Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Σκατολογία της Δύσης – Livio Cadè


Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, «μια ακόρεστη επιθυμία για αλήθεια κατοικεί στο μυαλό μας». Η γνώση της αλήθειας είναι αυτό για το οποίο αγωνίζεται φυσικά η ανθρώπινη διάνοια, ακριβώς όπως η αγάπη είναι αυτό για το οποίο αγωνίζεται η ψυχή μας. Ωστόσο, η «αλήθεια» είναι μια αόριστη έννοια. Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν να έχουμε μια πραγματική γνώση του κόσμου. Ούτε μπορούμε να αυταπατώμεθα ότι μπορούμε να διερευνήσουμε αυτό το θέμα με πλήρη ελευθερία, χωρίς να εξαρτόμαστε από έμφυτες νοητικές δομές, γλωσσικές συμβάσεις, ασυνείδητες προκαταλήψεις και τις ισχυρές και αόρατες κληρονομιές της πνευματικής μας εκπαίδευσης.

Αν γίνει δεκτή αυτή η επιφύλαξη, πιστεύω ότι η αλήθεια πρέπει να γίνει αντιληπτή ως το θεμέλιο της αξίας. Αυτό που είναι ψεύτικο – ένα πλαστό τραπεζογραμμάτιο, μια ψεύτικη αγάπη, μια ψεύτικη είδηση κ.λπ. – είναι αυτό που δεν έχει καμία αξία. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να μας φαίνεται ψευδές είναι μερικές φορές μόνο η πραγματικότητα που γίνεται αντιληπτή από μια άλλη οπτική γωνία. Φαίνεται λοιπόν ότι μπορεί να υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και απόψεις. Αλλά οι διαφορετικές προοπτικές δεν έρχονται σε αντίθεση με την αλήθεια. Αντίθετα, συμπληρώνουν και εναρμονίζονται μεταξύ τους, δίνοντάς μας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας.

Αναζητούμε την αλήθεια μέσα από μια διαδικασία γνώσης – ίσως άπειρης – που συνίσταται στη συλλογή πληροφοριών για τον κόσμο έξω και μέσα μας και την κατανόησή τους. Αυτό όχι μόνο μας επιτρέπει να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, να αποφεύγουμε τους κινδύνους κ.λπ., αλλά δημιουργεί μέσα μας μια συναισθηματική, ηθική, διανοητική τάξη, ένα σύνολο ιδανικών αξιών στις οποίες μπορούμε ακόμη και να θυσιάσουμε τη ζωή μας (ενώ κανείς δέν θά δεχόταν νά θυσιαστεί γιά κάτι diòbeender nessere που θεωρεί ψευδές).

Το κύριο στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι μια «εσωτερική συναίνεση», που σημαίνει με αυτή την έκφραση τη διανοητική πράξη με την οποία αποδίδουμε τον χαρακτήρα της αλήθειας σε ορισμένα πράγματα. Δεν γνωρίζουμε πάντοτε, και μάλιστα σπάνια, αυτή τη συναίνεση. Όλοι έχουμε βεβαιότητες που είναι τόσο προφανείς σε εμάς που γίνονται ασυνείδητα αξιώματα που μας καθοδηγούν ακούσια.

Η διείσδυση μέσα μας μιας πεποίθησης, δηλαδή μιας συναίνεσης, και η εδραίωσή της μέχρι να συγχωνευθεί στον εσωτερικό μας μεταβολισμό, είναι ένα μυστηριώδες φαινόμενο. Όχι μόνο οι βεβαιότητες της κοινής λογικής – «υπάρχω, έχω σώμα, νου, είμαι μέρος ενός κόσμου» κ.λπ. Ακόμη και η επιφάνεια της συνείδησης στεγάζει μια πληθώρα βεβαιοτήτων – φυσικών, ηθικών, συναισθηματικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών κ.λπ. – τις οποίες θεωρούμε δεδομένες μόνο και μόνο επειδή χωρίς αυτές θα ήταν αδύνατο για εμάς να σκεφτούμε και να επικοινωνήσουμε.

Πώς μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές τις βεβαιότητες και να είμαστε σίγουροι για κάτι; Δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη τον τεράστιο αριθμό επιλογών που μας προσφέρονται, τι μας ωθεί να δώσουμε τη συγκατάθεσή μας σε μια πρόταση αντί για μια άλλη, να πιστέψουμε ότι αυτό είναι αλήθεια ή ότι είναι ψευδές. Φοβάμαι ότι η προσπάθεια απάντησης σε αυτήν την ερώτηση θα δημιουργούσε μόνο νέα ερωτήματα. Επομένως, θα περιοριστώ να εκθέσω εν συντομία τους γενικούς λόγους που μου φαίνεται ότι διαμορφώνουν τη δυναμική της σύμφωνης γνώμης, η οποία εξάλλου συμπίπτει με τις θεμελιώδεις δομές του ανθρώπου.

Ο πρώτος είναι η άμεση εμπειρία μας, μια «φυσική συναίνεση». Το «βρέχει» είναι αυτονόητο για εμάς χωρίς κανείς να μας το αποδείξει. Ο δεύτερος είναι το συμπέρασμα ή η «λογική συναίνεση». «Βλέπω καπνό, οπότε κάτι καίγεται». Αυτή η συγκατάθεση μπορεί να αναφέρεται σε αφηρημένες ιδέες (π.χ. μαθηματικές) ή εμπειρικά γεγονότα. Στην τελευταία περίπτωση, συνεπάγεται μια συμπληρωματική σύμφωνη γνώμη που θα αποκαλούσα «μνημονική», διότι συνδέεται με τη μνήμη άλλων εμπειριών. Ο τρίτος βασίζεται σε μια «συναισθηματική συναίνεση». Οδηγούμαστε να δεχτούμε ορισμένες ιδέες επειδή απηχούν την ατομική μας ιδιοσυγκρασία, τις συναισθηματικές μας κλίσεις ή επειδή ικανοποιούν μια επιθυμία μας. Ο τέταρτος είναι να πιστεύουμε ότι οι ισχυρισμοί των άλλων ανθρώπων είναι αληθινοί. Είναι μια «καταπιστευματική συγκατάθεση»: πιστεύουμε αυτόπτες μάρτυρες ενός γεγονότος, ζητάμε πληροφορίες από έναν περαστικό, ακολουθούμε ένα σχολικό μάθημα κτλ.

Τέλος, υπάρχει μια «πνευματική συναίνεση». Στην πραγματικότητα, ορισμένες βεβαιότητες δεν εξαρτώνται από την εμπειρία των αισθήσεων, από λογικά συμπεράσματα, από τις διαθέσεις μας ή από την επικοινωνία άλλων, αλλά σχηματίζονται με άλλους τρόπους, συχνά δύσκολο να καθοριστούν: όνειρα, διισθήσεις, αποκαλύψεις κτλ. Είναι μέσω αυτού του είδους της συγκατάθεσης που συχνά μαθαίνουμε κάτι ουσιαστικό για τον εαυτό μας και για τη ζωή, αν και ο ορθολογισμός μας εμποδίζει την πρόσβαση του ανθρώπου στον κόσμο της ψυχής και στη γνώση του.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι συναινέσεις προϋποθέτουν την «πίστη» ως θεμελιώδη προϋπόθεση. Πρέπει αpriori να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας, τις δικές μας διανοητικές ικανότητες ή εκείνες των άλλων, το ίδιο το μυστήριο που δεν καταλαβαίνουμε. Στην ουσία, όλες οι γνώσεις μας βασίζονται σε μια «μετα-συναίσθηση» την οποία, απελευθερώνοντας τον όρο από τα ζωολογικά του όρια, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ένστικτο». Η ύπαρξή μας είναι διαποτισμένη από μια ακλόνητη πίστη στη Συνείδηση, στην αυθόρμητη ανάδυση τού «Τι είναι». Και το γίγνεσθαί μας είναι το ξεδίπλωμα αυτής της πίστης, η περιπέτειά της, η μετάφρασή της σε ιδέες και πράξεις.

Αλλά για τους σκοπούς του ομιλίας μου, δεν υπάρχει ανάγκη για μεταφυσικές βολιδοσκοπήσεις. Αντ' αυτού, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μου στο είδος της βεβαιότητας που έχω ονομάσει "καταπιστευματοδόχο". Είναι φυσιολογικό για τους ανθρώπους να δίνουν τη συγκατάθεσή τους σε έναν τεράστιο αριθμό ισχυρών για τους οποίους δεν μπορούν να έχουν άμεση γνώση και να ρυθμίζουν την ύπαρξή τους βάσει αυτής της συγκατάθεσης. Αυτή είναι μια ουσιαστική πτυχή της κοινωνικής μας ζωής, αλλά επίσης, πιστεύω, ένας αποφασιστικός παράγοντας στην κρίση της.

Η καταπιστευματική συναίνεση είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Το παιδί, για παράδειγμα, βλέπει στον γονέα ένα αδιαμφισβήτητο magisterium. Αυτή η αφελής και συχνά απατηλή πίστη προβάλλεται στη συνέχεια σε δασκάλους, θρησκευτικές προσωπικότητες, «ειδικούς» και χαρακτήρες με ισχυρή πνευματική υπεροχή ή ηθική. Οι «συναινέσεις» αυτού του είδους είναι εκείνες από τις οποίες εξαρτάται η υποτιθέμενη ιστορική ή επιστημονική μας γνώση. Έτσι, πιστεύουμε ότι ο Ναπολέων πέθανε στην Αγία Ελένη, ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, ότι ένας ιός προκαλεί κρυολογήματα κ.λπ. Μεγάλο μέρος αυτής της συγκατάθεσης δημιουργεί επίσης τις ηθικές μας κρίσεις, τις φιλοσοφικές προοπτικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό αγνοεί άλλες μορφές συναίνεσης – εμπειρικές, ορθολογικές κ.λπ. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη στον «πληροφοριοδότη» μας ή η υποταγή σε μια συγκεκριμένη αρχή είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Διαφορετικά, χωρίς μια ενστικτώδη ευπιστία και έναν ορισμένο διανοητικό μιμητισμό, δεν θα ήταν δυνατή η μετάδοση της γνώσης. Είναι φυσιολογικό για μια κοινωνία να αναγνωρίζει τον εαυτό της σε μια ορισμένη ομοιομορφία σκέψης, ιδανικών προϋποθέσεων. Ένας πλουραλισμός χωρίς όρια, στον οποίο ο καθένας επιδιώκει διαφορετικές και αντιφατικές έννοιες, αξίες και στόχους, θα οδηγούσε σε ταχεία αποσύνθεση. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη για τη συνοχή μιας κοινότητας ατόμων.

Λαμβάνουμε συνεχώς μηνύματα από το περιβάλλον μας. Η σημασία ενός συστήματος σωστής πληροφορίας, το οποίο κάνει διάκριση μεταξύ αληθούς και ψεύδους, δεν τελειώνει με την απλή γνωστική του αξία. Στην πραγματικότητα, η γνώση της πραγματικότητας διεγείρει μέσα μας μια σειρά συμπεριφορών, μας προκαλεί να ορίσουμε αξίες και έννοιες, να καθορίσουμε προσανατολισμούς για την ύπαρξή μας. Με την πάροδο του χρόνου, μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να ψεύδονται και να εξαπατούν σκόπιμα τους γείτονές τους. Ή να κάνετε λάθος καλή τη πίστει. Έτσι, η αμφιβολία και η εξέταση γίνονται τόσο ουσιώδεις όσο και η εμπιστοσύνη. Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσετε τη δική σας κρίση και να προχωρήσετε στη δική σας αναζήτηση της αλήθειας, εξετάζοντας τις πληροφορίες ανεξάρτητα, χωρίς να αποδεχτείτε παθητικά τη γνώμη των άλλων.

Αλλά ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να έχει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και η καταπιστευτική συγκατάθεση έχει καταλήξει να δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο για την ελευθερία της σκέψης του. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης έχουν αποκτήσει όλο και μεγαλύτερη επιρροή και διάχυση, σε σημείο να σχηματίσουν ένα είδος κοινού.αισθητηρίου, συλλογικής νοημοσύνης που αντικαθιστά τις αντιληπτικές και διανοητικές ικανότητες των ατόμων. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γίνονται τα φερέφωνα  Ενός Νου, του οποίου οι δηλώσεις είναι αποφατικές. Η γνώση παίρνει αυστηρά μονοκρατικό, ομοιόμορφο και κανονιστικό χαρακτήρα.

Σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν όχι μόνο την πολιτική και τήν κοινωνική ζωή αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ηθικές επιλογές κ.λπ., ο άνθρωπος τείνει να δίνει ανεπιφύλακτη συγκατάθεση στις πληροφορίες και τα μηνύματα που λαμβάνει από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. μέσος όρος αξιωματικοί, cuziones γονέας", μέντορας και δάσκαλος. Η αίσθηση του κριτικού, η ελευθερία της έρευνας, μειώνεται αναλογικά καθώς αυξάνεται η εξάρτησή της από τον δογματισμό της μαζικής πληροφορίας. Αυτό περιλαμβάνει τη δύναμη να κατευθύνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, η άσκηση αυτού του τεράστιου ελέγχου ασκείται σήμερα από ανθρώπους που μπορούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους «επαγγελματίες της πληροφορίας», όπως οι θα μπορούσαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους «επαγγελματίες του έρωτα».

Η «αλήθεια» έχει γίνει προνόμιο των ατόμων που είναι έτοιμα να πουν κάθε είδους ψέματα για προσωπικό όφελος. Μέσω της μαζικής επικοινωνίας, το ψεύδος έχει γίνει ομοούσιο στη σύγχρονη κοινωνία σχεδόν από την επιδημική μετάδοση. Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους μέσω μιας «καταπιστευτικής συγκατάθεσης» που χορηγείται όχι μόνο σε διεφθαρμένους δημοσιογράφους αλλά σε διάφορους τύπους «έγκυρων» θεμάτων – πολιτικών, γιατρών, επιστημόνων, εμπειρογνωμόνων – των οποίων ο σκοπός στη ζωή σίγουρα δεν είναι η αλήθεια αλλά η καριέρα, τα χρήματα, η προσωπική επιτυχία.

Η κοινή συνείδηση ​​είναι βυθισμένη στην επισήμανση της πληροφορίας όπως σε ένα αμνιακό υγρό, και αυτό έχει προκαλέσει μια δραματική ατροφία της αίσθησης της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι δίνουν μηχανικά τη συγκατάθεσή τους σε κάθε ηλιθιότητα ή ψεύδος που έχει επίσημο χαρακτήρα και, αντιστρόφως, είναι έτοιμοι να επιτεθούν άγρια ​​εναντίον οποιουδήποτε εκφράζει διαφωνία, αδιαφορώντας από το πόσο λογικό, υποκινούμενο, τεκμηριωμένο είναι.

Αυτή η διανοητική λογοκλοπή, την οποία θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «επισημότητα», διακλαδίζεται για να καλύψει κάθε περιοχή του γνωστού, συνδέοντας τις βεβαιότητές μας με έναν μόνο τύπο συγκατάθεσης που υποκαθιστά, απορροφώντας τες στον εαυτό της, όλες τις άλλες. Η εμπειρία των αισθήσεων, ο ορθολογισμός, η διαίσθηση κ.λπ., υποχωρούν στο παρασκήνιο μιας συνείδησης στην οποία εισάγει ένα δίκτυο μηνυμάτων των μέσων ενημέρωσης,συνθημάτων και αισθημάτων, νευρικών ερεθισμάτων και υποσυνείδητων προτάσεων που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια.

Η επισημότητα βασίζεται σε προσομοιώσεις ανάλυσης και αντικειμενικής μαρτυρίας, τοποθετημένες σε παραμυθένιες δομές όπου αναμειγνύονται αρχέτυπα και στερεότυπα με σαφή παιδαγωγική πρόταση. Δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα αλλά τη δημιουργεί. Μαραζώνει ο θρύλος του Φρικτού Ιού και του Υπέροχου Εμβολίου; Η γύρω κοινή φαντασία αναζωπυρώνεται και ανασυντάσσεται από τη μυθολογία του πολέμου, τη δακρύβρεχτη ρητορική, τους χονδροειδείς μανιχαϊσμούς. Χάρη στην ψυχική απάθεια του λαού, η αιτιολογία των γεγονότων διαστρεβλώνεται, οι προοπτικές μεταβάλλονται, η μοχθηρή φιγούρα του «τρελού δικτάτορα» προκαλείται, η εικόνα ενός πολιτικού τέρατος που, από τον Νέρωνα μέχρι τον Χίτλερ, έχει το μαγικό αποτέλεσμα να αναστέλλει την ιστορική νοημοσύνη των γεγονότων.

Εκείνοι που καταδικάζουν τις τρομερές συνέπειες του πολέμου είναι οι ίδιοι που επωφελούνται από αυτόν. Είναι οι ίδιες φαρισαϊκές οχιές των οποίων το δηλητήριο έχει διαβρώσει εδώ και καιρό την καρδιά της Δύσης, φέρνοντας καταστροφή και ερείπια παντού. Η λιτανεία της ειρήνης τους, η αγανάκτησή τους, είναι γκροτέσκα. Μεγαλειώδης υποκρισία μιας ιμπεριαλιστικής και πολεμοκάπηλης δύναμης, χωρίς τιμή, που υπογράφει συνθήκες και συμφωνίες μόνο για να μπορέσει να τις επεκτείνει, που σπέρνει παντού τους σπόρους του πολέμου και όταν φυτρώνουν οι καρποί κατηγορεί τους άλλους. που μυστικοποιεί και σβήνει την ιστορία, που έχει μετατρέψει το ψέμα σε όπλο μαζικής καταστροφής.

Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ίδιο το ψέμα, αλλά η ευπιστία εκείνων που το δέχονται ως αλήθεια γεγονότων και αξίας. Αυτή η συγκατάθεση παράγει όχι μόνο μια μαζική ψευδαίσθηση, αλλά και μια επιθετική και φυλετική συμπεριφορά προς τα υποκείμενα αποκλίνουσα , δηλαδή σέ όποιον ξεφεύγει από τη λογική της χορωδίας. Δημιουργείται ένα κομφορμιστικό, ομογενοποιημένο κοπάδι, το οποίο υποστηρίζει για τον εαυτό του κάθε κρίση ηθικής και αλήθειας, εκτοξεύοντας αναθέματα και αφορισμούς ενάντια στα ελεύθερα πνεύματα που παραμένουν έξω από αυτό. Έτσι, ποιος σήμερα δεν είναι Toto Strings «Δημοκρατικός», «ομοφυλόφιλος», «εμβολιαστής», «αντιρώσος» κ.λπ. χάνει κάθε ανθρώπινο σεβασμό, στερείται αξιοπρέπειας και δικαιωμάτων.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χαμογελάω όταν ακούω ότι πρέπει να υπερασπιστούμε "τις αξίες της Δύσης" ή τον "ελεύθερο κόσμο". Έχουμε προ πολλού καταστρέψει τις αξίες της Δύσης. Και μόνο ειρωνικά μπορούμε να «απελευθερώσουμε» έναν κόσμο όπου για να εργαστείς, να μετακινηθείς, να ζήσεις, αναγκάζεσαι να γίνεις πειραματόζωο για τις φαρμακευτικές εταιρείες. έναν κόσμο στον οποίο όσοι αντιτίθενται ή αμφιβάλλουν φιμώνονται βάναυσα, διαπομπεύονται, διώκονται· όπου ένα σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής κατεδάφισης ορίζεται ως «έκτακτη ανάγκη για την υγεία», όπου οι βομβαρδισμοί ονομάζονται «ειρηνευτικές επιχειρήσεις».

Αν ήμουν ο Mazdeo, θα έλεγα ότι ο κόσμος μας κυριαρχείται από το Angra Mainyu, το πνεύμα του ψεύδους. Ένας Χριστιανός θα το έλεγε αυτό υπό τη δικαιοδοσία του Σατανά, του μεγάλου ψεύτη. Φυσικά, η ειλικρίνεια δεν ήταν ποτέ καθολική αρετή, και ο πολιτικός ψεύδεται καθώς αναπνέει, ξέρετε. Αλλά σήμερα είναι η ίδια η φύση της σκέψης που παραποιείται. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι πλέον ανίκανοι να διακρίνουν το αληθινό από το ψεύτικο. Ακόμα και η ειρήνη που απαιτούν οι άνθρωποι είναι μια ψεύτικη ειρήνη, μια μάσκα για ένα σύστημα που είναι από τη φύση του ψέμα και δολοφόνος. Ψεύτικες όπως οι τεχνητές οικογένειές μας, όπως η φιλανθρωπία των μεγάλων τοκογλύφων. Ψεύτικο όπως το φάρμακό μας, απλή αφαίρεση των συμπτωμάτων που χρησιμοποιεί για να κρύψει το κακό. Ψευδής ως γνώση μας, η οποία μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από την αλήθεια.

Εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν την αλήθεια σήμερα προσπαθούν στην πραγματικότητα να διαρρήξουν την οντολογική σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, η οποία είναι η πηγή και το θεμέλιο της αλήθειας. Αυτοί που λένε ψέματα σκοτώνουν την πραγματικότητα. Είμαστε τυλιγμένοι σε φανταστικές αναπαραστάσεις, οι οποίες αντιφάσκουν με το πραγματικό ον για να βάλουν σκιές και simulacra, εικονικές υπάρξεις, στη θέση του. Η ίδια η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, με τις μεσσιανικές ελπίδες της, είναι μόνο μια ανάποδη εικόνα. Αν το τακτοποιούσαμε, θα βλέπαμε σε αυτό την υποστροφή και την αμηχανία της ψυχής. Και η λατρεία του κέρδους, που υπόσχεται απατηλούς παραδείσους και απατηλή λύτρωση, ξεριζώνει από τις καρδιές κάθε αληθινή θρησκευτικότητα και την αντικαθιστά με τον μονοθεϊσμό των κοπράνων του χρήματος.

Η εσχατολογία της Δύσης φαίνεται έτσι να επιτυγχάνεται μέσω μιας σκατολογικής μεταμόρφωσης. Οι πληροφορίες μας είναι ένας σκοτεινός υπόνομος (επειδή «αυτός που κάνει κακό δεν αγαπά το φως»). Ο πολιτισμός μας καλύπτεται από σατανικά περιττώματα. Πολλοί από τουςmaîtres à penserμας, οι αρχηγοί των κρατών μας, οι θρησκευτικοί ηγέτες μας, είναι κραυγαλέες εκκενώσεις του κακού. Ο πολιτισμός μας είναι τώρα ο αποχετευτικός αγωγός της σκέψης, οι προοδευτικές αυταπάτες του εκπέμπουν τη δυσωδία της αποσύνθεσης. Ένα κοπάδι χαρτοποιών, αυλικών, πολιτικών, πλουτοκρατών, το έχει βυθίσει με τα περιττώματα του, όπως τα βόδια στους στάβλους του Αυγεία, και ίσως μόνο ένας πόλεμος που κατακλύζει με τα ποτάμια του αίματος του μπορεί να καθαρίσει.

Και έτσι, pereat mundus, fiat veritas; Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύο χάσματα. Η υπόθεση μιας σύγκρουσης με αποκαλυπτικό δυναμικό είναι τρομακτική. Αλλά ακόμη πιο τρομερή είναι η σκέψη ότι η σατανική δύναμη της Δύσης θα επικρατήσει και θα εξολοθρεύσει τις λίγες δυνάμεις που εξακολουθούν να αντιστέκονται σε αυτήν. Όλη η αλήθεια τότε θα εξοριζόταν και κάθε άνθρωπος, για να ζήσει, θα έπρεπε να δώσει τη συγκατάθεσή του στο Ψέμα. Ο κόσμος θά έμενε τυλιγμένος σε ένα νοσηρό κάλυμμα ψεμάτων, πιο τοξικό από ραδιενεργό σύννεφο. Επομένως, το καθήκον μας είναι να «δίνουμε μαρτυρία για την αλήθεια». Πρέπει να αναζητάμε, να υπηρετούμε, να τιμούμε την αλήθεια. Αυτή είναι σήμερα η μεγάλη αναδιοργάνωση και η μόνη δυνατή επανάσταση.

Οδοιπορικό στή Θεία Κωμωδία του Νέας Ιωνίας Γαβριήλ στη σουίτα του γηπέδου της ΑΕΚ, με Μελισσανίδη και Τσούνη.

σ.σ. Δείτε τον Νέας Ιωνίας Γαβριήλ, αυτόν που είπε ότι ο Χριστός έβαλε το πάθος της ομοφυλοφιλίας στους ανθρώπους, να παίζει σφαλιάρες με τον Τσούνη, τον πρέσβη της Αμερικής που προωθεί στην Ελλάδα την ατζέντα της ομοφυλοφιλίας.

Γλέντια και χαρές για τον εκλεκτό των αμερικάνων Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας Γαβριήλ την κατανυκτική περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο οποίος προορίζεται λέει κάποια στιγμή να μας κατσικωθεί και ως αρχιεπίσκοπος. Αλλά ‘θα τον επιλέξει το Άγιο Πνεύμα’ και οι ευλαβείς βλαμμένοι ‘θα πρέπει να του κάνουνε υπακοή’.

Έχει ζήσει χειρότερες στιγμές η Εκκλησία της Ελλάδος;

FACEBOOK


 Πύρινος Λόγιος : Επιτέλους! Τι συμβαίνει με την Γερόντισσα Γαβριηλία; Αγία της Ορθοδοξίας ή «Αγία» του Οικουμενισμού;

Θεόφιλος Παπαδόπουλος

Αντί Επιλόγου

Τα βιβλία της Γερόντισσας Γαβριηλίας, δείχνουν μιαν άλλη, εναλλακτική και light εικόνα του Μοναχισμού και της έννοιας της Πίστης, όπως ακριβώς την διδάχθηκε μέσα στην «Εκκλησία της Συμφιλίωσης» της γαλλικής κοινότητας Taize, μέσα από τις «περίεργες» επισκέψεις της στις Ινδίες ή τις συναναστροφές που είχε με ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες.


Πύρινος Λόγιος : Επιτέλους! Τι συμβαίνει με την Γερόντισσα Γαβριηλία; Αγία της Ορθοδοξίας ή «Αγία» του Οικουμενισμού; /// Η αγία Γαβριηλία για τις ανατολικές θρησκείες. – Οδοιπορούντες Αγίου Συμεών Του Νέου Θεολόγου (wordpress.com)

O ΑΓΑΠΗΤΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΕΚΑΝΕ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΕΒΓΑΛΕ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΔΕΚΤΟ; 

ΔΕΝ ΘΑΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΣΑ ΠΕΡΑΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥ;  ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΣΑΣ;

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΦΡΟΥΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ.

θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια.

                         

Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

Πατέρα Βασίλειε, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ρωτήσω μιὰ προσωπική μου ἀπορία. Μιλήσατε γιὰ τὴν ταπείνωσι σ' ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, εἴτε εἶναι μοναχὸς εἴτε ὄχι, καὶ θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ γιὰ τὸν ἐγωϊσμό, γιὰ τὴ λεπτὴ διάκρισι ἀνάμεσα στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια. Γιατὶ πολλὲς φορὲς τὰ συγχέουμε αὐτὰ τὰ πράγματα. Προσπαθοῦμε νὰ φανοῦμε ταπεινοί, καὶ κάπου ἐγὼ προσωπικὰ μπερδεύομαι σ' αὐτό.
π. Βασίλειος: Νομίζω ὅτι ἕνας ταπεινὸς εἶναι φύσει ἀξιοπρεπής. Καὶ πάλι τὸ λέει ὁ ᾽Αββᾶς ᾽Ισαάκ: Οἱ δὲ «ταπεινόφρονες καὶ νοήμονες» ἐνεργοῦν ἔτσι. ῾Ο ταπεινόφρων εἶναι νοήμων. ῾Ο ὑπερήφανος εἶναι κουφιοκεφαλάκης. ∆ὲν τὸ καταλαβαίνουμε; Μά, νομίζω ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα τὰ ψηλαφοῦμε. Πολλοὶ μιλοῦν γιὰ τὴν ταπείνωσι, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ μέγας μυσταγωγὸς στὸ μυστήριο τῆς ταπεινώσεως εἶναι ὁ ἀββᾶς ᾽Ισαάκ. Καὶ λέει: «Ὅταν πάω νὰ μιλήσω γιὰ ταπείνωσι, φοβᾶμαι μιὰ καὶ πάω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, τὴν ταπείνωσι ἐνεδύθη ὡς ἱμάτιον». Καὶ ἡ ταπείνωσι μᾶς κάνει κατὰ χάριν υἱοὺς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ταπείνωσι φέρνει τὴν πρώτη χάρι τῆς υἱοθεσίας, καὶ νοιώθει μετὰ ὁ καθένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια θηρία, ὅτι ἐδῶ πέρα ἔχουν διὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ταπεινοῦ τὴ φανέρωσι τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Καὶ παίρνει ὁ καθένας ἄνθρωπος πονεμένος καὶ πληγωμένος (ὁ καθένας μας ἔχει τὸ πλήγωμά του μέσα του) μιὰ παρηγοριὰ καὶ μιὰ δύναμι.
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία. Τὸ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ᾽Εκκλησία, ὅπως εἴπαμε, μὲ τὴ γνῶσι στὶς τρεῖς βαθμίδες της, ποὺ ἀρχίζει ἡ μὲ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ τρόπο ἄσκησι τῆς ἀρετῆς, καὶ μετὰ φτάνει στὴν ἀνάπαυσι, ποὺ εἶναι ἡ πρόγευσι τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Τὸ νὰ μποῦμε λοιπὸν μέσα στὴ ζωὴ τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι ἕνα πράγμα σωματικὸ καὶ ψυχικό. ῾Ο Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων.
Γι᾽ αὐτό, νομίζω, ἔχει σημασία νὰ ζῶ στὸν φυσιολογικὸ χῶρο. ∆ηλαδή, ἂν τυχὸν θέλω νὰ γίνω μοναχός, δὲν μπορῶ νὰ μὴν πάω στὸ ῞Αγιο ῎Ορος. ∆ηλαδὴ πρέπει νὰ πάω στὸ μοναστήρι. ∆ὲν μπορῶ νὰ μένω σ' ἕνα διαμέρισμα τῆς ὁδοῦ Πατησίων. Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος, μὲ τὶς ἀκολουθίες, μὲ τὶς εἰκόνες, μὲ βοηθάει. Καὶ ἔτσι νοιώθω ὅτι, ὅταν εἶμαι στὸ κελλί μου, στὸν κῆπο, βρίσκομαι μέσα στὴ χάρι τῆς Παναγίας, μέσα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπως ἐδῶ πέρα εἶναι μεγάλη εὐλογία, καὶ τὄχω πῆ ἔτσι τόσες φορές, ὅτι δὲν ὑπῆρχε καλύτερος τόπος γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντησι τὸν 'Ιούλιο τοῦ 1989, παρά, ὅπως εἰπώθηκε στὴν ἀρχή, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς Παναγίας. ῾Υπάρχει αὐτὸ τὸ περιβάλλον ποὺ μᾶς βοηθάει νὰ πετύχουμε τὴ συνάντησι καὶ τὴν ἐπικοινωνία ποὺ ἐπιδιώκει τὸ συνέδριο. Τὸ ῎Ορος λοιπὸν βοηθάει.
'Αλλὰ λές: Γιατὶ νὰ εἶμαι ἐγὼ ἐδῶ πέρα, καὶ νὰ βασανίζωνται οἱ ἄλλοι; Νὰ σᾶς πῶ ποιὸ λυπήθηκα; Λυπήθηκα τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου.
Εἶχα πάει ἕνα χειμώνα στὴ Ρόδο, καὶ μὲ πῆγαν στὴ Λίνδο. Τὸ χωριὸ στὴν πλαγιὰ τοῦ λόφου. Στὴν κορυφὴ ὁ ἀρχαῖος ναὸς καὶ τὰ ἐρείπια. Κάτω τὸ στρογγυλὸ λιμανάκι. ῞Ενα πράμα σὰν ζωγραφιά. Τὰ σπίτια ὄμορφα, λιθόστρωτοι οἱ δρόμοι, ἡ δὲ ἐκκλησία πανάγια. Μιὰ βασιλικὴ κατάγραφη, μὲ ἕνα δάπεδο ἀπὸ βότσαλα τὰ ὁποῖα ἔχουν μὲ τὸν χρόνο πάρει ἕνα κυματισμό. Τὸ τέμπλο ξύλινο, καλοδουλεμένο, μὲ εἰκόνες ἀνάλογες.῾Οπότε, λές: Νὰ γεννηθοῦν παιδιὰ ἐδῶ πέρα, νὰ παίξουν, νὰ γυρίσουν (σὰν τὸν Παναγιώτη, τὸν Λευτέρη καὶ τὴ Μαρίνα). Νὰ τρέξουνε στὴν πλατεία, νὰ πᾶνε στὸ λιμανάκι, νὰ βγοῦνε στὴν κορυφή, νὰ παρακολουθήσουν τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα στὸν ναὸ αὐτό. Τέλεια. ∆ὲν χρειάζονται καὶ πολλὲς διδασκαλίες. ῎Ηδη αὐτὸ τὸ περιβάλλον εἶναι μιὰ μήτρα θεουργικὴ ποὺ πλάθει σωστὰ τὸν ἄνθρωπο.
῾Η παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ λέει ὅτι ὁ νεώτερος υἱὸς ἔκανε ἐπανάστασι, ζήτησε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν πατέρα «τὸ ἐπιβάλλον μέρος» τῆς περιουσίας του καὶ ἀπεδήμησε σὲ χώρα μακρινή.
Μὲ τὸ παιδὶ τῆς Λίνδου, τώρα, τί ἔγινε; ∆ὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀλλὰ ἡ χώρα ἡ μακρινὴ ἦρθε στὸ σπίτι καὶ κατέκτησε τὸ σπίτι. Καὶ οἱ δρόμοι γέμισαν ἀπὸ γυμνοὺς καὶ γυμνές, ἀπὸ ἀνοήτους. Καὶ ἔχουμε ἕνα συνωστισμό, σὰν τὴν ὥρα αἰχμῆς στὸ λεωφορεῖο, ποὺ δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ μπῆ μέσα.῾Οπότε, λέει τὸ παιδί: Τί θὰ κάνω ἐγὼ ἐδῶ πέρα; Ποῦ εἶναι ἡ Λειτουργία, ποῦ εἶναι ἡ ᾽Εκκλησία, ποῦ εἶναι τὸ παιχνίδι, ποῦ εἶναι ἡ θάλασσα; Χάθηκαν ὅλα. ῾Οπότε, γιὰ νὰ μείνης στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ βγῆς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασι ἡ σημερινή.
᾽Αλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γι' αὐτά, πρὶν μιλήσω γιὰ τὴ δύναμι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ᾽Ορθοδοξία καὶ δίδει τὴ λύσι. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι ποὺ τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ θέλει, ὄχι ἁπλῶς τὴν καλοσύνη, ἀλλὰ νὰ φθάση στὴ θέωσι. Καὶ μεῖς εἴμαστε ἀνίκανοι καὶ γιὰ τὴν καλοσύνη. ∆ὲν τὸ ξέρετε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε οὔτε καλοί; Καὶ τότε, γιατὶ μιλᾶμε γιὰ τὴ θέωσι; ∆ιότι τὸ ἐπιθυμοῦμε, τὸ ζητᾶμε αὐτό, καὶ μᾶς τὸ δίδει ὁ Θεὸς χάρισμα, ὅταν κάνουμε ὑπομονή. Καὶ οἱ Ἅγιοι ποὺ τὸ πέτυχαν, τὸ πέτυχαν καὶ γιὰ χάρι μας. Αὐτοὶ εἶναι μιὰ εὐλογία γιὰ μᾶς, καὶ ἐλπίζουμε στὶς πρεσβεῖες τους.
῾Οπότε, δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευώμαστε, καὶ ὅλα τὰ προβλήματα θὰ λυθοῦν μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Καὶ θὰ σωθοῦμε μὲ τὴν ᾽Ορθοδοξία. Πῶς; Μὲ τὸ νὰ κάνη ὁ καθένας τὸ διακόνημά του σωστά. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ γίνεται τώρα, μὲ τὴ συνάντησι αὐτή, εἶναι ἕνα βῆμα. Τὰ περισσότερα θὰ γίνουν μόνα τους, ἂν τυχὸν ἔχουμε αὐτιὰ καὶ ἀκούσουμε τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Πάντως ἐγὼ πάλι θέλω νὰ ἐπαναλάβω τὴν εὐχαριστία ἐκ μέρους ὅλων μας γιὰ τὴν ὁμάδα τῆς Σύρου ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴ μικρὴ συνάντησι, αὐτὲς τὶς μικρὲς συναντήσεις· καί, ἐπειδὴ εἶναι μικρές, εἶναι σημαντικὲς καὶ μεγάλες.

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Η αγία Γαβριηλία για τις ανατολικές θρησκείες

 

Αγία Γαβριηλία (1897-1992).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Σε μια εποχή που οι Έλληνες «φλέρταραν» με την τόση ξένη για το πνεύμα μας ινδική φιλοσοφία, η κυρία Μ.Κ. άσχετη τότε με το τι πραγματικά είναι η Ορθοδοξία, ρώτησε την γερόντισσα ποια η διαφορά μας από τους Ινδούς.

Η γερόντισσα απάντησε έξυπνα και κάπως αινιγματικά, αλλά επί της ουσίας:
«Εμείς οι Έλληνες, όταν γεννιόμαστε στην κούνια μας ακόμη, πνίγουμε τα φίδια. Και όταν μεγαλώσουμε και συναντήσουμε τον Θεό, γινόμαστε τόσοι δα! Οι Ινδοί γεννιούνται στην άκρη του δρόμου, κάτι κουρελάκια. Και όταν μεγαλώσουν και συναντήσουν τον Θεό, νομίζουν ότι είναι οι ίδιοι Θεοί»!

Σε άλλους πάλι που ήταν μπερδεμένοι και νόμιζαν ότι μπορούν εύκολα και ανώδυνα να ασχοληθούν με την ινδική φιλοσοφία και θρησκεία ήταν απόλυτη:
«Τι δουλειά έχουμε εμείς με διάφορες ξένες φιλοσοφίες που δεν ταιριάζουν στην φιλοσοφία και την ψυχοσύνθεσή μας»;

Θεωρούσε και θέμα αξιοπρέπειας, ειδικά για μας τους Έλληνες, που είχαμε ένα πολύ υψηλού πολιτισμού παρελθόν και είμαστε πιο έτοιμοι να αφομοιώσουμε την χριστιανική διδασκαλία, να μην ασχολούμαστε με αυτές τις ξένες προς εμάς φιλοσοφίες.

Έλεγε, επίσης:
«Εμείς που γνωρίζουμε τον Χριστό αλλά ψάχνουμε σε ανατολικές φιλοσοφίες ή σε τεχνικές όπως η γιόγκα είναι σαν να έχουμε τελειώσει το Πανεπιστήμιο και ζητάμε πάλι να πάμε στο δημοτικό».

Από το βιβλίο η «Γερόντισσα της χαράς, Μοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη», της Μοναχής Φιλοθέης, Ηγουμένης Ιερού Ησυχαστηρίου «Παναγία των Βρυούλων».

Πῶς πρέπει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του ὅποιος ζεῖ μέσα στὸν κόσμο.

                            


Πῶς πρέπει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του ὅποιος ζεῖ μέσα στὸν κόσμο.(1)
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ


Ψυχὴ ὅλων τῶν ἀσκήσεων, ποὺ γίνονται γιὰ τὸν Κύριο, εἶναι ἡ προσοχή. Δίχως προσοχή, ὅλες αὐτὲς οἱ ἀσκήσεις εἶναι ἄκαρπες, νεκρές. Ὅποιος ποθεῖ τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ μάθει νὰ προσέχει ἄγρυπνα τὸν ἑαυτό του, εἴτε ζεῖ στὴ μόνωση εἴτε ζεῖ μέσα στὸν περισπασμό, ὁπότε καμιὰ φορά, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, παρασύρεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες.

Ἂν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ γίνει τὸ ἰσχυρότερο ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς, τότε πιὸ εὔκολα θὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο στὴν ἡσυχία τοῦ κελιοῦ μας ὅσο καὶ μέσα στὸν θόρυβο ποὺ μᾶς κυκλώνει ἀπὸ παντοῦ.

Στὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς πολὺ συμβάλλει ἡ συνετὴ μετρίαση τῆς τροφῆς, ποὺ μειώνει τὴ θέρμη τοῦ αἵματος. Ἡ αὔξηση αὐτῆς τῆς θέρμης ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά, ἀπὸ τὴν ἔντονη σωματικὴ δραστηριότητα, ἀπὸ τὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς, ἀπὸ τὸ μεθύσι τῆς κενοδοξίας καὶ ἀπὸ ἄλλες αἰτίες προκαλεῖ πολλοὺς λογισμοὺς καὶ φαντασιώσεις, δηλαδὴ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἅγιοι πατέρες σ’ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ προσέχει τὸν ἑαυτὸ του συστήνουν πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴ μετρημένη, διακριτικὴ καὶ διαρκῆ ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφὲς (2).

Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνο πρόκειται γιὰ μιὰ προεικόνιση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ περιμένει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, νὰ κατευθύνεις τὶς σκέψεις σου στὸν Θεό. Νὰ προσφέρεις σὰν θυσία σ’ Ἐκεῖνον τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ σου, ὅταν αὐτὸς δὲν ἔχει ἀκόμα προσλάβει καμιὰ μάταιη ἐντύπωση.

Ἀφοῦ ἱκανοποιήσεις ὅλες τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ὅπως κάθε ἄνθρωπος ποὺ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, διάβασε μὲ ἡσυχία καὶ αὐτοσυγκέντρωση τὸν συνηθισμένο προσευχητικό σου κανόνα. Φρόντισε ὄχι τόσο γιὰ τὴν ποσότητα ὅσο γιὰ τὴν ποιότητα τῆς προσευχῆς. Αὐτὸ σημαίνει νὰ προσεύχεσαι μὲ ἀπόλυτη προσοχή. Ἔτσι θὰ φωτιστεῖ καὶ θὰ ζωογονηθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ θεία παρηγοριά.

Μετὰ τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς, προσπαθώντας πάλι μ’ ὅλες σου τὶς δυνάμεις γιὰ τὴ διατήρηση τῆς προσοχῆς, νὰ διαβάζεις τὴν Καινὴ Διαθήκη, κυρίως τὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάζοντας, νὰ σημειώνεις μὲ ἐπιμέλεια τὶς παραγγελίες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κατευθύνεις σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὅλες σου τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, φανερὲς καὶ κρυφές.

Ἡ ποσότητα τῆς μελέτης ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου καὶ ἀπὸ τὶς περιστάσεις. Δὲν πρέπει νὰ βαραίνεις τὸν νοῦ σου μὲ ὑπέρμετρη ἀνάγνωση προσευχῶν ἤ τῆς Γραφῆς. Δὲν πρέπει, ἐπίσης, νὰ παραμελεῖς τὶς ὑποχρεώσεις σου γιὰ νὰ προσευχηθεῖς ἤ νὰ μελετήσεις περισσότερο. Ὅπως ἡ ἄμετρη χρήση ὑλικῆς τροφῆς προκαλεῖ διαταραχὲς στὸ στομάχι καὶ τὸ ἐξασθενίζει, ἔτσι καὶ ἡ ἄμετρη χρήση πνευματικῆς τροφῆς ἐξασθενίζει τὸν νοῦ, τοῦ προκαλεῖ ἀποστροφὴ πρὸς τὶς εὐσεβεῖς ἀσκήσεις καὶ τοῦ φέρνει ἀθυμία (3).

Στὸν ἀρχάριο οἱ ἅγιοι πατέρες συστήνουν νὰ προσεύχεται συχνὰ ἀλλὰ σύντομα. Ὅταν ὁ νοῦς ὡριμάσει πνευματικὰ καὶ δυναμώσει, τότε θὰ μπορεῖ νὰ προσεύχεται ἀδιάλειπτα. Σὲ τέτοιους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν γίνει ὥριμοι, φτάνοντας στὰ μέτρα τῆς τελειότητας τοῦ Χριστοῦ (4), ἀναφέρονται τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ἐπιθυμῶ νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο καὶ νὰ σηκώνουν στὸν οὐρανὸ χέρια καθαρὰ (ἀπὸ κάθε μολυσμό), δίχως ὀργὴ καὶ λογισμοὺς» (5), δηλαδὴ δίχως ἐμπάθεια, περισπασμὸ ἤ μετεωρισμό. Γιατί αὐτὸ ποὺ εἶναι φυσικὸ γιὰ ἕναν ἄνδρα, δὲν εἶναι ἀκόμα φυσικὸ γιὰ ἕνα νήπιο.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος φωτιστεῖ ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μέσω τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μελέτης, μπορεῖ νὰ ἐπιδοθεῖ στὶς καθημερινές του ἀσχολίες, προσέχοντας ὥστε σ’ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια του, σ’ ὅλη τὴν ὕπαρξή του νὰ κυριαρχεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ τὸ πανάγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἐξηγήθηκε στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές.

Ἂν στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ὑπάρχουν ἐλεύθερες στιγμές, χρησιμοποίησέ τες γιὰ νὰ διαβάσεις μὲ προσοχὴ μερικὲς ἐπιλεγμένες προσευχὲς ἤ περικοπὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐνισχύοντας ἔτσι τὶς ψυχικές σου δυνάμεις, ποὺ ἔχουν ἐξασθενήσει ἀπὸ τὶς διάφορες δραστηριότητες μέσα στὸν πρόσκαιρο κόσμο. Ἂν τέτοιες χρυσὲς στιγμὲς δὲν ὑπάρχουν, νὰ λυπᾶσαι γι’ αὐτό, ὅπως ἂν εἶχες χάσει θησαυρό. Ὅ,τι χάθηκε σήμερα δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ καὶ αὔριο, γιατί ἡ καρδιὰ μας εὔκολα παραδίνεται στὴ ραθυμία καὶ τὴ λήθη. Ἀπ’ αὐτές, πάλι, γεννιέται ἡ σκοτεινὴ ἄγνοια, ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου (6).

Ἂν συμβεῖ νὰ πεῖς ἤ νὰ κάνεις κάτι ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε χωρὶς καθυστέρηση διόρθωσε τὸ σφάλμα σου μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια. Μὲ τὴ μετάνοια νὰ ἐπιστρέφεις πάντα στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξεφεύγεις ἀπ’ αὐτόν, καταφρονώντας τὸ θεῖο θέλημα. Μὴ μένεις γιὰ πολὺ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ! Στὶς ἁμαρτωλὲς σκέψεις καὶ φαντασιώσεις καὶ στὰ ἐμπαθῆ αἰσθήματα νὰ ἀντιπαραθέτεις μὲ πίστη καὶ ταπείνωση τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο πατριάρχη Ἰωσήφ: «Πῶς μπορῶ νὰ κάνω αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ ν’ ἁμαρτήσω μπροστὰ στὸν Θεό;» (7).

Ὅποιος προσέχει τὸν ἑαυτὸ του πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖ γενικὰ κάθε φαντασίωση, ὅσο ἑλκυστικὴ καὶ εὔσχημη κι ἂν φαίνεται αὐτή. Κάθε φαντασίωση εἶναι περιπλάνηση τοῦ νοῦ ὄχι στὴν περιοχὴ τῆς ἀλήθειας ἀλλὰ στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων, ποὺ δὲν ὑπάρχουν οὔτε πρόκειται νὰ ὑπάρξουν καὶ ποὺ πλανοῦν τὸν νοῦ, ἐμπαίζοντάς τον. Συνέπειες τῶν φαντασιώσεων εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς προσοχῆς, ὁ σκορπισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ διαταραχὴ τῆς ψυχῆς.

Τὸ βράδυ, ὅταν πηγαίνεις γιὰ ὕπνο - πού, μετὰ τὴν ἐγρήγορση τῆς ἡμέρας καὶ σὲ σύγκριση μ’ αὐτήν, προεικονίζει τὸν θάνατο -, νὰ ἐξετάζεις τὶς πράξεις ποὺ ἔκανες ὅσο ἤσουνα ξύπνιος. Ἕνας τέτοιος αὐτοέλεγχος δὲν εἶναι δύσκολος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ προσεκτικά. Γιατί ἡ προσοχὴ ἐξαφανίζει τὴ λήθη, ποὺ εἶναι φαινόμενο τόσο συνηθισμένο σ’ ὅποιον ἔχει περισπασμούς. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ θυμηθεῖς ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔκανες στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, εἴτε μὲ πράξεις εἴτε μὲ λόγια εἴτε μὲ σκέψεις, ἐγκάρδια πρόσφερε γι’ αὐτὲς τὴ μετάνοιά σου στὸν Θεό, ἔχοντας τὴ διάθεση τῆς διορθώσεως. Μετὰ διάβασε τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς σου. Τέλος, κλεῖσε τὴν ἡμέρα σου ὅπως τὴν ἄρχισες, δηλαδὴ μὲ θεϊκοὺς λογισμούς.

Τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, ποῦ πᾶνε ὅλες οἱ σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματά του; Τί μυστικὴ κατάσταση εἶναι αὐτὴ τοῦ ὕπνου, κατὰ τὴν ὁποία τόσο ἡ ψυχὴ ὅσο καὶ τὸ σῶμα ζοῦν καὶ συνάμα δὲν ζοῦν, ἀποξενωμένα καθὼς εἶναι ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς, σὰν νεκρά; Ἀκατανόητος εἶναι ὁ ὕπνος, ὅπως καὶ ὁ θάνατος. Ὅπως στὴν αἰώνια ἀνάπαυση, ἔτσι καὶ στὴν πρόσκαιρη τοῦ ὕπνου ἡ ψυχὴ ξεχνάει ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μεγάλες πίκρες, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ φοβερὲς ἐπίγειες συμφορές.

Καὶ τὸ σῶμα;!… Ἀφοῦ σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο, ὁπωσδήποτε θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

Ὁ μεγάλος ἀββὰς Ἀγάθων εἶπε: «Εἶναι ἀδύνατο νὰ προκόψουμε στὴν ἀρετή, ἂν δὲν προσέχουμε ἄγρυπνα τὸν ἑαυτὸ μας» (8). Ἀμήν.

Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov

1. Συντάχθηκε γιὰ ἕναν εὐσεβῆ λαϊκὸ ποὺ ἤθελε νὰ ζεῖ προσεκτικὰ μέσα στὸν κόσμο.
2. Βλ Ὁσίου Φιλόθεού του Σιναΐτου, Νηπτικὰ κεφάλαια Μ’, γ’. ιε’.
3. Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, ΚΓ’, 16-17.
4. Πρβλ. Ἐφ. 4:13.
5. Α’ Τιμ. 2:8.
6. Πρβλ. Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ. Ἐπιστολὴ πρὸς Νικόλαον μονάζοντα Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Βιβλίον Α’, Περὶ ἐμπράκτου γνώσεως.
7. Γεν. 39:9
8. Πρβλ Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Ἀγάθων, ἀπόφθεγμα η’.

Ο απών Θεός (1)

  Ο απών Θεός

The Absent God
Susan Anima Taubes, Journal of Religion, 1955

Όταν ο Nietzsche ανακοίνωσε πως ο Θεός ήταν νεκρός, είχε φυτέψει τον σπόρο ενός νέου είδους αθεϊσμού, ο οποίος έγινε το κύριο θέμα των Ευρωπαίων στοχαστών τού αιώνα μας. Την πιο ξεκάθαρη έκφρασή του βρήκε ο νέος αυτός αθεϊσμός στις σημειώσεις της Γαλλίδας φιλοσόφου-μυστικού-αγίας, της Simone Weil, οι οποίες εκδόθηκαν μετά τον θάνατο της. Ο αθεϊσμός, που συνήθως χρησιμοποιήθηκε ως κατηγορία εναντίον σκεπτικιστών, άπιστων ή απλώς αδιάφορων, κατέληξε να σημαίνει την θρησκευτική εμπειρία του θανάτου του Θεού. Η απουσία τού Θεού από τον κόσμο, σε όλα του τα στρώματα και τις κατηγορίες, κατά παράδοξο τρόπο και δια της διαλεκτικής άρνησης, κατέστη το σημάδι του Θεού. Η απουσία του Θεού γεννά ένα μυστικιστικό αθεϊσμό, μια θεολογία της θείας απουσίας και ανυπαρξίας, της θεϊκής αδυναμίας, μη επεμβάσεως και αδιαφορίας.
Ο θρησκευτικός αθεϊσμός διαφέρει από τον κοσμικό αθεϊσμό, στο εξής σημείο: ο θρησκευτικός αθεϊσμός επενδύει τον φυσικό κόσμο, από τον οποίο έχει αποκλειστεί η θεϊκή παρουσία και πρόνοια, με θεολογική σημασία. Αυτός που αναζητά τον Θεό, και δεν Τον βρίσκει μέσα στον κόσμο, αυτός που υποφέρει από την άκρα σιωπή και μηδαμινότητα του Θεού, ζει ακόμα μέσα σε ένα θρησκευτικό σύμπαν: ένα σύμπαν, ουσιαστική σημασία του οποίου είναι ο Θεός, αν και η σημασία αυτή είναι θρυμματισμένη σε αντιφάσεις και αγωνιώδη παράδοξα. Ζει σε ένα σύμπαν παράλογο, ο παραλογισμός του οποίου όμως είναι σημαίνων, και η σημασία του είναι Θεός. Ο Θεός εννοημένος με αρνητικό τρόπο, εξηγεί τον κόσμο, εξηγεί την μηδαμινότητα του Θεού μέσα στον κόσμο. Η Simone Weil διατύπωσε με τον πιο τολμηρό τρόπο την θέση του θρησκευτικού αθεϊσμού: μπορεί να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη (existence) του Θεού, χωρίς να αρνείται την πραγματικότητά (reality) του. Η απουσία του Θεού δεν είναι μια παροδική ασθένεια την οποία επέφερε η αμαρτωλότητα μιας γενιάς, όπως όταν ο προφήτης Ησαΐας θρηνεί πως ο Θεός απεστράφη τον λαό Του και έκρυψε το πρόσωπο Του από τον άνθρωπο. Έτσι δείχνει την πεποίθηση του, πως υπήρχε κάποτε καιρός, όταν ο Θεός ήταν παρών, και ότι θα έρθει πάλι καιρός, όταν θα δείξει το πρόσωπο Του πάλι. Η Simone Weil γενίκευσε την ιστορική εμπειρία του θανάτου του Θεού και την κατέστησε θεολογική αρχή. Τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του Θεού είναι η απουσία τής σχέσης του με τον κόσμο, η σιωπή του και η μηδαμινότητα (nothingness). Ο Θεός μπορεί να είναι παρών σε εμάς μόνο με την μορφή της απουσίας του.Η κατάσταση την οποία ο Nietzsche αναπαρέστησε με την εικόνα του θανάτου του Θεού, αναδύθηκε μετά από διάφορες επαναστάσεις της συνείδησης, κάθε μια από τις οποίες (επαναστάσεις) διακήρυττε μια συγκεκριμένη πρόκληση για τον Χριστιανισμό. Τα θέματα των κινημάτων αυτών ξεκινούν από την κριτική διερεύνηση της ιερής ιστορίας του Χριστιανισμού και φτάνουν στον θρυμματισμό της πίστης στην θεία πρόνοια, όπως αυτή φαίνεται στην ηθική καταστροφή του 20ου αιώνα. Στην ηθική αυτή καταστροφή περιλαμβάνονται: η επιστημονική-τεχνολογική μεταμόρφωση τού ιεραρχικά δημιουργημένου σύμπαντος σε μια τυφλή μηχανική διαδικασία. Η εμπειρική διερεύνηση των θρησκειών του κόσμου, πράγμα που οδηγεί στην σχετικοποίηση του χριστιανικού δόγματος και των θεσμών του Χριστιανισμού. Η βαθμιαία υπόσκαψη της πίστης, πρώτα με την μαρξιστική θεωρία, που παρουσίασε την θρησκεία ως πολιτική ιδεολογία. Αργότερα, με την ψυχολογική και ψυχαναλυτική θεωρία, που μείωσε την «θρησκευτική εμπειρία» σε συμπεριφοριστικές και υποκειμενικές κατηγορίες. Η επιστημονική σύλληψη του σύμπαντος και η κριτική διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης και κοινωνίας μείωσαν τα θρησκευτικά «σύμβολα» σε χρήσιμα ή άχρηστα, επικίνδυνα ή θεραπευτικά, επινοήματα.
Η προέλαση του οπτιμιστικού ουμανισμού συνοδεύτηκε ήδη εξ’ αρχής, από ανησυχίες, οι οποίες ωρίμασαν υπό την επίδραση των πολιτικών και οικονομικών συμβάντων των τελευταίων δεκαετιών, σε οξεία αγωνία και απελπισία. Η τελευταία κατάσταση εκδηλώθηκε ως γενική πείνα για θρησκεία στις μέρες μας.
Η Simone Weil δεν ήταν ούτε απολογητής της παραδοσιακής πίστεως, που προσπαθούσε να την προστατεύσει από τις υλιστικές επιθέσεις, ούτε φυγάς από το κενό και την σύγχυση του εκκοσμικευμένου κόσμου, που αναζητούσε καταφύγιο στο ανάχωμα ενός ορθόδοξου θρησκευτικού πλαισίου αναφοράς. Γεννημένη Ιουδαία, αρνήθηκε το βάπτισμα, επιλέγοντας να ταυτιστεί με την «τεράστια και άτυχη μάζα των απίστων». Προσπάθησε να αντιμετωπίσει την μοντέρνα πρόκληση στην αυθεντικότητα της θρησκευτικής ζωής, όχι δια της αμφισβητήσεως των προτάσεων της εμπειρικής επιστήμης, αλλά δια της αποδοχής τους. Η θανατοποίηση (mortification) του Θεού μέσα στον κόσμο καθίσταται θεολογικό σημείο εκκίνησης για την ζωή του πνεύματος εν Θεώ. Η Simone Weil ανακάλυψε την πραγματικότητα του Θεού στα φαινόμενα τα οποία έδειχναν πως εναντιώνονται σε αυτήν με τον πιο βίαιο τρόπο: στα μάταια βάσανα μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στην ματαιότητα της χειρωνακτικής εργασίας, στην επιβεβλημένη ανάγκη της ύλης, στην μηχανιστική συμπεριφορά της ανθρώπινης ψυχής. Και πέτυχε να επινοήσει θρησκευτικό λεξιλόγιο βασιζόμενη στις πιο ακραίες εμπειρίες της απουσίας του Θεού.
Η θεολογία η οποία αναδύεται από τις σημειώσεις της Simone Weil είναι εμποτισμένη από την σύγχρονη εμπειρία του αθεϊσμού. Και ενώ διαφώτισε τα βάθη της σύγχρονης ασθένειας και απανθρωπιάς με αλάνθαστη καθαρότητα διείσδυσης, τα χώρισε από τις ιστορικές τους αιτίες, και διατύπωσε την αδυναμία της εποχής ως θεολογική κατηγορία. Για τον λόγο αυτό, το ξερίζωμα, η γύμνια και η απελπισία του ανθρώπου σήμερα αποκαλύπτουν την θεμελιώδη ουσία του.
Η ασθένεια δεν δημιουργεί την ανθρώπινη μιζέρια, την αποκαλύπτει. Ακριβώς μέσα στην αιχμαλωσία και μείωση του ανθρώπου κατά την εποχή μας ανακαλύπτει την χριστιανική εικόνα του ανθρώπου. Περιγράφοντας την εμπειρία της στο εργοστάσιο της Renault, όπου εργάστηκε για ένα χρόνο, με σκοπό να βιώσει την μοίρα των εργατών, γράφει: «εκεί έλαβα για πάντα την σφραγίδα του σκλάβου, όπως τον καιρό που οι Ρωμαίοι σφράγιζαν με καυτό σίδερο το μέτωπο των πιο παραμελημένων τους σκλάβων. Από τότε θεωρώ τον εαυτό μου ως σκλάβο».
Μέσα από την εμπειρία της εργασίας στην βιομηχανία, όπου κορυφώνεται η απομόνωση του ατόμου και η απανθρωποποίηση του ανθρώπου, που εκδηλώνεται με την μείωση του σε απλό πράγμα, η Simone Weil οραματίστηκε τον Χριστιανισμό ως απάντηση στα βάσανα του ανθρώπου. «Εκεί μου γεννήθηκε ξαφνικά η πεποίθηση πως ο Χριστιανισμός είναι κατά κύριο λόγο θρησκεία των σκλάβων, σκλάβων που δεν τους βοηθά να είναι εκεί, και εγώ μεταξύ αυτών». Στην κόλαση του φασισμού και αθεϊσμού κατά τον 20ο αιώνα, τα χριστιανικά σύμβολα ανακτούν την σημασία τους. Απογυμνωμένος από την ανθρωπότητα του, ο άνθρωπος οραματίζεται τον εαυτό του ως σκλάβο. Η Simone Weil μιλά μέσα από την καρδιά της χριστιανικής εμπειρίας, όταν στην έσχατη γύμνια και ερείπωση του ανθρώπου, ανακαλύπτει την αυθεντική πνευματικότητα.
Είδε το μεγαλείο του Χριστιανισμού στο γεγονός πως δεν αναζητά μια υπερφυσική λύτρωση από τα βάσανα, αλλά μια υπερφυσική χρήση των βασάνων. Ο Χριστιανισμός της βέβαια, πάει μόνο μέχρι τον σταυρό, την εικόνα του σταυρωμένου και ταπεινωμένου Θεού. Στο «Γράμμα προς ένα ιερέα», όπου αναφέρεται στα εμπόδια που έχει για να μεταστραφεί στην καθολική πίστη, απορρίπτει ένα προς ένα όλα τα κύρια δόγματα της Εκκλησίας, που αναφέρονται στην ανάσταση, πρόνοια, αθανασία, στα θαύματα και στην εσχατολογία.

Συνεχίζεται

Jean-Paul Sartre - Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι περισσότερο άνθρωπος από τους άλλους ανθρώπους, διότι η ελευθερία είναι ομοίως άπειρη στον καθένα. Υπό αυτή την έννοια, κανείς δεν έδειξε καλύτερα από τον Καρτέσιο τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα της επιστήμης και στο πνεύμα της δημοκρατίας, διότι σε τίποτε άλλο δεν θα μπορούσαμε να θεμελιώσουμε την καθολική ψηφοφορία παρά μονάχα σε αυτή την καθολικά διαδεδομένη ικανότητα να λέμε όχι ή να λέμε ναί. Και αναμφίβολα μπορούμε να διαπιστώσουμε πολλές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων: ο ένας έχει μνήμη πιο εναργή, ο άλλος πιο διευρυμένη φαντασία, τούτος έχει την έφεση να κατανοεί ταχύτερα, κι εκείνος ασπάζεται ένα ευρύτερο πεδίο αλήθειας. Αυτές όμως οι ιδιότητες δεν είναι συστατικές της έννοιας του ανθρώπου: εδώ πρέπει να διακρίνουμε μόνο σωματικά συμβεβηκότα. Ενώ ο,τι μας χαρακτηρίζει ως ανθρώπινο ον, δεν είναι παρά ο τρόπος που ελεύθερα αξιοποιούμε αυτά τα χαρίσματα. Πράγματι, είναι άνευ σημασίας πόσο γρήγορα κατανοούμε κάτι, αφού η κατανόηση, όποτε και όπως κι αν προκύπτει, πρέπει για όλους να είναι πλήρης, ή να μην υφίσταται. Ο Αλκιβιάδης και ο δούλος, αν κατανοούν την ίδια αλήθεια, μοιάζουν απολύτως μεταξύ τους ως προς αυτό, ότι δηλαδή την κατανοούν. Με την έννοια αυτή, η κοινωνική θέση ενός ανθρώπου και η εξουσία που διαθέτει δεν μπορούν να επαυξήσουν ή να περιορίσουν την ελευθερία του. Ο Καρτέσιος, μετά τους στωικούς, κάνει εδώ μια κεφαλαιώδη διάκριση μεταξύ ελευθερίας και δύναμης. Να είσαι ελεύθερος, δεν σημαίνει διόλου να μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις εκείνο που μπορείς:

Το μόνο που βρίσκεται στην απόλυτη κυριαρχία μας είναι οι σκέψεις μας – τουλάχιστον εκλαμβάνοντας τη λέξη «σκέψη» όπως κάνω εγώ, για όλες τις διεργασίες της ψυχής, έτσι ώστε όχι μόνο οι στοχασμοί και οι θελήσεις, αλλά ακόμη και οι λειτουργίες της όρασης, της ακοής, η απόφαση να κάνεις μια κίνηση έναντι μιάς άλλης κ.λπ., στο βαθμό που εξαρτώνται από αυτήν, να είναι σκέψεις... Δεν ήθελα διόλου να ισχυριστώ εδώ πως τα εξωτερικά πράγματα δεν υπόκεινται ποτέ στην εξουσία μας, αλλά απλώς ότι τα κυριαρχούμε μόνον όταν ακολουθούν τις σκέψεις μας, και μάλιστα όχι απολύτως μήτε εξολοκλήρου, διότι υπάρχουν έτερες δυνάμεις έξω από εμάς που μπορούν να εμποδίσουν την έκβαση των προθέσεών μας5.

Έτσι, χάρη σε μια μεταβαλλόμενη και περιορισμένη δύναμη, ο άνθρωπος διαθέτει πλήρη ελευθερία. Διακρίνουμε εδώ την αρνητική όψη της ελευθερίας. Διότι, εντέλει, αν δεν έχω καθόλου τη δύναμη να εκτελέσω τούτη η εκείνη την πράξη, πρέπει να απέχω από την επιθυμία να την πραγματοποιήσω:

«Να φροντίζω να νικώ μάλλον τον εαυτό μου παρά τη ροή των γεγονότων, και να αλλάζω μάλλον τις επιθυμίες μου παρά την τάξη του κόσμου...»6. Κοντολογίς, στο ηθικό επίπεδο, να ασκώ την εποχή7. Κι ωστόσο η ελευθερία, με την πρωταρχική αυτή έννοια, εξακολουθεί να διαθέτει μια ορισμένη «αποτελεσματικότητα». Είναι μια ελευθερία θετική και δημιουργική. Αναμφίβολα, δεν μπορεί να αλλάξει την ιδιοσυστασία της κίνησης μέσα στον κόσμο, ωστόσο μπορεί να μεταβάλλει την κατεύθυνση αυτής της κίνησης.

Η ψυχή έχει την κύρια έδρα της στον μικρό αδένα που βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου, απ' όπου εξακτινώνεται σε όλο το υπόλοιπο σώμα μέσω των πνευμάτων, των νεύρων, και μάλιστα μέσω του αίματος[...] Η ενέργεια της ψυχής συνίσταται στο εξής: Το γεγονός ότι θέλει κάτι προκαλεί την κίνηση του μικρού αδένα με τον οποίο είναι στενά συνδεμένη κατά τον απαιτούμενο τρόπο, για να παραχθεί το αποτέλεσμα που αφορά αυτή τη βούληση8.

Αυτή ακριβώς η «αποτελεσματικότητα», αυτή η δημιουργικότητα της ανθρώπινης ελευθερίας αποτελεί και την προέλευση του Λόγου περί της μεθόδου. Διότι, σε τελική ανάλυση, η Μέθοδος είναι κάτι επινοημένο: «Στάθηκα πολύ τυχερός», λέει ο Καρτέσιος, «που από τα παιδικά μου χρόνια βρέθηκα σε κάποια μονοπάτια που με οδήγησαν σε απόψεις και κανόνες. Έτσι σχημάτισα μια μέθοδο»9. Ή, μάλλον, κάθε κανόνας της Μεθόδου (εκτός από τον πρώτο) είναι ένας γνώμονας πράξης ή επινόησης. Η επιτακτική ανάλυση του δεύτερου κανόνα δεν απαιτεί, άραγε, μια ελεύθερη και δημιουργική κρίση που επινοεί σχηματοποιήσεις και συλλαμβάνει υποθετικές διαιρέσεις τις οποίες θα επαληθεύσει αμέσως μετά; Και μήπως αυτή την τάξη που εκθειάζει ο τρίτος κανόνας, δεν πρέπει να την αναζητήσουμε και να την προιδεαστούμε μέσα στο χάος προτού της υποταχθούμε; Απόδειξη ότι, αν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, θα την επινοήσουμε: «Υποθέτοντας πως υπάρχει τάξη ακόμη κι ανάμεσα σε κείνα που δεν προπορεύονται φυσικά το ένα από το άλλο»10. Αλλά και οι απαριθμήσεις του τέταρτου κανόνα δεν προϋποθέτουν, άραγε, μια γενικευτική και ταξινομική ισχύ που προσιδιάζει στο ανθρώπινο πνεύμα;

Εν ολίγοις, οι κανόνες της Μεθόδου βρίσκονται στο επίπεδο της Καντιανής σχηματοποίησης, δεν συνιστούν, εντέλει, παρά πολύ γενικές κατευθυντήριες ενδείξεις για ελεύθερη και δημιουργική κρίση. Εξάλλου, όταν ο Μπέικον δίδασκε τους Άγγλους να ακολουθούν την εμπειρία, δεν ήταν άραγε ο Καρτέσιος εκείνος που πρώτος αξίωσε από τον φυσικό επιστήμονα να προηγούνται οι υποθέσεις της εμπειρίας; Έτσι, εξαρχής ανακαλύπτουμε στα έργα του μια θαυμάσια ανθρωπιστική κατάφαση της δημιουργικής ελευθερίας, που χτίζει το αληθές κομματάκι κομματάκι, που ανά πάσα στιγμή διαισθάνεται και προιδεάζεται τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των ουσιών, σκαρφίζεται υποθέσεις και σχηματοποιήσεις, μια δημιουργική ελευθερία η οποία, ίσα κι όμοια σε Θεό και άνθρωπο, ίση σε όλους τους ανθρώπους, απόλυτη και ατελεύτητη, μας αναγκάζει να αποδεχθούμε τούτο το τρομερό καθήκον, το κατεξοχήν δικό μας καθήκον: να καταφέρουμε να υπάρχει μια αλήθεια στον κόσμο, να καταφέρουμε ο κόσμος να είναι αληθινός – και να μας προδιαθέτει να ζούμε με γενναιοφροσύνη, «συναίσθημα που ο καθένας διαθέτει χάρη στην ελεύθερη βούλησή του, σε συνδυασμό με την απόφαση να μην του λείψει ποτέ».

Ωστόσο, ευθύς αμέσως παρεμβαίνει η προ-εδραιωμένη τάξη. Σε έναν Καντ, το ανθρώπινο πνεύμα συγκροτεί την αλήθεια. Στον Καρτέσιο, απλώς και μόνο την αποκαλύπτει, αφού ο Θεός καθόρισε μια για πάντα τις σχέσεις που οι ουσίες διατηρούν μεταξύ τους. Κι εξάλλου, όποιος κι αν είναι ο δρόμος που ο μαθηματικός διάλεξε για να φτάσει στη λύση του προβλήματός του, δεν μπορεί να αμφιβάλει για το αποτέλεσμα από τη στιγμή που αυτό θα έχει στεφθεί με επιτυχία. Ο άνθρωπος της δράσης, ατενίζοντας το εγχείρημά του, μπορεί να πεί: τούτο οφείλεται σε μένα. Όχι όμως κι ο άνθρωπος της επιστήμης. Μόλις του αποκαλυφθεί, η αλήθεια του φαίνεται σαν κάτι ξένο: ανήκει σε όλους και δεν είναι κτήμα κανενός. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να την επιβεβαιώνει, κι αν βλέπει καθαρά τις σχέσεις που τη συγκροτούν, δεν του απομένει ούτε καν η ικανότητα να αμφιβάλει γι' αυτές. Διαπερασμένος από μια εσωτερική φώτιση που τον εμψυχώνει ολόκληρο, δεν μπορεί παρά να συναινέσει στο αποκαλυφθέν θεώρημα και, μέσω αυτού, στην τάξη του κόσμου. Έτσι τα πορίσματα «2 και 2 κάνουν 4», ή «Σκέπτομαι, άρα υπάρχω», δεν έχουν αξία παρά μόνο στο βαθμό που τα επιβεβαιώνω, αλλά δεν μπορώ και να εμποδίσω τον εαυτό μου να τα επιβεβαιώσει. Αν πω ότι δεν υπάρχω, δεν χαλκεύω καν ένα επινόημα, συρράπτω απλώς λέξεις των οποίων το νόημα αυτοκαταστρέφεται, ακριβώς όπως αν μιλούσα για τετράγωνους κύκλους η τρίπλευρους κύβους.

Σημειώσεις         

5. À M***, mars 1638. [Ντεκάρτ, Επιστολὴ προς τον Μ***, Μάρτιος 1638.]
6. [Ντεκάρτ, Λόγος περί της μεθόδου, ό.π., Μέρος Τρίτο, σ. 53.]
7. [Εποχή: Η αρχαιοελληνική λέξη εποχή, ως φιλοσοφικός όρος, ιδίως στους στωικούς, σημαίνει «δεν παίρνω θέση», «δεν εκφέρω κρίση».]
8. Traité des Passions, art. 34, 41. [Ντεκάρτ, Τα πάθη της ψυχής, εισαγωγή, μετάφραση Γιάννης Πρελορέντζος, Κριτική, Αθήνα (1996), 2017, άρθρο 34, σ. 117· άρθρο 41, σ. 122.]
9. Discours de la Méthode, I partie. [Λόγος περί της μεθόδου, ό.π., Μέρος Πρῶτο, σ. 32.]
10. [Λόγος περί της μεθόδου, ό.π., Μέρος Δεύτερο, σ. 47.]

ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΔΥΝΑΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΎΤΟΥ.

Η Σοφιολογία του Σολόβιεφ (1)

                                   ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΣΟΛΟΒΙΕΦ

ΣΟΦΙΑ: ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΡΩΣΙΚΗ.

Ο Σολόβιεφ υπήρξε ο πρώτος και ο μεγαλύτερος Ρώσος φιλόσοφος και παραμένει ακόμη. Πρίν από αυτόν στην Ρωσία υπήρχαν μόνον θρησκευτικοί κήρυκες. Το 1875 επισκέπτεται το Λονδίνο, όπου στην βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου μελετά τις Βέδες και τους Έλληνες Πατέρες. Στην διάρκεια αυτών των μελετών, βρίσκει ανοιχτό στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης, ένα βιβλίο, το οποίο πλησιάζει με μια ακατανίκητη έλξη. Ήταν μια σύντομη έκθεση της Καμπάλα. Εκεί συναντά σκέψεις που είχε ήδη βρεί σε διάφορους συγγραφείς αλλά και σκέψεις που υπήρχαν και στον ίδιο. Βρίσκει σε καθαρή έκφραση τις πεποιθήσεις του για το ανυπόστατο των δυαλισμών, όπως ύλη-μορφή, Φύση-πνεύμα, είναι-γίγνεσθαι, νόηση-συναίσθημα(ή πίστη), φιλοσοφία-ζωή. Τέλος τον πολλαπλασιασμό τού μοναδικού, αιωνίου, αληθινού ουσιώδους, στο πλήθος των πεπερασμένων όντων και στην ακολουθία των Ιστορικών Εποχών. Θεωρουμένου σαν αναγκαία πραγματοποίηση [ήδη ο Κύριος και η Εκκλησία αποξενώνονται] τής απείρου δυνάμεώς του [τού απολύτου]. Βρίσκει την Ιερότητα τής υπάρξεως, ακόμη και στις καθημερινές της μορφές, που οφείλεται στην Ιερατική λειτουργία ανάμεσα στον Ουρανό και την γή, στην οποία κάθε άνθρωπος έχει πρόσβαση και έφεση, λόγω της Θεανδρικής του φύσεως [το σύγχρονο πρόσωπο]. Την εν δυνάμει αγιότητα τής ύλης και την τάση της να πνευματοποιηθεί [όπως ακριβώς εξέφρασε τόν σκοπό του καί ο Καζαντζάκης, ο δικός μας αναζητητής τής εβραϊκής αλήθειας], αλλά πάνω απ'όλα την ύπαρξη και πραγματικότητα μιάς διπλής σοφίας, η οποία στην Καμπάλα ονομάζεται σοφία της αρχής και του τέλους (δημιουργό και δημιουργημένη). Εδώ όμως, σαν μια κάποια συγχρονότητα αποκτά και και την δεύτερη καθοριστική εμπειρία τής Σοφίας. Έχει την δεύτερη συνάντηση. Έτσι στην διάρκεια μιας πνευματιστικής συνάντησης, η όμορφη γυναίκα κυκλωμένη από φώς, η αιώνια μνηστή του στην οποία θα μείνει πάντοτε πιστός, τον διατάσσει να πάει στην Αίγυπτο και υπακούει. [Καλά κανένας δεν βλέπει την μεγάλη πλάνη; Αυτό το ένδυμα φωτός δυστυχώς είναι ο θεμέλιος λίθος του Οικουμενισμού, που διαλύει τα πάντα, φέρνοντας ταχύτατα κοντά μας τον Αντίχριστο]. Φτάνοντας στην Αίγυπτο εισδύει βιαστικά στην έρημο αναζητώντας νομαδικές φυλές που θα μπορούσαν να έχουν διατηρήσει στην μνήμη τους την αρχαία σοφία, Ίχνη της οποίας βρήκε στους γνωστικούς, στην ερμητική Θεοσοφία και στους καμπαλιστές. [Ανήκει στους αναζητητές της αλήθειας, οι οποίοι μαζί με την Μπλαβάτσκυ και τον Γκουρτζίεφ, μας άλλαξαν τα φώτα, διδάσκοντας τον δρόμο του πονηρού ανθρώπου.]

Συνάντησε λοιπόν πραγματικά τους Βεδουϊνους, αλλά σαν γνήσιοι απόγονοι της Γνωστικής σοφίας τον χτυπούν ανελέητα και τον καταληστεύουν, αφήνοντάς τον αναίσθητο στην έρημο. Σαν συνέρχεται στην μέση της νύχτας τού εμφανίστηκε η ΣΟΦΙΑ. Και αναγνωρίζει αυτή την φορά, δασκαλεμένος ήδη από την Καμπάλα, την Βιβλική βασίλισσα που κατοικεί ένα ψηλό παλάτι με επτά χρυσές κολόννες και στο στήθος της φέρει όλο αυτό που είναι, που υπήρξε και θα είναι: την μορφή και την ρίζα της ΟΛΟΤΗΤΟΣ, του "ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ". [Αυτό το όραμα θα χρησιμοποιηθεί στην συνέχεια από τον Μπουλγκάκοφ για να μας περιγράψει τον Χριστό σαν αυτόν που αποκαλύπτει και σαν αυτόν που φέρει, που μεταφέρει, το Άγιο Πνεύμα. Παρομοίως και ο Λόσκι. Συναντώντας την αποκρυφιστική διδασκαλία του Ιωακείμ ντα Φιόρε, περί της Οικονομίας του Αγίου Πνεύματος και της υπερβάσεως τής Εποχής του Χριστού].

Ο αληθινός πατέρας του Οικουμενισμού λοιπόν θέτει σαν σκοπό τής κοσμικό-Ιστορικής προόδου την εγκαθίδρυση της ΕΝΟΤΗΤΟΣ. Η πρόοδος αυτή ξεκίνησε με την δημιουργία τού Αδάμ την πτώση του και την έλευση τού Νέου Αδάμ, του Ιησού Χριστού, του Λόγου του Θεού που ενανθρώπησε για να σώσει τον κόσμο, με τον Θάνατό του και την Ανάσταση.

Αυτή η πρόοδος συνεχίζει μέχρι σήμερα και θα συνεχίζει μέχρι το τέλος, μέχρι την μεταμόρφωση του κόσμου και της Ιστορίας, όταν ο Θεός και ο κόσμος θα είναι ένα μόνον πράγμα. Ενώ όμως, μέχρι την εμφάνιση του Αδάμ η πρόοδος ήταν αποκλειστικά στα χέρια του Θεού, από εκείνο το σημείο και έπειτα είναι Θεανθρώπινη. Οι επιλογές τού ανθρώπου είναι καθοριστικές για την μοίρα της κτίσεως. [Τι βαρειές ευθύνες μάς ρίχνεις στις πλάτες καημένε Σολόβιεφ, μ'αυτή την θεανθρωπότητα. Τις αντέχουμε δεν τις αντέχουμε. Πάντως εδώ μέσα κατοικούν οι Αρχιερείς της νεοορθοδοξίας, από τον Ζηζιούλα και τον Βαρθολομαίο, μέχρι τον Γιανναρά]. Ξεκινά λοιπόν αυτός ο μεγαλύτερος Ρώσος Φιλόσοφος το έργο του κλέβοντας την Σοφία από τους Έλληνες. Διότι η Σοφία είναι λέξη Ρωσική, για πολλούς λόγους, λέει: Ιστορικά διότι η Αγία Σοφία τής Κωνσταντινουπόλεως έγινε η αιτία τού προσηλυτισμού των Ρώσων στην Ορθοδοξία. Και πνευματικά, διότι το Κίεβο π.χ. είναι γεμάτο Εκκλησίες αφιερωμένες στην Σοφία του Θεού ή στην Αγία Σοφία, όπως και οι αντίστοιχες λαμπρές εικόνες της Σοφίας, όπως του Novgorod. Πρέπει να προσθέσουμε όμως και τον Φιλοσοφικό Λόγο. Διότι από το ένα μέρος μια παράδοση της Ορθοδοξίας αρνείται οποιαδήποτε σπουδαιότητα στην οικονομία της σωτηρίας, στην Σοφία, από το άλλο όμως υπάρχει μια νέα παράδοση Θεολόγων φιλοσοφούντων ως επί το πλείστον, οι οποίοι ερμηνεύουν φιλελεύθερα την ορθόδοξη παράδοση, επιθυμώντας να τονίσουν την Ιδιαιτερότητα και την πρωτοτυπία της Ρωσικής παραδόσεως απέναντι στην Βυζαντινή, αποσκοπώντας στην απελευθέρωση τους από την Βυζαντινή πνευματικότητα και κληρονομιά.

Για την λογική λοιπόν η σοφία είναι ένα απαραίτητο στοιχείο στην διαλεκτική ζωή του Απολύτου. Ανήκει ας πούμε στην βιολογία. Βεβαίως είναι αλήθεια πως το απόλυτο υπερβαίνει την λογική μας, αλλά είναι επίσης αλήθεια πως αυτό δεν εμποδίζει να έχουμε μια διαίσθησή του ή μια άμεση εμπειρία ή ένα συναίσθημα και πως μπορούμε να συνθέσουμε την ζωή τού απολύτου ξεκινώντας από τις γνώσεις μας των κτιστών και πεπερασμένων όντων, τα οποία αναφέρονται όλα στο απόλυτο. Πρέπει λοιπόν να καθορίσουμε πώς πρέπει να είναι η συμπεριφορά τού απολύτου, εάν τα πεπερασμένα συμπεριφέρονται όπως γνωρίζουμε και εάν το περιεχόμενο τής εμπνεύσεως ή της αμέσου εμπειρίας είναι εκείνο που βιώνουμε, με όλες του τις εμπλοκές. Η πρώτη διαδικασία, επαγωγική, υποθετική, ανήκει στην μεταφυσική. Η δεύτερη, απαγωγική, συμπερασματική, ανήκει στην λογική. Η πρώτη λειτουργεί σαν πειραματική επιβεβαίωση τής δεύτερης. Είναι πρώτη για μας, αλλά δεύτερη καθαυτή. Η δεύτερη μάς προσφέρει τις κατηγορίες που είναι απαραίτητες να κατανοήσουμε αληθινά την εμπειρική πραγματικότητα, για να επανασυνάγουμε τα φαινόμενα στα Ουσιώδη τους, ή όπως έλεγαν οι Πατέρες για να ανακαλύψουμε κάτω από τα φαινόμενα τις μυστικές μορφές των πραγμάτων, τις αυθεντικές τους σημασίες. Η σοφιολογία είναι όλο αυτό μαζί: μια πράξη πίστεως, μια άμεση έμπνευση, μια θεωρία που απαιτεί να είναι συνεπής ως προς το νόημα του κόσμου και τής Ιστορίας του.

Στην συνέχεια θα δούμε την απαγωγή της ζωής του Απολύτου και την διαδικασία της. Διότι και ο Σολόβιεφ, ταυτίζει τον Θεό με το Απόλυτο, όπως και ο Γερμανικός Ιδεαλισμός.

Συνεχίζεται.

[Πώς εξηγείται το φαινόμενο Σολόβιεφ; Με τον Φίχτε! Ο Φίχτε είναι ο πρώτος στοχαστής ο οποίος επινόησε ένα σύστημα το οποίο πιστοποιεί το απόλυτο χωρίς να εξέρχεται από την οπτική γωνία του πεπερασμένου, ο οποίος σκέπτεται μια φιλοσοφία του πεπερασμένου πνεύματος σαν την μοναδική δυνατή συνείδηση του απόλυτου!

Ο Φίχτε ελευθέρωσε τον δυτικό άνθρωπο από το επέκεινα του σχολαστικισμού. Προσφέρονται στο ενθάδε όλα τα περιεχόμενα της μεταφυσικής.

Με τον Φίχτε ολοκληρώνεται η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον πάπα, και ο Σολόβιεφ, μεγάλος του τραγικός μαθητής, επιστρέφει όλες τις κατακτήσεις του Γερμανικού πνεύματος στον πάπα ξανά για να τον χρίσει κοσμοκράτορα! Τα Σα Εκ των Σων. Η πλέον κωμικοτραγική ιστορία του πνεύματος εκτυλίσσεται μπρος στα μάτια μας.

Ευχόμαστε να την συνειδητοποιήσουμε κάποτε.]


Αμέθυστος.

Τα Γνωστικά θεμέλια τού μηδενισμού στον Heidegger α

Τα Γνωστικά θεμέλια τού μηδενισμού στον Heidegger
Τής Susan Anima Taubes,
The Journal of Religion, Volume XXXIV, Number 3 , July 1954


Ι. Ο Nietzsche είχε επισημάνει κάποτε, πως η γερμανική φιλοσοφία είναι μια λαθραία εισηγμένη θεολογία. Είχε υπόψιν του τον γερμανικό ιδεαλισμό, ο οποίος στα βαθύτερά του στρώματα περιστρέφεται κυρίως γύρω από ερωτήματα με τα οποία ασχολείται η θεολογία. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να ερμηνεύσει την φιλοσοφία τού Heidegger μέσα στο πλαίσιο αναφοράς όπου θεωρούμε τον Γνωστικισμό ως την κρυμμένη θεολογία τού Heidegger.
Θεωρείται συνήθως πως ο Γνωστικισμός αποτελείται από διδασκαλίες διάφορων θρησκευτικών αιρέσεων που άνθισαν από τον 1ο μέχρι τον 5ο μετά Χριστόν αιώνα. Ωστόσο, αν και οι αιρέσεις και πρακτικά όλα τα γραπτά τους έχουν καταστραφεί και η γνώση μας γι’ αυτές προέρχεται από τους αντιπάλους τους, οι έννοιες του Γνωστικισμού έχουν παραμείνει ενεργείς στην σύγχρονη σκέψη της Δύσεως. Η ανάδυση των Γνωστικιστικών τάσεων σκέψης στους κλάδους της μοντέρνας φιλοσοφίας, όπως και στις σύγχρονες θρησκευτικές υποθέσεις και λογοτεχνικά κινήματα, έχει επισημανθεί στην περίπτωση του γερμανικού ιδεαλισμού (F. C. Baur, Die christliche Gnosis oder christliche Religions-Philosophie in ihrer geschichtlichen Entwicklung, Tübingen 1835), του σουρρεαλιστικού κινήματος (M. Carrouges, Andre Breton et les dnees fondamentales du surrealisme, Paris 1950) και στα γραπτά της Simone Weil (M. More, La Pensee religieuse de Simone Weil, in „Dieu Vivant“ No. 17). Η έκθεση των Γνωστικιστικών θεμελίων του μηδενισμού στον Heidegger αποτελεί ένα κεφάλαιο στην αξιολόγηση της επανεμφάνισης των Γνωστικιστικών χαρακτηριστικών στην μοντέρνα πνευματική κρίση.
Καμιά συζήτηση για τον Heidegger δεν μπορεί να γίνει χωρίς νά επισημανθεί πως χρησιμοποιεί και εξουδετερώνει θεολογικές κατηγορίες. Το ερώτημα όμως γιατί η φαινομενολογική οντολογία αναγκάζεται να δανειστεί τις κατηγορίες της από θεολογικούς στοχαστές όπως οι Kierkegaard, Pascal, Luther και Αυγουστίνος, δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Χριστιανοί θεολόγοι αναγνώρισαν αμέσως στον Heidegger έναν «αιρετικό». Η «αίρεση» όμως υπονοεί μια πολύ στενή και περίπλοκη σχέση προς την ορθοδοξία, όπου η έλξη και η άπωση πάνε χέρι-χέρι. Ο Erich Przywara (Augustinus, Leipzig 1934, σελίδες 72-97) έδωσε την κατεύθυνση για την αρμόζουσα ερμηνεία στα πλαίσια τού καθολικισμού. Ο Przywara ανακαλύπτει την διείσδυση των γνωστικιστικών μανιχαϊστικών και νεοπλατωνικών στοιχείων στον μηδενισμό του Heidegger. Επειδή όμως για τον Przywara και τους καθολικούς ακόλούθους του, ο γνωστικισμός εκφράζει τις πιο επικίνδυνες «σατανικές» δυνατότητες για τον άνθρωπο, ο Heidegger απλά αναθεματίζεται στην κριτική τους, και δεν προχωρούν την διαπίστωση τους ώστε να εκθέσουν περαιτέρω την σχέση τού Heidegger με τον γνωστικισμό.
Η δουλειά μας είναι νά εντοπίσουμε το σύμπαν εκείνο των στοχασμών, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι έννοιες τού Heidegger και να εκθέσουμε τα βαθύτερα ρεύματα σκέψης, τα οποία δεν ρέουν ακριβώς δια μέσου τής φιλοσοφίας του, αλλά μάλλον την ωθούν μυστικά και καθορίζουν την κατεύθυνσή της. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως η πηγή αυτών των ρευμάτων δεν βρίσκεται στην ακαδημαϊκή αλλά στην θεολογική παράδοση, και μάλιστα στην Γνωστικιστική αίρεση.
Ο τίτλος τού κύριου έργου τού Heidegger, Είναι και Χρόνος, παρουσιάζει ένα παράδοξο. Στο έργο αυτό αποσκοπεί στο να θέσει εκ νέου το ερώτημα για την σημασία τού Είναι. Η ερμηνεία τού χρόνου ανοίγει τον ορίζοντα για οποιαδήποτε κατανόηση του Είναι. Το πλαίσιο αναφοράς τής οντολογίας δεν είναι το άχρονο, αλλά ο ίδιος ο χρόνος. Το παράδοξο τής ένωσης αυτού που είναι συνήθως αποδεκτό ως έννοια τής μονιμότητας (Είναι) με την δυνατότητα τής τρεπτότητας (χρόνος) πρέπει να εξηγηθεί.
Η κριτική που ασκεί ο Heidegger στην παραδοσιακή οντολογία μάς δίνει μια πρώτη ένδειξη περί της τοποθέτησής του. Το Είναι κατανοείται στην παραδοσιακή οντολογία ως η πιο γενική έννοια. Ταυτίζοντας το Είναι με ότι πιο γενικό, η παραδοσιακή οντολογία απορρίπτει από την αρχή την οποιαδήποτε δυνατότητα «ορισμού» του Είναι. Ο Heidegger συνεπώς προσπαθεί να περιορίσει το Είναι στην έννοια τού πιο συγκεκριμένου. Το περί του Είναι ερώτημα δεν είναι μια ευκαιρία για διασκεδαστικές υποθέσεις περί των πιο γενικών γενικοτήτων. Είναι από την μια στιγμή στην άλλη το πιο θεμελιώδες και συγκεκριμένο ερώτημα.
Από την εποχή του Αριστοτέλη, το οντολογικό ερώτημα κατευθύνεται προς την κατανόηση του γενικού υποβάθρου όλων των πραγμάτων που είναι. Το σύνολο όλων όσα είναι συνιστά τον κόσμο. Επομένως, η οντολογία έχει ως στόχο τον κόσμο, και προσπαθεί να δομήσει τις κατηγορίες της έτσι, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να κατοικίσει σ’ αυτήν. Η οντολογία τείνει προς ένα κοσμολογικό σύστημα κατηγοριών. Από αυτήν την άποψη, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ρεαλιστικής (Αριστοτέλης) και ιδεαλιστικής (Καντ) οντολογικής προσέγγισης. Γιατί, ακόμα και αν οι κατηγορίες έχουν ως πηγή το υποκείμενο, προσανατολίζονται προς τον κόσμο (φαινόμενα). Οι κατηγορίες υπηρετούν ως εργαλεία για την κατανόηση του «αντικειμένου», του κόσμου.[ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ]
Η θεμελιακή οντολογία (Fundamentalontologie) του Heidegger προσανατολίζεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο σκοπός τής οντολογίας (του) δεν είναι να διατυπώσει κατηγορίες για την κατανόηση του κόσμου, αλλά να διατυπώσει Existenzialien ως δομές του Dasein ή του Εαυτού. Το Dasein είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιεί ο Heidegger για να σημάνει το Είναι (being) το οποίο είμαστε εμείς. Αυτό το «ον» βεβαίως συλλαμβάνεται «οντολογικά» ως η πράξη αυτό-συλλογισμού πριν από κάθε «οντικό» προσδιορισμό εμπειρικής, διανοητικής ή πνευματικής τάξεως. Το «Dasein» λοιπόν μπορεί να εκφραστεί με τον όρο «self», υποδεικνύοντας απόλυτη αντανακλαστικότητα χωρίς αναφορά στην έννοια της προσωπικότητας. Η θεμελιακή οντολογία δεν υπεισέρχεται στην αντίφαση μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Δεν ενδιαφέρεται για την απόδοση πρωτείου ούτε στο υποκείμενο, ούτε στο αντικείμενο μέσα στην «επιστημολογική σχέση», καθώς η ίδια βρίσκεται εκτός του προβλήματος τής θεμελίωσης μιας αντικειμενικής γνώσης.
Το Είναι (Being) η σημασία του οποίου εξετάζεται δεν είναι το Είναι του κόσμου αλλά του εαυτού (self). Για τον λόγο αυτό, οι κατηγορίες υποκειμένου και αντικειμένου έχουν αντικατασταθεί από υπαρκτικές κατηγορίες (Existenzialien), κατηγορίες δηλαδή της σχέσης του εαυτού προς τον εαυτό του. Ο εαυτός ορίζει όλες τις κοσμικές κατηγορίες. Ανακαλύπτεται ως αντίθεση προς τον κόσμο και όχι δια του κόσμου. Η έννοια της θεμελιακής οντολογίας συνίσταται στην επικέντρωση στον εαυτό ως όντος (Seiendes), οι τρόποι αυτό-αναφοράς (self-relation) του οποίου πρέπει να ερμηνευθούν κάτω από την προοπτική του ορισμού της σημασίας του Είναι. Και μόνο επειδή η οντολογία πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε μια υπαρκτική ανάλυση του εαυτού, και επειδή «επειδή ο εαυτός στην εσώτατη ουσία του ταυτίζεται εξ’ αρχής με τον χρόνο»1, μπορεί η ερμηνεία του χρόνου να χρησιμεύσει ως ορίζοντας κάθε κατανόησης του Είναι. Από που όμως πηγάζει αυτή η ριζικά ακοσμική θεώρηση του εαυτού;
Μια υπόδειξη που δίνει ο Heidegger ίσως μας δείξει τον δρόμο προς την απάντηση. Στην υποσημείωση του σημαντικού κεφαλαίου για τον φόβο (Angst), o Heidegger αναφέρει τους Αυγουστίνο, Λούθηρο και Kierkegaard ως εξαιρέσεις του κανόνα τής «παράλειψης της υπαρκτικής ανάλυσης του Dasein»2. Η επισήμανση είναι αποκαλυπτική, εάν λάβουμε υπ’ οψιν την καλά γνωστή αντι-χριστιανική στάση του Heidegger. Μήπως δεν είναι τα βαθιά, αλλά τα καταπιεσμένα ρεύματα σκέψης εντός της χριστιανικής θεολογίας, που έρχονται σε πλήρη έκφραση στην αντιθεολογία του Heidegger; Η υπόθεση αυτή δεν είναι καθόλου παράξενη, εάν λάβουμε υπόψιν πως η επίθεση που εξαπολύει στην χριστιανική θεολογία δεν στηρίζεται σε νατουραλιστικό έδαφος. Στην πραγματικότητα κατηγορεί το θεολογικό πλαίσιο του Χριστιανισμού χαρακτηρίζοντας το υπερβολικά νατουραλιστικό. Η επίθεση που χρησιμοποιήθηκε εναντίον της κλασικής οντολογίας εφαρμόζεται και στην θεολογία: η θεολογία κινείται ακόμα μέσα στα κοσμολογικά πλαίσια. Η κλασική οντολογία και η χριστιανική θεολογία «συμφωνούν στο σημείο, πως η humanitas του homo humanus θεωρείται από την σκοπιά της προδιαγεγραμμένης ερμηνείας της φύσεως, ιστορίας, του κόσμου και του θεμελίου του»3.
Η αντιθεολογική πολεμική του Heidegger κατευθύνεται από μια πιο ριζοσπαστική θεολογική θέση. Πρέπει να θυμηθούμε πως η χριστιανική θεολογία είναι συγκρητιστική. Έχουμε να κάνουμε με μια παράδοση που πηγάζει από μια (γνωστικιστική) ιουδαϊκή αίρεση, που όχι μόνο απορρόφησε ετερογενή στοιχεία των ελληνιστικών μυστηριακών λατρειών, αλλά χρειάστηκε να συμφιλιώσει τον εαυτό της μέ συστήματα ασύμβατα με αυτήν και ξένα ακόμα και μεταξύ τους, όπως είναι η Παλαιά Διαθήκη και η μεταφυσική του Αριστοτέλη. Η πολεμική του Heidegger στρέφεται εναντίον της βιβλικής και μεταφυσικής μείωσης της χριστιανικής θεολογίας, και για τον λόγο αυτό φέρει μια μυστική, εσωτεριστική, αιρετική «χριστιανική» παράδοση. Η αναφορά στον Αυγουστίνο είναι σημαντική καθώς ο Αυγουστίνος, ο οποίος ανακάλυψε τον «εαυτό» για την Δύση, ήταν μανιχαϊστής γνωστικιστής, ο οποίος προσηλυτίστηκε αργότερα στον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως και ο Kierkegaard ανακάλυψε εκ νέου τον εαυτό για τον σύγχρονο κόσμο, αφού τον είχε διαλύσει η αντικειμενική χριστιανική φιλοσοφία του Hegel. Ο εαυτός στην ανθρωπολογία του Kierkegaard αποστρέφεται τον κόσμο. Βρίσκεται γυμνός σε απομόνωση, υπερ(δια)φυσικός (transnatural), υπερ(δια)ηθικός (transethical), ενώπιον του απόλυτου πνεύματος, ένας θεός που δεν είναι εκ του κόσμου4. Η θεμελιακή οντολογία κατασκευάστηκε με τις υπαρκτικές κατηγορίες του Kierkegaard. Η πραγματική σχέση όμως του Kierkegaard με τον Heidegger, και η σημασία της επιλογής του Heidegger να χρησιμοποιήσει θεολογικά φορτισμένους όρους σε ένα αθεϊστικό σύστημα, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσω αναφοράς στο Γνωστικισμό.
Όταν ο Heidegger ανακοινώνει πως η καταστροφή ολόκληρης της ιστορίας της οντολογίας είναι το νήμα που διασχίζει την ανάπτυξη της φιλοσοφίας του, τότε «επαναστατεί»-μέσα στην πραγματικότητα της θεωρίας-εναντίον του ίδιου κλασικού πλαισίου του κόσμου, εναντίον του οποίου εκφράστηκε ο γνωστικισμός. Η οντολογία για τον Heidegger αντιστοιχεί στην «ελληνική οντολογία και ιστορία, η οποία δια μέσου διαφόρων στροφών και διακλαδώσεων καθορίζει το εννοιολογικό πλαίσιο της φιλοσοφίας μέχρι τις μέρες μας»5. Η πορεία της παράδοσης μπορεί να ανιχνευθεί μέχρι την ελληνική θεώρηση, πως «το Dasein κατανοεί τον εαυτό του και το Είναι εν γένει, δια του „κόσμου“»6.

Συνεχίζεται