Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (25)

Συνέχεια από Δευτέρα,2 Νοεμβρίου  2015
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )
                            
                                         ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΧ  /  ΜΥΘΟΣ    (συνέχεια)

    
    Και νά ποια είναι η δεύτερη βαθμίδα. Bρίσκουμε λοιπόν στο «Συμπόσιο» και τις δυό μυθικές βαθμίδες, την προ-σωκρατική και τη σωκρατική, τη μια δίπλα αλλά και υπεράνω τής άλλης. Στην προ-σωκρατική ανήκουν οι πέντε πρώτοι περί Έρωτος λόγοι, με ασθενέστερο στον λόγο τού φυσιοδίφη, τον μεσαίο απ’ τους πέντε λόγους, το μυθικό στοιχείο. Ενώ βρίσκουμε και τις δυό παραδεδομένες μυθικές απόψεις, τον κοσμογονικό δηλ. Έρωτα και τον νεανικό θεό, στον πρώτο και τον πέμπτο λόγο, του Φαίδρου και του Αγάθωνα. Ξεκινά δε απ’ τις ποιητικές και λαϊκές παραδόσεις και ο λόγος επίσης τού Παυσανία, που παρεισάγει την αντίθεση του Ουράνιου (Uranios) και του Πάνδημου (Pandemos) στην ενιαία ύπαρξη του Έρωτα. ‘Παρέδωσε’ όμως στον Αριστοφάνη το πιο ιδιαίτερο και πιο δημιουργικό στοιχείο αυτής τής βαθμίδας ο Πλάτων, καθώς ανήκει στους  μύθους περί δημιουργίας τού κόσμου, όπως ήδη στον «Πρωταγόρα», η φανταστική του ιστορία. Όπου και βλέπουμε να πράττουν και να μιλούν οι θεοί, να αμηχανή και να μεριμνά ο Δίας, και να μετασχηματίζη τελικά με τη βοήθεια του Απόλλωνα – όπως με τη βοήθεια του Ερμή στον «Πρωταγόρα» - τη Δημιουργία που κινδυνεύει. Και να είναι εντελώς πρωταρχικά, κατά τα άλλα, όλα. Με το να προοιωνίζονται όπως σ’ ένα φανταστικό παιχνίδι, τις σκέψεις τρόπον τινά τού «Φαίδρου», του «Τίμαιου» και των «Νόμων» περί συγγένειας μεταξύ ανθρώπινης ψυχής και Κόσμου (Kosmos), μεταξύ ψυχικής και πλανητικής κίνησης αυτοί οι ‘περίεργοι’ σφαιρικοί άνθρωποι, που μοιάζουν με τ’ αστέρια, απ’ τα οποία και κατάγονται, στη μορφή και την κίνησή τους. Η ατέλεια και το «μισό» τής επίγειάς μας ύπαρξης, κι ο Έρως ως «πόθος τού ολόκληρου»: εικόνες με άμεσα φανερή την αξία τους, που αποκτούν και πληρούνται βέβαια για τον Πλάτωνα, όταν γνωρίζη κανείς τί είναι κατ’ αρχάς το Πλήρες και το Όλον, με το περιεχόμενό τους.
       Bρίσκεται λοιπόν στην πρώιμη βαθμίδα σε όλους αυτούς τούς λόγους ο μύθος. Και δεν πρόκειται για κάποιο χαριτωμένα ασήμαντο φυσικά ‘παιχνίδι». Γιατί δεν θα τους είχε καν γράψει αλλιώς ο Πλάτων. Και δεν αναφέρονται με αρκετή μήπως ΄δύναμη’ στο πραγματικά πλατωνικό (στοιχείο…), ώστε να μη μπορούμε παρά να το ‘αφουγκραστούμε’;  Μας μένει βέβαια η εντύπωση, ότι στέκει κάπως στον ‘αέρα’ όλη αυτή η μυθολογία, κι ότι δεν ξεχωρίζει (ακόμα…) αυτό που πρέπει εδώ να διαφυλαχθή και να ‘παραμείνη’. Μόλις αρχίζει δε να μιλά ο Σωκράτης, καταρρέουν όλα κατ’ αρχάς τα προηγούμενα ως «πλάνη». Γιατί δεν υπήρχε μέχρις εκείνη τη στιγμή, πριν από κάθε εννοιολογική συζήτηση, ένα κακό υποκατάστατο (ισοδύναμο!...), κατά το ΄πνεύμα’ τού Σωκράτη, για τον Λόγο (Logos) και την Αλήθεια. Δεν είναι ωστόσο ΄διαφορετικός’ και ‘άλλου είδους’ ο μύθος τού Σωκράτη για τη γέννηση του Έρωτα απ’ τον Πόρο (Poros) και την Πενία (Penia), τον «πρακτικό σύμβουλο» και την «κυρα-φτώχεια», είναι όμως σημαντικό να αναγνωρίσουμε παρ’ όλ’ αυτά την αλλαγή στην ‘κατάσταση’: έχει διαφωτίσει με την εννοιολογική προηγουμένως συζήτηση τη φύση τού Έρωτα ο Σωκράτης.  Και τέθηκαν τα πιο σημαντικά ήδη σημεία: είναι έρωτας προς κάτι, και μάλιστα προς την ωραιότητα· είναι επιθυμία και στέρηση· και θέλει να αποκτήση αυτό που δεν έχει ο έρως. Αυτή είναι η «αλήθεια», που μπροστά της ‘εξαφανίζονται’ όλα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, μαζί και η μυθολογία. Και είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό, που ακολουθεί ένας σωκρατικός τώρα μύθος: που δεν ‘φέγγει’ σ’ έναν κενόν πλέον χώρο – μια τυχαία αναφορά στο Αληθινό στην καλύτερη περίπτωση, κι ένα ‘ταραγμένο’παιχνίδι στη χειρότερη – αλλά συνεχίζει με ακρίβεια τις ‘γραμμές’ που ‘χάραξε’ μόλις ο Λόγος.
        Θα μπορούσε να φανή εύκολα ως μια αλληγορική σήμερα μεταμφίεση της ορθολογικής έννοιας του «μεταξύ» (Metaxy) η ιστορία για την Πενία και τον Πόρο. Θα ήταν και εντελώς λανθασμένο όμως αυτό. Γιατί βρισκόμαστε, μόλις αρχίζει να μιλά με το στόμα τού «δαιμονικού» Σωκράτη η Διοτίμα, και παρίσταται ως «μεγάλος Δαίμων (Dӓmon)» ο Έρως, στη μυθική (πλέον…) περιοχή. Ενώ είναι σχεδόν εξίσου μυθικό όσο και ορθολογικό, αναφερόμενο στο Σύμπαν (στο Όλον…), το οποίο και «συνδέεται» μέσω τής δαιμονικής περιοχής «με τον εαυτό του» , το ίδιο το «Μεταξύ».
         Δεν συμπεριλαμβάνει (λοιπόν…) τον λόγο ο σωκρατικός μύθος. Που ‘εκβάλλει’ στην περιγραφή εκείνης τής κλίμακας, της σταδιακής οδού, που ανέρχεται στη θέα τού Καθ’ αυτό Ωραίου   (( Σημ. τ. μετ.: Να δούμε το Καθ’ αυτό Ωραίο, το Καθ’ αυτό Δίκαιο· αυτό είναι μια μεγάλη αποκάλυψη, μια μεγάλη φανέρωση στους Έλληνες φιλοσόφους, που καν δεν μπορεί να περιγραφή ρητά όπως λέει κι ο Πλάτων. Είναι μια Αποκάλυψη καθ’ Εαυτή, που φωτίζει την ψυχή και τον νου αυτού που δέχεται το δώρο, οδηγώντας τον και πέρα απ’ το τέλος αυτής εδώ τής ζωής… - Και δεν έχει βέβαια και καμμιάν απολύτως ‘σχέση’ με οποιαδήποτε σύγχρονη ‘φιλοσοφία’, όπου ο άνθρωπος κατασκευάζει, ως ‘μέγας κατασκευαστής’, ο ίδιος και τις ‘Ιδέες του’… )) . Δεν βρίσκεται έτσι συμπτωματικά η εικονική και ‘οπτική’ αντίληψη στη μέση τού λόγου και της ομιλίας. Μεσολαβεί (άλλωστε…) ο ίδιος μεταξύ ουρανού και γης ο Έρως. Και ‘βλέπει’ στο κέντρο τής ύπαρξης αυτό το θαύμα ο Πλάτων, το οποίο και δεν μπορεί καμμιά λογική να το ‘διαφωτίση’ , ‘θαύμα’ που προστατεύει ωστόσο (για να το πούμε με τα λόγια τού ‘ώριμου’ πια Πλάτωνα) απ’ το να «βυθιστή, διαλυμμένο στην ανομοιότητα ενός απεριόριστου τόπου» το Σύμπαν (Πολιτ. 273 D). Και γίνεται έτσι το ‘μεταξύ’ (Metaxy) στον λόγο τού Σωκράτη, όπως είναι το ‘μεταξύ’ και στον κόσμο τού Πλάτωνα ο Έρως. 
        Ειπώθηκε ήδη προηγουμένως, ότι οδηγούν στον ίδιον σκοπό ο δρόμος τού έρωτα και ο δρόμος τού θανάτου για τον Πλάτωνα   (( Αν δεν πεθάνη ο σπόρος… )) . Ας στραφούμε λοιπόν στην ομάδα τών εσχατολογικών τώρα μύθων.  
         Μιλάει στην «Απολογία» υποθετικά ακόμα για την επέκεινα μοίρα τής ψυχής ο πλατωνικός Σωκράτης· κι ο λόγος είναι, λιγότερο ασφαλώς επειδή έτσι θα είχε μιλήσει κι ο ‘πραγματικός’ Σωκράτης, αλλά επειδή αρμόζει αφ’ ενός μια τέτοια επιφύλαξη μπροστά στο απροσδιόριστο εκείνο ακροατήριο, ενώ δεν έχει προετοιμαστή και μια ‘στερεώτερη’ προηγουμένως γλώσσα απ’ την άλλη. Ως προς το περιεχόμενο, είναι λοιπόν είτε ένα αντίτυπο είτε μια συνέχεια της εδώ ύπαρξης όλα όσα λέγονται εκεί για το Επέκεινα. Και αποτελούν γνήσιους π.χ. δικαστές, απέναντι στους ‘λανθασμένους’ ή ‘πλαστούς’ εδώ, οι δικαστές τού κάτω κόσμου. Ενώ ‘αφαιρεί’ ειρωνικά η συνάντηση με ‘ήρωες’ (Heroen) που θανατώθηκαν με άδικη κι αυτοί απόφαση όπως κι ο Σωκράτης, κάτι απ’ την πίκρα τής δικής του μοίρας. Το πιο σημαντικό είναι ότι συνεχίζεται ωστόσο εκείνη η ελεγκτική τών ανθρώπων ύπαρξη ή ‘παρουσία’, που τη θεωρούσε ως αποστολή απ’ τους θεούς ο ίδιος, και που τον οδήγησε τελικά και στον θάνατό του:  καταφάσκεται μπροστά στην αιωνιότητα εκείνη η αποστολή, και απεκδύεται της απειλής του, σαν αναγκαίο τέλος και διακοπή, ο ίδιος ο θάνατος!  Και τίθενται με πολλήν εντέλει ‘ειρωνία’ – «αν είναι βέβαια αληθινή μια τέτοια αφήγηση» - , απέναντι στην επίγεια θανατική καταδίκη η μυθική αθανασία και μακαριότητα.  
         Υπάρχει ένα σημείο, όπου ‘επιδιώκει’ να υπεισέλθη κατ’ αρχάς παράκαιρα ο μύθος τού Επέκεινα, και ένα δεύτερο σημείο στο τέλος, όπου και υπεισέρχεται ‘δικαιωμένος’ στον «Γοργία». ‘Αποδεικνύεται’ κατ’ αρχάς, ως μια έκφραση (μάλιστα…) της αρχής τής απόλαυσης, η θέση (These) περί υπεροχής τού ισχυροτέρου, και αναφλέγεται τότε (κυριολεκτικά…) ο πραγματικός αγώνας κι η ‘μέχρι θανάτου’ μάχη γι’ αυτήν την αρχή. ‘Επιχειρεί’ λοιπόν κατ’ αρχάς με δυό εικόνες, δυό «μυθικές ιστορίες» (μυθολογώ – 493 D) ο Σωκράτης: Είμαστε (στην πραγματικότητα…) νεκροί, κι είναι ο τάφος τής ψυχής το σώμα. Και πρέπει να αντλήσουν με το σουρωτήρι – δηλ. την ψυχή τους – νερό απ’ το κατατρυπημένο αγγείο στο Επέκεινα οι αμύητοι – οι μωροί και δίχως πνεύμα (ανόητοι – που δεν νοούν, δεν ‘καταλαβαίνουν’ όπως λέμε και σήμερα… - Να μείνουν λοιπόν για πάντα διψασμένοι…). Είναι δε μια παραλλαγή τής πρώτης η δεύτερη, και καταγόμενη «απ’ την ίδιαν παλαίστρα (Palӓstra)» εικόνα, όπου και απεικονίζεται με το παράδειγμα του ακέραιου και του τρύπιου αγγείου, η αντίθεση ανάμεσα στο μετριοπαθές και το έκλυτο ή αχαλίνωτο (στοιχείο…).
           Πρόκειται για μιαν εσχατολογία (Eschatologie), την οποίαν και βασίζει στον ποιητή Ευριπίδη και στη διδασκαλία άλλων ευφυών ανθρώπων – Ορφικών και Πυθαγορείων – ο Σωκράτης: η τιμωρία στο Επέκεινα σε άμεση και ακριβή σχέση προς τη διαφθορά τής ψυχής, αυτό είναι που προέχει   (( Σημ. τ. μετ.: Δεν είναι με τίποτα και καθόλου ηθικολογία η αρχαία ελληνική ηθική, αλλά πόνος αντίθετα βαθύς για τη ‘μοίρα’ που περιμένει τον κάθε άνθρωπο, αν αδιαφορήση ή και περιφρονήση την ψυχή του… )) . Βλέπει ότι δεν μπορεί να ‘νικήση’ ωστόσο, με οσοδήποτε «πολλούς τέτοιους μύθους», αυτούς που στέκονται απέναντί του ο Σωκράτης, κι ότι θα είναι πάντα ανεπαρκής η προσπάθειά του. Περιμένει έναν άλλον λοιπόν ΄τόπο’, όπου και θα μπορέση να επιδράση. Και εμφανίζεται πράγματι στο τέλος τού διαλόγου, στο πρώτο και μεγάλο εσχατολογικό δράμα (Drama) που δημιούργησε γενικά ο Πλάτων, αυτός ο ‘τόπος’. Ένας ‘τόπος’ βασισμένος στην αντίθεση μεταξύ δικαίου και αδίκου, όπου βασίζεται και ολόκληρος άλλωστε ο διάλογος: μόνον που αντικαθρεφτίζεται στο μεταφυσικό εδώ πεδίο αυτή η αντίθεση.
       Tο μοτίβο τής ‘οδοιπορίας’ τής ψυχής, που εμφανίζεται τόσο συγκεκαλυμμένο στον «Γοργία», ώστε να το παραγνωρίζουμε τις περισσότερες φορές, εμφανίζεται ως το πιο σημαντικό εσχατολογικά στον «Μένωνα» (81 Α-Ε). Μεταβαίνει δηλ. σ’ ένα καινούργιο εδώ επίπεδο ο μύθος, στο οποίο και ‘εξασφαλίζεται’ η ύπαρξη της αρετής (Arete), αφού δεν κατορθώθηκε να ‘συλληφθή’ μέσα απ’ τους ορισμούς. Βοηθάει δηλ. στο να εξασφαλισθή η δυνατότητα της γνώσης, στηριγμένος στη σοφία τών ιερέων και των θεϊκών ποιητών, καθώς ανακαλούν πινδαρικοί στίχοι για μια στιγμή την ψυχή που οδοιπορεί, εδώ ο μύθος. Και συμπεραίνεται πως είναι μια ανάμνηση αυτού που έχουμε δη πριν απ’ αυτήν τελικά την ζωή η ουσία τής γνώσης, και δεν μας ‘επιτρέπεται’ να παγιδευόμαστε στον διαλυτικό τής γνώσεως λόγο όσων ‘ερίζουν’ (Eristiker), αλλά ν’ αναζητούμε ενεργητικά και με δύναμη την αλήθεια. 
          Δεν συγκρίνεται λοιπόν με τις ‘μάταιες’ προσπάθειες του «Γοργία», η κατάκτηση μιας νέας εδώ βαθμίδας με τον μύθο. Παρουσιάζεται μάλιστα ευθύς εξαρχής αυτό που είναι και το πιο ισχυρό, και προεξοφλείται το αποτέλεσμα, και δεν τίθεται απλώς, αλλά καθίσταται και μυθικό το ‘γενεαλογικό θέμα’ στον «Μένωνα». Και ακολουθεί τότε και μόνον αυτό που μπορεί και ν’ αποδειχθή, η παντοτινή δηλ. γνώση σ’ αυτό. Σκιαγραφείται μια ήδη ‘έτοιμη’ λοιπόν στον Πλάτωνα – διακρινόμενη με την υπαινικτική  συντομία της απ’ τους άλλους μύθους τού Επέκεινα – συνάφεια ή ‘συνειρμός’, που αφορά μόνο στην «ανάμνηση» και την αναζήτηση της αλήθειας εδώ. Και δεν είναι και ‘άσκοπος’  ο υπαινιγμός για τους «ισχυρότατους ως προς τη σοφία» (σοφία μέγιστοι), που αναφέρει κι ο Πίνδαρος.
        Δεν είναι παρά ‘μερικές’ οι απόψεις στον «Γοργία» και τον «Μένωνα». Και αναφέρεται μόνο στην ορθή πράξη ο «Γοργίας», ενώ σχεδόν απολύτως στην αληθινή γνώση, στο μεσαίο του μέρος ο «Μένων». Αλλά καθίσταται και σαφές, πόσο αχώριστα είναι αυτά τα δυό στον «Μένωνα». Για να ‘αλληλοπεριχωρηθούν’ απολύτως πράξη και γνώση, ως η μια και μόνη εργασία τής ψυχής ενόψει του θανάτου, της «ύπαρξης» ενόψει τής «μεταφυσικής» στον «Φαίδωνα».
        Και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, το ότι λέει αμέσως στην αρχή, πως δεν είναι ένας «αφηγητής μύθων» ο Σωκράτης (61 Β). Κάτι που εναλλάσσει βέβαια ειρωνικά το Ναι με το Όχι. Γιατί είναι πράγματι γεμάτος από «μυθολογία» αυτός ο διάλογος, και ‘προειδοποιούν’ γι’ αυτό ήδη απ’ την αρχή (62 Β) τα λόγια που χρησιμοποιούσαν στις μυστικές ‘αιρέσεις’ (σέκτες…), ότι ‘υπάρχουμε’ δηλ. «έν τινι φρουρά και περιφρούρηση» εμείς οι άνθρωποι  (φρουρούμαστε και περιφρουρούμαστε…). Και σηκώνεται για μια στιγμή και λιγάκι το ‘παραπέτασμα’ που κρύβει τη μοίρα τής ψυχής (μας…). Ενώ μιλά λοιπόν για τον θάνατο ο «Φαίδων», δεν μπορούμε όμως παρά μόνο μυθικά να μιλήσουμε για κείνο που βρίσκεται ‘πέρα απ’ τα σύνορα’, υπάρχει ήδη μια αναφορά στη συνάρτηση ανάμεσα σ’ αυτήν και την ‘επέκεινα’ ζωή εδώ. Για να ολοκληρωθούν κατόπιν, στον κυρίως διάλογο, και σε κάθε μιαν απ’ τις τρεις βαθμίδες τού μύθου για το Επέκεινα, κι εκεί όπου ‘κλείνει’ μάλιστα κάθε φορά ο κύκλος, τα όσα έχουν ήδη (μέχρι τώρα…) ειπωθή.
       Εμφανίζεται λοιπόν στον πρώτο κύκλο (69 C), κι αφού έχει καταδειχθή ότι διευθύνεται και είναι προσανατολισμένη προς τον θάνατο η ζωή τού φιλοσόφου,  ‘συγκεντρωμένο’, και αναγνωριζόμενο επανειλημμένα στις έννοιες «λύση, διάλυση» και «κάθαρση», το ορφικό ρεύμα. Και αναφέρεται, όπως στον «Γοργία» και τον «Μένωνα», στα μυστήρια (Mysterien) και στη διάκρισή τους σε ανταμειβόμενους και τιμωρούμενους ο Σωκράτης. Ενώ συμβαίνει με τον ίδιον τρόπο και η αλλαγή τής ερμηνείας: «καθαγιασμός» σημαίνει στον Πλάτωνα λόγος, λογική, και είναι άρα «καθαγιασμένοι»  εκείνοι που και φιλοσόφησαν σωστά  (( Μια υψηλοτάτη έννοια και αντίληψη του λόγου… )) . Που θα κατοικήσουν κοντά στους θεούς, ενώ «βρίσκονται μέσα στη λάσπη και τον βόρβορο» όσοι δεν καθαγιάστηκαν. Προεκτάθηκαν έτσι, και μάλιστα με ακρίβεια, στις βασικές γραμμές τής ορφικής περί τού Επέκεινα ποιήσεως οι φιλοσοφικές (ακριβώς…) κρίσεις και απόψεις. 
       Στον δεύτερον κύκλο τίθεται σαφώς το ερώτημα για την «αθανασία τής ψυχής». Υπάρχει έτσι στην αρχή «ένας παλιός λόγος, που τον θυμόμαστε», ότι πηγαίνουμε από εδώ εκεί και επιστρέφουμε από εκεί εδώ, κι ότι γεννιούνται (μάλιστα…) απ’ τους νεκρούς οι ζωντανοί. Αν είναι σωστό αυτό, αυτό ακριβώς και ερευνάται, για να επανακάμψουμε ωστόσο ξανά στο τέλος  στον μύθο. Η ψυχή που έχει με σωστόν τρόπο φιλοσοφήσει και εξασκηθή στον θάνατο (μελέτη θανάτου…), περνά κεκαθαρμένη στο παρόμοια μ’ αυτήν αόρατο – καθώς εναλλάσσονται αναμεταξύ τους οι έννοιες του αόρατου, του Άδη (Hades) και του νοητού ή ιδεατού τόπου -, απελευθερωμένη από κάθε περιπλάνηση και περνώντας τον μελλοντικό καιρό της με τους θεούς (81 Α 9, πρβλ. 69 C 6). Ενώ κουβαλά (σέρνει…) μαζί της πολλά σωματικά, γήινα, βαρειά και ορατά στοιχεία η μη κεκαθαρμένη ψυχή. Απ’ όπου και προέρχονται οι σκιώδεις εκείνες εμφανίσεις, που νομίζει πως βλέπει εν είδει φαντασμάτων ολόγυρα στους τάφους η λαϊκή πίστη. Πρόκειται για περιπλανώμενες μορφές ή ‘ψυχές’, τιμωρημένες για την κακή προηγουμένως διαγωγή τους, που ενσαρκώνονται εκ νέου σε διάφορα είδη ζώων. Η πλάνη, και η σωματική απληστία, διαιωνίζονται τρόπον τινά στο Επέκεινα, όπως διαιωνίζεται και η συγγένεια προς το θεϊκό και η ένταξη στον νοητό και «αόρατο» κόσμο για τις ψυχές που φρόντισαν σωστά τον εαυτό τους. Πρόκειται για μιαν παραλλαγή αυτού που ήδη καταδείχθηκε στο πρώτο επίπεδο. Καινούργια είναι όμως εδώ η ‘άποψη’ για την οδοιπορούσα ψυχή, ως το εκφραστικώτερο σύμβολο της αιωνιότητάς της.
        Με τον τρίτο κύκλο ολοκληρώνεται ο «Φαίδων».  Και συναντάται έτσι στο τέλος τής συζήτησης, και στο τέλος γενικά τού φιλοσοφικού διαλόγου, ο μεγάλος περί τού Επέκεινα μύθος, αφορμώμενος ωστόσο απ’ τις δυό προηγούμενες βαθμίδες.
         Μετασχηματίζεται κατόπιν στην «Πολιτεία» η απλή, βασική μορφή τού «Γοργία», η αναφερόμενη στην αντίθεση δικαιοσύνης και αδικίας, σ’ ένα καινούργιο, μεγάλο οικοδόμημα.  Και ‘επιστρέφει’ έτσι και ο εσχατολογικός τελικός μύθος τού «Γοργία», μετασχηματισμένος σ’ ένα καινούργιο μέσον κι αυτός: όπως ‘συμβαίνει’ με τη δικαιοσύνη και την αδικία στη δομή τής πόλης, έτσι και με τη μοίρα τής ψυχής στο σύμπαν. Και καθώς συμπεριλαμβάνει και τον παλιό, αρχικό μύθο τού «Θρασύμαχου» το νέο έργο, αντιστοιχούν έτσι συμμετρικά η αρχή και το τέλος. Και μοιάζει να αντιστοιχή σχεδόν αφ’ εαυτής στην ανεπαρκή εκείνη προσπάθεια η πλήρης εδώ διαμόρφωση.  Αν τις παρατηρήσουμε δε αμφότερες μέσα στο ίδιο το πλατωνικό ‘γίγνεσθαι’, ή και μέσα στο σύνολο της ‘τετελειωμένης’ μπροστά μας «Πολιτείας», εμφανίζονται τότε δυό βαθμίδες στην πλατωνική διαμόρφωση του μύθου. Όπου και προετοιμάζει τη διαλεκτική οδό ο μύθος στην κατώτερη βαθμίδα, ενώ κοιτάζει πέρα απ’ το όριο, μέχρι το οποίο και μπορεί να μας οδηγήση η διαλεκτική (Dialektik), στη δεύτερη.
         Θα ασχοληθούμε λοιπόν αποκλειστικά με τη σύγκριση των τριών μεγάλων ‘εσχατολογιών’ στον «Γοργία», τον «Φαίδωνα» και την «Πολιτεία» από ’δώ και πέρα.
         Aγωνιζόταν τον αγώνα μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας ο «Γοργίας». Και συνεχίζεται ο ίδιος αγώνας και στον μύθο. Γι’ αυτό και έχουν μόνον το δικαστήριο των νεκρών και οι τιμωρίες στο Επέκεινα εδώ σημασία. Και για να φανερωθή ‘καθαρά’, πόσο ουσιαστικό είναι αυτό το δικαστήριο, ‘μυθολογείται’ πως δεν υπήρξε πάντοτε, αλλά αναπτύχθηκε απ’ το αντίθετό της η τωρινή κατάσταση. Χαρακτηρίζει δε την προηγούμενη, ότι κρίνουν μεν με τις σωματικές αισθήσεις και με όλην τη σύγχυση της σωματικής ύπαρξης οι δικαστές,  ενώ κρίνονται επίσης πριν απ’ τον θάνατο, ‘καλυμμένοι’ με το σώμα και με ενδύματα, και συνοδευόμενοι από φίλους που μαρτυρούν γι’ αυτούς οι κρινόμενοι. Ενώ έχουν πεθάνει κι ο δικαστής κι ο δικαζόμενος  και είναι και οι δυό γυμνοί στην τωρινή κατάσταση, ώστε να βλέπη κι ο δικαστής με την ψυχή του και μόνον την ψυχή και μόνον τού άλλου. Δεν μπορεί να απεικονισθή πράγματι καθαρότερα, τόσο ο ριζοσπαστισμός αυτής τής απόφασης όσο και η ουσία μιας καθαρής ταυτόχρονα γνώσης   (( Σημ. τ. μετ.: Ίσως ποτέ άλλοτε, και μάλλον σίγουρα ποτέ άλλοτε, δεν αναγνωρίσθηκε με τέτοια βαθύτητα και τέτοιον ‘πόνο’ η ψυχή τού ανθρώπου στον προχριστιανικό κόσμο… )).
         Δεν περιγράφεται ωστόσο τόσο διεξοδικά το δικαστήριο, ή η κρίση ή η δίκη, στον «Φαίδωνα» και στην «Πολιτεία». Γιατί δεν είναι η αντίθεση δικαιοσύνης και αδικίας όπως στον «Γοργία» το θέμα στον «Φαίδωνα», ενώ επεκτείνεται και επικαλύπτεται από πολλά άλλα θέματα στην «Πολιτεία». Μπορεί να υπήρξε εξάλλου και αρκετή η περιγραφή στον «Γοργία». Γι’ αυτό και δηλώνεται μόνο σύντομα, αλλά με οξύτητα, μαζί και με τον «τόπο» του (τον Άδη…) στους άλλους δυό διαλόγους. Προστίθεται ωστόσο το ‘ταξίδι’ προς το ‘κριτήριο’ στον «Φαίδωνα», όπου και φανερώνεται αμέσως η διαφορά ανάμεσα στη λογική (συνετή, φρόνιμη…) και την άπληστη και φιλήδονη ψυχή: οδηγεί ανάλαφρα ένας ‘δαίμονας’ (Dӓmon) προς τα κάτω τη λογική, ενώ δεν βρίσκει κανέναν να τη συνοδεύση η φιλήδονη, που περιπλανιέται και εξαναγκάζεται (να κατέβη…) σε κείνον τον τόπο. Και συνεχίζουν έτσι η στραμμένη (ήδη…) προς τις καθαρές ουσίες και άρα προς τον θάνατο ύπαρξη του φιλοσόφου, και η πλάνη τού αντιθέτου του, το ίδιο (όπως και στην ζωή τους…) ταξίδι στο Επέκεινα   (( Σημ. τ. μετ.: Έγραφε ένας Ευρωπαίος περιηγητής τού 20ου αιώνα, καθώς περιπλανιόταν στα εκκλησάκια και τα ξωκκλήσια τής Ελλάδας, ότι η εικόνα που συναντούσε το πιο πολύ είναι η Κάθοδος του Χριστού στον ‘Αδη… )) . Είναι χαρακτηριστικές οι διαφορετικές συμπεριφορές τής ψυχής στον «Φαίδωνα», ενώ απλώς υποδηλώνεται αυτό το ‘ταξίδι’ στην «Πολιτεία» (614 Β 8).
        Δεν περιγράφεται ωστόσο σαφώς, παρά μόνον προϋποτίθεται και στον «Γοργία» η ‘οδοιπορία’ τής ψυχής, καθώς χρησιμεύουν ως παράδειγμα, για να γίνουν καλύτεροι οι άλλοι, αυτοί που είναι ‘αθεράπευτοι’· οι ‘άλλοι’, που δεν μπορεί να είναι παρά εκείνοι που συμμετέχουν στην ‘περιστροφή’. ‘Θέμα’ κατέστη η παλιγγενεσία (Palingenesie) στο ‘σχέδιο’ μύθου τού «Μένωνα», επειδή αναφέρεται στην εκ των προτέρων γνώση εκεί. Ενώ λέγεται σύντομα στον «Φαίδωνα», όπου και υπάρχει η ίδια αναφορά, ότι επανοδηγείται «σε πολλές και μεγάλες χρονικές περιόδους» (107 Ε) πίσω στη γη ο καθένας. Όπου θα πρέπη να προσέξουμε και την αφήγηση περί ενσαρκώσεως σε διάφορες μορφές ζώων και ανθρώπων στη δεύτερη βαθμίδα τού διαλόγου (81 D κ.ε.). Τονίζεται πολύ δε ισχυρότερα ακόμα η επιστροφή και η επιλογή αυτών που δεν έχουν πια ζωή στην «Πολιτεία». Γιατί έχουν βέβαια σημασία οι εμπειρίες τής προηγούμενης ζωής για την επιλογή τής νέας, που επιλέγεται ωστόσο και εντελώς ‘ελεύθερα’. Εκφράζεται με τον πιο οξύ εδώ τρόπο η μεταφυσική ευθύνη τού ανθρώπου, καθώς και η απόρριψη κάθε μοιρολατρίας, ενώ θεωρείται – κάπως πιο ‘συγχωρητικά’ - ως «πιθανόν», ότι ‘συμβαίνει’ ανάλογα με τον τρόπο που έζησε στην προηγούμενή της ζωή η ψυχή, η ενσάρκωση στον «Φαίδωνα».
       Kατανέμονται’ το ίδιο σε όλους τούς διαλόγους ως προς την επέκεινα μοίρα τους οι άνθρωποι. Όπου και ξεχωρίζουν σε δυό κατ’ αρχάς ομάδες  όσοι θα τιμωρηθούν για τα πλημμελήματά τους: εκείνοι που μπορούν να ‘βελτιωθούν’, και οι ανίατοι (Γοργίας 526 Β 8, Φαίδων 113 Ε 2, Πολιτεία 615 Ε3). Παιδαγωγούν δε τους πρώτους οι τιμωρίες, ενώ ‘αποθαρρύνουν’ με το παράδειγμά τους τους άλλους οι τιμωρίες τών δευτέρων. Κατονομάζονται δε ως ανίατοι στους δυό ισχυρότερα πολιτικούς διαλόγους, οι τύραννοι (Tyrannen), οι ηγεμόνες κι οι εξουσιαστές, κι ανάμεσά τους ο Αρχέλαος της Μακεδονίας στον «Γοργία», κι ο Αρδιαίος, τύραννος μιας  πόλης τής Παμφυλίας, που περιγράφονται μάλιστα με ‘δαντικές’ εικόνες τα βάσανά του, στην «Πολιτεία». Ενώ αναφέρεται εντελώς γενικά, και χωρίς να τους κατονομάζη, στους ανίατους στα ‘Τάρταρα’ (Tartaros) ο «Φαίδων», που δεν διαθέτει σαφώς τον «πολιτικό» χαρακτήρα τών δύο άλλων διαλόγων. Γι’ αυτό και ξεχωρίζουν άλλη μια φορά όσοι μπορούν να βελτιωθούν, σε κείνους που ενέχονται σε κάποιο βαρύτερο πλημμέλλημα, και σε όσους πέρασαν ανάμεσα στο καλό και το κακό, κάπου δηλ. στη ‘μέση’ την ζωή τους, στον ‘Φαίδωνα». Ενώ προστίθενται παντού στους ιάσιμους και τους ανίατους, οι «ευσεβείς» ως τρίτη ομάδα, με τους γνήσιους φιλοσόφους να διακρίνονται έτι περαιτέρω ανάμεσά τους στον «Γοργία» και τον «Φαίδωνα».

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: