Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΠΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ (2)

Συνέχεια από Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

MARINO GENTILE  
Η νόηση του ανθρώπου δέν μπορεί να παραιτηθεί από την έρευνα της αρχής. Αλλά η έρευνα της αρχής πρέπει να διεκπεραιωθεί μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μήν υπερβαίνει το αντικείμενό της, δηλ. την εμπειρία ή την Ιστορία. Δηλ. η άρνηση της μεταφυσικής δέν είναι, μ’αυτή την έννοια, παραίτηση από την έρευνα μίας αρχής αλλά ταυτίζεται με την πρόθεση να ξαναβρεθεί η αρχή μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μήν αντιπροσωπεύσει μίαν υπέρβαση του αντικειμένου της ίδιας της έρευνας. Η απαίτηση αυτή, για μίαν αρχή η οποία πρέπει να συλληφθεί σε συμφωνία μ’αυτό τού οποίου πρέπει να είναι αρχή, φανερώνεται πρώτα απ’όλα σαν πολεμική ενάντια στην προηγούμενη θρησκευτική παράδοση και βρίσκει την μέγιστη εφαρμογή της στην τακτοποίηση της μεταφυσικής σαν εκείνη την μορφή τής επιστημονικής προόδου, που ψάχνει να διατηρήσει ενεργή και παρούσα την προηγούμενη θεολογική κατεύθυνση. Ο θετικισμός λοιπόν, είναι η τυπική έκφραση της αρνήσεως τής δυνατότητος της μεταφυσικής, καθότι θέλει να ικανοποιήσει ταυτόχρονα και με την ίδια πράξη, τόσο την ανάγκη να προστρέξουμε προς μίαν αρχή, όσο και την ανάγκη να βρεθεί αυτή η αρχή μ’έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μήν αντιτίθεται προς τις πραγματικές φανερώσεις  της εμπειρίας και της ιστορίας. Εάν δηλ. η αρχή πρέπει να είναι αρχή, πρέπει να περιέχει όλο εκείνο που είναι αναγκαίο για να δικαιολογήσει αυτό τού οποίου είναι αρχή. Αλλά δέν πρέπει να περιέχει τίποτε που να σημαίνει μία πρόσθεση ανησυχιών και ξένων προς την εμπειρία και την ιστορία φροντίδων.
Κάτω από αυτή την άποψη, ο θετικισμός, παρά την στοχαστική του κατωτερότητα, μπορεί να συνδεθεί με την επανάσταση που έφερε στην μοντέρνα φιλοσοφία η σκέψη του Κάντ. Ο Κάντ, με το ύψος της ιδιοφυΐας του, δέν μπορούσε να συμμεριστεί την apriori απώθηση προς τον όρο «μεταφυσική» (που περιέχεται μάλιστα στον τίτλο ενός από τα πιό αγαπημένα του  βιβλία : Η μεταφυσική των ηθών), μόνον που η μεταφυσική θεωρήθηκε από αυτόν σαν μία επιδίωξη πολύ υψηλή για τις δυνατότητες του ανθρώπου, που είναι απλά καί μόνον γνωστικές, παρότι ταυτοχρόνως είναι η πλέον σίγουρη έκφραση του ύψους της ηθικής αξιοπρέπειας.
Γι’αυτόν τον λόγο ο Κάντ δέν θα μπορούσε να δεχθεί σαν συνέχεια και εφαρμογή τής σκέψης του την ωμή θετικιστική άρνηση της αξίας της μεταφυσικής. Αυτό όμως δέν καταργεί το γεγονός πως το δόγμα των τριών σταδίων του Κομτέ, το οποίο συγκεντρώνει και συνθέτει πάνω του πολλά ρεύματα της φιλοσοφικής κουλτούρας του περασμένου αιώνος,  είναι η πιστή συνέχιση της γενικής κατευθύνσεως της φιλοσοφίας του Κάντ. Καθότι, εάν αφαιρέσουμε μίαν επέμβαση ηθικο-θρησκευτικής κατευθύνσεως, η Καντιανή σύλληψη ουσιαστικώς συμφωνεί με την διαβεβαίωση πως είναι μέν αναγκαία η έρευνα μίας αρχής, αλλά αρνείται ταυτοχρόνως την δυνατότητα να βρούμε αυτή την αρχή και να την δηλώσουμε με κάποια επιστημονική αξιοπρέπεια. Και γι’αυτό λοιπόν, όσο ειλικρινά και έντονα η Καντιανή σκέψη θέλησε, μέχρι την τελευταία της έκφραση, να διατηρήσει εξίσου ισχύουσες τις αιτίες και τους λόγους για τους οποίους δέν μπορούμε παρά να προσπαθήσουμε να βρούμε μίαν αρχή, αλλά και εκείνους για τους οποίους δέν μπορούμε να κάνουμε μεταφυσική, χωρίς καμμία αμφιβολία, απο την θεωρητική άποψη και μόνον, όταν ξεπεράσουμε τις ηθικές προϋποθέσεις, τις οποίες ο Κάντ αντλούσε εξάλλου από την δική του ιδιαίτερη θρησκευτική πίστη, όταν λοιπόν ξεπεράσουμε αυτές τις ευγενείς προϋποθέσεις, οι οποίες όμως είναι ξένες προς την θεωρητική έρευνα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως, παρά την ένταση και την ειλικρίνεια της συνυπάρξεως των δύο διαφορετικών επιπέδων λογικής, η Καντιανή φιλοσοφία καταλήγει, συμπερασματικά, να είναι μία άρνηση της δυνατότητος της μεταφυσικής, και επομένως δημιουργεί μοιραίως μία πρώτη δικαίωση εκείνου του σχήματος του Κομτέ, περί της προόδου της ανθρωπίνης νοήσεως, στο οποίο κορυφώνεται η άρνηση του δεκάτου-ογδόου αιώνος, της ίδιας της δυνατότητος της μεταφυσικής.
Η σπουδαιότης, η προκατάληψη και η βαρύτης αυτής της νοητικής στάσεως επιβεβαιώνονται απο μίαν επιπλέον ιστορική θεώρηση.
Δηλ. από την στάση που έλαβε απέναντι στην μεταφυσική και ο κλασσικός ιδεαλισμός τού περασμένου αιώνος, και ο νεο-ιδεαλισμός του αιώνος μας.
Ο κλασσικός ιδεαλισμός τού περασμένου αιώνος, δέν μπορούσε παρά να δυναμώσει όλα εκείνα τα θέματα, λόγω των οποίων ο Κάντ ήταν διστακτικός να καταδικάσει το όνομα και την έννοια της μεταφυσικής. Διότι ακόμη και αν ξεκίνησε την έρευνά του από την φιλοσοφία του Κάντ, παρότι αρνήθηκε την δυνατότητα εκείνης της νοουμενικής μεταφυσικής, την οποία έψαξε χωρίς επιτυχία ο Κάντ, ο ιδεαλισμός προσπαθούσε να ξαναποκτήσει την μεταφυσική γνώση από άλλους δρόμους, βρίσκοντας στην ίδια την γνώση τού φαινομενικού κόσμου, εννοουμένου σαν ιστορικού κόσμου, το επιχείρημα και το αντικείμενο τής προηγούμενης φιλοσοφικής παραδόσεως. Διότι ο Ιδεαλισμός, ακόμη και αν από το ένα μέρος δέν μπορεί να απαλλαχθεί από το μεταφυσικό πρόβλημα, από το άλλο πρέπει να παρουσιαστεί και συσταθεί σαν άρνηση αυτής της ίδιας της μεταφυσικής.
Αυτό το πρόβλημα γίνεται ξεκάθαρο εκεί όπου ο ιδεαλισμός αναγνωρίζει την ταυτότητά του με τον ιστορικισμό, και πιό συγκεκριμένα ακόμη με εκείνον τον ιστορικισμό, για τον οποίο η αξία της ιστορικής έρευνας έχει σημασία καί έγκειται στην εξαίρεση κάθε αρχής που υπερβαίνει, με μίαν ολοκληρωτική υπέρβαση, την ίδια την ιστορία. Εάν πρέπει να δεχθούμε αυτή την ταύτιση, ο ιδεαλισμός μπορεί να υπολογισθεί σαν η συνέχεια και η εμβάθυνση της ίδιας θετικιστικής γραμμής. Τουλάχιστον εκείνου του θετικισμού, ο οποίος δέν υπήρξε τόσο μία έρευνα σχολαστική καί τελειωτική ιδιαιτέρων γεγονότων αλλά μιά πρόθεση να ξανανακαλυφθεί η λογική τής εμπειρίας και της ιστορίας, η οποία θα είναι απολύτως συνταυτισμένη με την εμπειρία και με την ίδια την σωτηρία.
Εάν δεχθούμε λοιπόν αυτή την άποψη, δέν είναι και τόσο παράδοξο να δηλώσουμε πως ο ιδεαλισμός, και ακόμη περισσότερο ο νεο-ιδεαλισμός, είναι η ολοκληρωτική πραγματοποίηση της ιδίας προθέσεως, η οποία υπήρχε από καταγωγής στον θετικισμό, καθότι είναι η πιό σκληρή και ολοκληρωμένη πραγματοποίηση της προθέσεως να ξαναβρεθεί μία αρχή της ιστορίας, αλλά να ξαναβρεθεί μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε να συμπίπτει ολοκληρωτικώς με την έννοια της ίδιας της ιστορίας. (Δέν είναι τυχαία η αδιαφοροποίητη χρήση του όρου «ιστορία» και του όρου «εμπειρία», η οποία και θα διευκρινισθεί στην συνέχεια.)
Εάν λοιπόν ο ιδεαλισμός μπορεί να κατανοηθεί σαν η πιό συνεπής εφαρμογή τού δόγματος ή της εντολής σύμφωνα με την οποία η φιλοσοφία είναι έρευνα της αρχής τής εμπειρίας, αλλά μίας τέτοιας αρχής που μεταστρέφεται διαλεκτικά στην ίδια την εμπειρία, προσηλυτίζοντάς την σε μία νέα αρχή, αγγίζοντας αυτά τα τρία σημεία σαν μία εξέλιξη του πνεύματος, τότε ο Κόμτε, ο Κάντ και ο ιδεαλισμός δίνουν μία πιό σταθερή σύσταση, δίνουν σώμα καί δογματική υπόσταση σ’εκείνη την γενική τάση που αρνείται την μεταφυσική, η οποία δέν είναι εξαπλωμένη μόνον ανάμεσα στους πιστούς της φιλοσοφίας, αλλά συναντάται ακόμη και ανάμεσα στις σχέσεις της ζωής, καθώς ο όρος «μεταφυσική» καταλήγει να σημαίνει ταυτόχρονα κάτι που είναι τόσο υψηλό ώστε να μήν μπορεί να εισέλθει στις δυνατότητες της γνώσεως και της κοινής πράξεως, αλλά και κάτι ακόμη που παρουσιαζόμενο στις συνειδήσεις με την γοητεία μίας υπερβατικής γνώσεως πρέπει να μεταστραφεί, να μεταλλαχθεί σε μία δημιουργία απλώς αισθητική ή σε μία ψευδαίσθηση, η οποία θα μπορούσε να διαθέτει κάποιες ανώτατες δικαιολογίες ή δικαιώσεις, κοινωνικής και πολιτισμικής τάξεως.
Ας προσθέσουμε όμως μερικές διευκρινίσεις στο γεγονός της αισθητικής μεταστροφής ή του αισθητικού προσηλυτισμού της εμπειρίας. Κανείς δέν μπορεί να αρνηθεί την αξία τής τέχνης. Αλλά να φορτώσεις σε μία έρευνα, η οποία έχει την πρόθεση της δογματικής γνώσεως της πραγματικότητος, τους χαρακτήρες της τέχνης, σημαίνει να την μειώσεις. Διότι, όπως δέν απαιτείται απο τον ποιητή η υπαρξιακή αλήθεα ή η βιβλιογραφία της φαντασίας του, αφού η τέχνη ξεδιπλώνεται τόσο πιό αληθινά όσο απομακρύνεται από αυτούς τους καθορισμούς, έτσι και η αξιολόγηση ως ποιητικής, φανταστικής ή καλλιτεχνικής μίας νοητικής στάσης, η οποία έχει απαιτήσεις δογματικές και επιστημονικές, σημαίνει ότι ομολογούμε πως εκείνη η θέση, η μεταφυσική, απόρροια της συγκεκριμένης νοητικής στάσεως, δέν έφθασε στον σκοπό της και δέν αξίζει την προσοχή μας, ούτε κάτω από την άποψη της λογικής, ούτε της τέχνης.
Τελειώνοντας, μέσω της εξετάσεως των τριών βασικών θέσεων του θετικισμού, του κριτικισμού και του ιδεαλισμού, φαίνεται να πραγματοποιείται και να καθορίζεται επιτυχώς εκείνη η γενική και ασαφής θέση, σύμφωνα με την οποία η μεταφυσική, εκλαμβανόμενη σαν μία γνώση ανώτερη από τις δυνατότητες της ανθρώπινης γνώσεως, καταλήγει να είναι ή μία απλή κίνηση της φαντασίας, η οποία, αντιθέτως από τις καλλιτεχνικές δημιουργίες, δέν έχει την χάρη τής ομορφιάς και επομένως δέν έχει μαζί της ούτε κάλλος ούτε αλήθεια, ή ακόμη χειρότερα, μία θέση ή μία νοητική στάση, η οποία αντλεί την δικαίωσή της από άλλες προθέσεις ή άλλες ανησυχίες, όπως π.χ. από εκείνη τής εξασφαλίσεως μίας συγκεκριμένης διαγωγής ανάμεσα στους ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν, μέσα στη διαλεκτική διαμάχη όλων αυτών των αντιθετικών θέσεων, η άρνηση της μεταφυσικής κινδυνεύει να προσλάβει αυτή η ίδια έναν μεταφυσικό χαρακτήρα, και επομένως να ουσιαστικοποιηθεί με εκείνους τους ίδιους τους λόγους, που πρέπει να της αντιτίθενται (της αρνήσεως) από όποιον θεωρεί πραγματοποιήσιμη την έρευνα της μεταφυσικής και πρόσκαιρη την καταδίκη που ελήφθη εναντίον της.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: