Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ (16)

του ERICH NEUMANN
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  V
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΗΘΙΚΗΣ  (συνέχεια)
Εκ πρώτης όψεως, η τάση της ανάπτυξης με κατεύθυνση την ολότητα εμφανίζεται σαν να μην είναι τίποτε περισσότερο από μια ατομική απαίτηση· έρχεται στην επιφάνεια, ανάμεσα στις ατομικές διαδικασίες ανάπτυξης, με την μορφή της ανάγκης, ή μάλλον της επιτακτικής αναγκαιότητας, να αναπτυχθή μια σταθερή ψυχική δομή, που θα μπορεί να παραμείνη αμετάβλητη απέναντι στις διαλυτικές τάσεις που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο και από το ασυνείδητο.

Η όλη διαδικασία της εξατομίκευσης και η σημασία της για το άτομο, είναι ένα πρόβλημα με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε σε αυτό το σημείο. Ο Jung έχει κάνει την ανατομία της διαδικασίας της εξατομίκευσης, και την έχει πλουτίσει με άφθονο σχετικό υλικό. Αλλά η σχέση αυτής της διαδικασίας με την ηθική βρίσκεται στο γεγονός ότι η στάση για σταθεροποίηση της προσωπικότητας είναι απόλυτα καίριας σημασίας από ηθική άποψη. Και εδώ, επίσης, μπορούμε να ανιχνεύσουμε την μετάβαση προς μια νέα εποχή στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους.

Η ανάπτυξη του νόμου, ενός δεσμευτικού σε ηθική κλίμακα κώδικα, και των συλλογικών αξιών, καθώς και ο σχηματισμός και η ανάπτυξη της συνείδησης και του υπέρ-εγώ, υπηρέτησαν τον σκοπό της δόμησης του εγώ και του συστήματος του συνειδητού, καθώς και την απελευθέρωση αυτού του συστήματος από την αρχική κατάσταση, κατά την οποία ήταν κυριευμένο από το ασυνείδητο. Η ανάπτυξης της ίδιας της συνείδησης, και ό,τι ακολούθησε προς αυτήν την κατεύθυνση, οφείλει την προέλευσή του στην επιτακτική ανάγκη για την δημιουργία μιας σταθερής δομής, που θα αντισταθή στις τάσεις για αποσύνθεση που προέρχονται από το ασυνείδητο και τον εξωτερικό κόσμο. Οι συλλογικές αξίες υποβοηθούν αυτήν την ανάπτυξη, και η συνείδηση, η ψυχολογική αυθεντία που αντιπροσωπεύει τις συλλογικές αξίες μέσα στο άτομο, αρχικά εκτελούσε την θετική λειτουργία της προστασίας και του ατόμου και του συνόλου από την επανολίσθηση σε μια συγκινησιακή κατάσταση, κατά την οποία εσύρετο στα τυφλά από το ασυνείδητο.

Με αυτήν την έννοια, παρόλο που αληθεύει να πούμε ότι το υπέρ-εγώ, με το ηθικό του πρότυπο που προέρχεται από τα έξω, συμβολίζει μια ξένη, ετερόνομη ηθική, όμως αντιπροσωπεύει μια άποψη ανώτερη από αυτήν του πρωτόγονου εγώ, και είναι, σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης, μια έγκυρη – έστω και σχετικά – ενσάρκωση του Ταυτού.

Το πρωτόγονο εγώ είναι ένα παιδικό εγώ. Αντιμετωπίζει το σύνολο με την μορφή του υπέρ-εγώ, που είναι εφοδιασμένο με ολόκληρη την δύναμη της εξωτερικής αυθεντίας. Η συνείδηση (που γίνεται αισθητή σαν «κοινωνική ανησυχία»), ο νόμος, με την αρχή των αμοιβών και των τιμωριών, και το αίσθημα της ενοχής μπροστά στο πολιτιστικό υπέρ-εγώ, είναι – από όσο μπορούμε να ξέρουμε – η κύρια ηθική εμπειρία για το παιδικό εγώ του πρωτόγονου ανθρώπου. Η σχέση ανάμεσα στο παιδικό ατομικό εγώ και το συλλογικό υπέρ-εγώ συμβολίζεται συνήθως με την εικόνα της σχέσης ανάμεσα στον πατέρα και το παιδί. Αλλά αυτός ο συμβολισμός δεν δικαιολογεί με κανένα τρόπο την προέλευση της ηθικής από το οικογενειακό επίπεδο.

Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ένας μύθος, και, σαν μύθος, είναι αληθινό. Εντούτοις, όταν ερμηνεύθηκε από τον Freud περσοναλιστικά, δηλαδή στο επίπεδο της οικογένειας, η αιτία και το αποτέλεσμα αντιστράφηκαν. Η θεωρία του Freud για τον ατομικό πατέρα, είναι μόνο μια ελαφρά διασκευασμένη εκδοχή της παλιάς ιστορίας του Αδάμ και της Εύας, σαν αρχή της ανθρώπινης οικογένειας. Το γεγονός ότι στον Freud η «οικογένεια» του Αδάμ και της Εύας επεκτάθηκε για να σχηματίση την αρχέγονη ομάδα δεν αλλάζει την αρχική θέση της οικογενειακής ιστορίας του Αδάμ και των παιδιών του, που παρουσιάζεται σαν η αρχή της ανθρώπινης εξέλιξης.

Το παράδοξο του φόνου του πατέρα, εάν τον κατανοήσουμε με συγκεκριμένο τρόπο, αποκαλύπτεται με εκπληκτική σαφήνεια όταν αντιληφθούμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι το δράμα της πατροκτονίας, όπως περιγράφεται από τον Freud στο «Τοτέμ και ταμπού», έχει εκδηλωθεί στην πραγματικότητα σε αναρίθμητες περιπτώσεις, και πρέπει να υποτεθή ότι έχει επαναλάβει την εμφάνισή του σε παγκόσμια κλίμακα προκειμένου να αντιληφθούμε ότι αυτό ευθύνεται για την προέλευση του υπέρ-εγώ.

Η ύπαρξη και η βασική σημασία του Οιδιπόδειου συμπλέγματος δεν τίθεται καθόλου υπό αμφισβήτηση. Αυτή είναι - και παραμένει – η βασική ανακάλυψη του Freud. Είναι ακριβώς η σύγχυση του αρχετύπου του πατέρα με τον προσωπικό πατέρα που οδηγεί εδώ, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, σε ένα λάθος – μια σύγχυση που η πιθανή της προέλευση είναι το γεγονός ότι στην παιδική ηλικία το αρχέτυπο του πατέρα προβάλλεται στον προσωπικό πατέρα.

Το αρχέτυπο του πατέρα, όμως, είναι ένα σύμβολο, μια εικόνα, με την οποία, σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης, το παιδικό εγώ του πρωτόγονου ανθρώπου βιώνει την επίδραση του συλλογικού υπέρ-εγώ. Για να το διατυπώσουμε με έναν ζωντανό αλλά υπέρ-απλουστευτικό τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μικρό ατομικό εγώ βιώνει το υπέρ-ατομικό συλλογικό στοιχείο, στο οποίο οφείλει την αρχή του και το οποίο ελέγχει τον προορισμό του και καθορίζει τις αξίες του, με την μορφή του αρχέτυπου του πατέρα. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στους πατριαρχικούς πολιτισμούς. Είναι ακριβώς η ομαδική ταυτότητα των πρωτόγονων εποχών που έκανε την βίωση της «σπίθας του εγώ» κάτι αδιανόητο γι’ αυτές.

Αυτό που η ψυχανάλυση ξεκαθαρίζει και ερμηνεύει, είναι στην πραγματικότητα αποφασιστικός παράγοντας. Το γεγονός ότι το αρχέτυπο του πατέρα όπως εμφανίζεται στο Τοτέμ γίνεται αντιληπτό σαν κάτι ειδικά μη ανθρώπινο, είναι μια συμβολική έκφραση της πραγματικής κατάστασης. Αυτό που βιώνεται δεν είναι κάτι που γίνεται προσωπικά γνωστό, αλλά μια παράξενη υπέρ-προσωπική θεϊκή πραγματικότητα. Και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο πρωτόγονος άνθρωπος βιώνει στην πραγματικότητα την ουσιαστική «αλλοτριότητα» του ζώου, που είναι η πιο συχνή ενσάρκωση του Τοτέμ.

 Όπου ο προσωπικός πατέρας εμφανίζεται στο παιδικό εγώ σαν ο αντιπρόσωπος του συλλογικού στοιχείου και των συλλογικών αξιών (όπως συμβαίνει συνήθως στους πατριαρχικούς πολιτισμούς), το αρχέτυπο του πατέρα προβάλλεται σε αυτόν και βιώνεται με αυτόν, τον προσωπικό πατέρα. Έτσι η δήλωση του Freud: «ότι άρχισε με τον πατέρα ολοκληρώνεται στην μάζα» (Βλ. Freud:  «Ο πολιτισμός και οι δυσαρεστημένοι από αυτόν») χρειάζεται να αντιστραφή εντελώς. Από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης, τα υπέρ-προσωπικά συλλογικά περιεχόμενα εμφανίζονται και από φυλογενετικής και από οντογενετικής πλευράς πριν από τον σχηματισμό των προσωπικών περιεχομένων που έχουν σχέση με το εγώ, και μόνο αργότερα η προσωπική περιοχή, και μαζί με αυτήν η ανάπτυξη του εγώ, κρυσταλλώνεται έξω από το συλλογικό υπόστρωμα. Ο μύθος έρχεται πριν από την οικογενειακή ιστορία, ακριβώς όπως το συλλογικό ασυνείδητο χαλαρώνει λίγο τα κρατήματά του επάνω στο εγώ και την σφαίρα του συνειδητού σε μια σχετικά νεώτερη εποχή. (Σημ.: Βλέπε την ιδέα της δευτερογενούς προσωποποίησης στο προαναφερθέν έργο του Neumann).

Η συνείδηση, σαν ο αντιπρόσωπος του συλλογικού υπέρ-εγώ, είναι ένας ετερόνομος παράγοντας που επιδρά από το εξωτερικό, εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτή η επίδραση ενθαρρύνει την ανάπτυξη της συνειδητότητας ή όχι. Η εξωτερική αυθεντία του υπέρ-εγώ, η οποία έχει τον χαρακτήρα της αμετάβλητης, σταθερής, καθορημένης και άκαμπτης παράδοσης, συναντάει την αντίδραση της «Φωνής», με την ιδιότητά της του καθοριστικού και αποφασιστικού παράγοντα, έκφραση της εσωτερικής αποκάλυψης μιας νέας και προοδευτικά εξελισσόμενης ανάπτυξης – αυτής, πραγματικά, που πρόκειται να έρθη στο μέλλον.

 Πάντοτε και αναπόφευκτα η Φωνή έχει τον χαρακτήρα ενός «υιικού», αντιμέτωπου με τον «πατρικό», νόμου· και ο φόνος του πατέρα από τον υιό θα παραμείνη πάντα μια αιώνια αρχέγονη εικόνα της εσωτερικής ιστορίας του ανθρώπινου γένους και του ατομικού ανθρώπου. Αυτή η σχέση δεν είναι με κανένα τρόπο αποκλειστικό χαρακτηριστικό της «υιικής» θρησκείας του Χριστιανισμού ή της πατρικής θρησκείας του Ιουδαϊσμού. Το ίδιο αρχέτυπο διέπει τον φόνο του Πατέρα-πάπα (αυτό, φυσικά, είναι ο Πάπας στην πραγματικότητα) από τον αιρετικό Λούθηρο, και στον Ιουδαϊσμό (κοιτάζοντάς το από την αντίθετη οπτική γωνία), την υιική επανάσταση του Χασιδισμού απέναντι στην τυπική πατρική θέση του Ραββινισμού. (Σημ.: «Υιικός χαρακτήρας» σε αυτήν την περίπτωση σημαίνει την διακήρυξη του καινούργιου σε αντίθεση με το παλιό, που έχει «πατρικό χαρακτήρα». Όταν το νέο υψώνεται παίρνοντας την δύναμη της κυβερνώσας αρχής, συνήθως παίρνει το ίδιο με την σειρά του «πατρικό χαρακτήρα»).

Η διαδικασία της επανασυλλογικοποίησης της σύγχρονης εποχής, που ο μαζικός της χαρακτήρας φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με μια ακόμη απειλή αποσύνθεσης, οδηγεί, μέσω της αντιστάθμισης, σε μια καινούργια τάση για σταθερότητα με την μορφή της διαδικασίας της εξατομίκευσης. Αυτή η προσπάθεια προς την κατεύθυνση της σταθεροποίησης δεν βασίζεται πια μόνο επάνω στην σταθερότητα του συνειδητού, αλλά σε αυτήν μιας ολοκληρωμένης ψυχικής δομής.

Ο ρόλος του υπέρ-εγώ σαν αντιπροσώπου μιας ετερόνομης ηθικής, που προέρχεται από το εξωτερικό και επιβάλλεται επάνω στο παιδικό εγώ, αντικαθίσταται τώρα από το Ταυτό, που εμφανίζεται σαν το εσωτερικό κέντρο της προσωπικότητας. Η ενήλικη εγωική συνείδηση, που έχει ανεξαρτητοποιηθή και έχει χάσει τον παιδικό της χαρακτήρα στην πορεία της διαδικασίας της ατομικοποίησης στην Δύση, τώρα προσανατολίζεται από τον ίδιο τον «εαυτό της», ή από το Ταυτό σαν το κέντρο της ολότητας της ψυχής.

Αυτή η εγκατάσταση του Ταυτού στην θέση του ετερόνομου (δηλ. του κατευθυνόμενου εξωτερικά) υπέρ-εγώ, είναι μια έκφραση της νεοαποκτημένης ηθικής αυτονομίας της προσωπικότητας. Ο όρος «εγκατάσταση» χρησιμοποιείται εδώ για το Ταυτό με την ίδια έννοια, κατά την οποία το φαινόμενο της καθιέρωσης και της ανακήρυξης ενός θεού μας είναι γνωστό από την ιστορία της θρησκείας. Σε αυτήν την ανακήρυξη, η θεότητα καθιερώνεται και αναγνωρίζεται συνειδητά από το εγώ σαν ένα κέντρο ελέγχου προικισμένο με αυθεντία. Πριν από αυτήν την εποχή, αν και η θεότητα – όπως και το Ταυτό – είχε οπωσδήποτε εκτελέσει την λειτουργία ενός κέντρου ελέγχου ενισχυμένου με την δύναμη της αυθεντίας, το εγώ δεν είχε αποκτήσει συνείδηση αυτού του γεγονότος. Αυτό σημαίνει ότι η «καθιέρωση» αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στην κατάσταση και την εμπειρία του εγώ, και δεν είναι με καμμία έννοια μια πράξη που καταλήγει σε κάποιο «συμβάν» που αναφέρεται στο Ταυτό.

Στο εξής το εγώ δεν μπορεί πια να εκτελέση το καθήκον του απέναντι στο Ταυτό με την απλή μέθοδο του προσανατολισμού του κάτω από το φως των καθιερωμένων αξιών· απαιτείται τώρα μια διαδικασία συνεχούς αυτό-ανάκρισης και αυτοελέγχου. Χωρίς αμφιβολία, το έργο αυτό εκτελείται από το εγώ. Έχουμε τονίσει το γεγονός ότι αυτό το ηθικό καθήκον αναλαμβάνεται από το συνειδητό. Ο σκοπός του, πάντως, δεν είναι η ανάκριση της συνείδησης με την έννοια της εξέτασης των κινήτρων και των περιεχομένων του συνειδητού – το φάσμα που ερευνάται είναι τώρα πολύ περισσότερο η συνολική δομή της προσωπικότητας – και σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και το ασυνείδητο.

Το βασικό φαινόμενο επάνω στο οποίο το εγώ μπορεί να στηριχθή για να επιτύχη αυτόν τον σκοπό είναι η ψυχική λειτουργία της αντιστάθμισης. Αυτή προϋποθέτει μια σχέση ανάμεσα στο ασυνείδητο και στο συνειδητό τέτοιας φύσης, ώστε περιεχόμενα που λείπουν από το συνειδητό σύστημα και απαιτούνται για την επίτευξη της ολοκλήρωση και της ολότητας, να εμφανίζονται με έντονη μορφή στο ασυνείδητο. Το αποτέλεσμα αυτού του νόμου της αντιστάθμισης είναι ότι, για παράδειγμα, μια λανθασμένη στάση του συνειδητού θα διορθωθή σε ένα νυχτερινό όνειρο, ή ότι μια αρχή που είναι καταπιεσμένη στην συνειδητή καθημερινή ζωή, αλλά ζωτικής σημασίας για την ολότητα της ζωής – ένα ένστικτο ή κάποιο άλλο περιεχόμενο – θα απαιτήση το μερίδιο της προσοχής που του ανήκει, εμφανιζόμενο με την μορφή μιας φαντασίας, ενός ονείρου, ενός αθέλητου σφάλματος ή κάποιου είδους διαταραχής.

Η αντιστάθμιση είναι μια άμεση έκφραση της ολότητας, και, επομένως, του Ταυτού. Δεν αναφέρεται σε επί μέρους συστήματα όπως το συνειδητό ή το ασυνείδητο, με κάποιον μονομερή τρόπο· αντίθετα, η ολότητα ακριβώς της ψυχής επιβεβαιώνει τον πρωταρχικό ρόλο της αντιστάθμισης απέναντι στις αυθαίρετες αποκλίσεις των επί μέρους συστημάτων.

Ανάλογα παραδείγματα κατεύθυνσης από το κέντρο της ολότητας μπορούν να βρεθούν, όπως έχουμε τονίσει, σε ολόκληρο τον χώρο του οργανικού κόσμου. Η συνεργασία ανάμεσα σε επί μέρους υποσυστήματα γίνεται δυνατή κατ’ αρχήν μόνο με την επίδραση αντισταθμιστικών ομοιοστατικών φαινομένων. Εάν το συνειδητό, επομένως, δώσει προσοχή σε αυτήν την αρχή της αντιστάθμισης στον χώρο της ψυχής, και όχι μόνο παρατηρήσει τις εκδηλώσεις του αλλά επιπλέον αντιδράσει στην πραγματικότητα απέναντι σ’  αυτές, τότε θα μπορέση να ενστερνισθή τον γνήσιο προσανατολισμό του εγώ προς το Ταυτό. Στην διαδικασία της αυτοανάκρισης, το κέντρο βάρους της προσωπικότητας μετατοπίζεται σταδιακά από το εγώ και το συνειδητό προς το Ταυτό και το φαινόμενο της ολότητας της ψυχής.

 Συνεχίζεται
Αμέθυστος   

Δεν υπάρχουν σχόλια: