Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (16)


Συνέχεια από Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2015

HANS  GEORG GADAMER 
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES) 
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

V
                                        Η ΙΔΕΑ  ΤΗΣ  ‘ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ’      

           
    Τίθεται λοιπόν επιτακτικό το ερώτημα, γιατί προκρίνει παρά ταύτα την απλή αναλογική δομή όσον αφορά στο ερώτημα για το Αγαθό, εδώ στα Ηθ. Νικ. Α 4, ο Αριστοτέλης. Ο ‘άμεσος’ λόγος θα μπορούσε να είναι, ότι δεν θα δεχόταν ευχάριστα τη συνέπεια από έναν πλήρη παραλληλισμό προς το πρός έν λέγεσθαι. Kαθώς θεμελιώνει την αρμοδιότητα  μιας και της ίδιας ακριβώς επιστήμης για όλη τη σημασιολογική περιοχή τού ‘Είναι’ μια τέτοια κατηγορηματική αναλογικότητα, στα Μετ. Γ. Όπως συμβαίνει π.χ. στην ιατρική: καθάπερ καί τών υγιεινών απάντων μία επιστήμη έστιν (Μετ. 1003b11). Εκεί όπου φαίνονται όλα να συντρέχουν προς ένα τέλος, εκεί μπορεί να υπάρξη και μια επιστήμη. Πρέπει να συλλογισθούμε μέσα σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο το πρόγραμμα (Programm) μιας τυπικής οντολογίας, το οποίο και επεξεργάζεται το Βιβλίο Γ, έστω κι αν μένη σκοτεινή η συνάρτηση με τα Βιβλία περί ουσίας και με τη θεολογία τού Βιβλίου Λ. Είναι ικανοποιητικό ωστόσο, και εν σχέσει προς τη ζητούμενη πρώτη επιστήμη τού ‘καθεαυτού Είναι’, το επιχείρημα της ‘κατηγορηματικής’ αναλογίας. Για το πρακτικό όμως ερώτημα περί ‘Αγαθού’, θα ήταν μια τέτοια απαίτηση δίχως νόημα. Σαν να αποτελούσε δηλαδή αντικείμενο της ίδιας επιστήμης, η γνώση τής σωστής στιγμής για μια χειρουργική επέμβαση και η εκτίμηση ενός καλού σημείου, που υπόσχεται καλόν καιρό στον βραδυνό ουρανό. Γιατί το ένα αποτελεί αντικείμενο της ιατρικής, το δε άλλο αντικείμενο της μετεωρολογικής επιστήμης κ.ο.κ. Υπάρχει λοιπόν βασικός λόγος, που προκρίνει εδώ την καθαρή αναλογία ο Αριστοτέλης.
Δεν έχει για την πρακτική φιλοσοφία μια αντίστοιχη προς το πλαίσιο της ιατρικής επιστήμη τού Αγαθού γενικώς, όπως έχει νόημα για την επιστήμη τού Είναι γενικώς, καμμιά σημασία. Και δεν ενδιαφέρει ο παραλληλισμός με τη γνώση τού καθεαυτού Είναι, εφ’ όσον πρόκειται απλώς και μόνο για τη δομή και τη διάρθρωση της ανθρώπινης πράξης (Praxis) και της ‘πρακτικής’ γνώσης. Είτε ως τεχνική, είτε ως πρακτική – πολιτική γνώση, μένει περιορισμένο στις προϋποθέσεις και τους όρους τής ανθρώπινης πράξης το Αγαθό. Είναι δηλ. εντελώς αποχωρισμένη από μιαν καθολική τελεολογία (Teleologie) η ‘πρακτική’ λογική. Για τον διαχωρισμό εκ μέρους τού Αριστοτέλη τής πρακτικής φιλοσοφίας βρίσκεται το κρίσιμο σημείο, στο ότι είναι κάτι άλλο αυτό που συναντάται ως ‘αγαθό’ από θεωρητική άποψη και εννοεί το αναλλοίωτο του Είναι, απ’ το πρακτέο ή εφικτό, προς το οποίο και προσανατολίζεται η πρακτική λογικότητα του ανθρώπου. Κι αυτή η ριζική διαφορά που υπάρχει στον Αριστοτέλη μεταξύ θεωρητικής και πρακτικής γνώσης, έχει συνέπειες και στην περιοχή τής φιλοσοφικής θεωρίας, που θα την ονομάζαμε επιστημονικο-θεωρητική. Πρόκειται για το ερώτημα περί τού μεθοδικού χαρακτήρα τής πρακτικής φιλοσοφίας στον Αριστοτέλη. Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι δεν αποτελεί μια γνώση περί τού εφικτού σε δεδομένες συνθήκες η ίδια η ‘πρακτική φιλοσοφία’ (έστω κι αν μπορή να ‘προδίδη’ μια γνώση περί τού εφικτού, ότι απομακρύνεται απ’ τα καθολικώτερα οντολογικά ερωτήματα ο δάσκαλος που παιδαγωγεί θεωρητικά περί πρακτικής φιλοσοφίας). Η πρακτική φιλοσοφία έχει σε κάθε περίπτωση τον χαρακτήρα μιας θεωρίας. Και μπορεί να ονομάζεται επιστήμη, τέχνη, μέθοδος, πραγματεία, ή ακόμα και θεωρία, όχι όμως με την ορολογική έννοια της ‘φρόνησης’(Phronesis). Ερωτάται ωστόσο, αν είναι και διδακτή, όπως κάθε άλλη επιστήμη και τέχνη, και με την ίδιαν έννοια η πρακτική φιλοσοφία. Και περιπλέκεται ακόμα περισσότερο η κατάσταση, αν δούμε πως αμφισβητεί μεν κάθε πρακτική χρησιμότητα στην πλατωνική Ιδέα τού Αγαθού ο Αριστοτέλης, βεβαιώνοντας όμως αποφασιστικά μια τέτοια χρησιμότητα για τη δική του θεωρία τής πρακτικής φιλοσοφίας. ‘Απαιτώντας’ μάλιστα απολύτως, να προάγη με μιαν τέτοια θεωρητική διαπαιδαγώγηση την ίδια την αρετή (Arete). Είναι κάτι που τονίζεται και στις τρεις πραγματείες του περί Ηθικής (Ethik), κι αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε να προβληματιστούμε για τη σχέση τής πρακτικής φιλοσοφίας προς τη φρόνηση.
Tο ερώτημα αυτό διερευνήθηκε αρκετές φορές πρόσφατα. Φαίνεται όμως παράδοξο μόνο μέσα από μια ‘μοντέρνα’ αντίληψη του ‘Θεωρητικού’, έτσι όπως αυτή προκύπτει απ’ την ‘επιστημονική ιδέα’ τής σύγχρονης εποχής. Τότε φαίνεται πράγματι περίεργη η υπόθεση. Γιατί δεν είναι προφανώς μια θεωρητική απλώς επιστήμη μ’ αυτήν τη σύγχρονη έννοια η πρακτική φιλοσοφία, όπως χρησιμοποιείται π.χ. η καθαρή φυσική επιστήμη στην ιατρική. Αλλά μοιάζει περισσότερο προς την ίδια τη θεραπευτική (ιατρική…) η πρακτική φιλοσοφία, και με τον ίδιον τρόπο χρησιμοποιεί συχνά ως μέτρο σύγκρισης την ιατρική και ο Αριστοτέλης. Δεν υφίσταται, σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια απόσταση  ανάμεσα στη θεωρία (Theorie), που αποδίδει σε μιαν τέτοια ηθική πραγματεία (Pragmatie) ο Αριστοτέλης, και τη βιωμένη πράξη (Praxis), ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για χρήση τής θεωρίας στην πράξη. Το ιδανικό μιας θεωρίας, που θα ήταν ουδέτερη λόγω τής αντικειμενικότητάς της απέναντι σε κάθε πρακτικό, χρηστικό ενδιαφέρον, και θα επέτρεπε άρα και οποιαδήποτε χρήση, δεν είναι ούτε πλατωνικό ούτε αριστοτελικό   (( Ας το προσέξουμε πολύ κι αυτό· δεν υπάρχει «σκοπός που αγιάζει τα μέσα»… )) . Είδαμε στον πλατωνικό ‘επιστημονικό’ προγραμματισμό τής Πολ. VII,  πόσο δευτερεύουσα είναι η χρήση τών μαθηματικών επιστημών για τον Πλάτωνα. Και σ’ αυτό αντιστοιχεί το αντίθετο άκρο στον Αριστοτέλη, ο οποίος και ‘αρνείται’ κατηγορηματικά την εισαγωγή καθαρά θεωρητικών απόψεων στην περιοχή τής πρακτικής φιλοσοφίας. Κάτι που ισχύει και για την ΄Πολιτική’ του και για τη μεγάλη ιδιαιτέρως συλλογή πολιτειακών συνταγμάτων που έχει (εκεί…) παρουσιάσει. Είναι δε σαφής ως προς το ότι συνιστά ένα πρακτικό πολιτικό πρόβλημα η λογική χρήση αυτών τών συνταγματικών προτύπων – όπως άλλωστε και γενικώς η χρήση τής θεωρητικής, ‘γενικής’ γνώσης. (Αυτό παρουσιάζεται διεξοδικά στα Ηθ. Νικ. Κ 10, ενώ ‘υπονοείται’ και στα Ηθ. Νικ. Ζ 8).
Δεν αποτελεί λοιπόν ένα ‘θεωρητικό έλλειμμα’ αυτής τής Ηθικής, το ότι επιδεικνύει την εμπειρική σύμπτωση και συντυχία τής ελληνικής πολιτειακής σκέψης το κανονιστικό σύστημα που αυτή η Ηθική παραθέτει, και το ότι αντιπαρατίθενται μόνον τέτοιες κανονιστικές απόψεις σ’ αυτήν τη ‘σύμπτωση’, που έχουν την αυτονόητη συμφωνία όλων. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι εκλαμβάνεται απλώς ως ένας φυσικός θεσμός η δουλεία. Πρόκειται για μια μεθοδική αντίθεση, την οποία και εκφράζει επανειλημμένα η αριστοτελική κριτική. Δεν πρόκειται (δηλ. …) για μιαν Ιδέα τού Αγαθού ή για την Πόλη (Polis) τής τέλειας δικαιοσύνης στην πρακτική φιλοσοφία, έστω κι αν δεν απορρίπτη και δεν απαξιώνη τη ‘σκέψη’ μιας ιδανικής πόλης – προτύπου στην ‘Πολιτική’ του ο Αριστοτέλης. Γιατί τον ‘ενδιαφέρει’ με κάθε τρόπο το εφικτό. Αποτελεί έτσι την αληθινή ‘αρχή’ (‘Arche’), όπως λέει με καταπλήσσουσα ριζοσπαστικότητα ο ίδιος, τό ότι (Ηθ. Νικ. 1095b6, 1098b2). Με το οποίο και εννοείται, πως πρέπει να ξεκινάμε απ’ την ίδιαν την πράξη και την ζωντανή σ’ αυτήν συνείδηση, για το τί είναι καλό (καγαθόν…) (ομολογούμενον – κυριολεκτικά…). Και μ’ αυτήν την έννοια ‘απαιτεί’ ο Αριστοτέλης, και το ‘στρέφει’ και κριτικά απέναντι στον Πλάτωνα, να χρησιμοποιούνται μόνον επιχειρήματα και αρχές που ανήκουν στο ‘πράγμα’ (πραγματικές!...) (Ηθ. Ευδ. 1217a10 …). Είναι δε μια ξένη στα μάτια του προς το ‘πράγμα’ επιχειρηματολογία, το να ξεκινάς απ’ το Αγαθό ως τη μαθηματική, αρμονική έννοια, αν θέλης να ασκήσης πρακτική φιλοσοφία. Κι όταν εκφράζεται ο ίδιος θεωρητικά για το πρακτικό Αγαθό, όπως συμβαίνει αναμφισβήτητα στην πραγματεία του (Pragmatie), τότε δεν προέρχονται από πουθενά αλλού, παρά απ’ την ίδια την εμπειρική περιοχή τού πρακτικού αυτές οι ‘εκφράσεις’. Οι οποίες και βασίζονταν σε μιαν οικείαν έτσι αρχή.
Aυτά που λέει ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην πρακτική του φιλοσοφία είναι βέβαια γενικά, και έχουν πάντοτε έναν θεωρητικό χαρακτήρα. Δεν ‘σκοπεύουν’ δε να χρησιμεύσουν καθόλου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις τού εφικτού, με τον τρόπο που χρησιμεύουν οι τεχνικοί π.χ. κανόνες στη διαδικασία τής παραγωγής. Δεν αποτελεί δηλ. μιαν περίπτωση απλώς κανόνων το εφικτό ή πρακτέο, για το οποίο και αποφασίζει βασισμένος σ’ έναν λογικό, πρακτικό συλλογισμό κανείς. Και δεν συνιστά έτσι κάποιον ‘χρήσιμο’ κανόνα η επεξεργασμένη π.χ. απ’ τον Αριστοτέλη γενική δομή τής αρετής (Arete), να αποτελή το μέσον ανάμεσα σε δύο άκρα. Δεν εννοεί η διδασκαλία του, ότι δεν έχει παρά να παραμείνη στο ‘χρυσό μέσον’ κανείς, αλλά να γνωρίζη τί πραγματικά πράττει, όταν κάνη το σωστό. Γιατί αναγνωρίζονται μεν πάντοτε τα άκρα, τα οποία και ξεκάθαρα ‘απορρίπτονται’, ενώ δεν μπορεί να προσδιοριστή σαφώς ως γνωστόν ‘το Σωστό’.   (( Άλλο ένα ‘χτύπημα’ στην απολυτοποίηση του οποιουδήποτε κανόνα, απ’ τη μεριά τής ελληνικής φιλοσοφίας… )) . 
Και παρ’ όλ’ αυτά, επιμένει στο ότι πρέπει να χρησιμεύη στην πράξη η θεωρητική διδασκαλία, την οποία και παρουσιάζει ως πρακτική φιλοσοφία, ο Αριστοτέλης. Χρησιμοποιώντας μάλιστα μιαν εικόνα περί αυτού (Ηθ. Νικ. 1094a23): όπως είναι χρήσιμο, να προσδιορίση (να αναγνωρίση…) ένα συγκεκριμένο σημείο στον στόχο, στο οποίο και να σκοπεύση ο τοξότης  (( Σαν να υπάρχουν όλα αυτά, και η σκόπευση και η ‘επιτυχία’ τού στόχου, μέσα στη ‘φύση’ τών πραγμάτων… )) . Γιατί πετυχαίνει τότε όντως καλύτερα τον στόχο. Κι αυτό σημαίνει, πως ‘παρακολουθεί’ καλύτερα τη διεύθυνση της σκόπευσης, όταν μπορή να αντιληφθή, αντί για ένα μεγαλύτερο αντικείμενο, ένα συγκεκριμένο σ’ αυτό σημείο - στόχο κανείς. Χρησιμοποιεί λοιπόν αυτήν τη μεγαλοπρεπή εικόνα, για να πη το εξής ο Αριστοτέλης: ότι δεν παρέχει κανέναν κανόνα η θεωρητική διδασκαλία τής πρακτικής φιλοσοφίας, με τον οποίον να μπορής να επιτύχης ‘έντεχνα’ (‘τεχνικά’ ή, στις μέρες μας, ‘τεχνολογικά’…) το σωστό. Γιατί δεν συνιστά βέβαια κατά κανέναν τρόπο ολόκληρη την τέχνη τής τοξοβολίας η ‘σκόπευση’. Πρέπει να έχη ήδη μάθει να μεταχειρίζεται κανείς το τόξο, και έτσι πρέπει να είναι με σωστό τρόπο προετοιμασμένος κι εκείνος που θέλει να ‘κερδίση’ κάτι απ’ την πρακτική φιλοσοφία. Η οποία και μπορεί να ‘υπηρετήση’ τότε τη λήψη (την ‘ανεύρεση’…) απόφασης, καθώς και τη συγκεκριμένη πρακτική ‘θέα’, γνωστοποιώντας καλύτερα προς τα πού πρέπει να κοιτάξη και τί πρέπει να προσέξη κανείς. Εκφράζει λοιπόν σαφώς το ότι δεν μπορούμε να αναφερόμαστε όπως σε κάποιον κανόνα στις θεωρητικές γενικότητες της πρακτικής φιλοσοφίας αυτή η εικόνα.
‘Στηρίζει’ βέβαια την πρακτική λογική εξάσκηση εντελώς στη λογική τού θεωρητικού αποδεικτικού συλλογισμού (Logik des theoretischen Syllogismus der Apodeiktik) ο Αριστοτέλης. Χρειάζονται όμως ακριβείς διακρίσεις εδώ. Αποτυπώνεται σίγουρα κάθε λογικό συμπέρασμα, στο οποίο φθάνουμε, στον (σ’ έναν…) συλλογιστικό φορμαλισμό (syllogistischer Formalismus). Και είναι επίσης σαφές, ότι δεν είναι το συμπέρασμα μια πρόταση, μια φράση, αλλά μια απόφαση στον χώρο τής πράξης. Μας προξενεί ωστόσο εντύπωση ότι δεν την απεικονίζει, όταν την αναλύη λογικά, με πραγματικές πρακτικο-ηθικές αποφάσεις, αλλά με πραγματικο-τεχνικές (pragmatisch-technische) μια τέτοια πρακτική λογική άσκηση ο Αριστοτέλης. Καθώς δεν πρόκειται για τίποτε άλλο, παρά για τη σωστή επιλογή τών μέσων προς προαποφασισμένους σκοπούς στο τεχνικό επίπεδο. Όπου και ‘πετυχαίνει’ όμως ο συνυπολογισμός τού ιδιαίτερου μέσα στο γενικό τον πυρήνα τού πράγματος, και (μας…) παρέχεται έτσι μια δομική αντιστοιχία προς την απόδειξη (Apodeixi) (ένας ‘απεικονισμός’ τής απόδειξης! …). Δεν θα πρέπη όμως και να παραβλέψουμε, ότι δεν αντιστοιχεί εντελώς σ’ αυτό το πλαίσιο η ηθική απόφαση. Γιατί δεν αποτελεί (βέβαια…) στην περιοχή τής πράξης, μιαν απλή λογική ‘επίδοση’ το να παραμείνουμε στην ‘αρχή’, σε μια συγκεκριμένη π.χ. αρετή. Φανερώνεται δε όχι μόνο στο ότι γνωρίζει να βρη κανείς τα σωστά μέσα, αλλά και στο ότι παραμένει και επιμένει στους σωστούς σκοπούς η πρακτική λογικότητα. Κι εδώ στηρίζεται και η διάκριση ανάμεσα σε κείνον τον οποίον ονομάζει ως φρόνιμο, απέναντι στον δεινό ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικ. Ζ13). Βλέπουμε δε, πόσο συνειδητοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην τεχνική και την πρακτικο-ηθική γνώση ο φιλόσοφός ‘μας’, καθώς κι εμείς επιζητήσαμε να δείξουμε μ’ αυτό, το ότι συνεχίζει και ‘προεκτείνει’ ένα γνήσιο έτσι πλατωνικό θέμα. Κάτι που εκφράζεται και με το ότι δεν υφίσταται καμμιά ιδιαίτερη εδώ, όπως στην περίπτωση της επιστήμης και της τεχνικής γνώσης, διδασκαλία. – Η γενική ερμηνευτική ‘εργασία’, να συγκεκριμενοποιηθή η γενική γνώση, περιέχει μάλλον πάντοτε και την αντίστροφη εδώ εργασία, να γενικευθή το συγκεκριμένο.
               
              ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: