Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (1)

Αντανακλάσεις της ψυχής
MarieLouise von Franz
Μετάφραση: William H. Kennedy
Open Court – La Salle & London
ΣΕΙΡΑ: Η ΨΥΧΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΚΔΟΤΗΣ: Louise Carus Mahdi
ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ:
Gerhard Adler, Ernest Bel, Michael Fordham, Marie-Louise von Franz, Marco Gay, James Hall, Joseph Henderson, Elie Humbert, Thomas Kapacinskas, William H. Kennedy, Thomas Lavin, Jhon Mattern, William Mc Guire, C.A. Meier, Lee Roloff, Jeffrey Satrinover, June Singer, Murray Stein, Jane Wheelwright, Joseph Wheelwright, Edward Whitmont, Marry Wilmer, Beverly Zabriskie, Philip Zabriskie.
Πρώτη χαρτόδετη έκδοση: 1985
Δεύτερη έκδοση:                   1986    
Τρίτη έκδοση:                         1987
Αρχικός τίτλος: Spiegelungen der Seele: Projektion und innere Sammlung. Kreuz Verlag, Stuttgart, 1978.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
1.Ορισμός της προβολής.
Α. Η προβολή στην καθημερινή ζωή.
Β. Τα πέντε στάδια στην απόσυρση των προβολών.
Γ. Προβολή και προβαλλόμενο αντικείμενο.  
Δ. Υποκειμενικό και αντικειμενικό επίπεδο.
Ε. Κατοχή και απώλεια της ψυχής.

2. Η απόσυρση των προβολών στις θρησκευτικές διδασκαλίες.
Α. Η προσέγγιση των θεών στους ανθρώπους.          
Β. Η αλληγορία στη γνωστική και την προχριστιανική διδασκαλία.  
Γ. Ο τύπος στον Ωριγένη και τον πρώιμο Μεσαίωνα. 
Δ. Σημεία του σχίσματος κατά τη δεύτερη χιλιετία.

3. Προβολή και επιστημονικές υποθέσεις.
Α. Η πρώτη αρχή.
Β. Η άπειρη σφαίρα σαν θεός, κόσμος και ψυχή.
Γ.Μόρια, Στοιχεία και Αιτιότητα.
Δ. Ενέργεια και Πεδίο Δύναμης.
Ε. Ψυχή και Ύλη

4. Η υπόθεση του συλλογικού ασυνειδήτου.
Α. Το πρότυπο.
Β. Η πολλαπλή ενότητα του συλλογικού ασυνειδήτου.
Γ. Η πολωτική φύση του συλλογικού ασυνειδήτου.

5. Οι κακοί δαίμονες.
Α. Ο εξορκισμός των διαβόλων ή η αφομοίωση του συμπλέγματος.      
Β. Οι δαίμονες στην αρχαιότητα. 
Γ. Οι δαίμονες στον χριστιανισμό. 
Δ. Το πρόβλημα της σχέσης των αρχετύπων προς το υποκείμενο.

6. Οι μεγάλοι μεσάζοντες δαίμονες.
Α. Η Ψυχή και ο Έρως του Απουλήιου.
Β. Ο  αρσενικός σύντροφος της γυναικείας ψυχής.
7. Ο εσωτερικός σύντροφος.
Α. Το πνεύμα – φύλακας.
Β. Ο εσωτερικός σύντροφος στην Ερμητική φιλοσοφία και την Αλχημεία.
8. Συνειδητότητα και εσωτερική ολοκλήρωση.
Α. Η επιστροφή.
Β. Το μάτι σαν σύμβολο της εσωτερικής όρασης.
Γ. Επαναπρόσληψη των προβολών.
Δ. Εξατομίκευση και δυνατότητα σχέσης.

9. Αντανάκλαση.
Α. Οι αρχικές σημασίες της αντανάκλασης.
Β. Τετραπλό καθρέφτισμα.
Γ. Αντικατοπτρισμός της ψυχής στην ύλη (Συγχρονότητα).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Επειδή ο ρόλος που παίζει η προβολή στην άσκηση της ψυχοθεραπείας με έχει απασχολήσει εδώ και πολύν καιρό, αποφάσισα τελικά να τον ερευνήσω. Καθώς άρχισα να μελετώ το ζήτημα από πιο κοντά, μου έγινε φανερό ότι η λέξη  π ρ ο β ο λ ή  περιγράφει, σίγουρα, μια σειρά από δεδομένα που στην πράξη διακρίνονται αρκετά εύκολα, αλλά συγχρόνως αυτή η αντίληψη οδηγεί σε οριακές περιοχές, όπου υπάρχουν ακόμη άλυτα προβλήματα. Για μερικά από αυτά τα προβλήματα δεν είμαι σε θέση να προτείνω λύσεις· ο σκοπός αυτού του έργου περιορίζεται επομένως σε μιαν προσπάθεια να χυθή λίγο φως σε αυτά τα ερωτήματα, που είναι ακόμη ανοιχτά. Μια σπουδή αυτών των προβλημάτων μάς φέρνει μπροστά σε μια μυστηριώδη ιδιότητα της ανθρώπινης συνείδησης, δηλαδή το να κ  α θ ρ ε φ τ ί ζ η  τον κόσμο. Εάν επρόκειτο μόνο για επιστημονικές θεωρήσεις, ίσως θα μπορούσαμε να αφήσουμε το ζήτημα απαρατήρητο· αλλά το φαινόμενο της προβολής είναι επίσης ένα εξέχον  η θ ι κ ό  και πρακτικό πρόβλημα, που γι’ αυτό προσπάθησα, μέσω κυκλικής πορείας, να φωτίσω λίγο, συγκεντρώνοντας την προσοχή μου ιδιαίτερα στη θεωρία για τους δαίμονες κατά την αρχαιότητα. Μπροστά στους δαίμονες του σύγχρονου κόσμου μας, ίσως ένας ή περισσότεροι αναγνώστες θα κινηθούν στο να σκεφθούν σοβαρά επάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, πράγμα που κατά τη γνώμη μου όλοι χρειάζεται να κάνουμε. 

1.    Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ

Α. Η προβολή στην καθημερινή ζωή
Ο Carl Gustav Jung δανείσθηκε τον όρο  π ρ ο β ο λ ή  από τον Sigmund Freud·¹ αλλά εξ αιτίας τής πολύ διαφορετικής άποψής του για το ασυνείδητο, ο Jung έδωσε σε αυτήν την έννοια μιαν πολύ διαφορετική, νέα ερμηνεία. Χρησιμοποίησε τη λέξη για να περιγράψη ένα ψυχολογικό γεγονός που μπορεί να παρατηρηθή παντού στην καθημερινή ζωή τών ανθρώπων, με άλλα λόγια το ότι στις ιδέες μας για τους άλλους ανθρώπους και τις διάφορες καταστάσεις έχουμε συχνά την τάση να κάνουμε παρερμηνείες που αργότερα πρέπει να διορθώσουμε, έχοντας αποκτήσει καλύτερη κατανόηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν το λάθος του και αφήνουν το ζήτημα να περάση έτσι, χωρίς να μπουν στον κόπο να αναρωτηθούν από πού προήλθε η λανθασμένη κρίση ή η εσφαλμένη ιδέα. Ο ψυχολόγος, όμως, δεν μπορεί να αποφύγη αυτό το ερώτημα, επειδή σε έναν ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό πρέπει να ασχοληθή με την επανόρθωση τέτοιων παρερμηνειών, καθώς ακόμη και με τους συνηθισμένους νευρωτικούς ασθενείς του θα πρέπη να πολεμήση με αυτές τις «τρελλές» ιδέες, που εμποδίζουν την προσαρμογή του ασθενούς. Όταν έχει να ασχοληθή με παθολογικές αυταπάτες, ή ακόμη και με ολόκληρα απατηλά συστήματα, όπως για παράδειγμα η παράνοια, τότε το ερώτημα από πού προέρχονται τέτοιες λανθασμένες ιδέες γίνεται ιδιαίτερα οξύ, επειδή, όπως είναι καλά γνωστό, τα συστήματα αυταπάτης δεν διαλύονται καθόλου εύκολα μέσω της βελτιωμένης αντίληψης· αντίθετα, έχει κανείς συχνά την εντύπωση ότι ο ασθενής θα προσκολληθή σε αυτά με κάθε ίνα της ύπαρξής του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ερώτημα για την προέλευση του αρρωστημένου συμπλέγματος ιδεών γίνεται αναπόφευκτο.
Ο Freud σκέφθηκε, κατ’ αρχήν, ότι οι σωστές και οι λανθασμένες εντυπώσεις που δέχεται κάθε παιδί κατά την αρχική του εμπειρία από τους γονείς και τα αδέλφια του παίζουν έναν ρόλο στις μεταγενέστερες προβολές. Για παράδειγμα, ένα παιδί που έχει βιώσει τον πατέρα του ή τη μητέρα του με μια συγκεκριμένη αρνητική μορφή, τείνει να  π ρ ο β ά λ η  την ίδιαν πατρική ή μητρική εικόνα σε μεγαλύτερούς του άνδρες ή γυναίκες που συναντάει αργότερα στην ζωή του, έτσι ώστε μια απροκατάληπτη γνώση αυτών των προσώπων που σχετίζονται μαζί του δεν είναι πια δυνατή γι’ αυτόν. Μια τέτοια αρνητική αντίδραση εξακολουθεί να ζη, αποταμιευμένη στα βάθη της ψυχής, και «προβάλλεται» σε εξωτερικά αντικείμενα σε μιαν κατάλληλη ευκαιρία.
Για να είμαστε πιο ακριβείς, σε αυτό που προβάλλεται δεν υπάρχει μόνο μια  μ ν η μ ο ν ι κ ή  ε ι κ ό ν α, όπως θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνη στην αρχή, αλλά μάλλον ένα σύνολο από χαρακτηριστικές ιδιότητες,  π ο υ  α π ο τ ε λ ο ύ ν  έ ν α  τ μ ή μ α  τ ο υ  π ρ ο σ ώ π ο υ  π ο υ  π α ρ α τ η ρ ε ί τ α ι.² Εάν ένας γιός, για παράδειγμα, βιώνη τον πατέρα του σαν τυραννικό, στη μεταγενέστερη ζωή του και σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο θα προβάλη το χαρακτηριστικό της τυραννικότητας σε μορφές πατρικές ή σε κάποιαν αυθεντία, όπως του γιατρού του, των ανωτέρων του και της πολιτείας,  α λ λ ά  ε π ί σ η ς  θ α  σ υ μ π ε ρ ι φ έ ρ ε τ α ι  α κ ρ ι β ώ ς  τ ο  ί δ ι ο  τ υ ρ α ν ν ι κ ά  κ α ι ο  ί δ ι ο ς – έ σ τ ω  κ α ι  α σ υ ν ε ί δ η τ α. Σήμερα δεν υπάρχει πια ανάγκη να αναζητήσουμε απόδειξη γι’ αυτό. Βλέπει κανείς παντού ότι αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος αντίδρασης στις αυθεντίες. Έτσι το στοιχείο της «τυραννικότητας» δεν είναι μόνο μια μνημονική εικόνα του πατέρα, η οποία ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα, αλλά είναι συγχρόνως μια εικόνα ενός πολύ πραγματικού χαρακτηριστικού τού προσώπου μέσα στο οποίο ξεκινά η προβολή, για την οποίαν όμως έχει το ίδιο άγνοια.
Η διαφορά ανάμεσα στην προβολή και το κοινό λάθος είναι ότι ένα λάθος μπορεί να διορθωθή, χωρίς δυσκολία, με την καλύτερη πληροφόρηση, και μετά να διαλυθή σαν πρωινή ομίχλη στο φως του ήλιου.³ Στην περίπτωση της προβολής, από την άλλη μεριά, το υποκείμενο που κάνει την προβολή αμύνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις σθεναρά, ενάντια στη διόρθωση, ή, εάν αποδεχθή τη διόρθωση, πέφτει έπειτα σε κατάθλιψη. Επομένως εμφανίζεται σαν μειωμένο ή απογοητευμένο, επειδή η ψυχική ενέργεια που έχει επενδυθή στην προβολή δεν ξαναγύρισε στο υποκείμενο, αλλά αποκόπηκε απ’ αυτό.
Έτσι ο Jung όρισε την προβολή σαν μια ασυνείδητη, δηλαδή απαρατήρητη και αθέλητη μεταβίβαση υποκειμενικών ψυχικών στοιχείων σε ένα εξωτερικό αντικείμενο. Βλέπει κανείς σε αυτό το αντικείμενο κάτι που δεν υπάρχει εκεί, ή υπάρχει μόνο σε μικρό βαθμό. Σπάνια, και αν συμβαίνη αυτό ποτέ, έχουμε την περίπτωση να μην υπάρχη τίποτε από ό,τι προβάλλεται μέσα στο ίδιο του το αντικείμενο. Ο Jung μιλάει επομένως για έναν «γάντζο» μέσα στο αντικείμενο, επάνω στον οποίον κρεμάει κανείς μιαν προβολή, όπως κρεμάει ένα παλτό στην κρεμάστρα. Μπορούμε να πάρουμε σαν παράδειγμα τον αντι-τυραννικό «προβολέα» που αναφέραμε πιο πάνω. Δύσκολα θα μπορέση να κρεμάση την εικόνα του για τον τύραννο σε έναν ευγενικό, μετριοπαθή άνθρωπο-σκουλήκι. Εάν, όμως, έχη να κάνη με κάποιον που δείχνει έστω και σε ένα μικρό ποσοστό αποφασιστικότητα ή δύναμη, η εικόνα του τυράννου που βρίσκεται λανθάνουσα μέσα του, αμέσως θα γαντζωθή στο άλλο πρόσωπο. Η προβολή έγινε· ο προβολέας είναι εντελώς πεπεισμένος ότι έχει να κάνη με έναν τύραννο. Μια λανθασμένη κρίση αυτού του είδους μπορεί τότε να βελτιωθή μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία. Οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι εκπαιδευτικοί και οι θεραπευτές μπορούν να πουν πολλά πάνω σε αυτό το θέμα· καθημερινά έχουν να παλέψουν με προβολές, που συνήθως έχουν σχέση με εικόνες των γονέων.
Όμως δεν είναι μόνον οι αρνητικές συνειδητές ιδιότητες ενός προσώπου που προβάλλονται εξωτερικά με αυτόν τον τρόπο, αλλά στο ίδιο μέτρο και οι θετικές του ιδιότητες. Η προβολή των τελευταίων προκαλεί τότε μιαν υπερβολική, απατηλή, αταίριαστη υπερεκτίμηση και θαυμασμό τού αντικειμένου.
Για τον ουδέτερο παρατηρητή φαίνεται απλό και προφανές κατ’ αρχήν ότι σε αυτήν ή σε εκείνην την περίπτωση υπάρχει προβολή. Αλλά εάν κάποιος εξετάση το ζήτημα πιο βαθειά, βγαίνει ότι δεν είναι κάτι τόσο απλό. Μπορεί η κρίση του παρατηρητή να είναι λανθασμένη, και ο προβολέας να «έχη δίκιο». Γενικά, στην πράξη το κριτήριο είναι η κοινή λογική, η λογική συλλογική κρίση του περιβάλλοντος. Εάν κάποιος που υποφέρει από παρανοϊκές αυταπάτες πληροφορήσει την αστυνομία ότι καταδιώκεται από εκείνο και εκείνο το πρόσωπο, αυτή η αναφορά θα εξετασθή με τις λεγόμενες αντικειμενικές μεθόδους, και τότε θα αποφασισθή εάν η καταγγελία έχει υπόσταση ή όχι. Στην τελευταία περίπτωση ο καταγγέλλων θα παραδοθή σε έναν ψυχίατρο και δεν θα διωχθή για συκοφαντία. Αλλά ξέρουμε ότι το ζήτημα είναι τόσο απλό μόνο σε κραυγαλέες περιπτώσεις, ότι υπάρχουν οριακές περιοχές όπου προκύπτει το ερώτημα της δυνατότητας καταλογισμού ευθυνών, και γίνεται δύσκολο να αποφασίση κανείς εάν ο προβολέας ήταν ηθελημένα ένοχος συκοφαντίας ή θύμα των ψεύτικων ιδεών καταδίωξης. Είναι επίσης δυνατόν ένα πρόσωπο να παραδώση σε άλλους την παρανοϊκή του ιδέα και μια υπολογίσιμη ομάδα να υιοθετήση τη λανθασμένη του κρίση, ώσπου μια άλλη ομάδα να διορθώση τελικά τα πράγματα. Τα κυνήγια των μαγισσών, σαν παραδείγματα αρνητικών προβολών, ή η λατρεία του Χίτλερ σαν ήρωα-σωτήρα, σαν παράδειγμα θετικών προβολών, δίνουν εύγλωττη μαρτυρία για την ύπαρξη του φαινομένου της συλλογικής μίανσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις τίποτε δεν μπορεί να οδηγήση τις προβάλλουσες ομάδες σε μιαν καθαρότερη αντίληψη· και οι σοβαρότερες αντικειμενικές μαρτυρίες θα απορριφθούν συγκινησιακά.
Επομένως η κρίση μιας κοινότητας ή μιας κοινωνίας δεν μπορεί πάντα να εμποδίση τη διαδικασία της προβολής και τις εσφαλμένες κρίσεις, τα λάθη και τα ψέμματα που τα συνδέουν, επειδή ολόκληρες ομάδες μπορούν να προβάλλουν συλλογικά, έτσι ώστε η λανθασμένη τους κρίση να θεωρείται επίσημα σαν η παραδεκτή περιγραφή τής πραγματικότητας.  Έτσι, όλες οι ιδέες που υπάρχουν στη διαπολιτισμική ψυχιατρική έρχονται στο προσκήνιο, όταν έχουμε να κάνουμε με τη διάκριση ανάμεσα σε μια μαζική ψύχωση και ένα θρησκευτικό κίνημα· το τελευταίο θα φανή σε κάποιον άσχετο σαν μαζική ψύχωση, ενώ από αυτόν που βρίσκεται μέσα σε αυτό θα βιωθή σαν μια «λυτρωτική κίνηση».⁶
Κάτω από την εντύπωση ότι η εσωτερική εικόνα του κάθε προσώπου για την πραγματικότητα αντιπροσωπεύει για αυτόν, με μιαν απόλυτη έννοια,  τ η ν  αληθινή κατάσταση των πραγμάτων, ορισμένοι υπαρξιακά προσανατολισμένοι θεραπευτές προσπαθούν να αρνηθούν εντελώς την πραγματικότητα της προβολής. Σύμφωνα με την άποψή τους, κάθε ανθρώπινο πλάσμα είναι ανέλπιδα φυλακισμένο μέσα στη δ ι κ ή  τ ο υ  εικόνα της πραγματικότητας.⁷ Στο μυθιστόρημά του «Ο ξένος», ο Camus ζωγραφίζει παραστατικά την τραγωδία αυτής της κατάστασης.
Μερικοί αντιπρόσωποι μιας εθνολογικά προσανατολισμένης ψυχιατρικής έχουν φθάσει σε παρόμοια συμπεράσματα. Σύμφωνα με αυτούς, οι διακρίσεις ανάμεσα στο ομαλό και το ανώμαλο εξαρτώνται από την όλη πολιτιστική και θρησκευτική δομή της κοινωνίας, και επομένως είναι απρόσιτες σε οποιαδήποτε απολύτως γενική κρίση.⁸
Σε αντίθεση με αυτήν την άποψη, ο W.M. Pfeiffer έχει τονίσει σωστά στο εξαιρετικό έργο του «Transkulturelle Psychiatrie» («Διαπολιτισμική Ψυχιατρική»), ότι καθαρές περιπτώσεις καταφανούς πνευματικής ασθένειας που εμείς χαρακτηρίζουμε σαν παθολογικές, αναγνωρίζονται επίσης σαν παθολογικές από  ό λ ο υ ς  του λαούς που μας είναι γνωστοί· η ερμηνεία μόνο διαφέρει, ανάλογα με τον πολιτισμό... Πραγματικά, είναι αδύνατο να καθιερωθή στατιστικά ένα πρότυπο για το τί είναι φυσιολογικό, επειδή αυτό θα πρέπη να περιλαμβάνη «την ικανότητα προσαρμογής στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό καταστάσεων της ζωής με αρμόδιο τρόπο». Τα αρρωστημένα συμπτώματα σε μιαν αντίδραση που έχει και σωματικές επιπτώσεις  είναι, πρώτα απ’ όλα, η «αλλοτρίωση του εγώ» και «η συμπεριφορά κάποιου που βρίσκεται σε συμφωνία μόνο με τους δικούς του νόμους».⁹ Η θρησκευτική έκσταση και η παθολογική κατοχή, σύμφωνα με τον Pfeiffer, μπορούν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους από τους Ευρωπαίους ερευνητές ακόμη και στην περίπτωση άλλων λαών, και εδώ «το ασήμαντο, το ανόητο, και η απόκλιση από το παραδοσιακό πλαίσιο» είναι τα χαρακτηριστικά σημεία του παθολογικού.¹⁰
Οι υπαρξιακές και κοινωνιολογικές απόψεις που αρνούνται το καθαρά παθολογικό έχουν το μειονέκτημα ότι δεν παίρνουν υπ’ όψη τους τις εκδηλώσεις τού ασυνειδήτου στον άνθρωπο, ιδιαίτερα στα όνειρα. Κατά συνέπεια παραβλέπουν ένα βασικό φαινόμενο, δηλαδή το γεγονός ότι το ίδιο το ασυνείδητο από το οποίο πηγάζουν οι προβολές, προσπαθεί επίσης, σε ορισμένες φάσεις εσωτερικής ανάπτυξης, να τις διορθώση, και ότι έτσι, εκτός από την κοινή λογική της συλλογικής κρίσης, υπάρχει ένας  ε σ ω τ ε ρ ι κ ό ς  παράγοντας  μέσα στο ίδιο το άτομο που τείνει να διορθώση την εικόνα του για την πραγματικότητα από καιρό σε καιρό. Αυτό το βιβλίο θα ασχοληθή πιο αναλυτικά με αυτήν τη σύνθετη κατάσταση. Θα πρέπη πάντως πρώτα να τονισθή ότι η άρνηση, από κοινωνιολογικής πλευράς, του γεγονότος της προβολής αληθεύει στο ποσοστό κατά το οποίο μια προβολή δεν μπορεί να γίνη δεκτή χωρίς αμφισβήτηση από την κρίση ενός εξωτερικού παρατηρητή, και πάντως δεν μπορεί να μεταδοθή στον υποτιθέμενο προβάλλοντα συνάνθρωπο. Ο ένας λέει: «Έτσι είναι»· ο άλλος: «Δεν είναι έτσι» - και με αυτό η συζήτηση τελειώνει.
Για να το καταλάβουμε αυτό, θα πρέπη να κοιτάξουμε λίγο ακόμη την έννοια της προβολής, όπως ο Jung χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο. Γράφει:
«Ακριβώς όπως τείνουμε να υποθέσουμε ότι ο κόσμος είναι όπως τον βλέπουμε, υποθέτουμε απλοϊκά ότι οι άνθρωποι είναι όπως τους φανταζόμαστε ότι είναι. Στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει, δυστυχώς, επιστημονικός τρόπος που θα αποδείκνυε τη διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη και την πραγματικότητα. Αν και η πιθανότητα σοβαρής πλάνης είναι εδώ μεγαλύτερη από ό,τι στην αντίληψή μας για τον φυσικό κόσμο, συνεχίζουμε να προβάλλουμε με αφέλεια τη δική μας ψυχολογία επάνω στους συνανθρώπους μας. Με αυτόν τον τρόπο ο καθένας δημιουργεί για τον εαυτό του μια σειρά από λίγο ή πολύ φανταστικές σχέσεις, που βασίζονται ουσιαστικά στην προβολή.¹¹
Σε αυτές τις φανταστικές σχέσεις, το άλλο πρόσωπο γίνεται μια  ε ι κ ό ν α  ή  έ ν α ς  φ ο ρ έ α ς  σ υ μ β ό λ ω ν. Αν και όλα τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου προβάλλονται με αυτόν τον τρόπο στο περιβάλλον, μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε σαν προβολές μόνον όταν αποκτήσουμε αρκετήν αντίληψη, ώστε να δούμε ότι είναι  ε ι κ ό ν ε ς  ιδιαιτεροτήτων που είναι μέρος του ίδιου μας του χαρακτήρα· αλλοιώς πιστεύουμε με απλοϊκότητα ότι αυτές οι ιδιαιτερότητες ανήκουν στο αντικείμενο.
Εάν δεν διαθέτουμε σε εξαιρετικόν βαθμό αυτοσυνειδησία, ποτέ δεν θα διακρίνουμε τις προβολές μας, αλλά πάντα θα υποκύπτουμε σε αυτές, επειδή ο νους στη φυσική του κατάσταση προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιων προβολών.
Σε ένα συγκριτικά πρωτόγονο πρόσωπο, αυτό δημιουργεί εκείνην τη χαρακτηριστική σχέση με το αντικείμενο που ο Lévy Bruhl ονόμασε επιτυχημένα  «μυστική ταυτότητα» (mystic identity) ή «μυστική συμμετοχή» (participation mystique).¹²
Ο Jung το ονομάζει αυτό,  η  α ρ χ α ϊ κ ή  τ α υ τ ό τ η τ α  υ π ο κ ε ι μ έ ν ο υ  κ α ι  α ν τ ι κ ε ι μ έ ν ου. Η ανάγκη τής διάσπασης αυτής τής ταυτότητας παρουσιάζεται από τη στιγμή  π ο υ  γ ί ν ε τ α ι   ε ν ο χ λ η τ ι κ ή,  ό τ α ν  δ η λ α δ ή  η  α π ο υ σ ί α  τ ο ύ  π ρ ο β α λ λ ο μ έ ν ο υ  π ε ρ ι ε χ ο μ έ ν ο υ  ε μ π ο δ ί ζ ε ι  ο υ σ ι α σ τ ι κ ά  τ η ν  π ρ ο σ α ρ μ ο γ ή,  έ τ σ ι  ώ σ τ ε  η  α φ ο μ ο ί ω σ η  τ ο υ  π ρ ο β α λ λ ο μ έ ν ο υ  σ τ ο ι χ ε ί ο υ  μ έ σ α  σ τ ο  υ π ο κ ε ί μ ε ν ο  ν α  ε ί ν α ι  ε π ι θ υ μ η τ ή.
Η αρχαϊκή ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου κυριαρχεί, με την ειδική της μορφή, στα παιδιά και στους πρωτόγονους, μεταξύ των άλλων. Εκεί όπου επικρατεί, το ασυνείδητο συγχωνεύεται με τον εξωτερικό κόσμο. Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για μια σχέση εγώ – περιβάλλοντος, επειδή το εγώ, όπως το καταλαβαίνουμε, σχεδόν δεν υπάρχει. Η συνειδητότητα του παιδιού, όμοια με εκείνην του πρωτόγονου, είναι περισσότερο σαν «μια βύθιση μέσα σε ένα ρεύμα γεγονότων, στο οποίο ο εξωτερικός  και ο εσωτερικός κόσμος δεν διαφοροποιούνται, ή αυτό γίνεται πολύ ακαθόριστα».¹³ Το ασυνείδητο, όπως το ξέρουμε σήμερα, έχει γίνει αντιληπτό μόνο μέσω της διαφοροποίησης της συνείδησης. Στον πρωτόγονο το εσωτερικό είναι επίσης, σε άπειρα μεγαλύτερο βαθμό, το εξωτερικό, και το αντίστροφο. Η βύθιση σε ένα ρεύμα από γεγονότα, μέσα στο οποίο το εσωτερικό και το εξωτερικό δεν διακρίνονται καθαρά, είναι ακόμη εν τούτοις, σε μεγάλον βαθμό, μια φυσιολογική κατάσταση και σε εμάς, μια κατάσταση που διακόπτεται μόνον από καιρό σε καιρό, στο ποσοστό που επεμβαίνει η σκεπτόμενη συνείδηση και κάποια συνέχεια της ύπαρξης του εγώ.
Η λιγότερο έκδηλη αλλά σίγουρα παρούσα διάκριση του εξωτερικού από τον εσωτερικό κόσμο στην περίπτωση του παιδιού μπορεί ίσως να παρατηρηθή στο παιχνίδι του με τις κούκλες. Από τη μια μεριά, το παιδί μεταχειρίζεται την κούκλα σαν κάτι έμψυχο, σύμφωνα με μιαν εσωτερική εικόνα μιας σχέσης μητέρας – παιδιού, αλλά από την άλλη μεριά, δείχνει το ίδιο καθαρά στη συμπεριφορά του ότι, με κάποιον τρόπο, «γνωρίζει» επίσης ότι η κούκλα είναι άψυχη... Αντίθετα, πολλοί ενήλικες δεν μπορούν πια να παίξουν απροσποίητα αυτό το παιχνίδι, επειδή η πεποίθησή τους ότι η κούκλα είναι άψυχη και ότι το παιχνίδι μητέρας – παιδιού είναι «απλώς φαντασία» (επομένως μόνον κάτι εσωτερικό), τους εμποδίζει από το να ζουν το παιχνίδι. Θα  πρέπη να πάμε πίσω, πολύ μακριά, φθάνοντας ίσως ως τους ζωώδεις προγόνους μας, για να φθάσουμε στο σημείο όπου το εσωτερικό και το εξωτερικό ήταν  τ ε λ ε ί ω ς  αδιαφοροποίητα. Αλλά η αρχαϊκή ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου συνεχίζει να ζη στο βαθύτερο στρώμα της ψυχής μας, και μόνον επάνω από αυτό το στρώμα σχηματίζονται σχετικά καθαρώτερα, και πιο ευδιάκριτα, οι διαφορές ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, σε πολλά επίπεδα. Αυτό το χαμηλότερο ή πιο πρωτόγονο επίπεδο δεν θα πρέπη, πάντως, να θεωρηθή κατώτερο σε  α ξ ί α· αντίθετα, εάν πρέπει να κάνουμε μιαν αξιολογική κρίση, εκεί ακριβώς βρίσκεται το μυστικό όλης τής ζωτικής έντασης και της πολιτιστικής δημιουργικότητας. Είναι, απλά, η φυσιολογική κατάσταση που δημιουργεί όλους τους συγκινησιακούς, «μαγικούς» δεσμούς μας με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Όπως τονίζει ο Jung:
«Έτσι, κάθε φυσιολογικός άνθρωπος του καιρού μας που δεν είναι πάνω από τον μέσον όρο σκεπτόμενος τύπος, είναι δεμένος με το περιβάλλον του με ένα ολόκληρο σύστημα προβολών. Όσο όλα πηγαίνουν καλά, αγνοεί εντελώς τον καταναγκαστικό, δηλαδή «μαγικό» ή «μυστικό» χαρακτήρα αυτών των σχέσεων. Όσο η libido μπορεί να χρησιμοποιήση αυτές τις προβολές σαν ταιριαστές και βολικές γέφυρες με τον κόσμο, αυτές θα ελαφρώσουν την ζωή με έναν θετικό τρόπο. Αλλά από τη στιγμή που η libido θέλει να ξεκινήση ένα καινούργιο μονοπάτι, και γι’ αυτόν τον λόγο αρχίζει να οπισθοχωρή  επάνω στις προηγούμενες γέφυρες της προβολής, αυτές θα λειτουργήσουν σαν τα μεγαλύτερα εμπόδια που μπορεί να φαντασθή κανείς, γιατί εμποδίζουν αποτελεσματικά κάθε πραγματική αποδέσμευση από το προηγούμενο αντικείμενο. Παρατηρούμε τότε το χαρακτηριστικό φαινόμενο, ένα πρόσωπο να προσπαθή να υποτιμήση το προηγούμενο αντικείμενο όσο μπορεί, για να αποδεσμεύση τη libido του από αυτό.¹⁴ Αλλά επειδή η προηγούμενη ταυτότητα οφείλεται στην προβολή υποκειμενικών περιεχομένων, η τέλεια και ολοκληρωτική αποδέσμευση μπορεί να συμβή μόνον όταν η εικόνα που καθρεφτίστηκε στο αντικείμενο αποκατασταθή, μαζί με το νόημά της, στο υποκείμενο. Αυτή η αποκατάσταση επιτυγχάνεται μέσω της συνειδητής αναγνώρισης του προβληθέντος περιεχομένου, δηλαδή με την αναγνώριση της «συμβολικής αξίας» του αντικειμένου».¹⁵
Επομένως, αν και η αρχική ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου αντιπροσωπεύει μια φυσιολογική κατάσταση, η φύση έχει αναπτύξει, προφανώς σαν αποτέλεσμα ορισμένων δ ι α τ α ρ α χ ώ ν  στην προσαρμογή στον εσωτερικό και/ή τον εξωτερικό κόσμο, μιαν περισσότερο συνεχή εγωική συνείδηση μέσα στο ανθρώπινο όν, η οποία αναγκάζει να γίνη μια οξύτερη διαφοροποίηση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, και έτσι η διάκριση ορισμένων προβολών. Κατά πρώτον λόγο, αυτό σημαίνει απλά ότι κάτι, μέχρι στιγμής αντιληπτό σαν εξωτερικό, τώρα αναγνωρίζεται από κάποιον σαν ένα κομμάτι τού εσωτερικού του κόσμου. Αλλά η πνευματικότητά μας είναι ακόμη και σήμερα τόσο πρωτόγονη, όπως τονίζει ο Jung, «ώστε μόνον ορισμένες λειτουργίες και περιοχές έχουν ξεπεράσει την αρχική μυστική ταυτότητα με το αντικείμενο. Ο πρωτόγονος άνθρωπος έχει ένα ελάχιστο ποσοστό αυτοσυνειδησίας, που συνδυάζεται με ένα μέγιστο ποσοστό προσκόλλησης στο αντικείμενο· γι’ αυτό, το αντικείμενο μπορεί να ασκήση μιαν άμεση μαγική επιβολή επάνω του. Η αυτοσυνειδησία αναπτύχθηκε σταδιακά από αυτό το αρχικό στάδιο ταυτότητας, και προχώρησε μαζί με τη διαφοροποίηση υποκειμένου και αντικειμένου… Αλλά, όπως γνωρίζουν όλοι, η αυτοσυνειδησία μας είναι ακόμη πολύ πίσω σε σχέση με τη γνώση μας για τα εξωτερικά αντικείμενα».¹⁶ Για να είμαστε ακριβείς, θα μπορούσαμε στην πράξη να μιλήσουμε για προβολή μόνον «ό τ α ν  η   α ν ά γ κ η  γ ι α  τ η  δ ι ά λ υ σ η  τ η ς  τ α υ τ ό τ η τ α ς  μ ε  τ ο  α ν τ ι κ ε ί μ ε ν ο  έ χ ε ι  ή δ η  π ρ ο κ ύ ψ ε ι», ή, με άλλα λόγια, όταν η ταυτότητα αρχίζη να έχη ένα ενοχλητικό αποτέλεσμα και ασκή αρνητικήν επίδραση στην προσαρμογή στον εξωτερικό κόσμο. Σε αυτό το σημείο, η ταυτότητα της εσωτερικής εικόνας με το εξωτερικό αντικείμενο γίνεται αντιληπτή και αντικείμενο κριτικής, είτε ανήκει σε εμάς είτε στους άλλους.¹⁷
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. S.Freud: Totem και Taboo,σ.σ. 61, 92 κ.ε.(Για πλήρη παραπομπή δες τη βιβλιογραφία). Για τον Freud, η προβολή είναι ένας μηχανισμός άμυνας, μέσω τού οποίου το νευρωτικό άτομο ελευθερώνεται από ένα αίσθημα σύγκρουσης (σ.σ. 61-64). Μεταθέτει αυτό το αίσθημα σε ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο είναι το στοχευόμενο αντικείμενο. Ο Freud τονίζει, εντούτοις, ότι η προβολή παίζει επίσης ρόλο σε όλες τις αντιλήψεις μας του εξωτερικού κόσμου, επειδή η προσοχή μας κατ’ αρχήν κατευθύνεται προς τα έξω, και τείνει να παραβλέπη τις ενδοψυχικές διαδικασίες (σ.σ. 63-64). Η προβολή των τελευταίων στον εξωτερικόν κόσμο συμβαίνει κάτω από συνθήκες που, όπως τονίζει ο Freud, δεν έχουν ακόμη διευκρινισθή ικανοποιητικά (σ.64). Για τη φροϋδιανή αντίληψη της προβολής, βλέπε το βασικό έργο του S.Ali: «La projection» («Η προβολή»).
  2. Jung: «Αναφορικά με τα αρχέτυπα, με ειδική αναφορά στην ίδια την anima», από το έργο «Τα αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο», τόμος 9, μέρος 1 από τα Άπαντα, παράγραφοι 121,142, και «Αιών»: «Άπαντα, τόμος 9, μέρος 2, παράγραφοι 43 κ.ε. (Ο πλήρης τίτλος και ο αριθμός κάθε τόμου των Απάντων στον οποίον γίνεται παραπομπή αναφέρεται στη βιβλιογραφία).
  3. Jung: «Αναφορικά με τα αρχέτυπα»: Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφοι 121 κ.ε.
  4. Ο. π., παράγραφοι 121 κ.ε.
  5. Ο Jung ορίζει την παράνοια σαν «ταυτότητα της εγωικής προσωπικότητας με ένα σύμπλεγμα», σαν κάτι, δηλαδή, παρόμοιο με μιαν ακραία κατάσταση κατοχής. «Αναφορικά με την αναγέννηση»: Άπαντα, τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 220.
  6. E. M.Ackerknecht: «Μια σύντομη ιστορία της ψυχιατρικής». Βλέπε επίσης το έργο του W.M.Pfeiffer: «Politische Thematik im Wechsel der Zeit.» («Πολιτικά θέματα στη μεταβολή των καιρών», στο: «Transkulturelle Psychatrie» («Διαπολιτισμική ψυχιατρική”), s.s. 22 k.e.
  7. Ρ. Βühlmann: « Η ανάπτυξη της ιδέας της προβολής στην ψυχολογία του βάθους».
  8. Ackerknecht: «Σύντομη ιστορία της ψυχιατρικής», σ.σ. 3 κ.ε.
  9. Pfeiffer: «Διαπολιτισμική ψυχιατρική», σ.4.
  10. Ο .π., σ. 140
  11. Jung: «Γενικές όψεις της ψυχολογίας των ονείρων», στο έργο: «Η δομή και οι δυναμικές της ψυχής»: Άπαντα, τόμος 8, παράγραφος 507.
  12. Ο. π., με παραπομπή στο έργο του L. Levy Bruhl «Πώς σκέπτονται οι ιθαγενείς». Το ίδιο αναφέρεται επίσης στο έργο του Jung: « Συμβολισμός της μεταμόρφωσης στη μάζα», στο: «Ψυχολογία και Θρησκεία»: Άπαντα, τόμος 11, παράγραφος 389.
  13. Jung: «Επιστολές», 1, σ. 549 (οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν).
  14. Για παράδειγμα, στο μίσος ενάντια σε ένα πρώην αγαπημένο πρόσωπο (δική μου υποσημείωση –M.L. v. F.)
  15. Jung: «Γενικές όψεις της ψυχολογίας των ονείρων»: Άπαντα, τόμος 8, παράγραφος 507.
  16. Ο. π., παράγραφος 516. Δες επίσης το έργο του Jung: «Τα οράματα του Ζωσίμου», στο: «Αλχημιστικές μελέτες», : Άπαντα, τόμος 13, παράγραφος 122.
  17. Jung: «Ψυχολογικοί τύποι»: Άπαντα, τόμος 6, κεφάλαιο: «Ορισμοί», παράγραφος 783.
(συνεχίζεται)

ΣΧΟΛΙΟ : Από τήν στιγμή πού κατέστη κέντρο τής συνειδήσεώς μας τό Εγώ, η κενότης του είναι απολύτως αδύναμη νά κατευθύνει καί νά οικονομήσει τά αυτόνομα περιεχόμενα τού ασυνειδήτου, δηλ. τού όλου τής ψυχής ή τών δυνάμεων τής ψυχής καί ο άνθρωπος αναγκάζεται νά τά προβάλλει στό περιβάλλον του. Δημιουργώντας ένα πλήθος οικείων όντων πού τόν περιβάλλουν μέ απώτερο σκοπό τήν αναγνώρισή του, δημιουργώντας τόν γνωστό εγωκεντρισμό καί τόν σύγχρονο ναρκισσισμό όταν τό εγχείρημά του καταστεί επιτυχές, δηλ. όταν οι προβoλές γίνουν αποδεκτές σάν εικονικό περιεχόμενο στόν προβαλλόμενο. Αυτή είναι η σύγχρονη συμβατική ατομική ζωή. 
Ο Γιούνγκ δημιούργησε ένα σύστημα αφομοιώσεως, τό κατά δύναμιν, τών προβολών από τό εγώ, υπακούωντας στόν γερμανικό ιδεαλισμό, τό πνεύμα τής εποχής του, πού απαιτούσε τό όλον στό μέρος.
Ο αρχαίος άνθρωπος ο οποίος είχε σάν κέντρο τόν ΝΟΥ, δέν έπεφτε θύμα προβολών, διότι ο ΝΟΥΣ ήτο ανώτερος τών ψυχικών περιεχομένων, (τών θεών τού Ολύμπου), ήταν ο Ηνίοχος καί ο Ηγεμών.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ. Ο Νούς χάθηκε στή Δύση από τή στιγμή πού αρνήθηκε τήν μεταφυσική καί τόν Θεό.
Τά σύγχρονα φαινόμενα εξαρτήσεως από τούς πολιτικούς καί τούς πνευματικούς, πολιτικοποιήσεως καί κληρικαλισμού, οφείλονται σέ αυτή τήν μετατόπιση τού κέντρου από τό ΝΟΥ στό ΕΓΩ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: