Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (23)

Συνέχεια από Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου  2015

             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ

                               ΤΟΜΟΣ  1ος  
                        Ο Χριστός και η αλήθεια
                        Το Πνεύμα και η αλήθεια
                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
                     Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 3ο    Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο :   Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  -  Α Λ Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ. Ερμηνεία του Ιωάν. 1, 14.17.18
      3. Η χάρις της αληθείας: ο μονογενής Υιός εις τον κόλπον του Πατρός (1,18)
 γ. Ο μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς.
Κατά την μελέτη του 1, 18β θα ερευνήσουμε τρία επιμέρους σημεία: το ακριβές νόημα του κόλπος, τον λόγο της επιλογής της διατύπωσης εις τον κόλπον αντί εν τω κόλπω, και την σημασία της μετοχής ενεστώτος  ὢν.
               1. Η λέξη κόλπος δεν μπορεί να ταυτισθεί με την γαλλική «στήθος», διότι αυτή η τελευταία παραπέμπει σε όργανα που ανήκουν αποκλειστικά στην γυναίκα (στήθος, μαστός ή ακόμη και στην μήτρα, την έδρα της σύλληψης), που δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με την ελληνική βιβλική έκφραση κόλπος. Το ουσιαστικό αυτό παραπέμπει σε ένα άλλο νόημα της έννοιας «στήθος»: υποδεικνύει το άνω μέρος του ανθρώπινου θώρακα, τον χώρο που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος και τους ανοιχτούς βραχίονες του άνδρα ή της γυναίκας. Η έκφραση εν τω κόλπω περιγράφει τις σχέσεις τρυφερότητας ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα (ἡ γυνή σου ἡ ἐν κόλπῳ σου: Δευτ 13,7/28,54· Βασ. Β. 12,8· Σοφ. Σιρ. 9,1· Γεν. 16,5· τὸν ἄνδρα αὐτῆς τὸν ἐν κόλπῳ αὐτῆς: Δευτ. 28,56), την στοργική χειρονομία της μητέρας ή της τροφού που παίρνει το παιδί της στην αγκαλιά της (Βασ.Γ 3,20· Ρουθ 4,16· Ησαία 49,22· με την μεταφορική έννοια Αριθ. 11,12), ή ακόμη την στάση του σώματος (ανακείμενος) του μαθητού «εν τω κόλπω του Ιησού» (Ιωαν. 13,23). Το ίδιο θέμα εμφανίζεται σε μία άγνωστη δήλωση του Ιησού που αναφέρει η 2η Επ. του Κλήμεντος Πάπα Ρώμης, στην οποία περιγράφεται η εγγύτητα των σχέσεων του Ιησού με τους μαθητές του: «Ἐὰν ἦτε μετ’ ἐμοῦ συνηγμένοι ἐν τῷ κόλπῳ μου καὶ μὴ ποιῆτε τὰς ἐντολάς μου, ἀποβαλῶ ὑμᾶς».
Οι Έλληνες Πατέρες και οι δυτικοί Μάριος Βικτωρίνος, Θωμάς Ακινάτης, Maldonat, Tolet, και Αγ. Ιωάννης του Σταυρού αποδίδουν αυτή την διατύπωση στο ομοούσιον του Πατρός και του Υιού. Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν συνάδει με την ορολογία και το ύφος του Ιωάννη. Ο «κόλπος» του Θεού εκφράζει μια προσωπική πλευρά της ζωής του Θεού, και δεν αποτελεί βέβαια την θεία «ουσία» του. Ο αγ. Αυγουστίνος απέδωσε στον στίχο μια ψυχολογική ερμηνεία με μεγάλη απήχηση στην λατινική παράδοση: ο κόλπος του Πατρός είναι το μυστικό του Πατρός, και αυτά είναι τα μυστικά που μας αποκαλύπτει ο Υιός. Ψυχολογικής φύσεως είναι και οι ερμηνείες των περισσότερων συγχρόνων εξηγητών: ο μονογενής Υιός που βρίσκεται «εις τον κόλπον του Πατρός» είναι ο Υιός που ζει στην μέγιστη εγγύτητα με τον Πατέρα, σε μία πλήρη κοινωνία μαζί του. Το πρόβλημα με αυτές τις ερμηνείες είναι ότι θα πρέπει να τοποθετήσουν την ενδο-τριαδική αυτή σχέση Πατρός και Υιού, είτε πριν από την Ενσάρκωση, είτε μετά την Ανάσταση. Όπως είδαμε όμως η διατύπωση αυτή είναι παράλληλη με τον «Ιησού Χριστό» του στ. 17· θα πρέπει επομένως να αναφέρεται στον σαρκωθέντα Λόγο, στον άνθρωπο Ιησού και στον αποκαλυπτικό του ρόλο στην ιστορία της σωτηρίας. Η λεπτομέρεια αυτή είναι κεφαλαιώδους σημασίας όπως θα δούμε.
Στο σημείο αυτό όμως συναντούμε μια φιλολογικής φύσεως δυσκολία σε ότι αφορά τις παραπάνω ερμηνείες. Προϋπόθεση τους είναι η ταύτιση του νοήματος των προθέσεων εις και εν, και κατά συνέπεια η απόδοση στατικού νοήματος στην διατύπωση του 1,18β. Αγνοείται δηλαδή πλήρως η πρόθεση του Ιωάννη ο οποίος παρότι γνωρίζει πολύ καλά την διατύπωση εν τω κόλπω (13,23) επιλέγει εδώ να χρησιμοποιήσει μια έκφραση μη αναμενόμενη και χωρίς παραλληλισμούς: ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον. Στην ελληνική μετάφραση της Π. Δ. η διατύπωση εις τον κόλπον ακολουθεί συνήθως ένα ρήμα κίνησης (Γεν. 16,5· Εξ. 4,6.7· Βασς. Γ 22,35· Ψαλ. 34,13· Παρ. 16,33) ή χρησιμοποιείται για να υποδείξει την αντιστροφή των πραγμάτων που εμπεριέχει τον κολασμό (όπως στην στερεότυπη έκφραση: αποδούναι εις (τον) κόλπον, Ψαλ. 78,12· Ησαΐας 65,6.7· Ιερ. 33,18). Ο Λουκάς διακρίνει επίσης την χρήση του εις μετά από ένα ρήμα που εκφράζει κίνηση (απανεχθήναι αυτόν … εις του κόλπον Αβραάμ, Λ. 16,22) και την στατική σημασία του εν (ορά Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού, 16,23). Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για ποιόν λόγο ο Ιωάννης επιλέγει στον 1,18 την πρόθεση εις.
2. Η έκφραση ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον του πατρός αντιστοιχεί στην διατύπωση προς τον θεόν του 1,2. Συνιστάται η παράλληλη έρευνα των δύο αποσπασμάτων διότι και στα δύο ανακύπτει το ίδιο πρόβλημα του νοήματος της πρόθεσης. Στην ελληνική γλώσσα, συμβαίνει συχνά, η πρόθεση προς με αιτιατική να έχει το ίδιο νόημα με την πρόθεση παρά με δοτική, και το εις να αντιστοιχεί στο εν. Εξαρτάται όμως και από τον συγγραφέα. Προηγούμενη μελέτη μας απέδειξε ότι ο Ιωάννης αποδίδει πάντοτε στις προθέσεις προς και εις με αιτιατική δυναμικό περιεχόμενο.
          α) Στον Ιωαν. 1,1 (όπως και στην 1η Επ. 1,2) όπου της πρόθεσης προς προηγείται το ἧν, η πρόθεση δεν υποδεικνύει κίνηση αλλά σχέση, κατεύθυνση, προσανατολισμό. Η απόχρωση του νοήματος στους δύο πρώτους στίχου του προλόγου έχει απασχολήσει του ερμηνευτές. Η μετάφραση την οποία προτείνουμε μαζί με τους  L.M. Dewailly, A. Feuillet και A. Guillerand είναι η ακόλουθη: «Και ο Λόγος εστράφη προς τον Θεόν». Η κατασκευή αυτή δεν επικαλείται την ιδέα της εγγύτητας, της κοινότητας· υπονοεί μάλλον μια διάκριση μέσα στην γειτνίαση, ένα είδος αντίθεσης ανάμεσα στον Θεό και τον Λόγο, αλλά παράλληλα τον σταθερό προσανατολισμό του Λόγου προς τον Θεό. Δεν προσδιορίζεται ακόμη στον πρόλογο σε τι συνίσταται αυτός ο προσανατολισμός. Είναι όμως σημαντικό να τονίσουμε ότι ήδη από την αρχή του προλόγου ο Ιωάννης θέτει «την ζωντανή πραγματικότητα του Θεού που ομιλεί εις αυτόν, ένα είδος διάκρισης ανάμεσα στον Θεό και τον λόγο του, που εντάσσεται ακριβώς μέσα σε ένα είδος ‘σχέσεως’». Πρόκειται εδώ για τον προϋπάρχοντα Λόγο, για την ύπαρξή του εντός του Θεού. Ασφαλώς ο Ευαγγελιστής δεν επιθυμεί να επεξεργασθεί την μεταφυσική των τριαδικών «σχέσεων»· η περιγραφική ερμηνεία όμως που προτείνει προσφέρει ένα γερό βιβλικό θεμέλιο στην παραδοσιακή αυτή διερμηνεία.
      β) Ας προσεγγίσουμε τώρα το αρκετά πιο περίπλοκο κείμενο του 1,18. Μερικοί το συγκρίνουν με τον 13,23, παρά την διαφορά των προθέσεων. Στο 12,23 λέγεται ότι στον Μυστικό Δείπνο ο αγαπημένος μαθητής του ήτο ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ: η έκφραση σημαίνει εδώ ότι αφ’ ενός ευρίσκετο πολύ κοντά στον Ιησού, αλλά αφ’ ετέρου ότι του ήτο και «ιδιαίτερα αγαπητός». Στον στ. 1,18 ο Ιωάννης δεν επιθυμεί να δώσει την εντύπωση της εγγύτητας αλλά αντικαθιστά το εν από το εις. Η πρόθεση αυτή όπως και το προς τον 1,1-2 εμπεριέχει δυναμισμό. Η μετάφραση που προτείνουμε είναι η εξής: «Ο μονογενής Υιός που στρέφεται  προς τον κόλπον του Πατρός, αυτός υπήρξε η αποκάλυψη».
Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι το εις εκφράζει την καθεαυτήν κίνηση ή ακριβέστερα την κατάληξη της κινήσεως, υπονοώντας την επιστροφή του Χριστού «στον κόλπον του Πατρός» διά της Αναλήψεως. Όπως όμως εύστοχα παρατηρεί και ο P. Lagrange: «Δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός επιστροφής του Χριστού στον Πατέρα …, δεδομένου ότι αυτή η επιστροφή διαδέχεται την αποκάλυψη». Άλλοι υποστηρίζοντας την δυναμική έννοια του εις επικεντρώνονται στον παραλληλισμό με τον 1,1.2: ο στίχος κατ’ αυτούς περιγράφει τον σταθερό προσανατολισμό του Υιού προς τον κόλπον του Πατρός, «ως τόπο προέλευσής του και ζωτικής ύπαρξής του». Η ερμηνεία όμως αυτή πηγάζει από την μερικώς ανακριβή προϋπόθεση ότι ο κόλπος προσδιορίζει το θηλυκό όργανο, την έδρα της σύλληψης, «τον ζωτικό τόπο» όπου σχηματίζεται η νέα ύπαρξη. Ένα επιπλέον μειονέκτημα αυτής της ερμηνείας είναι ότι προσανατολίζει αναγκαστικά την μέριμνα στις προαιώνιες σχέσεις του Υιού με τον Πατέρα. Ο Ιωάννης όμως εδώ αναφέρεται κυρίως στον ιστορικό Ιησού, με τον οποίο έζησαν οι μαθητές του.
     γ) Τρείς είναι οι ενδείξεις που μας βοηθούν, πιστεύουμε, να προχωρήσουμε, και να συλλάβουμε επακριβώς το νόημα που αποδίδει ο συγγραφέας τους στην έκφραση ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον του πατρός.
Πρώτη σημαντική παρατήρηση είναι ότι η έκφραση «μονογενής Υιός» χρησιμοποιείται από τον Ιωάννη πάντοτε για να περιγράψει το έργο του ιστορικού Χριστού ( Ιωαν. 1,14.18/3,16.18/1η Επ. Ιωάν. 4,9). Στα βιβλικά κείμενα η έκφραση αυτή είναι σχεδόν συνώνυμη του «Υιός αγαπητός). Άρα η διατύπωση μονογενής υιός επικαλείται ταυτόχρονα την υιότητα του Ιησού Χριστού και την αγάπη του Πατρός για τον μονογενή Υιό του. Σε άλλα αποσπάσματα ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την ίδια διατύπωση για να περιγράψει την αποκάλυψη της αγάπης του Θεού για τον κόσμο: «ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι' αὐτοῦ» (1η Επ. Ιωάν 4,9)· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ιωαν. 3,16).
Η δεύτερη ένδειξη αφορά στην χρήση της λέξης κόλπος. Στην βιβλική ορολογία, όπως είδαμε εκφράζει την στοργή, την αγάπη (του άνδρα προς την γυναίκα, της μητέρας προς το παιδί της, του Μωυσή προς τον λαό του). Μιλώντας για τον Θεό, η μάλλον για τον Πατέρα και τις σχέσεις του με τον Υιό του η αντιστοιχία είναι εμφανής: αναδεικνύει, όχι τόσο την εγγύτητα, όσο την σχέση αγάπης μεταξύ του Υιού και του Πατρός, την αμοιβαιότητα της αγάπης. Το θέμα της αγάπης του Πατέρα προς τον Υιό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον Ιωάννη: «ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν, καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ» (Ιωαν. 3,35)· «ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ» (5,20)· ο Χριστός λέγει: «διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν» (10.17)· «καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (15,9)· και λέγει στον ίδιο τον Πατέρα: «ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» (17,24)· «καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς» (17,26). Αλλά ο Ιησούς αναφέρει επίσης την δική του αγάπη  προς τον Πατέρα: «ἀλλ' ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ» (14,31). Η αγάπηξ του Πατρός και του Υιού είναι αμοιβαία διότι εκφράζει ακριβώς την μεταξύ τους κοινωνία (Ιωαν 17,20-23· 1η Επ. Ιωάν 1,3).
Το νόημα του στ. 1,8β εκφράζει ακριβώς τις σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και από τις δύο πλευρές (του Πατέρα προς τον Υιό και του Υιού προς τον Πατέρα)· με άλλους όρους δηλαδή υπονοεί την αμοιβαιότητα που διέπει τη σχέση τους. Ο «κόλπος» του πατρός είναι το σύμβολο της αγάπης του Πατρός. Και ο μονογενής Υιός που «στρέφεται προς» αυτόν τον κόλπο είναι ο Ιησούς Χριστός που ανταποκρίνεται στην αγάπη του Πατρός· με σύγχρονους όρους θα λέγαμε ίσως: ο μονογενής Υιός που στρέφεται προς την αγάπη του Πατρός, προς την καρδία του Πατρός. Η χρήση της πρόθεσης εις έχει ιδιαίτερο νόημα. Ο Ιωάννης δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «εν τω κόλπω του Πατρός», διότι η διατύπωση αυτή θα σήμαινε ότι ο Υιός αναπαύεται αιωνίως στην αγάπη του Πατρός· θα αναφερόταν δηλαδή στις ενδο-τριαδικές σχέσεις. Για τον ίδιο λόγο ο Ευαγγελιστής απέφυγε το προς των στ. 1,1-2 και 1η  Επ. 1,2, όπου γίνεται άμεσα λόγος της ουρανίου ζωής του Θεού: διότι προς υποδεικνύει ταυτόχρονα την εγγύτητα και τον προσανατολισμό· σημαίνει όχι μόνον «πλησίον τινός» (που είναι και η συνηθέστερα αποδιδόμενη ερμηνεία), αλλά επίσης «παρουσία τινός», «αντοψία» («παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα» 1η Επ. Ιωάν. 2,1). Αλλά το εις διαφέρει από το προς· ασφαλώς εκφράζει επίσης έναν δυναμισμό, αλλά με την έννοια της στόχευσης και ταυτόχρονα της διάκρισης ανάμεσα στα πρόσωπα. Οι ιδιότητες αυτές ανταποκρίνονται ακριβώς στις σχέσεις που περιγράφει ο Ιωάννης στον στ. 1,18 του ανθρώπου Χριστού, του μονογενούς Υιού, με τον Πατέρα. Ο Ιησούς «που στρέφεται προς τον κόλπον του Πατρός» είναι ο Ιησούς ο αποδεχόμενος την αγάπη του Πατρός που τον υποδέχεται, και ταυτόχρονα ανταποκρίνεται με απόλυτη υπακοή και πλήρη αυταπάρνηση, αποδεχόμενος οτιδήποτε αυτή η αγάπη προϋποθέτει. Διάφορες παράλληλες απόψεις, που όμως  κατά βάθος συναντώνται, μπορεί να επικαλεσθεί κανείς σ’ αυτό το σημείο: την αγάπη του Πατέρα για τον μονογενή Υιό, την αγάπη του Ιησού προς τον Πατέρα και την υπακοή του προς τον Πατέρα, καθώς και την ιδέα της υιότητας. Διότι ο Ιησούς αποκαλύπτεται ως Υιός εγκαταλείποντας στο έσχατο σημείο το θέλημά του απέναντι στον Πατέρα. Και όπως το περιγράφει ο D. Mollat: «Ο Χριστός στον Ιωάννη αποκαλύπτει το μυστήριο της θείας υιότητός του όχι με αφηρημένους όρους, αλλά βιώνοντάς το με την ανθρώπινη φύση του».
Η τρίτη ένδειξη είναι αυτή που προσφέρει ένα επιπλέον επιχείρημα σε ότι αφορά τα προηγούμενα συμπεράσματα. Αρκεί απλώς να επανέλθουμε στον παραλληλισμό ανάμεσα στον στ.14 και 18: «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς» αντιστοιχεί, όπως είδαμε στο απόσπασμα της προτάσεως: «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός». Η δόξα του μονογενούς Υιού συνίσταται στο ότι βρίσκεται «εις τον κόλπον του πατρός». Οι δύο αυτές προτάσεις ερμηνεύουν η μία την άλλη. Επομένως, η δόξα του μονογενούς Υιού για τους μαθητές του πηγάζει από την αποκάλυψη του μυστηρίου του, την σταδιακή ανάδειξη της υιικής ιδιότητάς του, της υπαρξιακής βίωσης της αγάπης του για τον Πατέρα και της απόλυτης υπακοής στον Πατέρα έως την έσχατη στιγμή της Ώρας. Καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο μας οδήγησε η ανάλυση του 1,18β, η οποία τώρα επιβεβαιώνεται: η διατύπωση «ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον του πατρός» περιγράφει την κοινωνία αγάπης ανάμεσα στον Υιό και τον Πατέρα, την υποταγή του Ιησού στο θέλημα του Πατρός· γεγονός που αποτυπώνει το βαθύτερο νόημα της υιικής υπάρξεως.
          3. Εδώ όμως αναδύεται ένα νέο ερώτημα: γιατί ο Ιωάννης χρησιμοποιεί την μετοχή ο ὢν σε ενεστώτα χρόνο ενώ τα υπόλοιπα ρήματα που αφορούν στον Ιησού (εγένετο, εξηγήσατο) τοποθετούνται στον αόριστο; Μήπως ο ενεστώτας, αντίθετα με ότι έχουμε υποστηρίξει μέχρι τώρα, περιγράφει το αιώνιο παρόν του Λόγου προς τον Πατέρα; Ή μήπως αναφέρεται στην  παρουσία του Ιησού στην ιστορία; ‘Η ακόμη και στα δύο ταυτόχρονα. Η αμηχανία των σχολιαστών είναι εδώ προφανής. Και δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το πρόβλημα έχει δευτερεύουσα σημασία δεδομένου ότι από την ερμηνεία που θα επιλέξουμε εξαρτάται το νόημα τόσο της αποκαλύψεως όσο και γενικότερα της χριστολογικής θεολογίας.
Σύμφωνα με παλαιότερες ερμηνείες, που υιοθετούν και μερικοί από τους συγχρόνους ο ὢν σημαίνει την αιώνια παρουσία του Λόγου «εις τον κόλπον του πατρός» πριν από την Ενσάρκωση, και αντιστοιχεί στο ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ του στ. 3,13. Κατ’ άλλους ερμηνευτές αναφέρεται σ’ αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν «Postexistenz», δηλαδή την μετέπειτα ύπαρξη του δοξασθέντος Χριστού, και την επιστροφή του στον Πατέρα· σ’ αυτήν την περίπτωση, ο ενεστώτας του ὤν εκφράζει και την άποψη του Ευαγγελιστή. Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή η μετοχή ὤν υποδεικνύει ότι «οι σχέση του Υιού με τον Πατέρα είναι διαρκής και δεν διακόπηκε με την Ενσάρκωση». Το κοινό σημείο σ’ αυτές τις τρείς ερμηνείες είναι ότι προσδίδουν στις σχέσεις Πατρός και Υιού χαρακτήρα μονιμότητας, ταυτίζοντας το εις τον κόλπον με το εν τω κόλπω. Αυτή όπως η ταύτιση όπως είδαμε δεν ευσταθεί.
Αλλά ο στ. 18, όπως είδαμε, αναφέρεται, για πολλούς λόγους, στον ιστορικό Ιησού: διότι «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς» έχει αντίστοιχη δομή, τόσο με τον στ. 14 «ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός», όσο και τον στ. 17 «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»· επίσης, η πρόθεση εις υποδεικνύει ένα είδος «απόστασης» ανάμεσα στα πρόσωπα του Υιού και του Πατρός. Μπορούμε εδώ να προσθέσουμε δύο νέους λόγους: ο μονογενής υιός ο ων κ.λ.π, όντας το υποκείμενο του εξηγήσατο, αυτό που περιγράφει η μετοχή ων πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα με την  πράξη που περιγράφει το κυρίως ρήμα· αυτός που «αποκαλύπτει» είναι ταυτόχρονα «ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρὸς»· η πράξη της «αποκάλυψης» υλοποιείται λοιπόν κατά την διάρκεια της  επίγειας ζωής του. Αυτή η ερμηνεία, είναι η μόνη εξ άλλου, που σέβεται το γενικό πνεύμα του προλόγου. Ο Ευαγγελιστής, από τον ένα στίχο στον άλλο,  αναφέρεται πρώτα στον Λόγο προς τον Θεό και στο Φως που λάμπει στο σκότος (στ.1-5)· στη συνέχεια στην ιστορική μαρτυρία του Ιωάννου του Βαπτιστή περί της ελεύσεως του φωτός στον κόσμο και της Ενσαρκώσεως (στ. 6-14)· το τρίτο μέρος αρχίζει ξανά με την μαρτυρία του Βαπτιστή για τον προϋπάρχοντα Λόγο· εδώ όμως δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην ιστορία της σωτηρίας, στον προοδευτικό παραλληλισμό ανάμεσα στον Μωυσή και τον Ιησού Χριστό, και στην αποστολή της αποκάλυψης του μονογενούς Υιού (στ. 15-18). Η επιστροφή, στον στ. 18β, στο επίπεδο της αιωνιότητας της εν Θεώ ζωής θα αποδομούσε όλη την αρχιτεκτονική του προλόγου.
Η διατύπωση επομένως της μετοχής ενεστώτος (ὢν) που προσδιορίζει τον μονογενή υιό αναφέρεται άμεσα στον ιστορικό Ιησού. Και το νόημά της προσδιορίζεται από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή: δεν την χρησιμοποιεί ποτέ όταν αναφέρεται στον Θεό και στην εν Θεώ ζωή, αλλά για να μιλήσει ακόμη μια φορά για τον Χριστό, σε ένα απόσπασμα πλησιέστατο κατά το νόημα στον στ. 1,18: « οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα» (6,46). Θα μπορούσαμε ακόμη να αναφέρουμε τον στ. 7,29 όπου ο Ιησούς χρησιμοποιεί το ρήμα είναι στον ενεστώτα, για να περιγράψει την σχέση του με τον Πατέρα (παρ' αὐτοῦ εἰμι) και τέλος τα αποσπάσματα στα οποία συναντάται η βιβλική διατύπωση εγώ εἰμί.
Ποιό είναι το νόημα του ρήματος στον ενεστώτα σε αυτά τα κείμενα; Προσδιορίζει ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη στιγμή του ιστορικού συμβάντος και μία διαρκή, υπερβατική και διαχρονική πραγματικότητα. Αυτός «που είναι παρά του Πατρός» είναι ο Ιησούς που απευθύνεται στους Ιουδαίους μετά την ευλογία των άρτων (6,46) ή κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας (7,29), αλλά παραμένει «παρά τον Θεό». Ο Ιησούς χρησιμοποιεί την διατύπωση «Εγώ Ειμί» ενώπιων των Ιουδαίων ή των μαθητών αποκαλυπτόμενος ως ο Άρτος της ζωής (6,35), το Φως του κόσμου (8,12), η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή (14,6) εμφανίζοντας μια σταθερή ιδιότητα που αποτελεί και την βαθύτερη πλευρά του εαυτού του. Κατά τον ίδιο τρόπο στον 1,18 αυτός «που είναι στραμμένος προς τον κόλπο του Πατέρα», είναι ο ίδιος Ιησούς του οποίου οι μαθητές εθεάσαντο την δόξαν (1,14), του οποίου η σκέψη και η ζωή στρέφονται πάντοτε προς την αγάπη του Πατρός, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει και το προσωπικό του μυστήριο. Η προσέγγιση των στ. 1,18 και 1,14 μας επιτρέπει να διακρίνουμε τον προσανατολισμό του Ιησού προς τον Πατέρα με τα μάτια των μαθητών του· η διατύπωση του στ. 18 εκφράζει την βασική εντύπωση που αποκομίζουν από τον Ιησού: ότι υπήρξε πάντοτε «στραμμένος προς τον κόλπον του Πατρός. Και έτσι ανακαλύπτουν σ’ αυτόν τον Υιό του Θεού. Η θέαση της δόξας του μέσα στον χρόνο, τους αποκαλύπτει μια όψη της ζωής του Θεού την οποία όμως αντικρίζουν μέσω του Ιησού: σ’ αυτόν είναι δηλαδή που συναντώνται το ανθρώπινο και το θείο, το καθορισμένο και το υπερβατικό, η ιστορία και η αιωνιότητα.
Έτσι εξηγείται η φιλολογική συμπερίληψη των στ. 1,1-2 (προς τον Θεόν) και 1,18 (εις τον κόλπον του Πατρός). Η αναφορά στην ζωή του Θεού δεν είναι άμεση όπως γενικά πιστεύεται. Αλλά περιγράφεται δια μέσου της επίγειας ζωής του Ιησού: ο πάγιος προσανατολισμός του Χριστού προς τον Πατέρα απεκάλυψε στους μαθητές ποιος είναι. Κατά την θεολογία του Ιωάννη η εμπειρία των μαθητών όπως περιγράφεται στους στ. 14 και 18 προηγείται· ενώ η θέαση από τους πιστούς της εν Θεώ ζωής (στ. 1,1-2) αποτελεί την κατάληξη. Στον πρόλογο φυσικά ακολουθείται μια αντίστροφη πορεία αυτή της «καθοδικής» χριστολογίας: ο Ιωάννης ξεκινά από τον αιώνιο Λόγο που «στρέφεται προς τον Θεό», για να καταλήξει στον ιστορικό Χριστό που παραμένει «εις τον κόλπον του Πατρός», και μας αποκαλύπτει δια του προσώπου του την θεία υπόσταση του Λόγου. Αυτός ο τελικός στίχος χρησιμεύει σαν μετάβαση στο υπόλοιπο Ευαγγέλιο, όπου περιγράφεται λεπτομερώς αυτή η σχέση του Χριστού προς τον Πατέρα και η γέννηση της πίστεως στους μαθητές. Αυτής όμως της «καθοδικής» χριστολογίας του προλόγου, προηγείται ιστορικά μια «ανοδική» χριστολογία που αντιπροσωπεύει η εμπειρία των μαθητών που ανακαλύπτουν σταδιακά στον Ιησού τον Μονογενή Υιό: αυτή η εμπειρία περιγράφεται σε όλο το Ευαγγέλιο και αυτήν εισάγει ο στ. 1,18.
            4. Είπαμε προηγουμένως ότι η ερμηνεία της λέξεως  ὁ ὢν σχετίζεται άμεσα με την χριστολογία: αναλόγως με τον εάν θα την συνδέσουμε με τον αιώνιο Λόγο (όπως μέχρι τώρα συνήθως συνέβαινε) ή με τον ιστορικό Ιησού (όπως μας υπαγορεύουν οι τελευταίες αναλύσεις), θα καταλήξουμε σε δύο διαφορετικές χριστολογικές ερμηνείες, μία καθοδική και μια ανοδική. Ο στ. 1,18 του Ιωάννη αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην σύγχρονη προσπάθεια αναδιατύπωσης της χριστολογίας: καθότι τοποθετείται στο καταληκτικό σημείο του προλόγου και την έναρξη του κυρίως κειμένου του Ευαγγελίου, ο στίχος αυτός αντιπροσωπεύει την σύνθεση των δύο διαστάσεων, ανθρώπινης και θείας, του μυστηρίου του Χριστού· κατά τον Ιωάννη ξεκινά «από τα κάτω», από την υιική ζωή του ανθρώπου Ιησού.
Η διαπίστωση αυτή προϋποθέτει μια ειδική ενατένιση της αποκαλύψεως. Στον Ιωάννη δεν αποτελεί, όπως στους γνωστικούς, ένα μυστικό μήνυμα, προερχόμενο από τους ουρανούς και προοριζόμενο για τους εκλεκτούς, χωρίς δεσμούς με την ιστορία. Στο εν λόγω στίχο ο ευαγγελιστής δεν ακολουθεί καν το περί «αποκαλύψεως» επιλεγμένο πλαίσιο που χρησιμοποιεί σε άλλα σημεία (όπως στον 3,23), σύμφωνα με το οποίο ο εκλεκτός του Θεού φανερώνει αυτά που είδε και άκουσε άνωθεν. Σ’ αυτό το είδος αποκάλυψης ο άνθρωπος του Θεού μεταδίδει αυτό που έμαθε, αλλά η προσωπική ζωή του παραμένει αμέθεκτη (εξωγενής) στο μήνυμα. Αλλά στον στ. 1,14-18 αντικείμενο της αποκαλύψεως δεν είναι τόσο ο λόγος του Ιησού Χριστού όσο η σύνολη ύπαρξή του· η αποκάλυψη συνδέεται με την Ενσάρκωση και την ιστορική πορεία του Ιησού. Ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο θεολογικός τόπος όπου επικεντρώνεται η αποκάλυψη: «Ο μονογενής Υιός, δια της σχέσεώς του με τον Πατέρα, είναι ταυτόχρονα ο αποκαλυπτόμενος και ο αποκαλύπτων». Η γνώση του περιεχομένου της αποκαλύψεως δια του Ιησού οδηγεί στην γνώση του μυστηρίου του ίδιου του Ιησού.
δ. Η περί αποκαλύψεως θεολογία του Ιωάννη
Σε όλη την προηγηθείσα ερμηνεία του στ. 1,18 δεν αναφερθήκαμε σχεδόν καθόλου στην αλήθεια. Οι αναλύσεις όμως αυτές ήταν απαραίτητες εξ αιτίας του συσχετισμού του στ, 1,18 με τους στ. 1,14.17, στους οποίους ο Ιωάννης παραθέτει τον όρο αλήθεια για να προσδιορίσει το έργο του Χριστού. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να αναδείξουμε την σημασία του 1,18 για την εμβάθυνση στην κατά Ιωάννη θεολογία της αποκαλύψεως.
          1. Ας εντοπίσουμε πρώτα το κεντρικό σημείο του στίχου που αποτελείται από δύο μέλη: ένα αρνητικό («Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε»), και ένα θετικό («ο μονογενής Υιός»,κλπ). Το πρώτο μέλος χρησιμεύει αποκλειστικά ως εισαγωγή και προετοιμασία του δευτέρου· η έμφαση όμως δίνεται στις δύο τελευταίες λέξεις του στίχου: «ἐκεῖνος ἐξηγήσατο».
          2.  Αντίθετα με την ερμηνεία που συνηθέστατα του αποδίδεται ο στίχος αυτός δεν ανήκει στην αποφατική θεολογία· κύρια πρόθεση του Ιωάννη δεν είναι να αποδείξει ότι ο Θεός είναι απερίγραπτος, αλλά να τονίσει αντιθέτως ότι ο Ιησούς Χριστός τον αποκαλύπτει. Στις ερμηνείες των Μυστικών παραμένει συχνά στο περιθώριο η ιστορική αποκάλυψη  του Ιησού Χριστού. Στο Ιωάννη δεν υπάρχει καμμιά τέτοια πρόθεση όπως αποδεικνύεται ήδη από τον πρόλογο και ολόκληρο το κείμενο του 4ου  Ευαγγελίου. Αν εξετάσουμε συγκεκριμένα τον τρόπο που ο αγ. Ιωάννης του Σταυρού ερμηνεύει το εδ. 1,1-18 θα δούμε ότι επικεντρώνεται στα σημεία που αναφέρονται στην ζωή του Θεού και κατά προτίμηση στους στ. 3-4. Στο έργο του δεν υπάρχει αναφορά στον στ. 14, στην Σάρκωση του Λόγου. Σχετικά δε τον στ. 18, τον οποίο αναφέρει τέσσερις φορές, περιορίζεται στο πρώτο μέρος («Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε») ή στην αρχή του δεύτερου («τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς»), χωρίς να παραθέτει ποτέ το ἐξηγήσατο που είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Για το Ιωάννης το τέλος αυτού του προλόγου είναι ουσιαστικής σημασίας για την εισαγωγή στο Ευαγγέλιο. Το φιλολογικό ύφος του στ. 18 εμπνέεται από την βιβλική παράδοση της Π. Δ. όπου τίθεται επίμονα το ερώτημα: «Ποιος είδε τον Θεό; Ποιος μπορεί να τον αποκαλύψει;». Και ο Ιωάννης βρίσκει την απάντηση στην Σάρκωση του Λόγου και στην θεανθρώπινη ζωή του μονογενούς Υιού: «Αυτός υπήρξε η αποκάλυψη», με ολόκληρο τον υιικό βίο του και διά της παγίας σχέσεώς του με τον Πατέρα. Κυρίαρχο θέμα στον Ιωάννη δεν είναι η αγνωσία του Θεού· είναι το μυστήριο της αποκάλυψης του μονογενούς Υιού και του Πατρός, στον άνθρωπο Ιησού.
3. Αυτές οι τελευταίες λέξεις του στ. 1,18 αποτελούν και την ερμηνεία του στ. 17β («ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο») και του στ. 14 («Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν … πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»). Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το κεντρικό σημείο κατά τον Ιωάννη στον 1,14-18 είναι «η χάρις της αληθείας». 
Θα πρέπει λοιπόν τώρα να συνοψίσουμε, σε ένα γενικό συμπέρασμα, τα αποτελέσματα της έρευνας αυτών των στίχων.

Δ.   Σ υ μ π έ ρ α σ μ α
Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια του Ιησού Χριστού;
Σύμφωνα με τον στ. 1,17 αποτελεί το θεμελιώδες γεγονός της οικονομίας της αποκαλύψεως. Υποκαθιστώντας και συμπληρώνοντας τον Νόμο του Μωυσή, η αλήθεια δια του Ιησού Χριστού είναι η οριστική αποκάλυψη της μεσσιανικής εποχής, η διάνοιξη του εσχατολογικού χρόνου και η εισαγωγή στην νέα Μετοχή.
Η αποκάλυψη αυτή συντελείται στην Ενσάρκωση (1,14). Δεν έχει πλέον  μορφή νομοθεσίας, όπως του Σινά, διότι το θεολογικό της νόημα περιέχεται σε ένα ιστορικό πρόσωπο, τον σαρκωθέντα Λόγο. Οι μαθητές του είδαν την δόξα του και ανεκάλυψαν σταδιακά την θεότητά του, μέσα από τον τρόπο που βίωσαν την υπακοή του στον Θεό, την ένωσή του με Αυτόν. Με τον τρόπο αυτό τους αποκαλύφθηκε ως ο μονογενής Υιός ο εκπορευόμενος εκ του Πατρός. Και επειδή ακριβώς ο μονογενής Υιός αποκαλύφθηκε με αυτόν τον τρόπο, φανερώνοντας το μυστικό του, ο Ιωάννης λέει ότι είναι «πλήρης της χάριτος της αληθείας». Η αλήθεια αυτή, ως « δωρεά (χάρις) του Πατρός», είναι η αυτοφανέρωση του σαρκωθέντος Λόγου που εστάλη από τον Πατέρα (παρά πατρός), η αποκάλυψη της θείας υιότητος (μονογενής).
Ο στ. 1,18 προβάλει και υπογραμμίζει ακόμη καθαρότερα τον υπαρξιακό χαρακτήρα αυτής της αποκαλύψεως. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μόνο ο φορέας της αποκάλυψης· είναι αυτός ο ίδιος η αποκάλυψη. Με περισσότερη ευκρίνεια από τον στ. 14, η τελευταία αυτή πρόταση του προλόγου υποδεικνύει το πώς ο Ιησούς υπήρξε «πλήρης αληθείας», πώς έφερε την οριστική αποκάλυψη· αυτός ο ίδιος υπήρξε η αποκάλυψη, αποκαλύπτοντας τον εαυτό του, όντας πάντοτε «στραμμένος προς τον κόλπον του Πατρός». Υποδεχόμενος την αγάπη του Πατρός και ανταποκρινόμενος σ’ αυτήν, βίωνε την θεία υιότητα στο ανθρώπινο επίπεδο εκδηλώνοντας έτσι την αγάπη του Πατρός του. Η «στρεφόμενη προς τον κόλπο του Πατέρα» ζωή, προσδίδει στην υιότητα του Μονογενούς μια διαρκώς διαυγέστερη μορφή στο πρόσωπο του Ιησού. Αυτή η διαύγεια του Ιησού, αυτή η δόξα, αυτή η διαρκώς εντονότερη λάμψη του αρχικού φωτός του, είναι η αλήθεια.
Και συνοψίζει το κεντρικό νόημα ολόκληρου του 4ου Ευαγγελίου.

(συνεχίζεται)
Ο ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: