Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (41)

Συνέχεια από Παρασκευή, 13 Μαΐου 2016
                                     PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ
 
                                              ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΤΟΜΟΣ
                                      ΤΑ  ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ
                                             Πρώτη περίοδος

                                              Περιεχόμενα

Πρώτη περίοδος: Ανάβαση
Πρώτη ομάδα. Ο Πρωταγόρας και η βασική ομάδα τών απορητικών, οριστικών διαλόγων: η Αρετή, η Φιλία, το Καλόν
1 – Πρωταγόρας
2 – Λάχης
3 – Θρασύμαχος (Πολιτεία Βιβλίο Ι)
4 – Χαρμίδης
5 – Ευθύφρων
6 – Λύσις
7 – Ιππίας μείζων
Δεύτερη ομάδα. Κύκλος τών μικρών, πρώιμων διαλόγων: ο Φιλόσοφος, ο Σοφιστής, ο Ποιητής
8 – Ίππαρχος
9 – Ίων
10 – Ιππίας ελάσσων
11 – Θεάγης
Τρίτη ομάδα. Αυτοπαρουσίαση και μεταμφιέσεις τού φιλοσόφου
12 – Απολογία
13 – Κρίτων
14 – Ευθύδημος
15 – Κρατύλος
16 – Μενέξενος
Τέταρτη ομάδα. «Ανόρθωση του Λόγου»
17 – Αλκιβιάδης μείζων
18 – Γοργίας
19 – Μένων

                         1 – ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ

       Ο Σωκράτης εμφανίζεται σε μιαν ομάδα ανθρώπων, που παραμένουν σκιώδεις. Ένας δίχως όνομα Κάποιος μιλά για λογαριασμό τους, ανακινώντας με κοινωνικό μόνο και ‘φυσικό’ τρόπο τη συμπάθεια του Σωκράτη προς τον Αλκιβιάδη. Ο Σωκράτης παραμένει αστειευόμενος στο ίδιο ‘πεδίο’. Επιφανειακή είναι και η περιέργεια, με την οποίαν και ρωτά εκείνος ο Κάποιος για τη συνάντηση του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα. Γιατί αν υπήρχε μια πραγματική συμμετοχή, θα γνώριζαν βέβαια για την άφιξη του περίφημου άνδρα αυτήν την τρίτη ήδη ημέρα, αφού είχε ήδη ακούσει γι’ αυτό απ’ το προηγούμενο βράδυ ο φιλομαθής Ιπποκράτης, και το γνώριζε ήδη ακόμα πιο πριν ο Σωκράτης (310 Β). Μας δίνει λοιπόν ένα πρώτο πλησίασμα ο διάλογος-πλαίσιο, σ’ αυτό που θα αποτελέση αργότερα και το αντικείμενο του διαλόγου. Υπάρχει όμως και κάτι το πιο ουσιαστικό ήδη εδώ. Η παράδοξη (paradox) εκτίμηση, ότι υπολείπεται ο Αλκιβιάδης τού Πρωταγόρα, ο Ωραίος τού Ωραιότερου, γιατί είναι βέβαια ωραίος ο Σοφός, αυτή η ειρωνία (Ironie) μάς παραπέμπει σε μια γνήσια κλιμάκωση. Δεν βρίσκεται πιο χαμηλά ο Αλκιβιάδης. Αλλά η περιπαθώς εράσμια Ωραιότητα είναι μια βαθμίδα πιο κάτω και οδηγεί στην ακόμα πιο περιπαθώς εράσμια «σοφία». Κρύβεται έτσι λοιπόν και κάτι το βαθύτερο πίσω απ’ τον λόγο περί έρωτος. Θα είναι η παιδαγωγία το θέμα από ’δώ και πέρα, και μάλιστα η αντίθεση ανάμεσα στη σοφιστική και τη σωκρατική διαπαιδαγώγηση. Ορίζεται λοιπόν προπάντων μ’ αυτό η αντίθεση για τον Πλάτωνα, ότι διαπαιδαγωγεί δηλ. ερωτικά, μόνον αυτός, ο Σωκράτης. Μόνο σ’ αυτό το αρχικό σημείο τού διαλόγου εκφράζεται τόσο ‘παιδιάστικα’ το θέμα τού έρωτα. Επαινώντας όμως εδώ ο Σωκράτης τον Αλκιβιάδη, ότι «ήρθε προς βοήθειά του» (309 Β), αναφέρεται ήδη ουσιαστικά στον κυρίως διάλογο. Πρόκειται για ενδιάμεσα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μας την εξέλιξη και μόνο τών συλλογισμών, παιχνίδια, αλλά και εξαιρετικά σημαντικά, κοιτάζοντας το σύνολο του φιλοσοφικού δράματος (Drama), σημεία, όπου και απειλείται με κατάρρευση ο διάλογος και διασώζεται απ’ την κατάρρευση με την παρέμβαση του Αλκιβιάδη (336 Β. 348 Β). Υπάρχει μια μυστική συνεννόηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον συγκεκριμένον μαθητή του μέσα στο πολύχρωμο πλήθος, που εκδηλώνεται ως μια κοινή θέληση για φιλοσοφικό διάλογο. Και μπορούμε να επισημάνουμε τη βάση αυτής τής συνεννόησης εδώ στον διάλογο-πλαίσιο, διαβλέποντας μέσα απ’ το ‘κοινωνικό’ και ‘φυσικό’ τού ερωτικού λόγου στα βαθύτερά του στρώματα.
       Στον ‘πρόλογο’, με τον οποίον και ξεκινά την αφήγηση ο Σωκράτης, γίνεται η περιέργεια ένας γεμάτος πάθος ζήλος: ο νεαρός Ιπποκράτης ξυπνά μέσα στη νύχτα τον Σωκράτη, γιατί θέλει λέει να γίνη «σοφός» μέσω τού Πρωταγόρα· η φιλική διάθεση του Σωκράτη προς τα αστεία και τις επιθυμίες γίνεται ψύχραιμη καθοδήγηση, που υποχρεώνει σύντομα τον νεαρό που ονειροπολεί στην ασάφεια να παραδεχτή, πως δεν γνωρίζει περί τίνος πράγματι πρόκειται (313 C 2). Ξεκαθαρίζει έτσι και το αντικείμενο (του διαλόγου…) και φανερώνεται ότι διακυβεύεται εδώ αυτό που είναι αιωνίως σημαντικό. Αναδύθηκε ήδη στον διάλογο-πλαίσιο με το όνομα και μόνον τού Πρωταγόρα το θέμα «γνώση» (309 C). Ενώ διακρίνεται τώρα και μια διπλού είδους μάθηση: η ‘ειδική’ διδασκαλία, που αποσκοπεί, στον γιατρό ή τον γλύπτη π.χ., στην εκμάθηση μιας «τέχνης» (επί τέχνηι), και η διδασκαλία που αποσκοπεί στη «διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση» (επί παιδείαι), στην οποία και παροτρύνεται προς κάτι άλλο και όχι στον δάσκαλο ο μαθητής. Ο σοφιστής θέλει προφανώς το δεύτερο, και ανώτερο. Τί είναι όμως ο σοφιστής; Και εμφανίζεται έτσι το ερώτημα, που κυριαρχεί και στον όψιμο ακόμα διάλογο «Σοφιστής», και που πίσω του ‘κρύβεται’ πάντοτε το ερώτημα για το τί είναι ο φιλόσοφος. Φέρει απλώς κατ’ όνομα τη γνώση ο σοφιστής. Αλλά δεν είναι τίποτα η γνώση, αν δεν μπορή και να καθορίση κανείς, σε «ποιο πράγμα» είναι γνώστης. Και δεν προχωράμε καθόλου σε απάντηση, ούτε όταν προσπαθή να περιορίση τη γνώση του σοφιστή στην τέχνη τού λόγου ο Ιπποκράτης. Γιατί ρωτά πάλι ο Σωκράτης: λόγος, ομιλία – αλλά «για ποιο πράγμα»; Και δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Μήπως λείπει λοιπόν ένα τέτοιο αντικείμενο (τί) απ’ τη σοφιστική; Και μόνο με μιαν εικόνα γίνεται κάπως σαφέστερο, για πόσο επικίνδυνη υπόθεση (κίνδυνος 313 Α 2. 314 Α 2) πρόκειται. Ένας έμπορος ή πραματευτής πνευματικής τροφής είναι ο σοφιστής – κάτι που το συναντάμε επίσης στο όψιμο πλατωνικό έργο (Σοφ. 223 C κ.ε.), ενώ το επαναλαμβανόμενο συνεχώς στον Πλάτωνα ‘στίγμα’, ότι παίρνει χρήματα ο σοφιστής, είναι κι αυτό στην ίδιαν κατεύθυνση. Πρέπει να είναι κανείς ιατρός τής ψυχής (περί τήν ψυχήν ιατρικός 313 Ε 2), για να γνωρίζη ακριβώς την αξία αυτών τών πραγμάτων, επειδή δεν μπορεί επιπλέον μάλιστα να τα δοκιμάση κανείς πρακτικά και με γνώση πριν τα απολαύση, όπως π.χ. την τροφή τού σώματος. Ο Ιπποκράτης δεν παρατηρεί, ότι ο γιατρός τής ψυχής ήδη εργάζεται, και δεν παρατηρεί και τίποτα, όταν τον παρακινή ο Σωκράτης να πάνε πλέον μαζί προς τους σοφούς ανθρώπους, που είναι «πιο ηλικιωμένοι», και έχουν άρα και μεγαλύτερην εμπειρία από μάς «τούς νεώτερους». Στον αναγνώστη εμφανίζεται όμως εδώ να επιτελείται εκείνη η σωκρατική διαπαιδώγηση, την οποίαν και πρέπει πάντοτε να την αντιλαμβανόμαστε ως το αντίθετο της σοφιστικής. Θα μας δείξη περαιτέρω τον μαχόμενο Σωκράτη ο κυρίως διάλογος, αφού είδαμε ήδη εδώ τον παιδαγωγό, κι αφού μάς παρέπεμψε στον ερωτικό Σωκράτη ο διάλογος-πλαίσιο.
      Το πώς δεν καθιστούν μόνον πιο ζωντανή ο χώρος και ο χρόνος την όλη ‘διαδικασία’, αλλά συνοδεύουν κιόλας με συμβολικό τρόπο τα πνευματικά τεκταινόμενα, σ’ αυτό αναφερθήκαμε σε μιαν άλλη συγκυρία. Ας θυμηθούμε απλώς τη στενότητα του υπνοδωματίου, όπου ο ένας κάθεται κι ο άλλος είναι ξαπλωμένος, και την πιο ελεύθερη κατόπιν αυλή, όπου πηγαινοέρχονται κι οι δυό συζητώντας, το σκοτάδι τής νύχτας και μετά το ερχόμενο φως, και πώς αρχίζει τότε ταυτόχρονα και πνευματικά να ξημερώνη.
        Από εδώ μέχρι το σημείο που ξεκινά η συζήτηση με τον Πρωταγόρα, μεσολαβεί μια ενδιάμεση αφήγηση. Πηγαίνουν στο σπίτι τού Καλλία κι έχουν μια συνομιλία, χωρίς να μαθαίνουμε όμως το παραμικρό για το περιεχόμενό της. Παραμένουν ωστόσο μπροστά στη θύρα, μέχρι να ολοκληρωθή ο λόγος (Logos). Δεν επιτρέπεται να μείνη «ανολοκλήρωτη» (ατελής) η σωκρατική συζήτηση, ενώ ο σοφιστής διακόπτει όποτε επιθυμεί. Η αντίθεση αυτή ‘ζωντανεύει’ κατόπιν και στον διαλογικόν αγώνα με τον Πρωταγόρα, ενώ εμφανίζεται και στον «Γοργία» π.χ., όπου δεν θέλει να συνεχίση να απαντά ο Καλλικλής, και τον παρακινή (νουθετή…) να μην αφήση ημιτελή τον λόγο ο Σωκράτης (505 D). Στον «Πρωταγόρα» εκφράζεται με ιδιαίτερον μάλιστα τρόπο αυτή η αντιπαλότητα, όταν δεν θέλη να τους επιτρέψη την είσοδο ο θυρωρός, γιατί δεν επιθυμεί να ‘υποφέρουν’ οι σοφιστές. Εξηγώντας τότε ότι «εμείς δεν είμαστε σοφιστές», ‘κερδίζει’ την είσοδο απ’ τον απρόθυμον ευνούχο και ξεχωρίζει ως προς τον αναγνώστη από κείνους, με τους οποίους και δεν θέλει να τον συγχέουν, ο Σωκράτης.
       Αφού έχουν πια εισέλθει, παρουσιάζονται μπροστά μας πριν απ’ τη δράση τα πρόσωπα της δράσης. Η ‘αστεία’ μορφή παρατήρησης προέρχεται απ’ τη θέα τών νεκρών στην Οδύσσεια («Είδα κατόπιν…», «Είδα τον Τάνταλο…»). Και είναι σαν να φυσά ένα ανάλαφρο αεράκι πάνω απ’ τα νερά. Το ότι στέκεται όμως όπως ο Οδυσσέας στην είσοδο του Άδη ο Σωκράτης, μόνος πράγματι ζωντανός αυτός, ενώ δεν είναι παρά «σκιές» οι άλλοι – θα ήταν παράξενο να έχουμε μια τέτοια σκέψη, δίχως να την έχη υπονοήσει τη σκέψη αυτήν ο Πλάτων. 
      Ξεχωρίζουν τρεις ομάδες: ο Πρωταγόρας πηγαινοέρχεται με συντρόφους και μαθητές στην μπροστινή αίθουσα, ο Ιππίας κάθεται στην επόμενη αίθουσα και διδάσκει από καθέδρας περί φύσεως, «όπως φαίνεται», και ουρανίων συμβάντων, και ο Πρόδικος ‘πλαγιάζει’ σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, φιλάσθενος άνθρωπος, απ’ όπου και ακούγεται σαν ένα ασαφές βουητό ο λόγος του. Ας μην εξετάσουμε, πόσο ‘βιογραφικά’ είναι όλ’ αυτά. Εμείς βλέπουμε τυπικές βασικές συμπεριφορές (όπως σε μια ζωγραφιά π.χ. του Marѐe), που απομακρύνονται όμως ταυτόχρονα βαθμηδόν απ’ τον σωκρατικό τρόπο τού διαλόγου, ‘ολισθαίνοντας’ μέχρι το θαμπό και στάσιμο (που απεικονίζει ο Πρόδικος…). Κι ας θυμηθούμε εδώ, ότι σηκώθηκε απ’ την κλίνη ο Σωκράτης κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στην αυλή, άρα στον ελεύθερο ‘τόπο’, όταν ξεκίνησε η ‘εξεταστική’ συνομιλία με τον Ιπποκράτη.
        Η χαρά μας για την πλούσια αυτήν εικόνα δεν πρέπει να μας εμποδίση ν’ αναρωτηθούμε για τη σημασία τού καθενός ξεχωριστά, κι ιδιαίτερα των ‘συνοδευτικών ‘ προσώπων. Δίπλα στον Πρωταγόρα κάθεται ο Καλλίας, ο οικοδεσπότης. Που αντιπροσωπεύει εκείνην την επαγγελματική ‘ανοιχτοσύνη’, που αντιπροσωπεύουν επίσης οι «σύντροφοι» του διαλόγου-πλαίσιο, με τη διαβάθμιση ξανά, ότι εκείνοι απλώς παρακολουθούν και αποδέχονται, ενώ ο Καλλίας συμπράττει και συμμετέχει. Αλλά ακόμα κι αυτό το κατώτατο επίπεδο ‘επαγγελματικού’ και μόνον ενδιαφέροντος είναι αναγκαίο, ώστε να μπορέση να συσταθή έστω και εξωτερικά κατ’ αρχάς ο διάλογος. Κι όταν απειλείται αργότερα η ‘κατάρρευσή’ του, εΊναι ο Καλλίας που προσπαθεί να τον επαναφέρη, κρατώντας το χέρι τοΎ ενός και το ένδυμα του άλλου συνομιλητή (335 CD). Θα χρειάζονταν φυσικά ισχυρότερα μέσα για να βοηθηθή ο λόγος (Logos), αλλά με βάση όλην τη συμπεριφορά του παίρνει ο Καλλίας, όταν ξεσπάη η διαμάχη, το μέρος τού Πρωταγόρα (336 Β). Ενώ σειρά παίρνουν και τα ετεροθαλή αδέλφια του Καλλία, οι γυιοί τού Περικλή. Που υποστηρίζουν άλλωστε πάντοτε, έτσι κι εδώ, με την ύπαρξή τους τη θέση (These), ότι «δεν είναι διδακτή η αρετή» (319 Ε). – Απ’ τη μιαν ‘πτέρυγα’ βαδίζει ο Χαρμίδης, εκπροσωπώντας την ευγενέστερη αθηναϊκή νεολαία, που αναζητά την αρετή (Arete). Ο καθένας σκέφτεται ακούγοντας το όνομά του τον διάλογο για τη σωφροσύνη (Sophrosyne), κι ίσως τον είχε ήδη σχεδιάσει  ή και γράψει τότε, για ν’ αναπτύξη σ’ αυτόν ένα επιμέρους πρόβλημα του παρόντος διαλόγου ο Πλάτων. Απ’ την άλλην πτέρυγα πηγαινοέρχεται ο Αντίμοιρος, ο μοναδικός που δεν είναι Αθηναίος, και που ‘σπουδάζει’ όχι χάριν τής παιδαγωγίας, αλλά χάριν τής επαγγελματικής του κατάρτισης (επί τέχνη) κοντά στον Πρωταγόρα. Και αναδύεται έτσι ξανά η αντίθεση του προ-διαλόγου, που θα καταστή ακόμα πιο σημαντική αργότερα ως αντίθεση της τεχνικής γνώσης (έντεχνος σοφία) προς την πολιτική αρετή (319 C. 321 D). Το ότι μπορεί δε να τα μάθη κανείς αμφότερα δήθεν στον Πρωταγόρα, τον διακρίνει κι απ’ τον τρόπο τού Σωκράτη, που διευθύνεται αταλάντευτα προς έναν και μόνο σκοπό. Πίσω απ’ τον Πρωταγόρα υπάρχει και μια ολόκληρη σειρά ανωνύμων, που τους έλκει, σαν άλλος Ορφέας, με τη «μαγεία τής φωνής του» (κατά τήν φωνήν κεκλημένοι). Με εντελώς μάλιστα παρόμοιον τρόπο βεβαιώνει κατόπιν (328 D) πως έχη «μαγευτή» απ’ την όλην επίδειξη (Epideixis) του ανδρός και ο Σωκράτης. Είναι (πράγματι…) ένας επικίνδυνος μάγος και μακριά από κάθε (αληθινή…) έλξη και παιδαγωγία, που την επενεργεί ο λόγος κι όχι η φωνή, ο Σωκράτης κι όχι ο Πρωταγόρας.
        Γύρω απ’ τον Ιππία και τον Πρόδικο έχουν μαζευτή πρόσωπα, που τα γνωρίζουμε κυρίως απ’ το «Συμπόσιο». Δεν μπορούμε να πούμε, αν έχουν μιαν ιδιαίτερη εδώ «σημασία». Μπορούμε ωστόσο να σκεφτούμε ίσως, με όλην τη διαφορά στον τρόπο και την ‘τάξη’, την «Ανθρώπινη κωμωδία» (Comėdie Humaine) του Μπαλζάκ, όπου εμφανίζονται στον έναν τόμο οι ίδιοι άνθρωποι στο ‘παρασκήνιο’, στους οποίους και αποδίδεται ο βασικός ρόλος σ’ έναν άλλον.
         Έχει και ο Σωκράτης την ‘ακολουθία’ του. Εισέρχονται και ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας πίσω του, τυχαία, με μιαν ηθελημένη όμως ‘σύμπτωση’ εκ μέρους τού ποιητή. Γιατί έχουν και οι δυό τους, μαζί με τον Χαρμίδη, μεγάλη πολιτική σημασία αργότερα. Το ότι εκτέλεσαν τον «Σωκράτη τον σοφιστή, επειδή είχε διαπαιδαγωγήσει τον Κριτία», ήταν κυρίαρχη άποψη δεκαετίες αργότερα ανάμεσα στον λαό (Αισχίνης Ι 173), ενώ είναι γνωστό πόσο οξύς υπήρξε ο ‘φιλολογικός’ αγώνας για τη σχέση του προς τον καταστροφέα τής πόλης Αλκιβιάδη μετά τον δικό του θάνατο. Τ’ ‘ακούει’ λοιπόν όλα αυτά ο αναγνώστης που καταλαβαίνει μαζί με τα ονόματα και γνωρίζει: Δεν ενδιαφέρει μια ‘σχολική’ φιλοσοφία τον Σωκράτη, αλλά το ερώτημα για την αρετή κατευθύνεται τελικά προς την πόλη, στην οποία και συναντούνται άλλωστε ο Σωκράτης (316 C 1) με τον Πρωταγόρα (319 Α 1), όσο λίγο κι αν συμφωνούν απ’ την άλλη για το βαθύτερο νόημα αυτής τής ‘θέσης’. Έχουμε ήδη προϊδεασθή για τον Αλκιβιάδη απ’ το προοίμιο. Είναι αυτός που θα βοηθήση όταν θα κινδυνέψη ο λόγος. Όσο πολύ βλέπει ως μια διαμάχη δυνάμεων αυτόν τον αγώνα, τόσο πολύ ακτινοβολεί επάνω του ο Σωκράτης, χωρίς να διαθέτη το δικό του βέβαια βάθος και ‘μεταφράζοντας’ γι’ αυτό σε μια δίχως ειρωνία σαφήνεια την ειρωνία τού δασκάλου του (336 D). Υπάρχει μια ιδιαίτερη αντίθεση ανάμεσα σε κείνους που ακολουθούν τον Σωκράτη, και τους μαθητές τών σοφιστών. Η ‘ακολουθία΄τού Σωκράτη είναι λιγότερη σκόπιμη, και συμπτωματική αν τη δούμε εξωτερικά. Στην ουσία όμως συμβαίνει το αντίθετο. Δεν διδάσκει, λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία» (19 D), δεν διδάσκει δηλ. με την έννοια των σοφιστών. Τον συμβουλεύεται όμως ο Ιπποκράτης και παίρνει το μέρος του ο Αλκιβιάδης.


       ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: