Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

PIERRE A U B E N Q U E: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (28)

Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η «ΖΗΤΟΥΜΕΝΗ» ΕΠΙΣΤΗΜΗ       
  Κεφάλαιο  ΙΙΙ
 ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, Ή Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
3. Αδυναμίες και αξία της διαλεκτικής (συνέχεια 2)

Διαλεκτική και μεσολάβηση (μεσότητα)
  
  Όσο παράδοξη και αν φαίνεται αυτή η διαπίστωση σε όσους γνωρίζουν την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη αυτής της έννοιας, αυτό που απουσιάζει κατά τον Αριστοτέλη από την διαλεκτική, και η απουσία του οποίου ευθύνεται για την «αδυναμία» της, είναι η μεσολάβηση, αυτή η παρέμβαση που στον αποδεικτικό συλλογισμό ενεργείται δια του ενδιάμεσου όρου, δηλαδή όπως προσδιορίζει ο Αριστοτέλης, δια της ουσίας. Η διαλεκτική είναι λοιπόν κατά τον Αριστοτέλη ένας τρόπος σκέψης, ή μάλλον ομιλίας, που πορεύεται πέρα από τις ουσίες, και επομένως στερείται κάθε είδος υπόβαθρου που θα της επέτρεπε να προοδεύσει. Εν τούτοις, σε ένα κείμενο όπου συνοψίζει την συνεισφορά  της σωκρατικής έρευνας, ο Αριστοτέλης φαίνεται να θεωρεί το γεγονός ότι η διαλεκτική κατόρθωσε κάποια στιγμή να απελευθερωθεί από την εξάρτηση της ουσίας, όχι πλέον σαν μια παράκαμψη, αλλά ως δείγμα προόδου. Την εποχή του Σωκράτη, γράφει, «η ικανότητα της διαλεκτικής δεν ήταν τέτοια που να μας επιτρέπει να συλλάβουμε τα αντίθετα ακόμη και ανεξάρτητα από την ουσία», και γι’ αυτό «ήταν λογικό να αναφερθεί στην ουσία των πραγμάτων· διότι αναζητούσε τον συλλογισμό, και η αρχή του συλλογισμού βρίσκεται στην ουσία» (Μ, 4, 1078b 23). Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες που δόθηκαν, πιστεύουμε ότι το νόημα του αποσπάσματος αυτού είναι σαφές: ο Σωκράτης επεδίωξε να ερμηνεύσει τις ουσίες, πιστεύοντας ότι μόνον η ολοκλήρωση αυτής της έρευνας θα μπορούσε να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης ενός συλλογισμού ή ακόμη και ενός έγκυρου διαλόγου. Αγνοούσε επομένως την δυνατότητα ύπαρξης ενός διαλόγου που δεν θα βασιζόταν σε κάποιον προκαθορισμό. Αντίθετα ο Πλάτων στους κλασσικούς και μεταφυσικούς διαλόγους του θα προσφέρει πολλαπλά παραδείγματα ενός τέτοιου τύπου διαλόγου, με την μορφή υποθετικών συλλογισμών, που επιτρέπουν στον διάλογο να προοδεύσει, αφού τεθεί σε παρένθεση το πρόβλημα της ουσίας ή ακόμη και του ορισμού: «παράδειγμα αυτής της διαδικασίας», υπενθυμίζει ο M. Ross, «έχουμε στον Παρμενίδη, όπου ερευνώνται οι συνέπειες αντίθετων υποθέσεων – αν, για παράδειγμα, πρόκειται για το ένα ή για το πολλαπλό – χωρίς να έχει υπάρξει προηγούμενη συμφωνία περί του ορισμού του ενός και του πολλαπλού». Είναι όμως πιθανό, το όφελος που εισπράττει ο Αριστοτέλης από την σύγκριση της διαλεκτικής της εποχής του με αυτήν του Σωκράτη να αφορά όχι τόσο στην χρήση της από τους πλατωνικούς, όσο στην καθαυτό αριστοτελική χρήση της διαλεκτικής. Από την άποψη αυτή η αναφορά στον Σωκράτη φωτίζεται εάν την συνδυάσουμε με το προαναφερθέν κείμενο των Σοφιστικών ελέγχων, κατά το οποίο «καμία μέθοδος που επιδιώκει να αναδείξει την φύση οποιουδήποτε πράγματος» δεν μπορεί να είναι ερωτηματική, δηλαδή διαλεκτική. Αυτό που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης σ’ αυτή την φαινομενικά μειωτική κριτική της διαλεκτικής, της οποίας όμως το κείμενο του βιβλίου Μ αποκαλύπτει τελικά το θετικό νόημα, είναι ότι, εάν η ουσία είναι ταυτόχρονα αρχή και σκοπός της απόδειξης, δεν είναι ούτε αρχή ούτε σκοπός του διαλόγου. Μπορεί κανείς να διαλέγεται χωρίς να έχει προηγουμένως συμφωνήσει σε τίποτε, τουλάχιστον καθορισμένο· μόλις υπάρξει συμφωνία σε κάτι, αυτό το κάτι καθιστά τον διάλογο άχρηστο.
     Με τον ίδιο τρόπο που οι ερμηνευτές διακρίνουν ανάμεσα στους ολοκληρωμένους διαλόγους του Πλάτωνα, που τελειώνουν με τον ορισμό της ουσίας, και στους ημιτελείς, μπορούμε να διακρίνουμε και στον Αριστοτέλη δύο είδη διαλεκτικής: πρώτα μια διαλεκτική που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε προσωρινή ή προ-επιστημονική, που τείνει μέσα από μια διαδικασία, της οποίας ο Αριστοτέλης δεν απέκρυψε ποτέ τον διστακτικό και αβέβαιο χαρακτήρα, στη σύλληψη και τον ορισμό μιας ουσίας, η οποία υπηρετώντας στο εξής την αρχή μιας αποδείξεως, θα συστήσει πλέον μια γνώση ανεξάρτητη από τις διαλεκτικές προϋποθέσεις της ύπαρξής της· η διαλεκτική με αυτή την έννοια υποχωρεί, θα μπορούσαμε να πούμε, μπροστά στην ολοκλήρωσή της, με τον ίδιο τρόπο που οι σκαλωσιές αποσύρονται μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του οικήματος, ή το πρόχειρο μετά την ολοκλήρωση του γραπτού έργου. Η διαλεκτική εκπροσωπεί εδώ την τάξη της έρευνας, που μόλις συλλάβει την ουσία αποσύρεται μπροστά στην επαγωγική (συμπερασματική) τάξη, που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι η μόνη τάξη που εκφράζει την κίνηση της πραγματικής γνώσης. Με αυτή την ευρεία έννοια του όρου ο Αριστοτέλης μελετά την επαγωγή στα πλαίσια της διαλεκτικής διαδικασίας. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική συνεισφορά του Αριστοτέλη στην διαλεκτική. Ο πραγματικός διάλογος για τον φιλόσοφο είναι αυτός που ασφαλώς εξελίσσεται αλλά δεν καταλήγει· διότι μόνο η μη ολοκλήρωσή του εξασφαλίζει στον διάλογο τον χαρακτήρα της διάρκειας. Πραγματική διαλεκτική είναι αυτή που δεν καταλήγει σε καμιάν ουσία, καμία φύση, και εν τούτοις αποδεικνύεται αρκετά ισχυρή για να «αντιμετωπίζει τα αντίθετα» χωρίς την συνεισφορά της ουσίας. Αυτός είναι στον Αριστοτέλη ο πικρός θρίαμβος της διαλεκτικής: ότι ο διάλογος συνεχώς αναγεννιέται παρά τις αποτυχίες του, και επιπλέον ότι η αποτυχία του διαλόγου είναι το μυστικό της επιβίωσής του, ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να συνεννοούνται ακόμη και όταν συζητούν για το τίποτε, ότι οι λέξεις πέρα από κάθε ουσία διατηρούν ακόμη το νόημα τους, αν και προβληματικό, και ότι η κενότητα του λόγου, που κάθε άλλο παρά αποτελεί παράγοντα αδυναμίας, μεταλλάσσεται σε μια πρόσκληση για αέναη αναζήτηση. Είδαμε ότι αυτή η άνευ μεσολαβήσεως διαλεκτική γίνεται περιττή όταν η μεσολάβηση προσφέρεται, ή τουλάχιστον αναδεικνύεται τελικά από τα πράγματα: ο διαλεκτικός αποσύρεται τότε μπροστά στον επιστήμονα, η έρευνα μπροστά στον συλλογισμό. Εκεί όμως που δεν υπάρχει μεσολάβηση, εκεί όπου ο συλλογισμός καθίσταται αδύνατος, όχι σαν συνέπεια μιας λανθασμένης μεθόδου, αλλά εξ αιτίας της ευρύτητας του υποκειμένου της απόδειξης, η οποία αποκλείει την δυνατότητα ύπαρξης ενδιάμεσου όρου, η διαλεκτική δεν αποσύρεται μπροστά στην αναλυτική σκέψη αλλά την υποκαθιστά καλύπτοντας τις ελλείψεις της: η μονιμότητα του διαλόγου γίνεται το ανθρώπινο υποκατάστατο μιας δυσεύρετης μέσα στα πράγματα μεσολάβησης. Ο λόγος επανακάμπτει, με την μορφή που του έδιναν οι σοφιστές και οι ρήτορες, αλλά αυτή τη φορά ως αναπόφευκτο υποκατάστατο της γνώσης.
Διαλεκτική και οντολογία
     Οι αναλύσεις που προηγούνται μάς πρόσφεραν μια πρόγευση τόσο της αντίθεσης όσο και της συγγένειας της διαλεκτικής με την θεωρία του όντος: αντίθεση αν επιμείνουμε, όπως κάνει συχνά ο Αριστοτέλης, στις ατέλειες της πρώτης και τον εξέχοντα χαρακτήρα της δεύτερης· βαθύτατη συγγένεια αντίθετα εάν διακρίνουμε στη μια και στην άλλη δύο συγκλίνουσες τελικά εκδοχές του ιδανικού της καθολικότητας.
     Είναι αλήθεια ότι οι ερμηνευτές έδωσαν γενικά μεγαλύτερη σημασία στην πρώτη άποψη από ό,τι στην δεύτερη. Αφοσιωμένοι καθώς ήταν σε μια προσπάθεια αντιπαράθεσης  του Αριστοτέλη προς τον Πλάτωνα, τους εντυπωσίασε το γεγονός ότι από τον έναν στον άλλον, η διαλεκτική υποχωρεί από το βάθρο της επιστήμης στο επίπεδο της απλής λογικής του αληθοφανούς, και καθίσταται στο εξής η φτωχή συγγενής μιας αναλυτικής σκέψης η οποία θεωρείται η μόνη που μπορεί να προσφέρει έναν κανόνα  ολοκληρωμένης γνώσης. Ο Hamelin, για παράδειγμα, δίνει σαφή εικόνα αυτής της αριστοτελικής υποβάθμισης της διαλεκτικής: ο Αριστοτέλης, υπενθυμίζει, τοποθέτησε την διαλεκτική δίπλα στην γνώμη, αποχωρίζοντάς την ριζικά και οριστικά από την επιστήμη, γεγονός που σημαίνει ότι για τον Αριστοτέλη «δεν υπάρχει πλέον τίποτε κοινό ανάμεσα στην διαλεκτική και την αναζήτηση της αλήθειας». Η διαλεκτική δεν θα ήταν τότε παρά μια υπο-επιστημονική τέχνη, και επιπλέον, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης αποκαλεί την φιλοσοφία «την υψίστη των επιστημών», μια υπο-φιλοσοφική τέχνη. Ο Hamelin θα παραδεχτεί τουλάχιστον όμως, ότι η διαλεκτική «μετέχει κάπως» της αληθείας, αφού αφορά στο αληθοφανές και επιτρέπει έναν τυπικά σωστό συλλογισμό: με αυτήν την έννοια θα μπορούσε να αποτελέσει ένα βοηθητικό στήριγμα της επιστήμης, συνεισφέροντας στην καθιέρωση των αρχών της. Η συνεισφορά όμως αυτή δεν θα πρέπει να υπερτιμάται. Σε αντίθεση με τον Zeller, ο Hamelin εκτιμά ότι σε ό,τι αφορά στην καθιέρωση των αρχών η διαλεκτική παίζει αρνητικό ρόλο: «σε σχέση με κάθε αρχή, αυτό που μας μαθαίνει είναι το πού δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε»· το μόνο που κάνει είναι να ανοίγει τον δρόμο στην ενόραση, καθιστώντας την το μοναδικό στήριγμα της αποδείξεως, και δι’ αυτής τής επιστήμης. Έτσι η διαλεκτική θα περιοριζόταν σε έναν συμπληρωματικό ρόλο παιδαγωγίας προς χρήση των περιορισμένης έμπνευσης πνευμάτων. Δεδομένου ότι από όλους τους ανθρώπους ο φιλόσοφος είναι αυτός που διαθέτει την μεγαλύτερη ενόραση, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι και αυτός που χρειάζεται λιγότερο την διαλεκτική, και επιπλέον ότι ως φιλόσοφος απαλλάσσεται πλήρως από τους περιορισμούς που θα καθιστούσαν αναγκαία τη χρήση της.
     Έτσι οι ερμηνευτές έστρεψαν σε μια διαφορετική κατεύθυνση την αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στην λογική και την μεταφυσική θεώρηση του Αριστοτέλη. Όπως αναφέρει ο M. Eric Weil, που παραθέτει αυτή την εκδοχή για να την καταπολεμήσει στην συνέχεια, η σχέση αυτή αναζητήθηκε στην αντιστοιχία που ο Αριστοτέλης κάποτε αναγνωρίζει ανάμεσα στην φυσική και μεταφυσική έννοια της αιτίας και την λογική έννοια της μεσότητας (ενδιάμεσου όρου), οι οποίες και οι δύο φανερώνουν δύο όψεις μιας σημαντικότερης πραγματικότητας: αυτήν της ουσίας. Ο ενδιάμεσος όρος είναι στον συλλογισμό αιτία (τό μέν γαρ αἲτιον τό μέσον), διότι είναι ουσία, και η ουσία είναι αυτή που αναδεικνύει τους προσδιορισμούς. Έτσι η πρόοδος του συλλογισμού, έκφραση της ίδιας της φυσικής εξέλιξης, θα ήταν ακριβώς η ανάπτυξη της αναγκαιότητας της ουσίας. Και ο ρόλος του φιλοσόφου, του οποίου η επιστήμη αφορά «στις πρώτες αρχές και τις πρώτες αιτίες», θα ήταν να αναχθεί στο επίπεδο της υψίστης ουσίας, προκειμένου να συλλάβει τον κόσμο ως το σύνολο των προσδιορισμών του. Βλέπουμε αμέσως ότι αυτή η συνάφεια δεν θα επέτρεπε στον Αριστοτέλη να υιοθετήσει μέχρι τέλους αυτήν την «υπερ-λογική» άποψη, ενώ αυτοί που προτείνουν αυτή την ερμηνεία σαν μια βαθειά αλήθεια της αριστοτελικής σκέψης είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν ότι προσκρούει σε άλλα, εξίσου σαφή αποσπάσματα της Φυσικής ή ακόμη και των Αναλυτικών. Βλέπουμε τελικά πού καταλήγει, σε ό,τι αφορά στο παρόν πρόβλημα, αυτή η ερμηνεία: ιδανικό της αριστοτελικής μεταφυσικής θα ήταν ένα ιδανικό αναλυτικής, δηλαδή επαγωγικής σκέψης· σημείο εκκίνησής του θα ήταν η ενόραση και μέσον ο συλλογισμός, ένας συλλογισμός που αντιπροσωπεύει την ανάπτυξη της ουσίας στον ανθρώπινο λόγο. Αν αληθεύει ότι η διαλεκτική δεν μας αποκαλύπτει ποτέ και καμιάν ουσία, ότι η θεωρία της εξελίσσεται «ανεξαρτήτως της ουσίας», και ότι δεν αφορά σε καμιά συγκεκριμένη ουσία και ακόμη λιγότερο στην υψίστη όλων, είμαστε υποχρεωμένοι να καταλήξουμε στο ότι η διαλεκτική και η φιλοσοφία του όντος είναι ασυμβίβαστες.
     Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι αυτή η απλουστευτική ερμηνεία της αριστοτελικής διαλεκτικής και της σχέσης της με την φιλοσοφία του όντος από τους συγγραφείς του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου
μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας εξιδανίκευσης, που θεωρούσε την επιστήμη ως τον μόνο δυνατό χώρο της αλήθειας, θα ήταν υπερβολικό να την χαρακτηρίσουμε, όπως ο M. Eric Weil, ως ιστορικό λάθος. Ένα μόνο κείμενο του Αριστοτέλη (αν εξαιρέσουμε το απόκρυφο κείμενο του βιβλίου Κ) πραγματεύεται συγκεκριμένα τις σχέσεις της διαλεκτικής με την γενική θεωρία περί του όντος, και αυτό το κείμενο μοιάζει τόσο αμήχανο, ώστε όχι μόνον δικαιώνει τις αποκλίνουσες ερμηνείες των σχολιαστών, αλλά εκφράζει και την πραγματική αμηχανία του ίδιου του Αριστοτέλη. Στο απόσπασμα αυτό, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Γ των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης, παρότι πασχίζει εμφανώς να διακρίνει και τελικά να αντιδιαστείλει την φιλοσοφία από την διαλεκτική, ξεκινάει αναγνωρίζοντας την ταυτότητα του αντικειμένου τους: «Οι πραγματικότητες στις οποίες κινούνται η σοφιστική και η διαλεκτική συμπίπτουν με της φιλοσοφίας, η οποία όμως διαφέρει από την διαλεκτική ως προς τον τρόπο που χειρίζεται τις δυνατότητες, και από την σοφιστική ως προς την επιλογή του είδους της ζωής (…διαφέρει της μέν τῷ τρόπῳ τῆς δυνάμεως, τῆς δε τοῦ βίου τῇ προαιρέσει). Το κοινό πεδίο δράσης και των τριών αναφέρθηκε προηγουμένως: αφορά σε «όλα τα πράγματα (περί ἁπάντων), δηλαδή στο όν, αφού αυτό είναι «κοινό σε όλα τα πράγματα». Αλλά η ταυτότητα του πεδίου δεν αποκλείει την πολλαπλότητα της διαδικασίας και κυρίως των προθέσεων: από την άποψη αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην σοφιστική και την φιλοσοφία είναι εύκολα διακριτή και έχει επανειλημμένως προσδιοριστεί από τον Αριστοτέλη: ο σοφιστής δεν αναζητά την αλήθεια αλλά το ίδιον όφελος. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει εμμέσως ότι ο διαλεκτικός δεν διαφέρει από τον φιλόσοφο  ως προς «την επιλογή του είδους του βίου»: διότι και οι δύο εμπνέονται από την ανιδιοτελή φροντίδα αναζήτησης της αλήθειας. Η ουσία της διαφοράς τους θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού, δηλαδή στον ίδιο τον ορισμό τόσο της διαλεκτικής όσο και της φιλοσοφικής λειτουργίας: «Η διαλεκτική είναι μια δοκιμασία που σχετίζεται με αυτό που μας γνωρίζει η φιλοσοφία» (έστι δέ η διαλεκτική πειραστική περί ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική Γ, 2, 1004b 25). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Αριστοτέλης ορίζει αυτή τη φορά πολύ συγκεκριμένα τους τομείς του διαλεκτικού και του φιλοσόφου και ότι οι σχολιαστές θα μείνουν ικανοποιημένοι: ο Αριστοτέλης διακρίνει στην διαλεκτική μόνο μια δοκιμασία, με την σωκρατική έννοια του όρου, που προορίζεται να προετοιμάσει ή να επιβεβαιώσει στα μάτια των ανθρώπων, και πρώτα του ίδιου του φιλοσόφου, την πραγματικότητα της φιλοσοφικής γνώσης. Εδώ όμως θα πρέπει να θέσουμε ένα διπλό ερώτημα: Πού βρίσκεται η διαφορά της σχέσεως φιλοσοφίας και διαλεκτικής, που ο Αριστοτέλης κατονομάζει ως προνομιούχο εξ αιτίας της ταυτότητας του πεδίου τους, από την σχέση της διαλεκτικής με τις υπόλοιπες επιστήμες; Με άλλα λόγια, αυτό που λέει εδώ ο Αριστοτέλης σχετικά με την φιλοσοφία, θα μπορούσε να το πεί και σχετικά με οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη επιστήμη: είδαμε αλλού ότι πράγματι ο Αριστοτέλης απέδιδε στην διαλεκτική, και κυρίως στην γενική παιδεία,ν αυτή ακριβώς την λειτουργία ελέγχου και κριτικής απέναντι σε κάθε ιδιαίτερη γνώση. Αλλά αυτή η παρατήρηση θα μας οδηγήσει σε ένα δεύτερο ερώτημα: είναι η φιλοσοφία μια ιδιαίτερη επιστήμη; Ή ακόμη: ποιο είναι αυτό το πεδίο τού οποίου η φιλοσοφία αποτελεί την γνώση, αυτό που θα μας γνωρίσει η φιλοσοφία; Αν απαντήσουμε υπενθυμίζοντας ότι το πεδίο αυτό είναι το καθαυτό όν που είναι «κοινό σε όλα τα πράγματα», θα έχουμε απαλείψει την ερώτηση: δεν υπάρχει για τον Αριστοτέλη αντικείμενο τού οποίου η φιλοσοφία θα αποτελούσε την γνώση, για τον λόγο που έχουμε αναπτύξει διεξοδικά, ότι κάθε επιστήμη αφορά σε ένα γένος και ότι το όν «που είναι κοινό σε όλα τα πράγματα» δεν μπορεί να περιοριστεί στην ενότητα ενός γένους, και επομένως δε υπάρχει με την στενή έννοια του όρου μια «επιστήμη» που θα μας «γνωρίσει» το όν.
     Η αντίθεση της διαλεκτικής με την φιλοσοφία θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αν η φιλοσοφία αποκτούσε τον τίτλο της επιστήμης όπως αυτή ορίζεται στα Αναλυτικά: η σχέση της διαλεκτικής με την φιλοσοφία θα ήταν τότε ανάλογη με αυτήν που η διαλεκτική διατηρεί με όλες τις ειδικές επιστήμες, δηλαδή ένα προπαιδευτικό στάδιο σε αυτή την γνώση. Ή μάλλον αυτό θα συνέβαινε, αν μια καινούργια συνθήκη δεν ερχόταν να ανατρέψει εκ βάθρων αυτή την σχέση: η φιλοσοφία εμφανίζεται ως μια καθολική επιστήμη, η διαλεκτική ως μια καθολική δυνατότητα ελέγχου και κριτικής. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι, αφού η διαλεκτική αποτελεί κάθε φορά ένα προπαιδευτικό στάδιο σε κάθε ιδιαίτερη γνώση, θα μπορούσε να θεωρηθεί στο σύνολό της ως προπαιδευτικό στάδιο και της καθολικής γνώσης. Είδαμε όμως ότι η καθολική γνώση δεν κατόρθωσε να υπερβεί το επίπεδο μιας προπαιδευτικής γνώσης, ότι η φιλοσοφία του όντος είναι μια επιστήμη «ζητούμενη», που εξαντλείται στην ίδια της την αναζήτηση, και ότι τέλος εξακολουθούμε να βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς την ολότητα. Επομένως η προσέγγιση της διαλεκτικής με την φιλοσοφία δεν οφείλεται μόνο στην ταυτότητα των πεδίων τους αλλά και σε αυτήν της διαδικασίας τους: η διαλεκτική διαδικασία δοκιμασίας και αναζήτησης δεν εξαλείφεται από το αποτέλεσμά της· σύμφωνα με την αριστοτελική διάκριση, και η φιλοσοφία του όντος αντίστοιχα εμφανίζεται σαν ένα απάνθισμα προβλημάτων και όχι προτάσεων. Επιστήμη αενάως «ζητούμενη», η επιστήμη του καθαυτό όντος έχει την ιδιότητα να υποκαθιστά την διαλεκτική προπαρασκευή της γνώσης με την ίδια την γνώση. Έτσι το κείμενο του βιβλίου Γ των Μεταφυσικών, αποδίδοντας στην φιλοσοφία ένα «γνωστικό» ιδανικό, που η ίδια η καθολικότητά της την εμποδίζει να πραγματώσει, την στιγμή ακριβώς που επιχειρεί να τις διαχωρίσει, επικυρώνει από τα πράγματα την συγγένεια της οντολογίας με την διαλεκτική.
                                                                   *
                                                             *          *
     Ταυτότητα πεδίων και ταυτότητα διαδικασιών: εάν η πρώτη διαπίστωση είναι σαφής, η δεύτερη θα πρέπει να επιβεβαιωθεί μέσα από μια λεπτομερή ανάλυση της φιλοσοφικής σκέψης όπως αυτή εκτυλίσσεται στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη. Αυτή η ανάλυση όμως θα ξεπερνούσε την πρόθεσή μας, που αφορά περισσότερο στην αποκατάσταση του φιλοσοφικού νοήματος της αριστοτελικής προοπτικής μιας επιστήμης του καθαυτό όντος από ό,τι στο πραγματικό περιεχόμενό της. Θα έπρεπε να αποδείξουμε ότι, εάν ο συλλογισμός είναι πρακτικά απών από τα Μεταφυσικά, οι διαδικασίες όμως περιλαμβάνονται όλες στα Τοπικά και στους Σοφιστικούς ελέγχους: η αναίρεση, η διαίρεση (με την καθαρά αριστοτελική μορφή της διάκρισης των νοημάτων), η επαγωγή, η αναλογία κ.τ.λ. Θα υπενθυμίσουμε μόνον εδώ την καθιέρωση της αρχής της αντίφασης δια του ελέγχου των αρνητών της, την διάκριση των νοημάτων του όντος, τον καθαρά αναλογικό χαρακτήρα προσδιορισμού των αρχών ως προς την ενότητά τους, και γενικότερα τον «διαπορητικό» χαρακτήρα «εισαγωγικών» παρατηρήσεων που έχουν την τάση να συγχέονται με το σύνολο του έργου των Μεταφυσικών, καθώς και την επικράτηση αυτού του πολεμικού ύφους, το οποίο σύμφωνα με την ορθή διατύπωση του Charles Thurot, προβάλλει περισσότερο τον «φιλόνικο διάλογο» από τον «επιστημονικό μονόλογο».
     Θα μπορούσαμε μήπως να πούμε ότι διαλεκτική και οντολογία συγχέονται; Η κατά το γράμμα όμως σύγχυση δεν θα πρέπει να επισκιάσει την κατά το πνεύμα διάκριση, ούτε η ταυτότητα των διαδικασιών την διαφοροποίηση των προθέσεων. Γεγονός παραμένει ότι η φιλοσοφική πρόθεση είναι «γνωστική», ενώ η στόχευση του διαλεκτικού είναι μόνο «πειραστική». Η διαλεκτική δεν περιλαμβάνει, όπως και οποιαδήποτε άλλη τέχνη, τον σκοπό της: ως καθολικό μέσο ελέγχου, στη φύση της είναι κυρίως να θέτει ερωτήματα παρά να απαντά· αδιαφορώντας για το περιεχόμενο, παραμερίζει την αξιολόγηση του ζητουμένου, ακόμη και αν το ζητούμενο είναι η αλήθεια. Αντίθετα η επιστήμη του καθαυτό όντος, μια καθαρά αριστοτελική μορφή του φιλοσοφικού ιδανικού των Αρχαίων, δεν ανέχεται μια τέτοια απαξίωση και μια τέτοια απουσία προοπτικής. Ακόμη και αν η διαδικασία της είναι διαλεκτική, δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό της ως διαλεκτικής, αναγνωρίζοντας παράλληλα με αυτό τον τρόπο την ίδια την αποτυχία της· έτσι εξηγείται γιατί ο Αριστοτέλης μοιάζει να αναγνωρίζει μόνον απολογητικά την συγγένεια της οντολογίας με την διαλεκτική, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν έφερε ποτέ εις πέρας αυτή την αντιπαράθεση. Η διαλεκτική μάς προσφέρει μια καθολική τεχνική των ερωτημάτων, χωρίς να ασχολείται με την δυνατότητα του ανθρώπου να απαντήσει· αλλά ο άνθρωπος δεν θα έθετε ερωτήματα αν δεν έλπιζε ότι θα απαντηθούν.
     Μελετώντας την δομή της μεταφυσικής του Αριστοτέλη, ασχοληθήκαμε ως εδώ κυρίως με την προβληματικής αυτής της δομής. Αλλά οι άνθρωποι δεν θα έθεταν προβλήματα αν δεν πίστευαν ότι επιδέχονται λύσεως. Είναι λοιπόν άλλο πράγμα η απουσία προοπτικής, που επιβάλλεται κατά κάποιον τρόπο από την ουδετερότητα της διαλεκτικής τέχνης, και άλλο η μη ολοκλήρωση εκ των πραγμάτων μιας προοπτικής, που ενέχει εξ ορισμού την προοπτική της ολοκλήρωσής της. Είναι επομένως σαφές ότι ο Αριστοτέλης δεν θέλησε να δημιουργήσει μια διαλεκτική οντολογία, και ότι η οντολογία του δεν θα αποκτήσει ποτέ διαλεκτική μορφή, παρά μόνο στα μάτια ενός παρατηρητή, που θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρώντας το εγχείρημά του, δεν μπορεί να αποφύγει να αντιπαραθέσει την προοπτική στα αποτελέσματά της. Παραμένει όμως το ερώτημα, από πού πηγάζει αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πρόθεση και την πραγματική έκβαση: γιατί η προοπτική της διαλεκτικής ως επιστήμης υποβαθμίζεται σε μιαν έρευνα χωρίς κατάληξη, γιατί το καθαυτό όν δεν αποκαλύπτεται σε μας παρά μόνον αρνητικά, μέσα από τον αόριστο διάλογο που του αφιερώνουν οι άνθρωποι, γιατί, σε τελική ανάλυση, ο ανθρώπινος λόγος περί του όντος είναι διαλεκτικός και όχι επιστημονικός; Ένα διαφορετικό όμως ερώτημα τίθεται εδώ: εάν όντως δεν υπάρχει έρευνα χωρίς προοπτική, ποια είναι η προοπτική που καθοδήγησε τον Αριστοτέλη στην αενάως επαναλαμβανόμενη αναζήτηση, παρά τις αποτυχίες της, μιας επιστήμης του καθαυτό όντος; Εάν η πραγματικότητα της οντολογίας είναι διαλεκτική, ποια είναι η ιδέα τής οποίας αυτή η πραγματικότητα αποτελεί την ατελή πραγμάτωση;


(Τέλος του Πρώτου Μέρους. συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: