Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Puer aeternus-Τρίτο μέρος (49)


Συνέχεια από: Πέμπτη, 30 Ιουλίου 2015

Puer aeternus
Μέρος τρίτο
«Το βασίλειο άνευ χώρου» (Bruno Goetz)
7 Η μεγάλη γιορτή α


Πριν αναλύσουμε περαιτέρω τις μορφές Φο και von Spät, η σύγκρουση των οποίων είναι μια επέκταση στο προσωπικό επίπεδο μεταξύ του Μελχιόρ και του πατέρα του, θέλω να παρουσιάσω τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου.
Image result for (Bruno Goetz)Αφού ο Φο είχε εξαφανιστεί μαζί με το μπουλούκι του, η γυναίκα του Μελχιόρ, Σοφί, χτύπησε στην πόρτα του και μπήκε μέσα. Τον παρακαλεί να έρθει και αυτός στην συντροφιά που ήταν στο σαλόνι. Ο Μελχιόρ απαντά πως δεν έχει χρόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους. «Τότε ούτε και για μένα έχεις χρόνο» του λέει η Σοφί, «γιατί με αυτούς τους ανθρώπους μπορώ να μιλήσω ανθρώπινα, και αυτό είναι για σένα βαρετό». Ο Μελχιόρ απάντησε πως λένε πάντα τα ίδια και συζητούν πράγματα ήδη γνωστά. Η Σοφί δείχνει αυτοσυγκράτηση και λέει ήρεμα: «Μόνο με τα πράγματα που γνωρίζω αισθάνομαι οικειότητα και ασφάλεια. Εσύ όμως δεν αντέχεις όταν αισθάνομαι ασφαλής. ... Δεν αισθάνεσαι καλά όταν κάποιος ξέρει τι θέλει. Προσπαθείς πάντα να τραβήξεις το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Από τότε που σε ξέρουν έχουν καταντήσει βλάκες. Δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά σοβαρή συζήτηση πια. Η συζήτηση είναι πάντα άγρια και παρανοϊκή...» Ο Μελχιόρ της αποκρίνεται πως δεν θέλει να τον καταλάβει. Η ασφάλεια είναι απατηλή, η βεβαιότητα των ανθρώπων της μια αυταπάτη. «Μόνο εκείνος που δεν γνωρίζει πια το πάνω και το κάτω, εκείνος που δεν γνωρίζει πια τίποτα για τον εαυτό του, έχει το δικαίωμα να μιλά για βεβαιότητα. Δεν εμπιστεύομαι καμιά σταθερότητα, καμιά μορφή, καμιά διάρκεια, καμιά βεβαιότητα». Η Σοφί γίνεται ανυπόμονη, και του λέει να έρθει, γιατί σήμερα όλα θα είναι άνω κάτω. Έρχεται κάποιος που τους φοβίζει περισσότερο από τον Μελχιόρ. Αυτός μιλά με ένα τρόπο, λες και κυριαρχεί πάνω από μια ολόκληρη στρατιά πνευμάτων. Είναι ένας γνωστός της, από την παιδική της ηλικία. Από τότε έπρεπε να τον ακούν όλοι, και δεν τους επέτρεπε να παίζουν όπως ήθελαν. Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά, πέρασε τυχαία από εκεί. Το όνομα του είναι Ulrich von Spät, και είναι περαστικός στην πόλη τους. Ο Μελχιόρ εντείνει την προσοχή του και ταράζεται. «Εξαιτίας μου έρχεται. Απλώς χρησιμοποίησε το γεγονός πως σε ξέρει. Τώρα καταλαβαίνω». Πάει λοιπόν βιαστικά στο σαλόνι. Στην πόρτα κιόλας ακούει την οξεία φωνή του von Spät: «Αλλά αγαπητές μου κυρίες και κύριοι, γελάτε επειδή απλώς θέλετε να ξεφύγετε από αυτά που ισχυρίζομαι. Είμαι όμως σε θέση να πραγματοποιήσω μπροστά στα μάτια σας, όσα σας είπα. Δεν είναι παραμύθι, όπως αυτά που ξέρετε από εκατοντάδες παραμύθια και ιστορίες. Μπορώ πραγματικά, κάθε έναν από εσάς, να κλείσω μέσα στην φιάλη την οποία κρατώ στο χέρι».
Ο Μελχιόρ και η γυναίκα του μπαίνουν στο σαλόνι, και οι υπόλοιποι τους χαιρετούν ζωηρά. Βλέπει πως οι φιλοξενούμενοι είναι αναστατωμένοι. Διερωτάται μήπως είναι αποτέλεσμα των λόγων τού von Spät. Τότε ο καθηγητής Cux τού συστήνει την νεαρή όμορφη γυναίκα του, την χορεύτρια. Επαινεί την ομορφιά της, με την αιτιολογία, πως στην σύναξη εκείνη λένε ότι σκέφτονται. Σηκώνει την φούστα της για να δείξει στους άλλους τις γάμπες της. Με την θέα αυτή, μερικές από τις κυρίες, οι οποίες ήταν έντονα μακιγιαρισμένες, ενώ ο Μελχιόρ τις γνωρίζει ως τίμιες αστές κυρίες, σήκωσαν και αυτές τις φούστες τους για να δείξουν τα πόδια τους. «Και εγώ έχω ωραίες γάμπες, και εγώ έχω ωραίες γάμπες!» τσίριζαν. Ο χοντρός κριτικός τέχνης, ο Trümpelsteg, παρενέβη, λέγοντας πως το σημαντικό δεν είναι οι ωραίες γάμπες, αλλά «αυτό που είναι μαζί και πάνω σε αυτές». Προτείνει να διεξάγουν διαγωνισμό ομορφιάς. Όλοι πρέπει να γδυθούν τελείως, για να μπορεί ο καθένας να γίνει αντικείμενο θαυμασμού με όλη την ομορφιά του. Μια κραυγή πανηγυρισμού ακούστηκε. Χέρια, πόδια, ρούχα ανακατεύτηκαν στον αέρα. Και σε λίγα λεπτά όλες οι γυναίκες ήταν γυμνές. Ο Μελχιόρ έψαχνε την Σοφί. Και αυτή είχε γυμνωθεί, κουνούσε τους γοφούς της και τον κοίταγε περιπαικτικά. «Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» διερωτήθηκε ο Μελχιόρ, «μήπως τα πράγματα έχουν έτσι όπως το είπα, όταν περάσει κάτι από το κεφάλι αυτών των ανθρώπων;»
Όταν η κυρία Cux άρχισε να χορεύει γυμνή στο σαλόνι, και να ρίχνεται στην αγκαλιά του ενός και του άλλου άνδρα, αυτό ήταν σημάδι για μια γενική διάλυση. Ουρλιάζοντας οι γυναίκες, ρίχνονται στο πάτωμα, χτυπούν, τσιμπούν, δαγκώνουν, γελούν, στριγγλίζουν και φιλιούνται, ενώ οι άνδρες εκτός εαυτού, χειροκροτούν. Ο Μελχιόρ πλησιάζει τον ακίνητο κύριο von Spät. Του λέει πως δεν πιστεύει πως η συνάντηση αυτή είναι τυχαία. Ο Trümpelsteg, που το είχε ακούσει, παίρνει αφορμή, για να θυμίσει στον von Spät τις μαγικές του ικανότητες. Ο κήρυκας Silferharnisk θέλει επιτέλους να δει το θαύμα και απαιτεί γεγονότα. «Εμείς οι διαφωτισμένοι, ελεύθεροι άνθρωποι, υποκλινόμαστε μόνο στα γεγονότα. Γεγονότα κύριε von Spät, γεγονότα!» Όλοι οι άλλοι φωνάζουν το ίδιο. Ο κριτικός της τέχνης όμως, ο Trümpelsteg, δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, και πηδάει πάνω στο τραπέζι, και βγάζει ένα λόγο για το νόημα και τον σκοπό της τέχνης. Η τέχνη δεν έχει να κάνει με γεγονότα, αλλά με ιδεώδη. Καθιστά δυνατό αυτό που η πραγματική ζωή δεν μπορεί να προσφέρει: αληθινή αγάπη, παντοδύναμο πάθος. «Το πως πραγματικά αγαπάμε κυρίες και κύριοι, είναι αίσχος!... στην τέχνη έχουμε μια γιορτή του ναού ζωογονημένη από το πνεύμα της γης. Εκεί αισθανόμαστε βάθος, αιωνιότητα, βαρβάτη αποκάλυψη, κοσμοθεωρία! Και ναι αγαπητοί, αν ο αξιότιμος μάγος κύριος von Spät, μας σηκώσει με την τέχνη του πέρα από τα γεγονότα και την πραγματικότητα, ας του είμαστε ευγνώμονες! ... Φανταστείτε να ήταν τα πράγματα  αυτά πραγματικά γεγονότα. Τότε όλα γύρω έπρεπε να γκρεμιστούν, ... τότε ο αγαπητός μας Μελχιόρ θα είχε δίκαιο. Επαναλαμβάνω, ας προφυλαχτούμε από τα γεγονότα!  Τα γεγονότα μας κάνουν κοινούς! Ας μείνουμε με το πνεύμα. Το πνεύμα δεν κάνει ζημιά! Ας είμαστε ιππότες του πνεύματος!»
Οι άλλοι πανηγύρισαν. Ο Μελχιόρ και ο von Spät κοιτάχτηκαν και γέλασαν. Στον Μελχιόρ φάνηκε σαν να απλώθηκε ένα λεπτό πέπλο πάνω από την εικόνα, όλα φάνηκαν πιο απόμακρα και ξένα. Μόνο με τον κύριο von Spät αισθανόταν συνδεδεμένος.
Στο επόμενο κεφάλαιο τα πράγματα είναι πιο ήρεμα. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια τεταμένη προσμονή. Ο κύριος von Spät έχει εγκαταλείψει το δωμάτιο. Όταν ξαναμπαίνει περιβάλλεται από μπλε φωσφορίζον πέπλο ομίχλης. Τα μάτια του είναι κλειστά. Έχει τα χέρια του τεταμένα, στο ένα χέρι έχει μια περίεργη φιάλη, στο άλλο ένα μικρό μαχαίρι. Προχωράει έτσι, με χοροπηδηχτό βήμα προς μια εσοχή του σπιτιού, απέναντι από την πόρτα. Τα βλέμματα είναι γεμάτα μίσος. Ο Trümpelsteg και η κυρία Cux, που συνεννοήθηκαν με σημάδια, τον πλησιάζουν σκυφτοί. Ο von Spät που ανέβηκε τα σκαλοπάτια της εσοχής, βάζει την φιάλη στο τραπέζι και στρέφεται προς τους άλλους. Το πρόσωπο του είναι το πρόσωπο κάποιου που κοιμάται. Εκείνη την στιγμή γυαλίζει στο χέρι του Trümpelsteg ένα πιστόλι. Φωνάζει βραχνιασμένος από τον φόβο, πως αυτό δεν πια διασκεδαστικό και πως θα πυροβολήσει. Ο von Spät όμως κάνει με το μαχαίρι μια μικρή τομή στο δάκτυλο του (τον δείκτη), και χύνει μια σταγόνα αίμα στην φιάλη. Την ίδια στιγμή βρέθηκαν στην φιάλη ο Trümpelsteg και η κυρία Cux, που ήθελε να μαχαιρώσει τον von Spät. Η παρέα διαμαρτύρεται, μερικοί απειλούν πως θα καλέσουν την αστυνομία. Κάποιος όμως λέει πως αυτό είναι επικίνδυνο, καθώς μπορεί όλοι να καταλήξουν στην φιάλη. Ο Μελχιόρ είναι όλη την ώρα ήσυχος και ακουμπά στον τοίχο. Η Σοφί τον παρακαλεί να μιλήσει με τον von Spät. Αυτός όμως είναι απρόθυμος, και της λέει πως δεν έχει πια καμιά δουλειά μαζί της, πως αυτή είχε εδώ και καιρό γίνει ένα μέρος αυτής της ομάδας. Ο κήρυκας Silferharnisk καλεί εκείνη την στιγμή όλους σε προσευχή. Αυτή ήταν η τιμωρία του Θεού για την διαφωτισμένη υπερηφάνεια τους, που αμφισβητούσε την παντοδυναμία του Θεού. Όλοι γονάτισαν. Τότε ο von Spät πήρε την φιάλη και την σήκωσε ψηλά στον αέρα. Όλοι βλέπουν πως ο Trümpelsteg γδύνεται και αρχίζει να ερωτοτροπεί με την κυρία Cux. Το μικροσκοπικό ζευγάρι βυθίζεται στο πάθος. Μερικοί βάζουν τα γέλια με το θέαμα αυτό. Στο τέλος όλοι ξέσπασαν στα γέλια, αγκαλιάζονται , γελούν και κλαίνε. Μόνο ο καθηγητής Cux είναι οργισμένος και θέλει να επιτεθεί στον von Spät, αλλά είναι προσδεδεμένος με ένα χοντρό σκοινί πάνω στην πολυθρόνα. 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: