Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (8)

Συνέχεια από Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012
Αντανακλάσεις της ψυχής
Marie–Louise von Franz
Γ. Σωματίδια, στοιχεία και αιτιότητα.

Εάν επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε την πολύ λεπτομερή,και συντομευμένη εδώ, περιγραφή του Dieter Mahnke για την ιστορία της εικόνας της σφαίρας στη Δύση, γίνεται αμέσως φανερό ότι αυτή η αρχετυπική εικόνα διαμόρφωνε, μέχρι το τέλος της κλασσικής φυσικής, τη βάση τών επιστημονικών ιδεών για τον χώρο και τον χρόνο ως τρισδιάστατες έννοιες, καθώς και της ιδέας του ατόμου (του πανταχού παρόντος σημείου), αλλά και της ιδέας τού συνεχούς και του μη συνεχούς, κι ότι επομένως  ό λ ε ς   α υ τ έ ς   ο ι   β α σ ι κ έ ς   ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ έ ς   υ π ο θ έ σ ε ι ς   ε ί ν α ι,  τ ε λ ι κ ά,  α π ό ρ ρ ο ι α   μ ι α ς   θ ε ϊ κ ή ς   ε ι κ ό ν α ς   μ ε   τ η   μ ο ρ φ ή  μ ι α ς   m a n d a l a. ³⁸
Η ιδέα του σωματιδίου έχει μιαν αρχετυπική ακόμα βάση, που επικαλύπτει μόνον κατά ένα μέρος αυτά που ειπώθηκαν για τη σφαίρα. Η ατομική θεωρία του Λευκίππου και του Δημοκρίτου βασιζόταν όχι σε κάποιου είδους παρατήρηση των διασπωμένων ατόμων, αλλά μάλλον «σε μια “μυθολογική” σύλληψη», όπως έχει ήδη τονίσει ο Jung, «των ελαχίστων σωματιδίων» τών ψυχικών ατόμων, ³⁹ μιαν ιδέα που μπορεί να βρη κανείς στους ιθαγενείς, π.χ., της Κεντρικής Αυστραλίας2. Μια ακόμη μυθολογική παραλλαγή αυτής της αρχέγονης ιδέας μπορεί να βρεθή σε μερικά Γνωστικά συστήματα της ύστερης αρχαιότητας, σύμφωνα με τα οποία η ύστατη πραγματικότητα συνίσταται από ένα πλήθος φωτεινών πυρήνων ή από ένα σύνολο σπόρων, που περιέχουν τη δυναμικότητα από ο,τιδήποτε υπάρχει ή μπορεί να υπάρξη (a l l e s  G e w o r d e n e n). Η ίδια ιδέα επανεμφανίζεται και στη μεταγενέστερη Στωική φιλοσοφία. Όπου και μαθαίνουμε για μερικούς «πύρινους σπινθήρες» μέσα στον θεϊκόν αιθέρα που διαποτίζει τον κόσμο, κι ότι αυτοί οι σπινθήρες είναι η βάση, επίσης, για τις  n o t i o n e s  c o m m u n e s  (συλλογικές έννοιες) της ανθρωπότητας.
Ακόμη και η προφανώς «εσφαλμένη» θεωρία των τεσσάρων στοιχείων, που απολάμβανε γενικής αναγνωρίσεως από τον καιρό του Αριστοτέλη μέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα, δεν πέθανε, αλλά επέζησε, σαν μια αρχετυπική εικόνα, μέσα από διάφορες μεταβολές. Ο αλχημιστής Ζώσιμος τονίζει ήδη απ’ τον 3ον αιώνα, ότι τα τέσσερα στοιχεία δεν πρέπει να κατανοηθούν σαν κάτι συγκεκριμένο· επρόκειτο μάλλον για κάτι σαν μυστηριώδη «κέντρα» ή «αρχές» της ύλης, τα οποία και ερμηνεύθηκαν αργότερα σαν καταστάσεις συγκέντρωσης: όλα τα στερεά υλικά θεωρούνταν ως «γη», όλα τα υγρά ως «νερό», όλα τα αέρια ως «αέρας», και οτιδήποτε είχε καιόμενη ή καυστική ή διαβρωτική φύση ως «φωτιά». Θα ήθελα, χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρειες,  να υπενθυμίσω απλώς στον αναγνώστη, ότι και σήμερα μιλάμε για τέσσερις φυσικές σταθερές: την ενέργεια, τη βαρύτητα, τη συνάφεια και την ασθενή αλληλεπίδραση· κι ότι το κοσμικό πρότυπο των Minkowski-Einstein είναι τετραδιάστατο· κι ότι ένα στρώμα S (που αναφέρουμε πιο κάτω) έχει να κάνη με τέσσερις αρχές. Όποτε προσπαθούν να κατασκευάσουν οι φυσικοί ένα περιεκτικό μοντέλο της πραγματικότητας ή ένα μοντέλο σκέψης για το τί κάνουν, επιστρέφουν σε μιαν  τ ε τ ρ α δ ι κ ό τ η τ α  αρχών, χωρίς να υποψιάζονται γενικώς, ότι η Γιουγκιανή ψυχολογία έχει ανακαλύψει εδώ και πολύν καιρό την τετραδική δομή τής συνειδητότητας.

Όπως έδειξε ο Samburski, η αρχή της αιτιότητας έχει επίσης τις ρίζες της στις αρχαίες εικόνες και ιδέες, στις οποίες πρέπει να προσδώσουμε αρχετυπική σημασία. Αυτή η αρχή ανατρέχει πίσω, ως τη Στωική αντίληψη για τον «σιδερένιο νόμο του κόσμου» ή την «ανάγκη», σύμφωνα με την οποία τα πάντα ακολουθούν την προκαθορισμένη πορεία τους, υπακούοντας σε αμετάβλητους κανόνες. ⁴⁰ Με την έλευση του Χριστιανισμού αυτή η ιδέα μεταβιβάσθηκε στην εικόνα τού Θεού. Ο Θεός έγινε τότε Αυτός που κυβερνούσε, ας πούμε, μ’ αυτόν τον κοσμικό νόμο. Το υποτιθέμενο απόλυτο κύρος της αιτιότητας στις φυσικές επιστήμες, που εκθρονίστηκε για πρώτη φορά με την αρχή της απροσδιοριστίας της κβαντικής φυσικής και χρειάσθηκε να δώση τη θέση της στην ιδέα της στατιστικής πιθανότητας, έχει απώτερη αρχή τη θεολογική εικόνα του Θεού. Ο Descartes, ο πατέρας τής σύγχρονης σκέψης όσον αφορά στην αιτιότητα, βάσισε με ρητό τρόπο το κύρος τής αρχής τής αιτιότητας στην πεποίθησή του, ότι ο Θεός θα τηρούσε πάντοτε και απόλυτα τους δικούς του κανόνες, που τους είχε θεσπίσει μια για πάντα. Η αξιοπιστία και η σταθερότητα του Θεού εγγυώνται την κανονικότητα των φυσικών νόμων της κίνησης. ⁴¹ Κάθε σωματίδιο ύλης δεν κινείται ποτέ, όταν το δούμε μόνο του, με τεθλασμένες ή καμπύλες γραμμές· και η αιτία γι’ αυτό είναι επίσης «το αμετάβλητο του Θεού και η απλότητα της λειτουργίας με την οποία διατηρεί την κίνηση στην ύλη». ⁴² Ο Θεός δεν μπορεί να εκδηλωθή είτε με τρόπον άλογο, είτε ανεξάρτητα από τον νόμο τής αιτιότητας στον υλικόν κόσμο. ⁴³ Όταν ο Albert Einstein έλεγε με έμφαση στον Neils Bohr, ότι «ο Θεός δεν παίζει ζάρια», επανερχόταν αυτή η αρχέγονη εικόνα στην επιφάνεια, η εικόνα ενός λογικού και συνεπούς Θεού, που υπακούει στους δικούς του νόμους και δεν μπορεί να δημιουργήση τίποτε εξωλογικό ή τυχαίο, ή ακόμη και κάτι αυθεντικά καινούργιο ή σημαντικό. Η ονομαζόμενη θεωρία του στρώματος S είναι ένα νέο, σήμερα, πείραμα, που βασίζεται σε τρείς (συν μιαν) αρχές: πρώτον, ότι οι πιθανότητες αντίδρασης είναι ανεξάρτητες απ’ τις μετατοπίσεις της πειραματικής συσκευής και από τον προσανατολισμό της στον χώρο, καθώς και από την κατάσταση της κίνησης του παρατηρητή· δεύτερον, ότι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης αντίδρασης είναι προβλέψιμο μόνο με τη μορφή μιας μαθηματικής πιθανότητας· και τρίτον, ότι ένα στοιχειώδες σωματίδιο μπορεί να εμφανισθή σε μιαν αντίδραση και να εξαφανισθή σε μιαν άλλη, μόνον εάν η τελευταία αντίδραση συμβαίνει μετά την πρώτη. Η τέταρτη αρχή θα είχε να κάνη με τις ιδιαιτερότητες ή τη σχετική μη προβλεψιμότητα της δημιουργίας νέων σωματιδίων, όπου οι ιδιαιτερότητες δεν μπορούν να εντοπισθούν, αν και φαίνεται να εμφανίζονται αναφορικά προς την αρχή της αιτιότητας. ⁴⁴

Η αρχή της συμπληρωματικότητας, που εισήγαγε στη φυσική ο Niels Bohr, έχει επίσης αρχετυπική βάση. Αν και δεν είναι σίγουρα γνωστό το αν επηρεάσθηκε από τον William James ο Bohr, ή αν τού ήρθε εντελώς ανεξάρτητα αυτή η ιδέα, αναφερόταν, αργότερα, συχνά στον ισχυρισμό τού James, ότι η συνείδηση και το ασυνείδητο είναι συμπληρωματικά, ⁴⁵ κι ότι  όχι μόνον υπάρχει, επομένως, μια συμπληρωματική σχέση ανάμεσα στις θεωρίες των σωματιδίων και του κύματος φωτός, αλλά κι ότι μπορεί να αποδειχθή πως υπάρχει και σε πολλά άλλα επιστημονικά πεδία μια τέτοια σχέση. Μιλάει για μια «βαθειά αναλογία» ο Bohr «με τη δυσκολία που υπάρχει στη μορφοποίηση της ανθρώπινης σκέψης, και η οποία έγκειται στη διαφοροποίηση, ακριβώς, του υποκείμενο από το αντικείμενο». Είδε λοιπόν στην αρχή τής συμπληρωματικότητας μιαν ιδέα ευρύτατης γενικής σημασίας, και δεν ήταν καθόλου τυχαίο το ότι διάλεξε ως motto για το οικόσημό του τις λέξεις  Co n t r a r i a  s u n t  c o m p l e m e n t a  (Τα αντίθετα συμπληρώνονται), όταν έγινε μέλος του Τάγματος του Ελέφαντα το 1947. Γι’ αυτό του το οικόσημο διάλεξε μάλιστα τα αλληλοδιαπλεκόμενα Yang και Yin στο κινέζικο Tai-gi-tu:

Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο όπως και ο Jung, εξέφρασε κι ο Bohr την ιδέα, ότι θα πρέπη να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και μια αιτιοκρατική και μια τελολογική μέθοδος παρατήρησης σε κάθε περιγραφή των φαινομένων τής ζωής, αν και είναι αυτές οι δυό μέθοδοι, καθώς και η σχέση τής μιας προς την άλλην, συμπληρωματικές. ⁴⁶
Υπάρχει στις τελευταίες εξελίξεις στη φυσική μια αυξανόμενη τάση, να συμπεριληφθούν και οι νοητικές προϋποθέσεις τού παρατηρητή στο πεδίο που εξετάζεται, και να δοθή περισσότερη προσοχή σ’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει από ψυχολογικής πλευράς, όταν ένα ανθρώπινο ον προσπαθή να συλλάβη πειραματικά και θεωρητικά τις φυσικές διαδικασίες. Οι φυσικοί έχουν ασχοληθή πολύ, τελευταία, με την επιστημολογική θεμελίωση της επιστήμης τους. Ο τρόπος που ορίζει ο Wolfgang Pauli  την επιστημονική γνώση τού φυσικού κόσμου βρίσκεται πλησιέστερα στην πλατωνικήν άποψη, καθώς θέτει σαν αξίωμα, ότι ο σκοπός τής επιστήμης είναι το να κάνη να συμπέσουν οι εσωτερικές εικόνες με τα εξωτερικά γεγονότα. «Η διαδικασία  κατανόησης της φύσης, καθώς και η ευτυχία που ο άνθρωπος αισθάνεται με την κατανόηση, με τη συνειδητή δηλαδή αφομοίωση της νέας γνώσης, φαίνεται πως βασίζεται σε μιαν αντιστοιχία, ένα ‘ταίριασμα’   τ ω ν  ε σ ω τ ε ρ ι κ ώ ν   ε ι κ ό ν ω ν   π ο υ   π ρ ο ϋ π ά ρ χ ο υ ν  στην ανθρώπινη ψυχή με εξωτερικά αντικείμενα και τη συμπεριφορά τους». Αυτό είναι μάλιστα δυνατόν,  μόνον επειδή «υπόκεινται, και η ψυχή τού ατόμου που αντιλαμβάνεται και αυτό που αναγνωρίζεται μέσω της αντίληψης, σε μιαν τάξη που θεωρείται ως αντικειμενική».
Στη σύγχρονη φυσική τονίζεται επανειλημμένα, ότι οι ενορατικές εικόνες  τείνουν όλο και περισσότερο, τελευταία, να εξαφανισθούν· έχουν μάλιστα «εκλεπτυνθή» σε καθαρά μαθηματικούς τύπους. Ο φυσικός αποφεύγει συνειδητά να οπτικοποιή το δοσμένο υλικό σε εικόνες, και οι περισσότεροι φυσικοί είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σήμερα στη χρήση ενός οπτικού μοντέλου της εξωτερικής πραγματικότητας ως κάτι περισσότερο από ένα προσωρινό υποκατάστατο και μια λύση της στιγμής, αν και υπάρχει τελικά, όπως γράφει ο Rudolf Carnap, πάντα η πιθανότητα, να πρέπη να ξαναγυρίσουμε σ’ ένα τέτοιο μοντέλο, όταν γνωρίζουμε τα σχετικά με την ύλη δεδομένα. ⁴⁹ Ο φυσικός κάνει εν τω μεταξύ χρήση αντιληπτικών δομών, συστημάτων μαθηματικών δηλ. εξισώσεων, παρμένων από τα μαθηματικά ή τη φυσική. ⁵⁰
Όπως το αντιλαμβάνομαι, αυτή η διαδικασία αφαίρεσης έχει οδηγήσει αβίαστα στην ασυνείδητη προβολή μιας νέας εικόνας του Θεού, της εικόνας του «θεϊκού» δηλ. αριθμού. Αυτή η αναβίωση των Πυθαγορείων ιδεών στη σύγχρονη φυσική έχει ιδιαιτέρως προσεχθή και τονισθή από τον Werner Heisenberg. ⁵¹ Ο φυσικός θεωρεί σήμερα, όπως είναι γνωστό, τις  μ α θ η μ α τι κ έ ς  μ ο ρ φ έ ς, και όχι τα «πράγματα», ως τα μικρότερα δομικά συστατικά τής ύλης. Γράφει ο Heisenberg: «Αν  θέλη να δώση κάποιος μιαν ακριβή περιγραφή τού στοιχειώδους σωματιδίου – και τονίζεται εδώ η λέξη  α κ ρ ι β ή ς – , το μόνο πράγμα που μπορεί τότε να καταγραφή ως περιγραφή είναι η λειτουργία της πιθανότητας ή το στατιστικό στρώμα. Και συνέπεια αυτού είναι η αναγνώριση, ότι δεν μπορεί να αποδοθή ούτε καν η ιδιότητα του «όντος», χωρίς περιορισμούς, στο στοιχειώδες σωματίδιο: πρόκειται για μιαν πιθανότητα, ή μιαν τάση προς ύπαρξη». ⁵² Οι μαθηματικές μορφές που αναπαριστούν τα στοιχειώδη σωματίδια θα πρέπη να είναι οι λύσεις ενός σταθερού νόμου για την κίνηση της ύλης. ⁵³ Όπου η βασική εξίσωση είναι πάντως, και κατά βάθος, μια μαθηματική αναπαράσταση μιας ολόκληρης σειράς συμμετρικών χαρακτηριστικών. ⁵⁴ Γι’ αυτό και καθίσταται απαραίτητο να είναι μερικές ομάδες μετατροπών, που αποτελούν την απλούστερη μαθηματική έκφραση για τις συγκεκριμένες συμμετρίες, σταθερές. Φάνηκε όμως τελικά, ότι η ονομαζόμενη ισότητα, που είχε θεωρηθή παλαιότερα ως ένας νόμος τής διατήρησης,  δ ε ν  διατηρείται πάντοτε, ⁵⁵ ενώ και ο Lee και ο Yang, οι επιστήμονες που τον ανακάλυψαν, έχουν αμφιβολίες όσον αφορά στην εγκυρότητα ορισμένων άλλων από αυτές τις κατοπτρικές συμμετρίες. Και η ελπίδα που διατυπώνει ο Heisenberg, ότι θα μπορούσαν να παρασταθούν όλοι οι φυσικοί νόμοι τής ύλης ως λύσεις σε ένα κλειστό μαθηματικό σχήμα, είναι έτσι σήμερα, για μιαν ακόμη φορά, μακριά από την πραγματοποίησή της. ⁵⁶
Αφού οι μαθηματικές μορφές φαίνεται πως είναι η μόνη ως τώρα όψη που μπορούμε να γνωρίσουμε σχετικά μ’ αυτό το άγνωστο Κάτι που ονομάζουμε ύλη, πρέπει να αναρωτηθούμε τώρα, σε τί βασίζονται αυτές οι μορφές. Και ανακαλύπτουμε τότε, ότι βασίζεται ολόκληρη η δομή τών μαθηματικών, καθώς και όλες οι εξισώσεις που χρησιμοποιεί ο φυσικός για την έρευνα της ύλης, σ’ ένα άλογο και αυθαίρετο δεδομένο,  σ τ η   σ ε ι ρ ά   τ ω ν   φ υ σ ι κ ώ ν   δηλ.  κ α ι   α κ έ ρ α ι ω ν   α ρ ι θ μ ώ ν, ⁵⁷ κι ότι αυτοί είναι αυθαίρετα έτσι και όχι αλλοιώς, χωρίς να μπορή να προέλθουν από ο,τιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους. Και ξαναβρισκόμαστε έτσι μπροστά σε μιαν αρχαίαν εικόνα τού Θεού, αυτήν των Πυθαγορείων! Η προβολή περιπλανήθηκε και πάλι μυστικά, και μεταμορφώθηκε σ’ έναν «νέον μύθο», τον μύθο τού «θεϊκού αριθμού».
Δ. Ενέργεια και πεδίο ισχύος.

Η ενέργεια θεωρείται στη σύγχρονη φυσική ως το βασικό θεμέλιο όλων τών μορφών, και υλοποιείται, ας πούμε, στη μεγάλη ποικιλία τών σωματιδίων, που αποτελούν τα βασικά συστατικά τής ύλης. Ο Heisenberg παρατήρησε ορθά, ότι αυτή η αντίληψη σχετίζεται με την ιδέα τού Ηράκλειτου για το κοσμικό πυρ, στην περίπτωση τού οποίου έχουμε όμως μιαν αρχετυπικήν ιδέα, με πολύ αρχαιότερες ρίζες. Η οποία και ανατρέχει στην πρωτόγονη ιδέα μιας μαγικής ικανότητας, που θεωρούνταν και σαν μια αντικειμενική δύναμη στον εξωτερικόν κόσμο, και σαν μια υποκειμενική κατάσταση έντασης στον εσωτερικόν κόσμο τού ατόμου.⁵⁸ Οι Ινδιάνοι Dakota ονομάζουν, για παράδειγμα,  αυτήν τη δύναμη  w a k a u n d a· ο ήλιος είναι  w a k a u n d a, καθώς και το φεγγάρι, η βροντή, η αστραπή, ο άνεμος, ο σαμάνος, τα φετίχ, τελετουργικά αντικείμενα, ζώα, εντυπωσιακά ή περίεργα αντικείμενα. Όπου η λέξη   w a k a u n d a   μπορεί να σημαίνη «μυστικός», «δύναμη», «μεγαλοσύνη», «ιερός», «παλιός», «ζωντανός» και «αθάνατος». Η ίδια δύναμη ονομάζεται στους Iroquois  o k i · οι Algonquins την ονομάζουν  m a n i t u · και οι Yaos  m u l u n g u . Η λέξη  C h u r i n g a   έχει την ίδιαν έννοια για τους Αυστραλούς ιθαγενείς, όπως και το  m a n a  για τους Μελανησίους. ⁵⁹  H λέξη  u l u n g u  ονομάζει την  ψυχή ενός άνδρα ή μιας γυναίκας μετά τον θάνατό τους, τον κόσμο των πνευμάτων, τη μαγική δύναμη που βρίσκεται σ’ ένα αντικείμενο, την ζωή και την υγεία στο σώμα, την ενεργό αρχή σε ο,τιδήποτε μαγικό, καθώς και το μυστηριώδες, το ακατανόητο, το απροσδόκητο, και τη μεγάλη πνευματική δύναμη που δημιουργεί τον κόσμο και ολόκληρη την ζωή. ⁶⁰ Αυτή η αρχέγονη ιδέα τής «δύναμης» είναι «μια διάχυτη», μ’ άλλα λόγια, «ουσία ή ενέργεια, που από την κατοχή της εξαρτάται κάθε εξαιρετική δύναμη ή ικανότητα ή γονιμότητα». ⁶¹ Ενώ η προσωποποιημένη της, σε πνεύματα, μορφή (ανιμισμός) αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο στάδιο ανάπτυξης. ⁶²  Αυτή η πρωτόγονη ιδέα τού  m a n a  είναι, όπως υποψιάστηκε ο Jung, ένα προστάδιο τής ψυχολογικής μας αντίληψης για την ενέργεια, αλλά και της ιδέας, κατά πάσαν πιθανότητα, της ενέργειας γενικά. ⁶³ Στην ελληνική φυσική φιλοσοφία, η ιδέα αυτή εμφανίζεται με μια μορφή που αναπτύσσεται ευρύτερα ως σύλληψη, στην ιδέα τού Ηράκλειτου, για το παγκόσμιο πυρ· κι αυτός είναι ο Λόγος, ο παγκόσμιος νους που κατευθύνει τα πάντα και ταυτίζεται με τη θεότητα, αλλά και με το υλικό, ταυτόχρονα, και αρχέγονο πυρ, που κυκλοφορεί σε όλα όσα συμβαίνουν, καθώς συμπυκνώνεται ή αραιώνει, καθίσταται περισσότερο ή λιγότερο έντονο, και εισχωρεί παντού, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας σ’ έναν αιώνιο ρυθμό: «Η φωτιά προκαλεί τον θάνατο της γης· και ο αέρας επιζή μετά τον θάνατο της φωτιάς· το νερό εξαφανίζει τον αέρα· και η γη εξαφανίζει το νερό». ⁶⁴ «Ο Θεός είναι η ημέρα και η νύχτα, ο χειμώνας και το καλοκαίρι, ο πόλεμος και η ειρήνη, ο κορεσμός και η έλλειψη. Αλλάζει όπως η φωτιά, που ονομάζεται, όταν ανακατεύεται με τις οσμές, από τη μυρωδιά του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου πράγματος». ⁶⁵ «Αυτός ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε, όπως συμβαίνει και με όλα τα πράγματα, ούτε από τον άνθρωπο ούτε από τον Θεό, υπήρχε πάντα, και υπάρχει, και πάντοτε θα υπάρχη,  σαν μια αιώνια, ζωντανή φωτιά, που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με κάποιο μέτρο». ⁶⁶  Η ανθρώπινη ψυχή συνδέεται (σύμφωνα με τον Ηράκλειτο) στα πιο μύχια της βάθη μ’ αυτόν τον πύρινο Λόγο που περιβάλλει τον κόσμο, και συμμετέχει στη σημασία του. Η εικόνα τού Ηράκλειτου για την ενέργεια είναι έτσι, τελικά, επίσης μια εικόνα τού Θεού. ⁶⁷ Ενώ και η αντίληψη των Στωικών για το  π ν ε ύ μ α  είχε κι αυτή πολλά κοινά μ’ αυτήν την εικόνα, αφού ταυτιζόταν και γι’ αυτούς το πνεύμα με τον Θεό. Γίνεται άρα φανερό, ότι υπάρχει μια εικόνα του Θεού στις αρχέγονες μορφές αντίληψης της ενέργειας, όπως ακριβώς και στην ιδέα τού χωρο-χρόνου, αλλά και σ’ αυτήν του σωματιδίου. ⁶⁸ Η στωική αντίληψη του  π ν ε ύ μ α τ ο ς   διαμορφώνει πάντως και το προστάδιο της ιδέας ενός πεδίου ισχύος, όπως αυτή αναπτύχθηκε στη φυσική τού δέκατου ένατου αιώνα. ⁶⁹ Ακόμη και ο Νεύτων πίστευε ότι μπορούσε να ερμηνεύση τη βαρύτητα μέσω τής δράσης «αΰλων πνευμάτων», και απέρριπτε κάθε μηχανική εξήγηση που πρότειναν οι Καρτεσιανοί, οι οποίοι και προσπαθούσαν να αποδείξουν πως επηρεαζόταν η βαρύτητα από τον αιθέρα. ⁷⁰
Ο Henry Μoore, φίλος του Νεύτωνα, πίστευε επίσης ότι η κίνηση των πραγμάτων μέσα στον χώρο προκαλείται από άυλες πνευματικές ουσίες ή στελέχη από εκτεινόμενα στον χώρο πνεύματα (σε αντίθεση με την καθαρά μηχανιστική εξήγηση του Descartes). Πνευματικές αρχές προκαλούν τη δραστηριότητα και την ένωση όλων των υλικών μορίων. ⁷¹ Αυτή η ιδέα θυμίζει, όπως υποδεικνύει ο Samburski, την υπόθεση του Faraday για τα πεδία ισχύος, που εμφανίσθηκε δύο αιώνες αργότερα.
Ο παλιός τρόπος απεικόνισης της ενέργειας επέζησε, στην αλχημιστική παράδοση, στην ιδέα τού Mercurius για μια «κρυμμένη φωτιά» ή μιαν πύρινη πνοή τής ζωής ή ένα είδος πνεύματος ζωής που είναι εγγενές σε όλα τα πράγματα, και που ταυτίζεται μερικές φορές με το Άγιο Πνεύμα. ⁷² Αυτό το πύρινο πνεύμα φαντάζεται όλα όσα υπάρχουν στη φύση· είναι ένα δημιουργικό πνεύμα, που περιέχει μέσα του «τις εικόνες όλων τών πλασμάτων». ⁷³ Και που πρέπει να ελευθερωθή, στο αλχημιστικό έργο, απ’ τη φυλάκισή του στην ύλη, και να αρχίση να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, σαν μια δίνη· ενώ αποκαλύπτεται την ίδια στιγμή σαν ένα αθάνατο συστατικό τής ψυχής τού αλχημιστή. Αυτή η αρχετυπική εικόνα εξελίσσεται σταδιακά, μέσω των διαφορετικών σταδίων τής ονομαζόμενης θεωρίας τού φλογιστή, στην ιδέα τής ενέργειας της σύγχρονης φυσικής. ⁷⁴
Δεν υπάρχει επομένως θεμελιώδης ιδέα τής μοντέρνας φυσικής που να μην είναι διαφοροποιημένη, κατά τον έναν ή τον άλλον βαθμό, μορφή κάποιας αρχέγονης, αρχετυπικής ιδέας. Ένα γεγονός που το τονίζει επίσης και ο Samburski.⁷⁵ «Η μελέτη της αρχαίας ελληνικής θεωρίας δίνει μιαν ιδιαίτερη ικανοποίηση σε οποιονδήποτε πιστεύει ότι βλέπει μιαν εσωτερική λογική στην ιστορία τής φυσικής επιστημονικής σκέψης, μια δύναμη που επανειλημμένα εισβάλλει επάνω στον ερευνητή, σ’ ένα διαφορετικό κάθε φορά στάδιο στην ανάπτυξη της γνώσης,  έ ν α ν  μ ι κ ρ ό ν  α ρ ι θ μ ό  α π ό  ε ι κ ό ν ε ς  κ α ι  α κ ο λ ο υ θ ί ε ς   ι δ ε ώ ν. Ο σεβασμός μας αυξάνεται μάλιστα, καθώς αναγνωρίζουμε ότι παραμένει, μέσα απ’ όλες τις διαφορές και πέρα από κάθε μεταμόρφωση του ελληνικού κοσμοειδώλου, η πρωταρχική εικόνα, που αποτελεί το μοντέλο και για το δικό μας ακόμα κοσμοείδωλο». ⁷⁶ Ο Gerald Holton τονίζει επίσης, ότι οι φυσικές επιστήμες κάνουν πάντα έναν κύκλο γύρω από τα ίδια «θέματα».
Μαζί με τις έννοιες του χρόνου, του χώρου, της ενέργειας και του πεδίου ισχύος, καθώς και αυτήν του σωματιδίου, παραμένει τελικά και εκείνη τής χημικής συγγένειας, που έχει τις ρίζες της στην πρωτόγονη ιδέα τής συμπάθειας (της συμπάθειας όλων των πραγμάτων) και στη μυθολογική- αλχημιστική ιδέα τής  c o n i u n c t i o (ένωσης). To όραμα του Kekulé για τα ζευγάρια των ατόμων που χορεύουν, που του ενέπνευσε τη θεωρία τής δομής, και το όραμά του για το φίδι που δαγκώνει την ουρά του, που του έδωσε την ιδέα τής δομής τού δακτυλίου τού βενζολίου ( C6 H6) ,


δείχνουν πόσο ενεργείς και αποτελεσματικές είναι ακόμη τέτοιες εικόνες στο βάθος τής συνείδησης του σύγχρονου χημικού ερευνητή. ⁷⁷
Αξίζει να διαβάσουμε εδώ την ίδιαν την περιγραφή τού Kekulé. Ο οποίος και γράφει ότι επέστρεψε στο Clapham του Λονδίνου, μετά από μιαν επίσκεψη στον φίλο του Hugo Mϋller στο Islington, όπου και συνομίλησαν για τη χημεία:
« Μιαν ωραία καλοκαιρινή μέρα πήγαινα πάλι με το τελευταίο λεωφορείο… Βυθίστηκα σε ονειροπόληση και τα άτομα έπαιξαν μπροστά στα μάτια μου. Τα έβλεπα πάντοτε να κινούνται, αλλά δεν είχα ποτέ καταφέρει να διακρίνω τον τρόπο τής κίνησής τους. Σήμερα είδα λοιπόν, πως πολλές φορές δύο από τα μικρότερα άτομα ενώνονταν μαζί σε ζευγάρια· πως τα μεγαλύτερα αγκάλιαζαν δυό μικρότερα, πως τα ακόμη μεγαλύτερα συγκρατούσαν τρία ή και τέσσερα από τα μικρότερα, και πως όλο αυτό το σχήμα περιστρεφόταν σε ένα είδος δίνης κυκλικού χορού… Όταν ο εισπράκτορας φώναξε «Clapham Road» ξύπνησα από την ονειροπόληση, αλλά πέρασα ένα μέρος τής νύχτας σχεδιάζοντας σκίτσα αυτών τών ονειρικών εικόνων στο χαρτί. Αυτή ήταν και η αρχή τής θεωρίας μου για τη δομή». ⁷⁸
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τη θεωρία τού βενζολίου. Ο Kekulé περιγράφει, πώς δεν κατάφερνε να προχωρήση, ένα βράδυ στο Ghent, στην εργασία του:
«Μετέφερα την πολυθρόνα μου κοντά στο τζάκι και μισοκοιμήθηκα. Τα άτομα πέταξαν για μιαν ακόμη φορά μπροστά στα μάτια μου. Οι μικρότερες ομάδες έμειναν ταπεινά, αυτήν τη φορά, στο βάθος. Το εσωτερικό μου μάτι διέκρινε μεγαλύτερους τώρα σχηματισμούς, ποικίλης μορφής. Μακριές σειρές, που δένονταν πολύ πιο στενά αναμεταξύ τους· όλα σε κίνηση, ελικοειδή και στριφογυριστή, σαν του φιδιού.. Για κοιτάξτε όμως: τί ήταν αυτό; Ένα από τα φίδια έπιασε την ίδια την ουρά του, και περιδινήθηκε όλος ο σχηματισμός περιπαιχτικά μπροστά στα μάτια μου. Ξύπνησα σαν να με χτύπησε αστραπή· και πέρασα κι αυτήν τη φορά το υπόλοιπο της νύχτας με το να επεξεργάζωμαι τις συνέπειες αυτής τής υπόθεσης». ⁷⁹
Τέτοιου είδους εμπειρίες έκαναν τον Kekulé να σχηματίση την άποψη, ότι οι ιδέες είναι σαν «σπόροι της ζωής τού πνεύματος», που πετούν γύρω στην ατμόσφαιρα, μέχρι που «τυχαία» να βρουν γόνιμο έδαφος στον νου ενός ερευνητή και να ριζώσουν και να μεγαλώσουν εκεί. ⁸⁰ Αυτή η κάπως πρωτόγονη ερμηνεία θυμίζει τη στωική θεωρία των «σπερματικών ιδεών», που περιίπτανται στον κόσμο-π ν ε ύ μ α.
Τη στιγμή που μια αρχετυπική ιδέα, η οποία χρησίμευε σαν μοντέλο, δεν συμπίπτει πια με τα δεδομένα τής παρατήρησης του εξωτερικού κόσμου, αυτή η ιδέα είτε απορρίπτεται, είτε αναγνωρίζεται η ψυχική της προέλευση. Αυτή η διαδικασία συμπίπτει μάλιστα πάντοτε, καθόσον έχω τουλάχιστον  μπορέσει να παρατηρήσω, με την ανοδική πορεία ενός νέου μοντέλου σκέψης, από το ασυνείδητο στο κατώφλι τής συνείδησης. Κι αυτή είναι η αρχή εκείνης τής «διαταραχής τής προσοχής», η οποία και αποτελεί ένδειξη για το ότι θα ήταν σωστό να αποσυρθή η προβολή.
Ενώ τα μικρότερης σημασίας επιστημονικά «σφάλματα» απορρίπτονται, χωρίς, συνήθως, πολλή δυσκολία, αμέσως μόλις αναγνωρίζονται, υπάρχουν και άλλα, τα οποία γίνονται, ακόμη και στη φυσική επιστήμη, αντικείμενο φανατικής υπεράσπισης. Κι αυτό φανερώνει ότι αντιπροσωπεύουν, αν τα δούμε από ψυχολογική άποψη, την προβολή ενός ιδιαίτερα σημαντικού ασυνείδητου ψυχικού παράγοντα, που θέλει να τον διατηρήση κανείς πάση θυσία. Όταν πρόκειται μάλιστα για προβεβλημένες όψεις μιας  ε ι κ ό ν α ς   τ ο υ  Θ ε ο ύ, όπως στην περίπτωση της κοσμικής  mandala, ή του τρισδιάστατου χώρου, ή της έννοιας της ενέργειας, το πάθος με το οποίο υπερασπίζεται κανείς αυτές τις ιδέες και συχνά μάχεται, ακόμη και σήμερα, γι’ αυτές, γίνεται απολύτως κατανοητό.
Πρέπει να ξεκινήσουμε εντούτοις από την υπόθεση, ότι όλες οι επιστημονικές υποθέσεις και/ή ερμηνείες θα φανή ότι είναι στο τέλος προβολές, και ότι η ψυχική τους «πυρηνική ενέργεια» θα επιβιώση σε έναν άλλον μύθο.
Εάν συγκρίνουμε τώρα το παραπάνω σύντομο σχεδιάγραμμα της ιστορίας της εξέλιξης ορισμένων από τις αντιλήψεις που χρησιμοποιούνται στη φυσική με την ιστορία των θρησκευτικών ερμηνειών, βλέπουμε μιαν  π ρ ο φ α ν ή   διαφορά στο ότι το τρίτο στάδιο στην απόσυρση των προβολών – το στάδιο της ηθικής αξιολόγησης – φαίνεται να λείπη στις φυσικές επιστήμες. Πολλά βασίζονται σήμερα στο «δεδομένο», ότι οι ιδέες τών φυσικών επιστημών είναι ανεξάρτητες από αξίες. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μιαν αυταπάτη, που προέρχεται από το γεγονός ότι πολλοί φυσικοί επιστήμονες καταπιέζουν τεχνητά, σαν άνθρωποι της σκέψης, τη λειτουργία τού συναισθήματός τους στην επαγγελματική τους δραστηριότητα.
Αυτό είναι που οδήγησε μάλιστα σε εκείνην την υπερεκτιμημένη λογική και στο προϊόν της, την τεχνολογία, που τις καταστρεπτικές συνέπειές της, και φυσικές και  η θ ι κ έ ς, αρχίζουμε να τις βλέπουμε με τη μορφή, σήμερα, των προβλημάτων μόλυνσης, διαταραχής της οικολογικής ισορροπίας και ούτω καθεξής. Η διαμάχη σχετικά με την κατασκευή πυρηνικών εγκαταστάσεων είναι  ένα επίσης  η θ ι κ ό   πρόβλημα, όσο κι αν περιβάλλεται με λογικά επιχειρήματα. Η ευθανασία, η άμβλωση… –  γίνεται ξανά και ξανά φανερό, ότι δεν μπορεί να φθάση κανείς στην καρδιά τού προβλήματος μόνο με λογικά μέσα, κι ότι η λειτουργία τής εκτίμησης του συναισθήματος  π ρ έ π ε ι  να πάρη μέρος στην εύρεση μιας  λύσης. Η παράλειψη του τρίτου σταδίου, της ηθικής δηλ. αξιολόγησης των επιστημονικών μοντέλων, εκδικείται σκληρά, καθώς βρίσκονται πίσω από αυτά τα μοντέλα σκέψης ή τις κυρίαρχες εικόνες τα αρχέτυπα, τα οποία δεν είναι ποτέ ηθικά ουδέτερες δυνάμεις.
Ένα δεύτερο στοιχείο που φαίνεται να λείπη, μέχρι στιγμής, στην ιστορία τής φυσικής επιστήμης, είναι η κατανόηση ότι τα ξεπερασμένα μοντέλα έχουν τις ρίζες τους στο ανθρώπινο ασυνείδητο· σπάνια αφιερώνεται μια σκέψη στο τί θα μπορούσαν να σημαίνουν  ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ά,  αφού δεν είναι πια κατάλληλα να χρησιμεύσουν σαν ένα μοντέλο περιγραφής τού εξωτερικού κόσμου. Μόνο σήμερα, που γνωρίζουμε ότι οι υποθέσεις τού  π α ρ α τ η ρ η τ ή  καθορίζουν αποφασιστικά τα τελικά αποτελέσματα, γίνεται αυτό το ζήτημα οξύ. Η αναγνώριση των επιστημονικών προβολών προκλήθηκε πάντοτε από μιαν ενόχληση ή μιαν πιεστική ή επείγουσα ανάγκη (παράδειγμα η έρευνα για τον καρκίνο ή η ανάγκη ανακάλυψης νέων πηγών ενέργειας). Η ανθρώπινη περιέργεια τείνει να ανακαλύψη νέα δεδομένα σε τέτοιες περιπτώσεις, τα οποία δεν ταιριάζουν στο παλιό μοντέλο, και μας αναγκάζουν να επινοήσουμε νέες υποθέσεις. Ή ένα καινούργιο και πιο ταιριαστό μοντέλο γεννιέται  α υ θ ό ρ μ η τ α , μερικές φορές, στο μυαλό ενός ιδιοφυούς ερευνητή.
Δεν υπάρχει ούτε μια θεμελιώδης, βέβαια, επιστημονική ιδέα, που δεν έχει  τις ρίζες της στις αρχέγονες, τελικά, αρχετυπικές δομές. Ο παραλληλισμός ανάμεσα στη θρησκευτική ενατένιση και τα μοντέλα σκέψης τής φυσικής δείχνει, όπως τόνισε ο Jung, ότι στηρίζονται, σε τελευταία ανάλυση, στην ίδιαν αρχετυπική βάση, στην οποία στηρίζεται φυσικά και η ίδια η Γιουγκιανή ψυχολογία. ⁸² Μια τέτοια αρχετυπική σκέψη δεν ήταν πάντως ακόμη, στην αρχική της μορφή, συνειδητή σκέψη· βιωνόταν μάλλον σαν μια «φανέρωση σκέψης», ήταν δηλ. μια «αποκάλυψη» από το ασυνείδητο. Η σκέψη προηγήθηκε, όπως τόνισε ο Jung, από τον σχηματισμό μιας σταθερής εγωικής συνείδησης, και το εγώ ήταν, σε αρχέγονες εποχές,  το αντικείμενο μάλλον ενός είδους ασυνείδητης, αρχέγονης σκέψης, παρά το υποκείμενο. Το στοιχείο τής σκέψης που  π ρ ο ϋ π ή ρ χ ε  τής εγωικής συνείδησης είναι αυτό που δημιούργησε τα μεγάλα θέματα ή τις αρχέγονες σκέψεις τών φυσικών επιστημών στη Δύση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
38. Βλέπε επίσης: G. Ηolten: «Για τις υποθέσεις επάνω στις οποίες στηρίζονται            οι φυσικές επιστήμες», συχνές αναφορές.
39. Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 116.
40. Samburski: «Η εικόνα του φυσικού κόσμου στην αρχαιότητα», σ. 228 (Λεύκιππος). Αλλά και η σχέση της αβεβαιότητας έχει από παλιά εμφανισθή σαν υπόνοια. Ο Επίκουρος λέει ότι τα άτομα έχουν ελεύθερη βούληση (σ. 238). Βλέπε επίσης τη σ. 219, όπου αναφέρεται ότι το θεϊκό  π ν ε ύ μ α  είναι ο πρόδρομος, στη στωική φιλοσοφία, της ιδέας τής αιτιακής σύνδεσης.
41.Descartes: «Meditationes” (Στοχασμοί»),VI, και «Αρχές», ΙΙ, 36, 7.Βλέπε   επίσης: H. Stock: «Η μέθοδος του Descartes στις φυσικές επιστήμες», σ.σ. 11-15.
42. M. L. voν Franz: «To όνειρο του Descartes», σ. 84, όπου αναφέρεται το έργο     του Descartes: «Αρχές», ΙΙ, 37.
43. Ό. π.
44. F. Capra: «Το Ταό τής Φυσικής», σ.σ. 274 κ.ε. Ο Capra κάνει τους υπολογισμούς του με τρείς μόνον αρχές και περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες κάτω από την αρχή τής αιτιότητας, πράγμα που δεν μου φαίνεται αποδεκτό, γι’ αυτό και τις υπολογίζω ως μιαν τέταρτη αρχή. Μια άλλη δυνατότητα είναι, να αποτελούν οι ηλεκτρομαγνητικές αντιδράσεις την τέταρτη περίπτωση.
45. G. Molton: «Οι ρίζες τής αρχής τής συμπληρωματικότητας», σ.σ. 70 κ.ε.
46. Ό. π., σ. 73 (από το κεφάλαιο «Το αξίωμα των quanta και η πρόσφατη ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας», στο έργο του Niels Bohr «Η ατομική θεωρία και η περιγραφή της φύσης, σ.σ. 90 κ.ε.).
47. W. Pauli: «Η επίδραση των αρχετυπικών ιδεών στις επιστημονικές θεωρίες του Kepler», σ. 152 (οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν).
48. R. Carnap: «Εισαγωγή στη φιλοσοφία τής φυσικής επιστήμης», σ. 174.
49 .Ό. π., σ. 175.
50. Ό.π., σ.σ. 177 κ.ε.
51. «Φυσική και Φιλοσοφία», σ.σ. 52 κ.ε.
52. Ό.π. σ. 55.
53. Ό. π., σ. 56.
54. Ό.π., σ. 150.
55. Ό.π., σ. 159
56. Ό.π. Ο Max Jammer τελειώνει το δοκίμιό του για την ιστορία τής έννοιας της  μάζας στη φυσική (in Der Begriff der Masse in der Physik) με τις ακόλουθες λέξεις: «Παρόλο που [η έννοια της μάζας] είναι αποφασιστικής σημασίας για όλους του κλάδους τής φυσικής και αντιπροσωπεύει ένα απαραίτητο εννοιολογικό εργαλείο επιστημονικής σκέψης , φαίνεται πως διαφεύγει από κάθε απόπειρα απόλυτα ικανοποιητικής εξήγησης, και ενός λογικού, καθώς και επιστημονικά αναντίρρητου ορισμού». (σ. 241).
57. M.-L.von Franz: «Αριθμός και Χρόνος», συχνές αναφορές.
58. Για αυτό και για όσα ακολουθούν, βλέπε: Jung, “Σχετικά με την ψυχική ενέργεια», Άπαντα, τόμος 8, παράγραφος 114 κ.ε.
59. Για παραδείγματα και παραπομπές στη φιλολογία, βλέπε: ό. π., παράγραφοι 115 κ.ε.
60. Βλέπε: ό. π., παράγραφος 126, όπου αναφέρεται το έργο τού A.O.Lovejoy «Η θεμελιώδης αντίληψη της πρωτόγονης φιλοσοφίας».
62. Ό. π., παράγραφος 127.
63. Ό. π. Βλέπε επίσης: Jung, «Σχετικά με τη φιλοσοφία τού ασυνειδήτου», στο: «Δύο άρθρα επάνω στην αναλυτική ψυχολογία», Άπαντα, τόμος 7, παράγραφος 108 κ.ε.
64. Capelle: «Οι προσωκρατικοί», σ. 133 (22 απόσπασμα 76).
65. Ό. π.. σ. 139 (45 απόσπασμα 67).
66. Ό. π., σ. 142 (58 απόσπασμα 30).
67. Για την περεταίρω εξέλιξη αυτής τής ιδέας τής ενέργειας μέχρι τους πιο πρόσφατους χρόνους, βλέπε: C.G. Gillespie, «Στην κόψη τής αντικειμενικότητας", κεφάλαιο 6 κ.ε.
68. Samburski: «Η εικόνα τού φυσικού κόσμου στην αρχαιότητα», σ. 219.
69. Ό. π., σ.σ. 219, 220, 225.
70. Όπως έχει δείξει ο Fierz («Σχετικά με τις πηγές και τη σημασία τής διδασκαλίας τού Isaac Newton για τον απόλυτο χώρο», σ.σ. 74 κ.ε., 82 κ.ε.), αυτή η ιδέα τού Newton ανατρέχει σε ορισμένους Ιταλούς φιλοσόφους τής Αναγέννησης, και ιδιαίτερα τον Francesco Patrizzi (1529 – 1593), που η θεωρία του περιελάμβανε έναν απόλυτο χώρο γεμάτο με φως, ο οποίος δημιουργήθηκε από τον Θεό και στον οποίον συνέβαινε κάθε κίνηση (αν και φανταζόταν ακόμη αυτήν την κίνηση περιορισμένη σε έναν τόπο), αλλά και τον Giordano Bruno (1548 – 1600), που εισήγαγε για πρώτη φορά τον άπειρο χώρο με την έννοια τής σύγχρονης φυσικής· αυτός ο άπειρος χώρος περιέχει τα διαστήματα που έχουν εμψυχωθή από τον Θεό.
71. Ο. π., σ.σ. 89 – 91.
72. Για περισσότερα παραδείγματα, δες : Jung, «Ψυχολογία και Αλχημεία», Άπαντα, τόμος 12, παράγραφος 473 και : M.L. von Franz, “Aurora Consurgens” («Η αυγή που ανατέλλει»).
73. Jung: Άπαντα, Τόμος 12, σ.σ. 323 κ.ε.
74. Jung: Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 68, και Gillespie: «Στην κόψη της αντικειμενικότητας», κεφ. 6.
75. «Η εικόνα τού φυσικού κόσμου στην αρχαιότητα» σ. 405.
76. Ό. π., σ. 619 (Οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν).
77. R. Anschϋtz: «August Kekulé», Βερολίνο 1929, Ι, σ. 625 και ΙΙ, σ.σ. 991 κ.ε. Επίσης: Ι, σ. 611.
78. Αναφέρεται στο προηγούμενο έργο, ΙΙ, σ.σ. 941 κ.ε.
79. Αναφέρεται στο προηγούμενο έργο. Η υπόθεση αφορούσε τη δακτυλιοειδή δομή τού βενζολίου.
80. Ό. π., σ.σ. 942 κ.ε.
81. Βλέπε: Jung, «Επιστολές», Ι, σ. 412: «Κάθε εξήγηση είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια προβολή».
82. Άπαντα, τόμος 11, παράγραφος 279.

(συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: