εδώ έχει δίκαιο ο Μπούλτμαν), αλλά την ποιητική μεταφορά. Αλλά οι ποιητικές μεταφορές εφαρμοσμένες στον Θεό έχουν διαφορετική οντολογική αξία, η οποία συνδέεται με την διαφορετική αξία των εννοιών σε σχέση με το άπειρο, με το Απόλυτο!
                Διαφορετική είναι η συμβολική αξία της έννοιας του Λέοντος ή του Βράχου που εφαρμόζεται στον Θεό από εκείνη του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η αξία τών πρώτων έννοιών είναι κατηγορική, όπως μας προσφέρει αναρίθμητες η ιστορία των θρησκειών. Η αξία τους είναι ανθρωπομορφική, διότι σημαίνει την εφαρμογή στον Θεό ανθρωπίνων ιδιοτήτων, οι οποίες νομιμοποιούνται να αποδοθούν στον Θεό μόνον εάν έχουμε συνείδηση ότι το συμβολικό τους περιεχόμενο υπερβαίνει ριζικά την ανθρωπομορφική τους σημασία . Ο ποιητής, καθώς δεν γνωρίζει να εννοιολογήσει την σημασία,  χρησιμοποιεί μία άλλη έννοια, με μία σημασία ουσιωδώς αντίθετη από το πρώτο. Έτσι το τριαντάφυλλο μπορεί να εκφράσει την γλυκύτητα, το άρωμα του αγαπημένου προσώπου. Κάθε μεικτή τελειότης ή κατηγορική πρέπει να καθαρίζει για να εφαρμοστεί στον Θεό.
                Πολύ διαφορετική είναι η περίπτωση των απλών τελειοτήτων. Εκεί η απλή τελειότης (Είναι, Αλήθεια, Αγαθό, Ωραίο, Πνεύμα, Λόγος, Αγάπη, κ.τ.λ.) δεν συνεπάγεται καθαυτή ένα όριο, εφαρμόζεται νόμιμα πρώτον στο Απόλυτο και εκ παραγωγής στις πεπερασμένες πραγματικότητες. Και εδώ επίσης έχουμε να κάνουμε με ένα σύμβολο, διότι το άπειρο καθαυτό δεν έχει δοθεί ακόμη αλλά πρόκειται για μία γνώση βασισμένη σε μία δική της αναλογία, καθότι η ουσία του Θεού δίνεται με αντικειμενικό τρόπο, παρότι αναλογικό, και δεν αφορά μία αναλογία ασαφή ή μεταφορική όπως στην περίπτωση των κατηγορικών ή μεικτών τελειοτήτων. Και πράγματι οι απλές τελειότητες είναι κατηγορήματα με τυπικό τρόπο πρώτα του Θεού και έπειτα των κτισμάτων, οι μεικτές τελειότητες δεν μπορούν να είναι κατηγορήματα του Θεού με τυπικό τρόπο.
                Για την κανονική χρήση όλων των Θείων ιδιοτήτων και χορηγήσεων, απλών και μεικτών, υπάρχει ένα μοναδικό θεμέλιο: όλα τα σύμβολα που συνδέονται με τα δημιουργήματα μπορούν να είναι αναφορές και αποδώσεις στον Θεό διότι όλα όσα δημιούργησε ο Θεός έχουν μία κάποια ομοιότητα με τον Θεό, αλλά ένας λογαριασμός είναι η ομοιότης με τον Θεό, ένας άλλος είναι να είμαστε η εικόνα του Θεού που είναι η ιδιαιτερότητα τού πνεύματος και πιο συγκεκριμένα του πνεύματος εξυψωμένου στην τάξη της χάριτος. Εδώ μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον δεσμό και την διάκριση ανάμεσα στην αναλογία τής χορηγήσεως και τής αναλογικότητος.
                Η αναλογία της χορηγήσεως ανήκει στο σύμβολο καθώς η πραγματικότης εκφρασμένη συμβολικά έχει την πρώτη της αιτία, με την οποία μετέχει, στον Θεό.  Εκείνη της αναλογικότητος συνεπάγεται μία διπλή σχέση: από τα πεπερασμένα πράγματα στις μεικτές τελειότητες, από αυτές στις απλές τελειότητες, στις μόνες που εφαρμόζονται στον Θεό. Στο πέρασμα από την πρώτη στην δεύτερη σχέση η μεταφορά αποκτά όλη της την συμβολική σημασία και μπορεί να είναι κατηγόρημα του Θεού, μόνον καθότι έχασε όλα της τα υλικά στοιχεία, διαφορετικά θα πέσουμε στον ανθρωπομορφισμό ο οποίος σκοτώνει την Θεολογία, καθότι γνώση του Υπερβατικού. Έτσι όταν λέω ότι ο Θεός είναι φώς, κατ’ αρχάς εφαρμόζω την έννοια στο αισθητό φώς, στην συνέχεια στο φώς της νοήσεως, στο πνευματικό φώς: πού είναι η μοναδική η οποία εφαρμόζεται στον Θεό. Μόνον μ’ αυτή την συνθήκη η μεταφορά εγκαταλείπει μία υποκειμενική σημασία για να αποκτήσει μία αντικειμενική σε σχέση με το Απολυτο.
                Ο Θεός λοιπόν χρησιμοποιεί σύμβολα για να μας επικοινωνήσει την αποκάλυψη της ζωής Του και εμείς σε όλες τίς θρησκείες του κόσμου χρησιμοποιούμε αυτά τα σύμβολα για να συλλάβουμε ξεκινώντας από την δική μας ζωή, την ίδια την πραγματικότητα του Θεού.
                Είναι προφανές λοιπόν ότι έτσι στο φώς της αναλογίας του Είναι τίθενται με ένα περιεχόμενο νομίμως αποδιδόμενο στον Θεό τόσο τα σύμβολα της πίστεως όσο και εκείνα της νοήσεως.
                Δεν είναι λοιπόν παράλογα, καθώς το μοναδικό τους θεμέλιο είναι η αρχή της μη-Αντιφασεως ή της επαρκούς νοήσεως, η οποία εγκαθιστά την αναλογική σχέση ανάμεσα στον Δημιουργό και το δημιούργημα. Η οντολογική αξία της Θεωρητικής νοήσεως είναι επομένως η προϋπόθεση της ίδιας της οντολογικής αξίας των δογματικών διατυπώσεων, οι οποίες διαφορετικά εκπίπτουν στο παράλογο. Η υπεράσπιση της μεταφυσικής από τον Λέοντα XIII στον Ιωάννη Παύλο ΙΙ έχει αυτή την σημασία. Είναι η υπεράσπιση της απολύτου αξίας των Χριστιανικών δογμάτων ενάντια σε κάθε ανθρωπομορφισμό.
                Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε και για μίαν άλλη άποψη της Χριστιανικής πραγματικότητος: εκείνη που αφορά την Διαθήκη ανάμεσα στον Θεό και την ανθρωπότητα, δηλαδή την σημασία της Εκκλησίας στον κόσμο.

Συνεχίζεται

ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα, ημέρα θριάμβου γιά τόν άνθρωπο, μπορούμε ίσως νά συμμεριστούμε καλύτερα τήν θλιβερή αντικατάσταση τής θεώσεως καί τής αγιότητος πού μάς προσφέρει ο Θεός, μέ τίς διανοητικές αναλογίες μέ τίς οποίες συλλαμβάνουν τήν ουσία τού θεού καί τήν εφαρμόζουν στόν κόσμο καί τόν πολιτισμό, οι φευγάτοι καί οι αιρετικοί τής ιστορίας.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: