Τρίτη 15 Απριλίου 2014

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ. Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης (18)

Συνέχεια από Τρίτη, 8 Απριλίου 2014 

GERHARD KRȔGER 
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»

                  Ε.  Ο  «ύψιστος καθαγιασμός» :  η άνοδος στο θεϊκά ωραίο.
                                         (  Κεφ. 28 – 29 ·  210a – 212c )

Για τον ‘χρονικόν’ άνθρωπο, βοηθά η ωραιότητα μόνο στη γέννηση. Αυτός που απειλείται απ’ τον χρόνο δεν μπορεί να την αγαπήση, χωρίς να προσδοκήση και να αποκτήση κάτι απ’ αυτήν. Εμφανίζεται έτσι μόνον ως ένα μέσο για την ευδαιμονία το ωραίο. Αν δεν είναι όμως ο άνθρωπος, ο οποίος χρειάζεται αυτό το αγαθό, μια εξουσιαστική ύπαρξη, που χρησιμοποιεί σαν δικά του – σαν αντικείμενά του – τα αγαθά, δεν βρίσκεται τότε κατά την τάξιν υπό τον άνθρωπο το ωραίο, αλλά πάνω απ’ αυτόν, και δεν εξαρτάται τότε η επίτευξη του σκοπού, της ευδαιμονίας, απ’ αυτόν και την έξυπνη χρήση τών «μέσων», αλλά απ’ το ίδιο το ωραίο. Η αλήθεια και η πλάνη, το είναι και το φαίνεσθαι αυτής τής χρονικής ζωής κατευθύνονται τότε σε μιαν ενδεχόμενην και σωτήρια συνάντηση με το αληθινά ωραίο. Θα ήταν λοιπόν πράγματι μάταια όλα όσα ειπώθηκαν μέχρις εδώ (210a, e), αν δεν αποσαφήνιζε κι αυτό εδώ το ‘σημείο’ η Διοτίμα. Ο αληθινός Έρως θα έκανε να ωχριά κάθε θεϊκή μεγαλοπρέπεια του κόσμου μπροστά σε μιαν υπερκόσμια δύναμη: και δεν θα αρκούσε τότε η ωραιότητα του κόσμου και της εγκοσμιότητας του πάθους του.
Εφ’ όσον προσφέρει αθανασία μέσα απ’ την ανανέωση ο Έρως, κατευθυνόταν μέχρι τώρα πάντοτε προς το μέλλον η ματιά μας. Αν δεν πρόκειται όμως για το μελλοντικό ως ένα νέο παρόν, που θα περάση κάποτε κι αυτό, αλλά για τη συνολική διάρκεια του χρόνου, που ανανεώνεται και μόνο με το μέλλον, δεν πρέπει να μείνη τότε στο μέλλον προσκολλημένη η προσοχή μας, αλλά πρέπει να κατευθυνθή σ’ αυτό που «μένει» μέσα στον χρόνο. Εφ’ όσον όμως είναι αυτό που μένει ή η αθανασία τού χρονικού μόνο «δυνάμει» το ίδιο με τη θεϊκήν αθανασία – εφ’ όσον απεικονίζει η διάρκεια του χρόνου μόνον ελλειπώς τη διάρκεια της αιωνιότητας, όπως έλεγε ο «Τίμαιος» - , θα πρέπη να κατανοήσουμε την αληθινή διάρκεια μέσα στον χρόνο σε σχέση προς τη διάρκεια της αιωνιότητας. Πρέπει να στραφή λοιπόν τώρα, απ’ την «οριζόντια» διεύθυνση στην «κάθετην» και η ματιά μας. Κι αυτό είναι και το νόημα της ‘τομής’, που καθιστά εδώ τόσο χαρακτηριστικά εμφανήν η Διοτίμα.

     α)   Οι βαθμίδες αυτού τού κόσμου: απ’ το σώμα μέχρι τούς νόμους.
                                             (  Κεφ. 28 , 210ac )

     Είναι και σ’ αυτόν τον δρόμο ‘μεσίτης’ ο Έρως. Η αναζήτηση δεν γίνεται «θεωρητικά», αλλά καθιστά περαιτέρω σαφές, τί σημαίνει στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο πάθος τού Έρωτα, ξεκινώντας κι εδώ απ’ την «ερωτικήν» ξανά ιδιομορφία τής ‘ερωτικής αγάπης’: « Όποιος βαδίζει σωστά προς αυτό το πράγμα, πρέπει να ξεκινά ‘βαδίζοντας’ κατά τη νεότητά του προς τα όμορφα σώματα» (210a). Κι αν «καθοδηγή σωστά» ο «καθοδηγητής» σ’ αυτά τα μυστήρια – όπου σημαίνουν το ίδιο ακριβώς να προχωράς ο ίδιος και να καθοδηγείσαι (211b/c) - , τότε πρέπει και «να αγαπά κατ’ αρχάς… ένα σώμα» ο μύστης (210a).
Δεν έχει μόνον τον χαρακτήρα μιας παραχώρησης στο θάμπωμα του κόσμου αυτή η αρχή, αλλά ανήκει και στον «σωστόν» βηματισμό τής μυήσεως, που επιτελείται σε βαθμίδες που δεν μπορεί να τις υπερπηδήση κανείς: πρέπει να «ξεκινήση μ’ αυτά τα ωραία πράγματα εδώ κανείς και να ανέρχεται συνεχώς, προς χάριν εκείνου τού ωραίου, συνεχώς περαιτέρω (επανιέναι), όπως στις βαθμίδες μιας σκάλας (ώσπερ επαναβαθμοίς χρώμενον)», ξεκινώντας από ένα ωραίο σώμα (211c). Όλα εναπόκεινται οπωσδήποτε, στο να μη σταθή κανείς σ’ αυτήν τη βαθμίδα, πρέπει δηλ. να μάθη, πως «είναι κάτι το ελάχιστο στην περιοχή τού σώματος το ωραίο» (210c)· δεν πρέπει να μείνη τόσο «χαμηλά και στενόκαρδα», ώστε «να εκτιμήση την ωραιότητα ενός νεαρού» και μόνον «αγοριού ή ενός συγκεκριμένου ανθρώπου (αγαπών)», «προσδεδεμένος σαν σκλάβος στο ωραίο ενός και μοναδικού ανθρώπου» (210d). Ο σκοπός τής ανόδου αντιτίθεται μάλιστα με οξύτητα στο σημείο αυτό απ’ όπου ξεκινά: «Αν το αντικρύσης έστω και μια φορά, θα αντιληφθής ότι είναι εντελώς διαφορετικό απ’ το χρυσάφι και τα (ωραία…) ενδύματα, κι απ’ τα ωραία αγόρια και νεανίες» (211d), «καθόλου ‘γεμάτο’ ανθρώπινη σάρκα και χρώματα κι έναν σωρό άλλα θνητές και απατηλές λάμψεις» (211e). Αν ονομάζεται «ειλικρινές, καθαρόν καί άμικτον» το θεϊκό ωραίο (ό.π.), τότε πρέπει να αποκλειστή και κάθε αισθητό ωραίο απ’ αυτό. – Όλο και βαρύτερα ζυγίζει η επαναλαμβανόμενη επίταση της αρχής μ’ αυτό το ωραίο. Γιατί είναι λοιπόν τόσο απαραίτητη γι’ αυτόν τον σκοπό αυτή η αρχή; Δεν θα ήταν άραγες πιο σωστό, να ξεκινήσουμε προειδοποιώντας για την «ερωτικήν» αγάπη; Και κατά πόσον μπορεί να είναι γενικώς μια «βαθμίδα» ο έρωτας προς ένα ωραίο σώμα; Δεν είναι προφανώς τυχαίο, ότι επιστρέφει στο τέλος τού λόγου της ξανά στην πρώτην αυτή βαθμίδα η Διοτίμα, ώστε να την ξεχωρίση ακριβώς, συγκρίνοντάς την, απ’ την ύψιστη βαθμίδα. Είναι διαφορετικό απ’ τα ωραία αγόρια και νεανίες το ύψιστο ωραίο, «που στη θέα τους εσύ τώρα ταράζεσαι και είσαι έτοιμος – ακριβώς όπως και πολλοί άλλοι – να αντικρύσης τον ερώμενον, να είσαι πάντοτε μαζί του και να μην τρως ει δυνατόν ούτε και να πίνης, αλλά μόνο να τον βλέπης και να είσαστε μαζί» (211d). Πράγμα που σημαίνει ωστόσο, ότι ο μυημένος συγκλονίζεται τότε απ’ τη θέα τού υψίστου ωραίου όπως τώρα απ’ τη θέα τού αγαπημένου, ότι θέλγεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, εξερχόμενος πάνω από κάθε λογικήν πράξη τής ‘ανεξαρτησίας’ του· εξίσου πλήρης απ’ τη θαυμαστή θέα σ’ ένα άμεσο παρόν, αλλά επίσης, και παρ’ όλην την άμεσην εγγύτητα της «επαφής» (212a), ακριβώς το ίδιο ενδεής και μια χρονική, και διαφορετική απ’ το αιώνιο ύπαρξη, όπως είναι κι εκείνος που ερωτικά αγαπά απέναντι στον αγαπώμενον που έχει «θεοποιήσει». Η πρώτη (λοιπόν…) βαθμίδα είναι «βαθμίδα», καθ’ όσον μάς διδάσκει να γνωρίσουμε ήδη με πληρότητα τον περιπαθήν τρόπο συμπεριφοράς προς το ύψιστο ωραίο.  Είναι το πρώτο, και καθοριστικό για τη συνέχεια ‘σκαλοπάτι’, καθ’ όσον διδάσκει τη γνώση τού πάθους τής επιθυμίας εκεί, όπου και μπορεί να την ανακαλύψη σίγουρα και γνήσια ο «κοσμικός» άνθρωπος. Τί θα βοηθούσε πράγματι αυτόν τον άνθρωπο, αν τον προειδοποιούσε κανείς για το πάθος προς το ωραίο σώμα, χωρίς να μπορή και να του δείξη, πόσο περιπαθώς μπορεί να αγαπήση και να ερωτευθή κάτι το ανώτερο; Και σε τί θα χρησίμευε, να του απαγορεύση ή να τον εμποδίση κανείς απ’ το να ‘παραδοθή’ σ’ ένα σώμα, αν δεν του έδινε και να καταλάβη, ότι θα βρη ακριβώς αυτό, το οποίο και ψάχνει εδώ, και το οποίο πρέπει (οφείλει…) να το ψάξη κάποτε ως μια ύπαρξη που επιθυμεί και χρειάζεται, όχι ακριβώς «εδώ», αλλά με σιγουριά «εκεί»; Εφ’ όσον ζη πάντοτε κοσμικά ο άνθρωπος, χρειάζεται για τον δρόμο προς το πραγματικά θεϊκό έναν ‘μεσολαβητή’, που θα τον συγκινήση και θα τον ‘αρπάξη’ τρόπον τινά, μέσα ακριβώς απ’ αυτήν την κοσμικήν ζωή του. Καθώς δεν έχει γίνει ακόμα άνθρωπος και δεν έχει ενσαρκωθή γι’ αυτόν ο αληθινός Θεός, πρέπει να τον βοηθήση μια δύναμη της ανθρώπινης ζωής… προς τον αληθινόν Θεό – αλλιώς θα είχε γεννηθή το χάσμα, και θα έμενε «ασύνδετο» καθ’ εαυτό το σύμπαν.
Η σύγκριση με τον χριστιανισμό, που εμφανίστηκε ήδη μια φορά, είναι κι εδώ διδακτική. Ο αληθινός Θεός δεν αναγνωρίζεται ως μια αυθόρμητη, αυτο-αποκαλυπτόμενη δύναμη στον Πλάτωνα, όχι ως θέληση που προσκαλεί και δίνει χάρι, αλλά αποκλειστικά στην προοπτική τού ανθρώπου που επιθυμεί: ως το σωτήριο αγαθό, και – καθ’ όσον τον «προϋπαντά» πράγματι ως αυτό που τον καθιστά ευτυχήν αυτό το αγαθό – ως το ωραίο. Είναι λοιπόν σαφής η διαφορά ανάμεσα στο πλατωνικό «μυστήριο» και τον χριστιανισμό: ο απεσταλμένος απ’ τον Θεό ‘μεσίτης’ Χριστός ισχύει ακριβώς γι’ αυτό ως «αναγκαίος θεραπευτής» στη χριστιανικήν πίστη, επειδή όλες οι κοσμικές δυνάμεις (και ιδιαιτέρως ο Έρως) χωρίζουν και μόνον απ’ τον Θεό   (( Σημ. τ. μετ.: Δεν γνωρίζει δυστυχώς ο συγγραφέας μας – όπως και η μεγάλη πλειοψηφία τών Νεοελλήνων πλέον δυστυχώς – όλην τη μεταμορφωτική δύναμη της εκκλησιαστικής μας παράδοσης, και παραμένει προφανώς σε όσα διδάχθηκε εντός τού λατινικού ή και προτεσταντικού κόσμου. Πώς θα μπορούσε να ερμηνεύση άραγες τους στίχους εκείνους τής υμνολογίας μας… «Τοίς ερημικοίς, ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», «Αγίω Πνεύματι, θεολογούντες φώμεν· Σύ εί Θεός, έρως, φώς, νούς, σύ χρηστότης, σύ βασιλεύεις εις τούς αιώνας», «Ιδού δή τί καλόν, ή τί τερπνόν, αλλ’ ή τό κατοικείν αδελφούς άμα· εν τούτω γάρ Κύριος επηγγείλατο ζωήν αιωνίαν»… Ας δούμε πώς θα ‘ανταπεξέλθη’ παρακάτω… )) . Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο, ότι κέρδισε πάλι και μέσα στον χριστιανισμό, σε τροποποιημένη μορφή, ξανά σημασία ο πλατωνικός ερωτικός δρόμος, κι ότι επαναλαμβάνεται κι εδώ – παρ’ όλην τη δυσπιστία απέναντι στην κοσμικήν αισθητικότητα – ο προσανατολισμός στην «ερωτικήν» αγάπη. ‘Όταν θέλη να πη π.χ. ο Αυγουστίνος, τί αγαπά πραγματικά, όταν αγαπά τον Θεό, τότε απαντά πως δεν είναι κάτι το αισθητά ωραίο και γλυκύ   (( «Ω γλυκύ μου έαρ»… )) , και ιδιαιτέρως «όχι μέλη, που έλκουν στον εναγκαλισμό τής σάρκας (membra acceptabilia carnis amplexibus)», αλλά δεν γνωρίζει «ωστόσο» παρά να χαρακτηρίση σε αναλογία προς το αισθητά ωραίο τον Θεό: ως φως, φωνή, άρωμα, γεύση και ως «ένα είδος εναγκαλισμού (quendam amplexum)» - ως τον «εναγκαλισμό» τού «εσωτερικού του ανθρώπου (interioris hominis mei)», στον οποίον και του «μένει αυτό που δεν το αποσπά κανένας κόρος (ubi haeret, quod non divellit satietas)» (Εξομ. Χ, 6). Καθώς θρηνεί, ότι «αργά σ’ αγάπησα, εσύ ωραιότης, που είσαι τόσο παλιά κι ωστόσο τόσο νέα· αργά σ’ αγάπησα!», μιλά ξανά τη γλώσσα τής εμπειρίας μέσα απ’ τις σωματικές έννοιες κι επίσης τη γλώσσα τού ερωτισμού (Erotik): «Με άγγιξες, κι αναφλέχθηκα προς τη δική σου ειρήνη (tetigisti me, et exarsi in pacem tuam)» (ό.π., Χ, 27)   (( Είναι αξιοσημείωτο εδώ, ότι ο Αυγουστίνος σκέφτεται ως «ψυχή» που προφανώς υποδέχεται την «ψυχή» τού ανθρώπου, ενώ ο Πλάτων παρουσιάζει ακόμα κι απέναντι στο αιώνιο ως εραστή τον άνθρωπο (Συμπ. 212a) )) . Αν επιστρέφη εδώ, με μιαν τυπικήν πλέον μορφή η πλατωνική αρχή τής (ερωτικής…) αγάπης προς το ωραίο, προϋποτίθεται ωστόσο, ότι ο ‘μεσίτης’ Χριστός έχει επιτελέσει ήδη το έργο του, γιατί το πλάσμα που έπεσε δεν μπορούσε πια ν’ αγαπήση ως τέτοιο, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, τον Θεό   (( Σημ. τ. μετ.: Κι η Θεοτόκος; Κι όλοι οι προφήτες κι οι προπάτορες, που δέχθηκαν την Χάρι τού Θεού; Δεν είναι ‘μεσίτης’ προφανώς ο Χριστός, αλλά η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή διά τής μετανοίας κι ο Νικητής τού Θανάτου… )) . Μπορούσε ωστόσο να βεβαιωθή, κοιτώντας απ’ τη σκοπιά τού πιστού και του «θεραπευμένου» πλάσματος προς τα πίσω, πως βρίσκει η φυσική «ανησυχία» τής καρδιάς, που εκδηλώνεται ακόμα και στον αμαρτωλόν άνθρωπο στον χώρο τού ερωτισμού, τον πραγματικόν της σκοπό στον Θεό. Η ερωτική γλώσσα δεν έχει βέβαια εδώ την ίδια σημασία όπως στον Πλάτωνα· δεν δηλώνει πως πρέπει να έχη περάσει μέσα απ’ την αγάπη προς το ωραίο σώμα αυτός που αγαπά τον Θεό. Δεν είναι μεσολαβητής και μεσίτης εδώ ο Έρως. Μπορεί όμως να δη ακόμα κι η απελευθερωμένη μέσω τής χάριτος ματιά, μέσα στη δική της εγκοσμιότητα, τον δημιουργικόν (εκ της δημιουργίας…) αυτόν προσδιορισμό τού ανθρώπου.
Στο «Συμπόσιον» είναι αντίθετα η «ερωτική» αγάπη πραγματικά «βαθμίδα», κι η συνέχεια ή η πρόοδος προκύπτει απ’ την εμβάθυνση στον ίδιον τον σκοπό αυτής τής αγάπης. Σ’ αυτό συμβάλλει οπωσδήποτε και το ότι βιώνεται εκ των προτέρων όχι ως τυφλή, αλλά ως να βλέπη – να αναζητά και να ρωτά – η αγάπη. Εννοείται εκ των προτέρων, όχι ο «παλιός» Έρως, που υπηρετεί και μόνον την Αφροδίτη, αλλά ο «νέος», που ξυπνά όλες τις δυνάμεις τής ανθρωπινης αυτοδυναμίας. Μόνον αυτή η αγάπη που αναζητά και βλέπει είναι «βαθμίδα» και «σκαλοπάτι», και μόνο σ’ αυτήν προκύπτει η αναγκαιότητα για τον ίδιον τον εραστή, να προχωρήση και πέρα απ’ αυτήν   (( Σημ. τ. μετ.: Ο άνθρωπος «υποτάσσεται» σ’ αυτό το «θεϊκό» πάθος τής ψυχής του, και ταυτόχρονα το «παρακολουθεί» και ζη ο ίδιος μέσα σ’ αυτό, ως ο αληθινός του εαυτός… )) . Αλλά πρέπει να στέκεται και ο ερώμενος εκ των προτέρων, όχι μόνον ως ‘αυτό’ το ωραίο σώμα μπροστά στα μάτια τής αγάπης, αλλά ως ένας άνθρωπος, που είναι κι αυτός απ’ τη μεριά του ανεξάρτητος, και που χρειάζεται – ως ανεξάρτητη στάση – την αρετή. Γι’ αυτό και λέει η Διοτίμα, πως πρέπει να αγαπά ένα ωραίο σώμα ο μύστης και «να γεννά ωραίους λόγους εκεί» (210a). Κι είναι ακριβώς το αφύσικο της ελληνικής ‘κακής συνήθειας’ που μπορεί να παραπέμψη εδώ στον αληθινόν Έρωτα: αν ισχύη για τα «ωραία αγόρια και νεανίες» η (ερωτική…) αγάπη, κι αν είναι παρ’ όλ’ αυτά «τόκος (εν καλώ…)», τότε πρέπει να αποτελή και το νόημα της αγάπης προς το ωραίο σώμα μιαν επίδραση της ψυχής. Πρόκειται για τον «τόκο» τού ‘δαιμονικού’ παιδαγωγού, για τον οποίον ήδη μιλήσαμε. Το ότι πρέπει μάλιστα να αγαπά «όπως έναν γυιό», προς «χάριν τής ωραιότητας», τον ερώμενον ο εραστής (Erast), αυτό απαιτείται και στην «Πολιτεία» (403b). Αυτός ο παιδαγωγικός  Έρως παραστάθηκε λοιπόν ως μια αγάπη προς ολόκληρον, τον σωματικο-ψυχικόν άνθρωπο: «έχει κανείς μεγαλύτερη χαρά στα ωραία, απ’ ό,τι στα άσχημα σώματα – αφού ήδη «εγκυμονεί» - , κι όταν συναντά μιαν ωραίαν, ευγενικήν και καλοπροαίρετην ψυχή, έχει τότε μεγάλη χαρά και για τα δυό μαζί (πάνυ δή ασπάζεται τό συναμφότερον)» και στρέφεται τότε «προς αυτόν τον άνθρωπο» (209b). Η πορεία στις βαθμίδες ξεκινά αμέσως με την πλήρην, που περιλαμβάνει και την ανεξαρτησία (μας…), επίδραση του Έρωτα, που έχει εκδηλωθή μέχρις εκείνην τη στιγμή. Κι ωστόσο, δεν μπορεί να διαχωριστή ακόμα εδώ το ψυχικό απ’ την αγάπη προς το ωραίο σώμα: η ερωτική παιδαγωγία βρίσκεται ακόμα σ’ αυτό το πρώτο ‘σκαλοπάτι’, εντελώς μέσα στον ειδωλολατρικόν ορίζοντα, που αφήνει χώρο στην πλήρην και αισθητήν εντύπωση που προξενεί (στον εραστή…) ο αγαπώμενος άνθρωπος. Ο ‘μεσίτης’ Έρως αναζητά τον άνθρωπο εκεί όπου δεν λείπουν οι ‘ανατριχίλες’ (τα ‘ρίγη’…) τού σωματικού έρωτα, όπως περιεγράφησαν στον «Φαίδρο». Και όπως καταδικάστηκε τόσο αποφασιστικά η «ζωώδης» και «αφύσικη ηδονή» εκεί (250/51), τόσο αναπόφευκτα κοντά εμφανίζεται αυτός ο κίνδυνος και σ’ αυτό το παράξενο εδώ «μυστήριο».  Εκεί όπου πρόκειται να κυριαρχήση ο Έρως, υφίσταται βασικά κι ο πειρασμός, να περιέλθη κανείς, απ’ την καινούργιαν και φιλοσοφική γνώση τής ύπαρξής του, πίσω στην τυφλότητα του παλαιού μύθου (πρβλ. και Φαιδρ. 256cd). 
Η ‘αγάπη’ προς ένα ωραίο σώμα είναι «βαθμίδα», στον βαθμό που «γνωρίζει» η ίδια τί θέλει, στον βαθμό που αναζητά δηλ. κατηγορηματικά το ωραίο. Εδώ ‘απαιτείται’ και το να μπορή να διακρίνη ανάμεσα στην (ίδιαν την…) ωραιότητα και στο σώμα, όπου αυτή εμφανίζεται. Όπως ‘βαθαίνει’ στη διαφορά (διάκριση…) μεταξύ καλού και κακού, αλήθειας και φαινομένου ο «νέος» Έρως, έτσι και στη διαφορά μεταξύ ωραίου και άσχημου. Συνιστά μάλιστα την ίδιαν την ‘ερωτικήν’ αγάπη αυτή η διάκριση· δεν είναι δηλ. η φιλοσοφική ‘αυτοτελής’ αναζήτηση που διακρίνει εδώ (που θέτει μια ‘δική’ της διάκριση…), αλλά που βλέπει μόνον τί εννοεί, ακόμα και στον ‘σαστισμένον’, αρχικόν της τρόπο η ίδια η ‘αγάπη’. Αγαπά άραγες στην πραγματικότητα ένα σώμα, όχι επειδή είναι ένα σώμα, αλλά επειδή είναι ωραίο; Δεν βλέπει βέβαια (καθόλου…) αυτήν τη διαφορά ο «παλιός» Έρως· και φτάνει ακριβώς γι’ αυτό στο να «αποθεώση» τον ‘δικό’ της ερώμενον η «τυφλή», αφροδισιακή αγάπη, επειδή θα επιθυμούσε να ταυτίση όλην παντελώς την ωραιότητα μ’ αυτόν τον έναν άνθρωπο. Βεβαιώνει όμως η «έλλειψη αγάπης», με την οποίαν και εγκαταλείπει η τυφλή αγάπη το σώμα όταν μαραθή η ανθοφορία του, έστω και ακούσια αυτήν τη διαφορά (πρβλ. 183e, 206d). ‘Παραβλέπει’ λοιπόν η ίδια η αγάπη το σώμα καθ’ εαυτό: «αφαιρείται» απ’ αυτό. Κι αν γνωρίζη τί θέλει αυτός που αγαπά, τον ωθεί τότε το ίδιο το πάθος στο να μη δεσμευτή στο ένα ωραίο σώμα, που έγινε αφορμή για να τον ΄συγκινήση’ το πάθος. Γίνεται πρώτη βαθμίδα γι’ αυτόν αυτή η πρώτη μορφή του πάθους, αν υποχρεωθή «να διαβλέψη (κατανοήσαι), ότι είναι ‘συναδελφωμένη’ η ωραιότητα (κάλλος) οποιουδήποτε σώματος μ’ εκείνην κάθε άλλου, κι ότι θα αποτελούσε υψίστην έλλειψη συνέσεως (πολλή άνοια) το να πρέπη να ακολουθή κανείς (ει δεί διώκειν) το ωραίο στη μορφή (το επ’ είδει καλόν), να μη θεωρή δηλ. ως μιαν και την ίδιαν την ωραιότητα σε όλα τα σώματα    (( Η ερμηνεία τών Schleiermacher και Zeller,ότι είναι «η ιδέα τού ωραίου» το επ’ είδει καλόν, είναι σίγουρα λανθασμένη· γιατί αναζητά έναν όρο, εκεί όπου ακόμα δεν έχει εννοιολογικά καν εμφανιστή. Έχει δε αναγνωριστή απ’ τους περισσότερους σχολιαστές, ότι γλωσσικά είναι η σημασία είδος=μορφή η πλησιέστερη στο νόημα. Πρβλ. π.χ. το σχόλιο του Bury… )) · αν το έχη όμως αντιληφθή κανείς αυτό, πρέπει να γίνη τότε εραστής όλων τών ωραίων σωμάτων, και να υποχωρήση αντίθετα απ’ αυτήν την ορμητικήν αγάπη προς ένα σώμα, να την εκτιμήση ελάχιστα και να τη θεωρήση ασήμαντη» (210b). Αναγνωρίζει άρα ο «μύστης» (“Myste”), ότι η ωραιότητα δεν εμφανίζεται στην πραγματικότητα στην ‘ατομική ύπαρξη’ ενός σώματος (στην «ύλη», θα μπορούσε να πη κανείς αριστοτελικά), αλλά στη μορφή του. Είναι όμως κάτι το γενικό η ωραία μορφή, που μπορεί να παρουσιαστή και στα πιο διαφορετικά σώματα, και θ’ αποτελούσε τύφλωση να μην την αγαπήση κανείς εξίσου παντού, όπως την πρώτη φορά στο ένα σώμα. Αν διακρίνουμε πράγματι, πως είναι το ωραίο το αποφασιστικό στοιχείο, τότε πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια «θεωρητικήν» εδώ ‘σύγκριση’ πολλών περιπτώσεων – κάτι περισσότερο απ’ τη «διαμόρφωση μιας έννοιας» - , χωρίς να σημαίνη βέβαια, πως θά ’πρεπε και να αγαπήση ο εραστής όλα τα ξεχωριστά σώματα στη σειρά! Ενώ γίνεται «ερασιτέχνης» μάλλον «εραστής» όλων τών ωραίων σωμάτων, που σημαίνει πως αφιερώνει γενικά στη σωματικήν ωραιότητα ολόκληρο το συγκεκριμένο πάθος, που ίσχυε προηγουμένως για έναν άνθρωπο, αποσύροντάς το αντίστοιχα απ’ το πρώτο ‘σκαλοπάτι’ – «ενδίδει» δηλ. (και ακολουθεί όπου τον πάει…) «σ’ αυτήν την ορμητικήν αγάπη».
Μ’ αυτό το πάθος για τις ωραίες μορφές γενικά, που θα μπορούσε να είναι και το πάθος ενός καλλιτέχνη, απελευθερώνεται απ’ την προσκόλληση στο σωματικό και μόνον ο εραστής και καθίσταται ικανός να ανέλθη στο επόμενο σκαλοπάτι: «να θεωρή την ωραιότητα (κάλλος) στις ψυχές ως πολυτιμότερη (λαμπρότερη…) από εκείνη στα σώματα, έτσι ώστε, κι αν έχη κάποιος περιορισμένο θέλγητρο (άνθος), είναι ωστόσο ‘καλοσχηματισμένος’ στην ψυχή (επιεικής ών τήν ψυχήν), να του είναι αρκετό» (210b). Προϋποτίθεται βέβαια κι εδώ ακόμα ένα ελάχιστο μέτρο σωματικής ωραιότητας, με την οποία μπορεί να «ικανοποιηθή» ο εραστής: το πρώτο σκαλοπάτι παραμένει ως βαθμίδα, και δεν ‘οξύνεται’ αυτή η περιορισμένη εκτίμηση της σωματικής ωραιότητας μέχρι το σημείο, να μπορή να αγαπά κανείς μιαν ωραίαν ψυχή σ’ ένα άσχημο σώμα   (( Σημ. τ. μετ.: Πρβλ. εδώ την πραγματικήν ιστορία ενός ανθρώπου, που πήρε γυναίκα του μιαν άσχημην, αλλά εξαιρετικά προικισμένην τραγουδίστρια… Κι όταν ξύπνησε ένα πρωί δίπλα της κι αυτή κοιμόταν, και είδε την ασχήμια της, την τράνταξε να την ξυπνήση φωνάζοντας: «Τραγούδα»! – Την αφηγείται η M. L. v. Franz στο βιβλίο της όπου ερμηνεύει το έργο τού Απουλήιου «Ο χρυσός γάιδαρος», και που υπάρχει μεταφρασμένο στις αναρτήσεις μας… )) . Αυτός που μυείται στην αγάπη μένει πάντοτε λοιπόν ένας «κοσμικός» άνθρωπος, για τον οποίον δεν θα αποτελούσε πια έναν «δρόμο» κάτι το τόσο ακραίο. Και παρ’ όλ’ αυτά έχει επιτευχθή εδώ η υπέρβαση του σωματικά ωραίου, και απελευθερώνεται πια απ’την επικίνδυνη γοητεία τού απλώς σωματικού ο αρχικός εκείνος σκοπός τής διαπαιδαγώγησης. Μπορεί να αφιερώση τώρα ολόκληρο το πάθος του στο ψυχικό (στοιχείο…) ο «μύστης», μπορεί «να αγαπά περιπαθώς (εράν), να φροντίζη (κήδεσθαι) και να γεννά λόγους, και ν’ αναζητά πώς κάνουν αυτοί οι λόγοι καλύτερους τους νέους» (210c) – μ’ έναν τρόπο, που δεν μπορούσε προφανώς να το κάνη με τέτοιαν καθαρότητα προηγουμένως. Κι αυτό γίνεται προπάντων σαφές όταν αναλογιστούμε, ότι δεν χωρίζεται η «βελτίωση» της νεότητας απ’ τη σωτηρία τής πόλης   (( Σημ. τ. μετ.: Αχ, πώς βλέπουμε να ισχύουν τα ίδια πάντα στην ιστορία τών ανθρώπων, μέχρι και σήμερα, αλλά δυστυχώς αντεστραμμένα, προς το χειρότερο και την αυτοκαταστροφή… Αν μελετούσαμε τουλάχιστον την παράδοσή μας, την αρχαιοελληνική όσο και των Πατέρων, δεν θα βρισκόμασταν σ’ αυτήν την αφασία τής άγνοιας, της πρώτης, κατά τον άγιο Μάξιμο, αμαρτίας… )) . Όπως εξαρτάται απ’ την αρετή τού καθενός αυτή η σωτηρία, έτσι είναι αντίστροφα και η διαπαιδαγώγηση στην αρετή μια υπόθεση της πόλης (Polis). Αν είναι ένας ουσιαστικά ανεξάρτητος πολίτης αυτής τής πόλης ο άνθρωπος, δεν μπορεί παρά και να διαπαιδαγωγηθή ως τέτοιος, που σημαίνει όμως ότι επιτυγχάνεται τόσο η δική του όσο και η σωτηρία τής πόλης με την «ανανέωση» («ανακαίνιση» …) της δημόσιας και κοινής τάξης. Αυτό συνέβη και με τον έρωτα, που αφορούσε σ’ ολόκληρον τον σωματικο-ψυχικόν άνθρωπο, κι όπου αναζήτησαν να δημιουργήσουν σωτήριους νόμους, χωρίς να υπάρχη όμως ακόμα η διάκριση ανάμεσα σε μιαν αληθινήν και μιαν πλανεμένην ανακαίνιση. «Υποχρεώνεται» όμως τώρα «να θεωρήση το ωραίο στους θεσμούς και τους νόμους» ο εραστής, και «να δη» αμέσως «και σ’ αυτούς, ότι όλα συγγενεύουν αναμεταξύ τους (ότι πάν αυτό αυτώ συγγενές εστιν)» (210c). Επαναλαμβάνεται (λοιπόν…) το διπλό βήμα που συνέβη στην περιοχή τού σωματικού: βλέπουν, πως δεν μπορεί να εξαρτάται απ’ την υφιστάμενην και παραδοσιακήν τάξη το πάθος τής διαπαιδαγώγησης – όχι δηλ. απ’ τη δεδομένη πόλη που διαπαιδαγωγήθηκε με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τον Λυκούργο και τον Σόλωνα - , αλλά απ’ το ωραίο σ’ αυτήν την πόλη, και βρίσκεται εδώ ήδη και το περαιτέρω: ότι δεν μπορεί να εξαρτάται απ’ αυτούς ή εκείνους τούς ωραίους νόμους – κι ας είναι κι οι νόμοι τού Λυκούργου, που έσωσαν «ούτως ειπείν» την Ελλάδα - , αλλά από ωραίους καθ’ εαυτούς νόμους. Κι εδώ απομακρύνεται προφανώς ο «πλατωνικός» απ’ τον Αθηναίον και «απορητικόν» Σωκράτη. Γιατί ενώ παρέμεινε με κάθε τίμημα σταθερός στην ωραιότητα – και άρα στην αγαθότητα – της πόλης τής Αθήνας ο τελευταίος και ήπιε, παρ’ όλο που τον ‘διαπερνούσε’ η αδικία τής ετυμηγορίας, το κώνιο, διδάσκεται (νουθετείται…), μυημένος εις τέλος απ’ τη Διοτίμα, ότι έχει τα όριά της στο ίδιο το ιδιαίτερο νόημα ενός τέτοιου πάθους αυτή η τραγική προς την πατρικήν πόλη αγάπη ο πρώτος, εννοώντας το πολιτικά ωραίο, και όχι την πραγματικήν πόλη, στην οποίαν και γεννιέται κανείς, καθ’ εαυτήν. Όπως περιγράφει το πάθος του για την Αθήνα, την απογοήτευσή του και τη μεταστροφή του στο πάθος για την αληθινήν πόλη στην «7ην επιστολή», και όπως έφτασε, από μιαν αγάπη που νοιάζεται ακριβώς για την πόλη του, στο να αγαπήση την ωραίαν τάξη και να αναζητήση την ωραίαν πολιτεία, όπου κι αν θα μπορούσε να την προσδοκήση, ο Πλάτων, έτσι μάς διδάσκει στο «Συμπόσιον» κι ο πλατωνικός Σωκράτης    (( Σημ. τ. μετ.: Λέγεται πως δοκίμασε τη μεγαλύτερην και πιο πικρήν απογοήτευση της ζωής του ο Πλάτων, δοκιμασία μέχρι τα ‘μύχια’ τής ψυχής, όταν είδε να καταδικάζη σε θάνατο η ίδια τους η πόλη τον δάσκαλο εκείνον που της είχε αφιερώσει όλην του την αληθινήν ύπαρξη, και στον οποίον είχε αφιερώσει κι ο ίδιος ο Πλάτων τη δική του ‘ζωή’… Κι όπως λέει φίλος και δάσκαλος δικός μας, ο μεν Σωκράτης και ο Πλάτων νίκησαν μεν πνευματικά για λογαριασμό όλης τής ανθρωπότητας, «ιστορικά» όμως – μέσα στην τραγικά αποτυχημένην αυτήν «ανθρώπινην» ιστορία – νίκησαν δυστυχώς οι σοφιστές… )) . Θα φανή παρακάτω στο κείμενό μας, ότι δεν παραμερίζεται μ’ όλα αυτά το κατώτερο ‘σκαλοπάτι’ τής (ερωτικής…) αγάπης, αλλά ακριβώς θεμελιώνεται. Γιατί η άνοδος στο αιώνιο έχει την έννοια, να καταστή δυνατή η αληθινή χρονικότητα. Ο αληθινός έρωτας προς τη χρονικήν πόλη πρέπει να την ξεπεράση, για να μπορέση να κάνη αυτήν ακριβώς την πόλη όσο το δυνατόν ωραία· όπως και η παιδαγωγική γενικώς αγάπη, δεν πρέπει να εξαρτάται τυφλά απ’ αυτό, για το οποίο και φροντίζει. 
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: