Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (17)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2014

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ 

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΒΙΤΤΟΡΙΝΟ.

Του Pierre Hadot.

          Το απόσπασμα  βάζει δίπλα-δίπλα δύο διαφορετικές ερμηνείες του ιδίου πλατωνικού κειμένου χωρίς να προσπαθεί να τις ενώσει. Και επανέρχεται λοιπόν η πολλαπλή μέθοδος που χαρακτηρίζει την εξηγητική τού Πορφυρίου.
          Οι δύο ερμηνείες οι οποίες προτείνονται σε συνέχεια απο τον Πορφύριο αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικές σημασίες του όρου 
" μετέχω", μετοχή. Η δεύτερη βασίζεται στην παραδοσιακή σημασία του όρου: το δεύτερο Ένα μετέχει της ουσίας σαν μίας ιδέας που προηγείται αυτού. Αυτή η ιδέα είναι το πρώτο Ένα, το οποίο ονομάζεται ουσία με αινιγματικό οπωσδήποτε τρόπο, καθότι είναι το καθαρό Είναι, το απόλυτο, το οποίο προηγείται του όντος, της ιδέας του οντος. Η πρώτη ερμηνεία βασίζεται αντιθέτως σε μία ιδιαίτερη σημασία του όρου "μετέχω". Εδώ "μετέχω της ουσίας" σημαίνει "αναμειγνύομαι με την ουσία, μορφώνω ένα όλον με την ουσία". Αυτή η σημασία αντιστοιχεί στην χρήση της "μετοχής" μέσα στα κείμενα του Πλάτωνος τα οποία αναφέρονται στα κείμενα του Πλάτωνος που κάνουν λόγο για την κοινωνία των υπέρτατων κατηγοριών του γένους ή στην συμμετοχή των ιδεών μεταξύ τους. Στον σοφιστή για παράδειγμα, κίνηση και ησυχία μετέχουν τού Είναι. Αυτό σημαίνει πώς έχουν το Είναι σαν κατηγόρημα, πώς είναι σε κοινωνία μ' αυτό, πώς το είναι "αναμειγνύεται" με αυτά! (Σοφιστής, 254 d : το δέ γε όν μεικτόν αμφοίν εστόν γάρ άμφω που 256 α: έστι δέ γε (η κίνησις) διά το μετέχειν του όντος). Στον  Παρμενίδη, όταν ο Πλάτων δηλώνει πώς το Ένα μετέχει της ουσίας, αυτό σημαίνει, όπως φανερώνει η συνέχεια της ομιλίας, πώς κάθε μέρος τού Είναι, είναι ταυτοχρόνως "ένα" και "είναι" (όν) και πώς κάθε μέρος του Ενός είναι "ένα" και "είναι" !
          Αυτή η αμοιβαία εσωτερικότης η οποία πολλαπλασιάζεται επ' άπειρον θύμησε μοιραία σ'έναν αναγνώστη όπως ο Πορφύριος, την συνολική στωϊκή σύνθεση (τα στωϊκά σύνθετα). Ο Πορφύριος ήταν μάλλον ιδιαιτέρως δεκτικός πρός τις στωϊκές θεωρίες, τόσο που όλη του η θεωρία τής συστάσεως τής πραγματικότητος παρουσιάζεται σαν μία μεταφορά της στωϊκής θεωρίας τών σύνθετων δηλαδή των αναβαθμών ενότητος. Αυτή η θεωρία χρησιμοποιείται και στην Εισαγωγή [ο πλήρης τίτλος της οποίας είναι: ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΛΥΚΟΠΟΛΙΤΟΥ], για να τακτοποιήσει τους διαφορετικούς τρόπους αποδοχής, χορηγήσεως. Η κατά συμβεβηκός αποδοχή (τυχαία ή μοιραία) προϋποθέτει έναν κατώτερο βαθμό τής ενότητος και επομένως θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την σχέση ανάμεσα στο συμεβηκός και το υποκείμενο του σαν μία παράθεση. Η ουσιώδης ιδιότης προϋποθέτει αντιθέτως μία αδιάσπαστη ενότητα: τα μέρη της ουσίας θα ενωθούν επομένως σαν τα στοιχεία ενός συνδυασμού, τα οποία συστήνουν, για το σύνθετο τους, για το επίπεδο τους και για την αμοιβαία τους μεταμόρφωση, (συστήνουν) μία νέα ενότητα. Τα ουσιώδη λοιπόν είναι διεισδύσεις ποιότητος. Αλλά αυτοί οι συνδυασμοί φτάνουν σε ενότητες ακόμη πιό συγκεκριμένες: τα είδη είναι ακόμη πιό συγκεκριμένα μέχρι την τελευταία συγκεκριμενοποίηση που είναι το άτομο. Το άτομο λοιπόν θα ορισθεί σαν η ατομική ιδιοκτησία (κατοχή) η οποία είναι αποτέλεσμα τού συνδυασμού ιδιοτήτων ή κοινών ποιοτήτων, των οποίων η συγκέντρωση ή σύνθεση δέν μπορεί να είναι ποτέ η ίδια με ένα άλλο άτομο (Εισαγωγή 7, 21: άτομα ούν λέγεται τα τοιαύτα, ότι εξ' ιδιοτήτων συνέστηκεν έκαστον ών το άθροισμα ούκ άν επ' αλλού ποτέ το αυτό γένοιτο).
          Ο Πορφύριος μπορεί λοιπόν να εφαρμόσει στην σχέση ανάμεσα στο Ένα και την ουσία τα δικά του λογικά σχήματα τα οποία κληρονόμησε απο τον Στωϊκισμό. Για να καταστήσει κατανοητή την αμοιβαία μετοχή που υπάρχει ανάμεσα σ'αυτούς τους όρους, προσφέρει κυρίως, σαν παράδειγμα, την αμοιβαία τροποποίηση των ουσιαστικών ποιοτήτων που αποτελούν την ουσία του ανθρώπου: ζωικότης και λογικότης αναμειγνύονται πλήρως για να σχηματίσουν αυτή την νέα ενότητα, αυτή την ολότητα της οποίας είναι τα αχώριστα μέρη, το ανθρώπινο είδος. Με τον ίδιο τρόπο, οφείλουμε να κατανοήσουμε σαν έναν ουσιώδη "συνδυασμό" και όχι σαν μία τυχαία παράθεση, την αμοιβαία μετοχή η οποιά εγκαθίσταται ανάμεσα στο Ένα και την ουσία. Αλλά αυτός ο συνδυασμός οδηγεί στην πραγματοποίηση ενός ατόμου, και όχι μόνον ενός είδους. Η ποιότης ή η κυριότης τού Ενός και η ποιότης ή η κυριότης του Είναι (του όντος) αποτελούν συνδυαζόμενες, αυτή την ατομική κυριότητα, αυτή την υποστατική ατομικότητα, που είναι το δεύτερο Ένα. Η μετοχή επομένως εννοείται σ'αυτή την πρώτη ερμηνεία σαν ένα πλήρες, ολόκληρο, σύνθετο.
          Προτείνοντας την δεύτερη ερμηνεία του, ο Πορφύριος κατανοεί αυτή την φορά την μετοχή σαν την πρόσληψη σ' ένα τί κατώτερο μίας μορφής η οποία κοινωνείται απο ένα ανώτερο. Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογραμμίζει ο Πορφύριος αυτός ο ορισμός της μετοχής δέν μπορεί να εφαρμοσθεί όπως είναι στις σχέσεις ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο Ένα. Το δεύτερο Ένα δέν είναι ένα υποκείμενο το οποίο αποκτά μετοχή του πρώτου Ενός, δέν είναι μία ύλη που δέχεται μία μορφή (είδος). Δυστυχώς όμως ο Πορφύριος εκθέτει πολύ αόριστα την θεωρία την οποία αντιπαραθέτει σ'αυτή την λανθασμένη σύλληψη. Μοιάζει πάντως να θέλει να πεί: το δεύτερο Ένα δέν γίνεται Ένα λόγω μίας κάποιας μορφής (είδος) που θα δεχόταν ή θά προσλάμβανε απο το πρώτο, αλλά είναι αμέσως Ένα. Η γέννηση είναι η πρόσληψη τού Είναι, είναι το γίνομαι ένα όν: το γεννηθέν Ένα γίνεται το Ένα-όν. (Πορφυρίου Σχόλιο στον Παρμενίδη: XII,ΦΎΛΛΟ 93, 15-35! " αλλ' απο του ενός γεγονός υφειμένον (χάνοντας δύναμη-ύφεσις), ούκ ερρήθη μετασχόν ενός, αλλ' ένα μετασχόν τού όντος, ούχ ότι το πρώτον ήν όν, αλλ' ότι απο του ενός ετερότης περιήγαγεν αυτό είς το έν είναι το όλον τούτο....Ώστε διττόν το είναι, το μέν προϋπάρχει του όντος, το δέ ό επάγεται εκ του όντος, του επέκεινα ενός του είναι όντος το απόλυτον και ώσπερ ιδέα του όντος, ού μετασχόν άλλο τι έν γέγονεν, ώ σύζυγον το απ'αυτού επιφερόμενον είναι, ώς ει νοήσειας λευκόν είναι...)
          Εάν όμως ο Πλάτων χρησιμοποιεί γι' αυτόν τον σκοπό τον όρο "μετέχω", δέν πρέπει να υποθέσουμε αναγκαίως πώς το δεύτερο Ένα προσλαμβάνει το Είναι απο την ιδέα του Είναι. Θα πρέπει λοιπόν να εννοήσουμε το πρώτο Ένα σαν την ιδέα του Είναι, δηλαδή σαν το καθαυτό Είναι; Ο Πορφύριος δέν κάνει πίσω μπρός σ'αυτό το συμπέρασμα. Φτάνει σ'αυτό με την ίδια διαδικασία σκέψης με την οποία είχε δηλώσει προηγουμένως στο τρίτο απόσπασμα πώς ο Θεός είναι απόλυτη γνώση.
          Όπως ακριβώς η σχέση η οποία συνδέει γνώση και νόηση προϋποθέτει πρίν απο αυτή μία γνώση η οποία είναι μόνον γνώση, έτσι και η σχέση η οποία δένει αναγκαίως το όν σε ένα "υποκείμενο" που είναι, πρέπει να προϋποθέσει πρίν απο αυτή μία απόλυτη θέση σύμφωνα με την οποία το είναι δέν θα είναι ούτε κατηγορούμενο ούτε υποκείμενο άλλα καθαρή δραστηριότης. Μία τέτοια κατανόηση των σχέσεων ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη υπόσταση μάς επιστρέφει στην θεωρία του Νουμένιου. Αυτός πράγματι είχε πεί πώς ο πρώτος Θεός είναι η ιδέα του Αγαθού και ότι ο δεύτερος Θεός είναι καλός και αγαθός λόγω μετοχής στον πρώτο (Νουμήνιου αποσπ. 29! "είπερ εστί μετουσία του πρώτου αγαθού αγαθός (ο δημιουργός) αγαθού ιδέα αν είη ο πρώτος νούς, ών αυτοάγαθον). Ο Πλωτίνος δέ μάλλον θα είχε απορρίψει μία τέτοια θεωρία. Διότι το "Ένα δέν θα μπορούσε να έχει τίποτε κοινό με τα πράγματα που έρχονται μετά απο αυτό, εάν αυτό το κοινό στοιχείο δέν υπήρχε πρίν απο αυτό" ( Ενν, V,5,4,15).

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Νουμήνιος (ο εξ Απαμείας).