Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (19)

Συνέχεια από:Δευτέρα, 14 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ  
ΤΟΥ ENRICO BERTI.      


  Έχει μεγάλη σημασία ότι στο ίδιο βιβλίο ΙV της Μεταφυσικής, όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, ο Αριστοτέλης εκθέτει διάφορα επιχειρήματα καθαρά σκεπτικού τύπου (σκεπτικισμός) παρόμοιους με εκείνους που θα σχηματίσουν τους διάσημους "τροπους" του Αινησίδημου, βασισμένους αποκλειστικά στις αισθητές γνώσεις και αποσκοπώντας στην καταστροφή τής αρχής της μή-αντιφάσεως. Ο σκοπός τους είναι να δείξουν πώς το ίδιο πράγμα, προσλαμβανόμενο από τα αισθητήρια, φαίνεται σε διαφορετικά άτομα αποτελούμενο από αντίθετες ποιότητες (για παράδειγμα γλυκό και πικρό) ή επίσης πώς του ιδίου πράγματος το ίδιο άτομο έχει αντίθετες αισθήσεις σε διαφορετικές στιγμές, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε πώς οι μέν δέν είναι καθόλου πιό αληθινές από τις άλλες. Όπως επίσης πώς οι αισθήσεις αλλάζουν με την αλλαγή της αποστάσεως, με το πέρασμα από την ασθένεια στην υγεία ή από τον ύπνο στο ξύπνιο ή τέλος πώς το ίδιο αντικείμενο παρουσιάζεται κάτω από διαφορετικές όψεις από τα διαφορετικά αισθητήρια.
          Επειδή οι "τρόποι" έφταναν μέχρι τον Πύρρωνα, ο οποίος υπήρξε μαθητής ενός μεγαρέως, του Βρύσωνα ή πιό πιθανόν του Στίλπωνος, κάποιος έκανε την υπόθεση ότι οι συγγραφείς των σκεπτικών επιχειρημάτων τους οποίους κρίνει ο Αριστοτέλης ανήκαν ακριβώς στους Μεγαρείς, οι οποίοι είχαν φανερώσει την αντιφατικότητα τών αισθήσεων με σκοπό να ισχυρισθούν ότι αυτές δέν μας γνωρίζουν την αληθινή πραγματικότητα, η οποία προσλαμβάνεται μόνον απ την νόηση. Οι σκεπτικοί, δηλαδή ο Πύρρων, ξαναχρησιμοποίησαν στην συνέχεια τα ίδια επιχειρήματα για να δείξουν ότι η αληθινή πραγματικότης είναι αδύνατον να γνωσθεί. Είδαμε, στο προηγούμενο κεφάλαιο, πως η σχολή των Μεγάρων, ωθώντας στις έσχατες συνέπειες της την λογική της ταυτότητος, έφτασε σε αποτελέσματα καθαρά εριστικά. Δέν είναι απίθανο λοιπόν αυτοί οι αρνητές της αρχής της μή-αντιφάσεως, οι οποίοι τήν γνώριζαν και την απέρριπταν μόνο με τα λόγια, για να αποδείξουν δηλαδή την αντιφατικότητα και επομένως την ανυπαρξία του αισθητού κόσμου, να υπήρξαν οι Μεγαρείς ακριβώς. Αυτή η υπόθεση μπορεί να ενισχυθεί και απο μερικές απο τις απαντήσεις που δίνει ο Αριστοτέλης στα επιχειρήματά τους, όπως για παράδειγμα την διάκριση ανάμεσα στην ουσιώδη σημασία, την μία σημασία και την τυχαία σημασία ή την γενική πάνω σε ένα αντικείμενο (Μεταφ. 1006 b 13-17), η οποία απευθύνεται στην σύγχυση ανάμεσα στις δύο σημασίες που υπάρχει στους Μεγαρείς. Επίσης την υπενθύμιση σ' αυτούς οι οποίοι αρνούνται την αρχή της μή-αντιφάσεως με λέξεις, όταν πρέπει να πάνε στα Μέγαρα, πάνε στ' αλήθεια και δέν υπολογίζουν το πήγαινε σαν ίσης αξίας με το κάθομαι ήσυχος στο σπίτι. Ακόμη και οι αναφορές σε όσους ζητούν μία απόδειξη για τα πάντα θα μπορούσαν να ισχύουν επίσης για τους Μεγαρείς, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να "πιστεύουμε μόνον στην καθαρή νόηση". Όπως ισχυρίζονται πρέπει να αρνηθούμε την αξιοπιστία στις αισθήσεις και στις αναπαραστάσεις και πρέπει να πιστεύουμε μόνο στην καθαρή νόηση!
          Εάν αυτή η υπόθεση είναι αληθινή, τότε βεβαιώνονται και όσα έχουμε ήδη υποδείξει σχετικά με την θέση ότι είναι αδύνατον να πέσουμε σε αντίφαση, η οποία υποστηρίζεται, για διαφορετικούς λόγους, τόσο απο τον αισθητικό Πρωταγόρα όσο και απο τον σωκρατικό Αντισθένη, όπως επίσης και απο τους σοφιστές Ελεατικής νοοτροπίας τύπου Ευθύδημου, δηλαδή την σύγκλιση, στην άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως, ανάμεσα στην λογική της ταυτότητος Ελεατικής καταγωγής, και στην λογική της αντιφάσεως που κατάγεται από τον Ηράκλειτο. Επιπλέον η θέση ότι είναι αδύνατη η αντίφαση είναι ένα με την άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως. Διότι υποστηρίζει ότι ακόμη και αν βεβαιώνεται και απορρίπτεται το ίδιο κατηγορούμενο του ίδιου υποκειμένου, στην πραγματικότητα δέν αντιφάσκουμε και επομένως το πράγμα είναι νόμιμο. Η άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως, από την μεριά της, ισχυρίζεται ότι είναι νόμιμο να αντιφάσκουμε, δηλαδή η βεβαίωση και η άρνηση του ιδίου κατηγορουμένου, του ιδίου υποκειμένου. Η διαφορά είναι μόνον στις λέξεις, δέν ονομάζεται αντίφαση, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ονομάζεται με αυτό το όνομα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως θεωρείται νόμιμη, κάτι που αποκλείεται από την αρχή της μή-αντιφάσεως.
          Φυσικά η πολεμική του Αριστοτέλη εναντίον όσων αρνούνται την αρχή της μή-αντιφάσεως, είναι η πιό βίαιη, εναντίον ακριβώς αυτής της κατηγορίας των αρνητών της. Δέν τους κατηγορεί μόνον για άγνοια και έλλειψη μέτρου όπως είδαμε, αλλά εναντίον τους χρησιμοποιεί την διάσημη αναίρεση, στην οποία θα επιστρέψουμε η οποία δείχνει ότι για την άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως είναι αναγκαίο να πούμε κάτι συγκεκριμένο και ορισμένο, κάτι που ισούται με την επιβεβαίωσή του, όπως επίσης εάν δέν πούμε τίποτε, τότε είμαστε όμοιοι με τα φυτά (Μεταφ. 1006 α 11-26). Στην συνέχεια τούς κατηγορεί ότι καταστρέφουν την ίδια την δυνατότητα διαλόγου τόσο μεταξύ μας, όσο και με τον εαυτό μας (το διαλέγεσθαι πρός αλλήλοις... και πρός αυτόν). Εδώ λοιπόν δέν απουσιάζει μόνον η διαλεκτική σαν τεχνική αναιρέσεως, κάτι που συνέβαινε με την περίπτωση του Πρωταγόρα, αλλά απουσιάζει κάθε μορφή συζητήσεως και διαλόγου με τους άλλους, ακόμη και σκέψης, δηλαδή διαλόγου με τον εαυτό μας. Η συνέπεια είναι γι' άλλη μια φορά, η αφομοίωση με όντα καλύτερα του ανθρώπου, ακόμη και από τα ζώα, διότι τα ζώα κατά κάποιο τρόπο επικοινωνούν ή εκφράζονται, όπως είναι τα φυτά: "Εάν ισχυρισθούμε όμως πώς όλοι, με τον ίδιο τρόπο και ψεύδονται και λένε την αλήθεια, τότε αυτός που υποστηρίζει μία τέτοια θέση, δέν θα μπορεί ούτε φωνή ούτε λόγο να ξεστομίσει. Διότι την ίδια στιγμή λέει κάτι συγκεκριμένο και το ξελέει. Και εάν κάποιος δέν σκέπτεται τίποτε (υπολαμβάνει) και αδιακρίτως και αδιαφόρως πιστεύει και δέν πιστεύει, με ποιόν τρόπο αυτός θα διαφέρει από τα φυτά;" (1008 b 7-12). Αλλά η άρνηση τους είναι προφανώς μόνο με τα λόγια, λεκτική, δηλαδή μόνο για την ευχαρίστηση της συζητήσεως και του διαλόγου, διότι ούτε αυτοί πιστεύουν αυτό που λένε, τόσο μάλιστα ώστε στην συνέχεια συμπεριφέρονται σαν να πιστεύουν στην αρχή της μή-αντιφάσεως, για παράδειγμα επισκεπτόμενος τα Μέγαρα, προσέχοντας να μήν πέσουν σε κάποιο πηγάδι, πίνοντας νερό όταν διψούν. Αυτό επιβεβαιώνει τον καθαρά Εριστικό χαρακτήρα, σοφιστικό, με την μειωτική σημασία του όρου, της θέσης τους. Τόσο μάλιστα ανησύχησε για τον διαλυτικό τους χαρακτήρα ώστε ακόμη και όταν διατύπωσε την αρχή της μή-αντιφάσεως, επανέλαβε τους γνωστούς ορισμούς, ίδιος χρόνος, ίδια αναφορά κ.τ.λ. προκειμένου να αποφύγει διαλεκτικές δυσκολίες (πρός τας λογικάς δυσχέρειας).
          Αυτό λοιπόν ήταν το αποτέλεσμα της διαλεκτικής, το τέλος της επίσης, η οποία κινήθηκε από την Παρμενιδική διατύπωση της μή-αντιφατικότητος του Είναι ή απο την βεβαίωση του Ηράκλειτου της αντιφατικότητός του. Με το έργο του Σωκράτη, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη επανήλθε η αυθεντική διαλεκτική σε μία ισορροπία, χάρη σε μία διαφορετική κατανόηση της μή-αντιφάσεως, βασισμένης στην πολυσημαντότητα του Είναι, και όχι στην μονοσημαντότητα των προσωκρατικών. Ας το έχουμε υπ'όψιν μας, διότι στην κοινή γνώμη κυκλοφορεί η εντύπωση ότι η διαλεκτική ταυτίζεται με την εριστική ή την σοφιστική, κάτι που πίστευε ακόμη και ο Κάντ. Ενώ κανένας, από τους αληθινούς διαλεκτικούς, δέν πολέμησε περισσότερο την Εριστική.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: